Μουζάκη Μαρία [1]
Το τελευταίο διάστημα διαπιστώνεται μία διαρκής αύξηση της παραβατικότητας των ανηλίκων σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα πολυδιάστατο και πολυσύνθετο φαινόμενο, με τις συνέπειές του να «υπερβαίνουν» το ατομικό επίπεδο. Το νεαρό της ηλικίας των παραβατών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η προσωπικότητά τους βρίσκεται σε εξέλιξη και ανάπτυξη καθιστούν αναγκαία τη διαχείριση και ιδίως την πρόληψή του. Επιλέγεται ο όρος «παραβάτης» έναντι του «ανήλικου εγκληματία», με σκοπό να αποφευχθεί η οποιαδήποτε αρνητική φόρτιση και στιγματισμός (Καφασάρη και συν., 2007).
Οι μορφές νεανικής παραβατικότητας ποικίλλουν σε ένταση, περιλαμβάνοντας μία σειρά αξιόποινων πράξεων όπως είναι τα αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας (κλοπές), οι εκφοβιστικές συμπεριφορές στο σχολείο, στο διαδίκτυο, βανδαλισμοί, συμπλοκές, σωματικές βλάβες, χρήση και διακίνηση τοξικοεξαρτησιογόνων ουσιών, τροχαίες παραβάσεις, μέχρι και σεξουαλικές επιθέσεις και ανθρωποκτονίες (Κουράκης, 2006). Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, εκτιμάται ότι 200.000 ανθρωποκτονίες διαπράττονται μεταξύ νέων ηλικίας 10-29 ετών, ποσοστό που αντιπροσωπεύει το 43% του συνολικού αριθμού ανθρωποκτονιών κατά έτος (Καρδαρά, 2020). Έρευνες δε στις Η.Π.Α. κατέδειξαν ότι οι ανήλικοι αποτελούν σχεδόν το 1/3 των δραστών εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, ενώ το 1/6 των δραστών αδικημάτων σε βάρος προσώπων (Καφασάρη και συν., 2007).
Στη χώρα μας, η νεανική παραβατικότητα φαίνεται να κινείται κυρίως στο πλαίσιο της χαμηλής και μεσαίας παραβατικότητας. Ωστόσο, από τα χρόνια των μνημονίων παρατηρείται μία σταθερή αυξητική τάση, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στο γενικότερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, όπου τα αισθήματα της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας ήταν κυρίαρχα. Μάλιστα, αυτή η αίσθηση της ανομίας «κλιμακώνεται» τα τελευταία δύο έτη περίπου, λόγω της πανδημίας, το οποίο και εμφαίνεται από τα αυξημένα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας, τις γυναικοκτονίες και τα αυξημένα ποσοστά ψυχοσυναισθηματικών διαταραχών. Το 2020 διαπιστώθηκε αύξηση κατά 30% της εφηβικής παραβατικότητας, όπως και αύξηση 10% της βίας προς τα παιδιά (socialpolicy.gr, 6.5.2021).
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ, βάσει των οποίων το 2020 κατηγορήθηκαν 320 παιδιά, ηλικίας 7 έως 12 ετών για παραβατική συμπεριφορά, εκ των οποίων τα 170 για κλοπές και ληστείες, τα 14 για σωματικές βλάβες, τα 5 για όπλα και τα 4 για ναρκωτικά. Κατηγορήθηκαν 5.255 παιδιά ηλικίας 13 έως 17 ετών, όπου οι 2.928 περιπτώσεις αφορούσαν κλοπές και ληστείες, οι 349 σωματικές βλάβες, οι 440 ναρκωτικά και οι 330 όπλα. Εάν τώρα σε αυτά τα στοιχεία προσθέσουμε τις 25 συμμορίες ανηλίκων που δρουν στην Αττική, ηλικίας 13-18 ετών, όπως και το ότι μόλις το διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2021, 218 ανήλικοι ξυλοκοπήθηκαν και 211 ληστεύτηκαν από μέλη τέτοιων συμμοριών, σε συνδυασμό με τις 17 συμμορίες που εξαρθρώθηκαν πέρυσι από την ΕΛ.ΑΣ, αντιλαμβανόμαστε ότι η ένταση και η έκταση του φαινομένου, όχι μόνο προβληματίζει, αλλά κρούει εξίσου τον κώδωνα του κινδύνου για την κοινωνική ευημερία (Λαμπρόπουλος, 2021, Πώποτας, Καλύβα, 2021).
