Η ασταμάτητη, και συχνά θανατηφόρα, υπεράσπιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος δεν προκύπτει τυχαία ξανά και ξανά στην Ιστορία της «πολιτισμένης Δύσης». Ανέκαθεν τα γυναικεία σώματα ήταν πεδίο μάχης για κάθε είδους ιδεολογίες και διεκδικήσεις, που ελάχιστα αφορούσαν την υγεία της εγκύου ή και του ίδιου του παιδιού. Μια ιδέα από τον ρόλο της θρησκείας στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών αντιλήψεων περί γονιμότητας, κυοφορίας και τοκετού από το έργο της Mary E. Fissell Vernacular Bodies.
Κυρίτση Ελένη
Τον 16ο αιώνα, όταν δημοσιεύθηκαν στην Ευρώπη τα πρώτα βιβλία σχετικά με την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, η γυναικεία ανατομία και η σχέση της με τα θρησκευτικά πιστεύω ήταν ένα από τα πιο φλέγοντα θέματα που απασχολούσαν την κοινή γνώμη. Η θρησκεία έπαιζε τον μεγαλύτερο ρόλο, όχι μόνο στην αντίληψη των ανθρώπων για το γυναικείο σώμα, αλλά και πιο πρακτικά στη διαδικασία του τοκετού, κατά την οποία η γυναίκα ζητούσε την προστασία της Παρθένου μέσω ιερών αντικειμένων. Ήταν επίσης σύνηθες να επικαλείται συγκεκριμένες Αγίες που προστάτευαν τον τοκετό, με την συνοδεία ειδικών προσευχών.
Με την ίδρυση της Προτεσταντικής Εκκλησίας, κάθε στοιχείο που συνέδεε τον τοκετό με την Παναγία και την Παναγία με την αγιότητα απαγορεύτηκε ως ειδωλολατρικό. Ο κλήρος απαγόρευσε τις επικλήσεις στην Παρθένο και άλλες αγίες κατά τον τοκετό, και προέτρεψε τις μαίες και τις μητέρες να ζητούν αποκλειστικά τη βοήθεια του Θεού για την ομαλή του διεξαγωγή. Η ετοιμόγεννη γυναίκα στην προτεσταντική σκέψη δεν ταυτίζεται με την Παναγία αλλά με την Εύα, και οι πόνοι της γέννας θεωρούνται η δίκαιη τιμωρία του Θεού για το Προπατορικό Αμάρτημα, μία πεποίθηση που αντικατοπτρίζεται στις προτεσταντικές προσευχές της εποχής. Έτσι, το έργο της Μεταρρύθμισης έπεφτε στους ώμους των μαιών, ώστε να διασφαλιστεί η επιτυχία των νέων θρησκευτικών μέτρων σε μία στιγμή που οι πιστές χρειαζόταν την θεϊκή προστασία και παρέμβαση και ήταν ευάλωτες και εξαρτημένες από τη μαία. Ο ρόλος της μαίας ήταν πλέον πολιτικός, αφού εκείνη αποφάσιζε πώς θα διεξαχθεί ο τοκετός, επιβάλλοντας τα θρησκευτικά της πιστεύω στην ετοιμόγεννη. Η μαία μπορούσε μέχρι και να αρνηθεί να βοηθήσει σε μία γέννα λόγω θρησκευτικών διαφορών. Ακόμη και με την προσπάθεια της βασίλισσας Μαίρη να επαναφέρει τον Καθολοκισμό, ο τοκετός δεν έπαψε να θεωρείται πρωτίστως πεδίο πολιτικών διεκδικήσεων, γι’ αυτό και καθετί που χρησιμοποιούνταν και λεγόταν κατά τη διάρκειά του έπρεπε να είναι σύμφωνο με τις διαταγές του κλήρου.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο τοκετός σαν διαδικασία ήταν εξ’ ολοκλήρου γυναικεία υπόθεση. Οι άντρες δεν είχαν κανένα ρόλο και ήταν παντελώς απόντες την ώρα του τοκετού. Αυτό προσπάθησε να αλλάξει ο συγγραφέας του πρώτου γερμανικού βιβλίου σχετικά με την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, ονόματι Rösslin, τονίζοντας την έλλειψη ειδίκευσης των μαιών και βάζοντάς τις στο στόχαστρο για ό,τι απρόοπτο συνέβαινε κατά τη γέννα. Αντίθετα ο Raynalde, ο Βρετανός συγγραφέας που καταπιάστηκε για πρώτη φορά με το αντίστοιχο έργο, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο της γυναίκας στο έργο της Θείας Πρόνοιας και συνέδεσε την γονιμότητα της γυναίκας με την γονιμότητα της γης, ως μέρος της φροντίδας του Κυρίου για τα πλάσματά του. Απέδωσε επίσης ευθύνες στον άνδρα για την αδυναμία σύλληψης και πρότεινε μία εξέταση ούρων για να διαπιστωθεί ποιος από τους δύο συζύγους είχε πρόβλημα στειρότητας. Μετά την σύλληψη, η εγκυμοσύνη ήταν μία κατάσταση “φιλοξενίας” για την μητέρα που παρέπεμπε στις χριστιανικές παραβολές του ταξιδιώτη που έβρισκε καταφύγιο σε ένα φιλόξενο σπίτι, το οποίο κατά την αποχώρησή του αντέμοιβε πλουσιοπάροχα. Αυτή η μυστικιστική αντίληψη για τις λειτουργίες του γυναικείου σώματος καθιστούσαν τη γυναικεία φύση αγνή και ιερή, σε αντίθεση με πιο μοντέρνες αντιλήψεις περί εμμηνόρροιας και εγκυμοσύνης, που αντιμετωπίζουν τα ζητήματα αυτά με την ψυχρότητα της ιατρικής ματιάς και βλέπουν κυρίως τις αρνητικές τους επιδράσεις στο σώμα. Τέλος, ο Raynalde δήλωνε ευθαρσώς ότι ο ρόλος της μητέρας στην δημιουργία του νέου ανθρώπου είναι αναμφίβολα πολύ σημαντικότερος από αυτόν του πατέρα, και η ίδια η γυναικεία ανατομία αποτελεί από μόνη της ένα θαύμα, μία απόδειξη της παρουσίας του Θεού και του θείου σχεδίου του για την συνέχιση της ανθρωπότητας.