Αίτια φαινομένου
Τα αίτια της νεανικής παραβατικότητας δεν μπορούν να εξεταστούν υπό το πρίσμα μονομερών προσεγγίσεων. Απαιτείται μία διεπιστημονική προσέγγιση λαμβάνοντας υπόψιν την προσωπικότητα του ατόμου, τη ψυχοσυναισθηματική του υγεία, τις συνθήκες ζωής, το οικογενειακό περιβάλλον, το σύστημα των κοινωνικών/διαπροσωπικών σχέσεων, όπως και το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι η πλειοψηφία των παραβατών φαίνεται να είναι αγόρια, ηλικίας 14 έως 17 ετών, που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και από δυσλειτουργικές οικογένειες, χρήστες τοξικών ουσιών στην πλειοψηφία τους, που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο ή έχουν χαμηλή απόδοση στα μαθήματα και αδικαιολόγητες απουσίες (Αρτινοπούλου,2008).
Πράγματι, η ποιότητα της σχέσης του παιδιού με τα μέλη της οικογένειάς του έχει σημαντικό αντίκτυπο στη ψυχοσυναισθηματική του υγεία, στις διαπροσωπικές του σχέσεις, όπως και στη συμπεριφορά του. Η ελλιπής παρακολούθηση και εποπτεία των παιδιών από τους γονείς, η κακή επικοινωνία και οι ψυχρές, απρόσωπες σχέσεις είναι ορισμένοι μόνο παράγοντες που εντείνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ενώ ευθύνονται και για σημαντικά προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις του παιδιού σε μετέπειτα ηλικιακά στάδια, όπως και για την εμφάνιση διάφορων ψυχοσυναισθηματικών διαταραχών. Άλλες έρευνες συσχετίζουν την προβληματική σχέση γονεών-παιδιών με τη μειωμένη σχολική επίδοση, καθώς και με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Δεν πρέπει επίσης να παραλείπεται και η περίπτωση κατάχρησης ουσιών ή η εμπλοκή σε εγκληματικές ενέργειες από τους γονείς. Υπό αυτές τις συνθήκες, το παιδί «γαλουχείται» σε ένα διαφορετικό αξιακό σύστημα, όπου μολονότι αντιτίθεται στα κοινωνικά πρέπει, «διαστρεβλώνει» την εικόνα του αναφορικά με το τι είναι σωστό ή όχι, επηρεάζοντας ανάλογα τη συμπεριφορά του.
Στη διεθνή βιβλιογραφία επισημαίνεται η σχέση της δυσμενούς κοινωνικοοικονομικής κατάστασης που επικρατεί σε μία χώρα με τους δείκτες της εγκληματικότητας. Παράγοντες όπως η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί, η φτώχεια, οι κοινωνικές και οι οικονομικές ανισότητες θεωρούνται «υπεύθυνοι» για την αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας. Μία σχέση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί στο πλαίσιο του φαινομένου της ανομίας, βάσει του οποίου σε περιόδους κοινωνικής αποδιοργάνωσης υφίσταται χαλάρωση των κοινωνικών δεσμών και κανόνων, με αποτέλεσμα το άτομο να χάνει τα κοινωνικά του κεκτημένα και να βιώνει έντονα συναισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας (Τσουραμάνης, 2016).
Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η χαμηλή σχολική επίδοση, η έλλειψη στόχων και φιλοδοξιών, το υπο-πολιτισμικό περιβάλλον στη γειτονιά, οι επιδράσεις των συνομηλίκων και ειδικότερα η παρέα με παραβατικούς συνομηλίκους. Έρευνες επιβεβαιώνουν την επίδραση που έχει η παρέα στην υιοθέτηση συμπεριφορών και προτύπων στο άτομο, ανεξαρτήτως του αξιακού συστήματος και αξιών που πρεσβεύει η οικογένεια (Αρτινοπούλου, 2008). Συμπεριφορές που απαντούν στην ανάγκη των νέων για ένταξη και αποδοχή στις παρέες συνομηλίκων, που συχνά οδηγούν σε μιμητισμό και σε λανθασμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Για κάποιους άλλους νέους, η παραβατική τους συμπεριφορά νοείται ως μία μορφή επανάστασης και αντίστασης στην εξουσία. Πρόκειται για μία «λανθασμένη ερμηνεία» της προσπάθειάς τους περί ανεξαρτητοποίησης και εγωκεντρισμού, που επιφέρει η εφηβεία.
Παρόλα αυτά, δεν είναι λίγες οι φορές που η παραβατικότητα ενός ανηλίκου «κρύβει» έναν φαύλο κύκλο βίας και θυματοποίησης. Ενδέχεται, το παιδί να έχει υποστεί επαναλαμβανόμενες πράξεις κακομεταχείρισης και από θύμα να μετατρέπεται σε θύτη, αναπαράγοντας ουσιαστικά τη βία σε άλλα περιβάλλοντα και κυρίως σε πιο ευάλωτα από το ίδιο άτομα. Τέλος, μιλώντας για τη θυματοποίηση των παιδιών θα πρέπει να τονιστεί ο ρόλος των ΜΜΕ, στην προβολή και αναπαραγωγή μορφών βίας και παραβατικών συμπεριφορών, που επηρεάζουν δυσμενώς τα παιδιά, λόγω ακριβώς της ευαλωτότητάς τους. Με λίγα λόγια τα παιδιά «μαθαίνουν» να «μιμούνται» βίαιες, παραβατικές συμπεριφορές.
Τι συμβαίνει με το κοινωνικό περιβάλλον;
Κοινός παρανομαστής όλων των παραπάνω αιτιών είναι ότι «εξελίσσονται» εντός ενός καθορισμένου κοινωνικού πλαισίου. Η οικογένεια, η παρέα, τα ΜΜΕ, το κράτος είναι ορισμένοι φορείς κοινωνικοποίησης, οι οποίοι αναπαράγουν σε μεγάλο βαθμό τα κοινωνικά καθορισμένα πρότυπα και συμπεριφορές, με σκοπό το άτομο να ενταχθεί στην κοινωνία, ώστε να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και ευημερία. Τι συμβαίνει όμως σήμερα, σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από μία συνεχώς μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα;
Την κατάσταση αυτή ήρθε να αναδείξει η περίπτωση της πανδημίας. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας, η τηλεκπαίδευση, ο περιορισμός των παιδιών μέσα στο χώρο της οικίας επιβάρυναν σημαντικά τη ψυχολογία τους, όπως και την πορεία της κοινωνικοποίησής τους. Το παιδί βρέθηκε, σχεδόν βίαια, αποκομμένο από την κοινωνική του πραγματικότητα, τις κοινωνικές του σχέσεις και δραστηριότητες, δημιουργώντας του ένα κλίμα κοινωνικής ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Μία συνθήκη που ερμηνεύεται από το γεγονός ότι το άτομο αυτοπροσδιορίζεται μέσα από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Με αυτή την έννοια είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε την κοινωνική/συλλογική με την προσωπική/ατομική ταυτότητα.
Δεν είναι όμως μόνο η πανδημία. Η διαδικασία της κοινωνικοποιήσης -το αξιακό δηλαδή σύστημα που προάγει και αναπαράγει η κοινωνία μέσω των διαφόρων φορέων κοινωνικοποίησης- δεν μένει ανεπηρέαστη από τα διάφορα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας, οδηγώντας σε ανάλογους κοινωνικούς ρόλους και συμπεριφορές.
Στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, τα παιδιά «διαπαιδαγωγούνται» μέσα σε ένα εξαιρετικά βίαιο κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο εμφαίνεται μέσα από τις συνήθειες και τους ρόλους που «υιοθετούν». Αρκεί κάποιος να εξετάσει τις δραστηριότητες που επιλέγουν τα σημερινά παιδιά. Πολλά παιδιά, επιλέγουν να περάσουν ένα ικανοποιητικό μέρος του χρόνου τους στο διαδίκτυο, παίζοντας βίαια ομαδικά συνήθως, ηλεκτρονικά παιχνίδια. Μία συνήθεια που έχει ως αποτέλεσμα, την εξοικείωσή τους με τον πόνο, τη βία και την επιθετικότητα. Κάποια άλλα παιδιά επισκέπτονται ιστοτόπους ενήλικου περιεχόμενου, το οποίο είναι πιθανό να τους δημιουργήσει διαστρεβλώσεις αναφορικά με τη σεξουαλική και τη συναισθηματική τους υγεία, ενώ άλλα προτιμούν τη ψηφιακή, έναντι της κοινωνικής πραγματικότητας, αναπτύσσοντας τάσεις εσωστρέφειας και απομόνωσης. Συμπεριφορές που έχουν αντίκτυπο στη ψυχοσυναισθηματική τους υγεία, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Η εξοικείωση των παιδιών με τη βία «επιβεβαιώνεται» μέσα από τις προτιμήσεις τους στη μουσική, όπως και στο περιεχόμενο ταινιών και σειρών. Πρόσφατο παράδειγμα συνιστά η περίπτωση του «Squid Game» (Το παιχνίδι του καλαμαριού). Ένα πρόγραμμα εξαιρετικά δημοφιλές στις νεαρές ηλικίες, παρά τις διάχυτες σκηνές σκληρής και ωμής βίας. Υπήρξαν μάλιστα αναφορές, ότι μαθητές σε αρκετές χώρες, προχώρησαν σε μιμητικές συμπεριφορές της βίας της εκπομπής εντός του σχολικού περιβάλλοντος.
Ένα άλλο παράδειγμα, συνιστά η περίπτωση της τραπ μουσικής. Ένα είδος της χιπ χοπ μουσικής όπου εξυμνείται ένας τρόπος ζωής με βίαιες συμπεριφορές, συμμορίες, άφθονο χρήμα, πανάκριβα αυτοκίνητα, ουσίες, όπλα και γυναίκες που προβάλλονται ως σεξουαλικά αντικείμενα. Εάν τώρα στο παραπάνω παράδειγμα προστεθούν τα έμφυλα στερεότυπα περί αρρενωπότητας και θηλυκότητας, που προάγονται από την κοινωνία και στα οποία καλείται το παιδί να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του ήδη από τη γέννησή του, τότε εγείρονται βασικοί προβληματισμοί για τους έμφυλους ρόλους που διαμορφώνονται.