Το πεδίο των περισσότερων διαφωνιών στους θρησκευτικούς κύκλους ήταν η σχέση της Παναγίας με το Θείο Βρέφος, δηλαδή το εάν η Παναγία μετείχε ενεργά στο μυστήριο της ενσάρκωσης του Θεού ή ήταν απλώς η μήτρα που τον κυοφόρησε, χωρίς κάποιον περαιτέρω ρόλο. Καθώς οι προτεσταντικές μεταρρυθμίσεις πλήθαιναν από τον έναν διάδοχο του θρόνου στον άλλον, το ζήτημα των αιρέσεων περιστρέφονταν όλο και περισσότερο γύρω από τον ρόλο της Παρθένου στο θαύμα της γέννησης του Χριστού. Αιρετικοί, όπως η Bocher, που υποστήριζαν ότι το Θείο Βρέφος απλώς φιλοξενήθηκε στο σώμα της Παρθένου χωρίς να πάρει τίποτα από την ανθρώπινη φύση της, καταδικάστηκαν σε θάνατο στην πυρά. Το ερώτημα σχετικά με την ικανότητα της θείας φύσης να μετατρέπεται σε θνητή ήταν ζωτικής σημασίας γιατί επεκτεινόταν και στην ιερότητα της Θείας Ευχαριστίας, με την μεταμόρφωση του κρασιού και του ψωμιού σε αίμα και σώμα του Κυρίου. Οι απαντήσεις του κλήρου σε αυτά τα ερωτήματα βασίζονταν στην προσεκτική ανάγνωση των Γραφών, στην οποία προέτρεπαν τους πιστούς, παρόλο που οι ίδιοι οι πιστοί δεν επιτρεπόταν να διαβάζουν τις Γραφές στην καθομιλουμένη. Σε γενικές γραμμές, ο κλήρος επέμενε στην στενή σωματική σύνδεση του Βρέφους με την Παρθένο, χρησιμοποιώντας παρομοιώσεις όπως αυτή του κρασιού που παίρνει τη γεύση του βαρελιού στο οποίο αποθηκεύεται.
Είναι πάντως ξεκάθαρο ότι η πολεμική για τις γυναικείες σωματικές λειτουργίες και ανατομία δεν ήταν τόσο ιατρική όσο θρησκευτική και πολιτική. Σε μία εποχή που η ιατρική δεν ήταν μία τόσο εδραιωμένη επιστήμη -σε σημείο που ο απλός κόσμος θεωρούσε ότι μπορούσε να την αντικαταστήσει σχεδόν ολοκληρωτικά με την πίστη και την συμπαθητική μαγεία- οι αντιλήψεις για τις λειτουργίες του σώματος και τον σκοπό τους ήταν ακόμη ρευστές.
Το γεγονός ότι ακόμα και κατά τη δύσκολη και επώδυνη στιγμή του τοκετού, η μαία είχε επιφορτιστεί από την Εκκλησία με την υποχρέωση να ελέγξει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ετοιμόγεννης γυναίκας αποτελεί ατράνταχτη απόδειξη της προσπάθειας του κλήρου να διατηρήσει το στάτους της αναπαραγωγής ως μίας διαδικασίας που αφορά κυρίως τον άνδρα. Αυτό άφηνε τις γυναίκες και την περίθαλψή τους στα χέρια αφενός ενός ανδροκρατούμενου κλήρου και αφετέρου των ανειδίκευτων μαιών, που υπάκουαν ή αψηφούσαν τον πρώτο θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο τη ζωή της μητέρας και του βρέφους, αλλά και την θέση τους στην χριστιανική κοινότητα. Πέρα όμως από το πρακτικό επίπεδο και τις θανάσιμες επιπλοκές του, βλέπουμε για άλλη μια φορά να αμφισβητείται η ίδια η σημασία της γυναίκας σαν ανθρώπου, καθώς πολλές φορές η έμφαση μεταφερόταν αποκλειστικά στο έμβρυο ή ακόμη και στον πατέρα του παιδιού.