Παρόλα αυτά, η παραπάνω κατάσταση δεν είναι τόσο διαφορετική από εκείνη που αντιμετώπιζαν οι έφηβοι της δεκαετίας του 1990 ή του 1980. Η βία ήταν πάντα παρούσα στην κοινωνική ζωή των παιδιών. Ήταν όμως διαφορετικοί οι ρυθμοί ζωής και το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Δεν υπήρχε η έντονη ανταγωνιστικότητα και ανασφάλεια στο κοινωνικό γίγνεσθαι, φαινόμενα που έχει οξύνει η πανδημία. Τα παραπάνω καθιστούν αναγκαία την αναδιαμόρφωση του κοινωνικού συμβολαίου, που θα συντελέσει στην αναδιοργάνωση των βασικών φορέων κοινωνικοποίησης. Με λίγα λόγια, η πρόληψη της παραβατικής, επιθετικής συμπεριφοράς των νέων δεν είναι ασύνδετη από την κοινωνική πραγματικότητα. Αν πραγματικά θέλουμε να διαχειριστούμε και να περιορίσουμε τους δείκτες νεανικής εγκληματικότητας, θα πρέπει να εστιάσουμε όχι μόνο σε μακρο-επίπεδο (στην κοινότητα), αλλά και σε μικρό-επίπεδο (στο ίδιο το άτομο, στην οικογένεια, στο σχολείο κλπ). Υπάρχει άλλωστε μία αμφίδρομη σχέση μεταξύ κοινωνίας και ατόμου. Είναι η ατομική δράση που διαμορφώνει την κοινωνία, τα κοινωνικά πρέπει και στερεότυπα, όπως επίσης είναι η ίδια η συλλογικότητα (η κοινωνία) που καθορίζει τη συμπεριφορά των ατόμων, τη θέση και το ρόλο τους μέσα σε αυτό το ρευστό, «ψηφιδωτό» κοινωνικό περιβάλλον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Socialpolicy.gr (2021), Αύξηση 10% της βίας προς τα παιδιά- Αύξηση 30% της εφηβικής παραβατικότητας, 6.5.2021. Διαθέσιμο στο https://socialpolicy.gr/2021/05/%ce%b1%cf%8d%ce%be%ce%b7%cf%83%ce%b7-10-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b2%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%b1-%cf%80%ce%b1%ce%b9%ce%b4%ce%b9%ce%ac-%ce%b1%cf%8d%ce%be%ce%b7%cf%83%ce%b7-30.html.
Αρτινοπούλου, Β. (2008), Ανήλικοι – θύματα, Ανήλικοι – Παραβάτες, Αστυνομική Ανασκόπηση,247:30-31.
ΕΛ.ΑΣ (2020), Στατιστική Επετηρίδα Ελληνικής Αστυνομίας. Διαθέσιμο στο http://www.astynomia.gr/images/stories/2021/files21/05062021statistika.pdf.
Καρδαρά, Α. (2020), Έγκλημα και Ηλικία: αύξηση της παραβατικότητας από αγόρια και κορίτσια, 20.4.2020. Διαθέσιμο στο https://www.postmodern.gr/egklima-kai-ilikia-ayxisi-tis-paravat/.
Καφασάρη, Α., Βλάσσης, Ν., Γερούκαλης, Δ. (2007), Παραβατικότητα Ανηλίκων. Μια μελέτη περίπτωσης για την Κω, Encephalos Journal, 4. Διαθέσιμο στο http://www.encephalos.gr/full/44-4-07g.htm.
Κουράκης, Ν.Ε. (2006), Έκταση και Ποιότητα της νεανικής Παραβατικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα: Οι επιπτώσεις από την δυσλειτουργία των Θεσμών. Διαθέσιμο στο https://www.psychografimata.com/h-neaniki-egklimatikotita/
Λαμπρόπουλος, Β. (2021), Οι 25 συμμορίες ανηλίκων που δρουν στην Αττική, 16.11.2021. Διαθέσιμο στο https://www.in.gr/2021/11/16/greece/oi-25-symmories-anilikon-pou-droun-stin-attiki/.
Πώποτας, Δ., Καλύβα, Α. (2021), Αθήνα: Συμμορίες ανηλίκων σπέρνουν τον τρόμο στις γειτονιές της πρωτεύουσας, 15.11.2021. Διαθέσιμο στο https://www.protothema.gr/greece/article/1181709/athina-summories-anilikon-spernoun-ton-tromo-stis-geitonies-tis-proteuousas/.
Τσουραμάνης, Χ. (2016), Δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και εγκληματικότητα – Επισκόπηση ερευνητικών πορισμάτων στο Έγκλημα και Ποινική Καταστολή σε Εποχή Κρίσης: Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Νέστορα Κουράκη, Αθήνα: ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ.
——————- ————–
[1] Κοινωνιολόγος, MSc, Υποψήφια Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.