Μουζάκη Μαρία [1]
Παρατηρώντας κανείς την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, εύκολα αντιλαμβάνεται μία «ρευστότητα», μία «διαρκή» μεταρρύθμιση στο χώρο της παιδείας. Στην πραγματικότητα, ο χώρος της εκπαίδευσης φαίνεται να βρίσκεται στο πλαίσιο των πολιτικών αντιπαραθέσεων του κάθε κυβερνητικού σχηματισμού. Με την εκλογή μίας νέας κυβέρνησης ή με την ανάληψη του Υπουργείου Παιδείας από έναν νέο Υπουργό, είναι σύνηθες να πραγματοποιούνται σημαντικές αλλαγές επηρεάζοντας τη δομή αλλά και το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού συστήματος σε όλες τις βαθμίδες του. Αλλαγές που θεσπίζονται στη μέση της χρονιάς, τροποποιώντας ακόμα και το θεσμό των Πανελληνίων, εντείνοντας με αυτό τον τρόπο το άγχος και την ανασφάλεια χιλιάδων υποψήφιων μαθητών της Α’ και Β’ Λυκείου.
Οι συνέπειες αυτών των μεταρρυθμίσεων δεν περιορίζονται στο χώρο του σχολείου και δη στο μαθητικό πληθυσμό. «Δέσμιοι» των εκάστοτε προσωπικών φιλοδοξιών και επιθυμιών του κάθε Υπουργού Παιδείας είναι και οι γονείς, οι οποίοι φαίνεται να αναγκάζονται να αναδιαμορφώνουν συχνά πάνω από μία φορά τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό, προκειμένου να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις κρατικές πολιτικές, με γνώμονα πάντα το «καλό» των παιδιών τους. Την ίδια στιγμή, οι εκπαιδευτικοί παρουσιάζονται ως «αναλώσιμοι». Με αυτή την έννοια προφανώς και δεν γίνεται αναφορά στο σύστημα της αξιολόγησης, αλλά στο να βλέπει κάποιος εργαζόμενος τους κόπους μιας ζωής να «απαξιώνονται» εν μία νυκτί και να «απειλείται» ακόμα και η οργανική του θέση. Μία κατάσταση που δεν είναι πρωτόγνωρη για το εκπαιδευτικό σύστημα. Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι κατά πόσο διασφαλίζεται η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, όταν δεν υφίσταται κάποιος μακροχρόνιος σχεδιασμός;
Άλλο ένα ερώτημα που καλείται να διασφαλίσει το εκπαιδευτικό σύστημα και γενικότερα η κρατική πολιτική είναι η επαγγελματική και κοινωνική αποκατάσταση. Ο πρώτος στόχος μοιάζει διφορούμενος για δύο λόγους. Αρχικά, υπάρχει μία πανδημία, έπειτα από μία κρίση σχεδόν, δεκαετούς διάρκειας και δεύτερον, μπορεί να είσαι εκπαιδευτικός με προϋπηρεσία άνω των δέκα ετών στη δημόσια εκπαίδευση και ξαφνικά να «αναγκάζεσαι» να ψάχνεις να καλύψεις ώρες σε διάφορα σχολεία της περιοχής. Μπορεί βέβαια να σπουδάζεις και κάποιο γνωστικό αντικείμενο, όπου να μην υπάρχει σαφής προσδιορισμός του τι κάνεις μετά. Όσον αφορά το δεύτερο στόχο, το ζήτημα είναι να ενημερωθείς το τι σημαίνει πολίτης, ώστε να μπορείς να ενταχθείς ομαλά στην κοινωνία, συμβάλλοντας στην κοινωνική ευρυθμία. Κοινός παρανομαστής και στις δύο περιπτώσεις, οι κοινωνικές επιστήμες, όπου για άλλους είναι συνώνυμο της αριστεράς και του κομμουνισμού και για άλλους, το κλειδί ερμηνείας των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Από την άλλη πλευρά, η επαγγελματική αποκατάσταση για έναν Κοινωνιολόγο μοιάζει με το ταξίδι για την Ιθάκη, ελπίζοντας κάποια στιγμή να φτάσεις σε αυτήν!
Κοινωνιολογία και Μακαρθισμός
Ο Μακαρθισμός είναι ένα φαινόμενο που «σημάδεψε» το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950 στις ΗΠΑ, ως αποτέλεσμα των πολιτικών και οικονομικών μετασχηματισμών της μεταπολεμικής περιόδου. Ένας όρος που προέκυψε από το επώνυμο του γερουσιαστή του Ουισκόνσιν Joseph R. McCarthy και επινοήθηκε από τον H.Block, έναν σκιτσογράφο που τον χρησιμοποίησε ως υπότιτλο σε σκίτσο που δημοσιεύθηκε στις 29 Μαρτίου 1950 στην Washington Post. Πρόκειται για μία πολιτικά κατευθυνόμενη δραστηριότητα, με σαφώς ιδεολογικό πρόσημο που ευθύνεται για τη διαμόρφωση ενός κλίματος μαζικής φοβίας, μέσω της «κατασκευής» ενός «εσωτερικού εχθρού», των λεγόμενων κομμουνιστών.
Το φαινόμενο αυτό προχωρούσε στη στοχοποίηση και στην εξόντωση πολιτικών προσώπων, εξαιτίας των πολιτικών τους τοποθετήσεων, δίχως αποδεικτικά στοιχεία, δημιουργώντας ένα κλίμα τρόμου και μαζικής υστερίας στην κοινή γνώμη. Μία μέθοδος που γρήγορα επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, διαμορφώνοντας ένα δυσμενές κλίμα για όλους τους «αντιφρονούντες», που σε ακραίες περιπτώσεις έφτανε και στη θανατική ποινή! Ο Joseph R. McCarthy εκμεταλλευόμενος το κλίμα φόβου που είχε δημιουργηθεί στις ΗΠΑ εναντίον της ΕΣΣΔ, πραγματοποίησε μία σειρά ερευνών και ακροάσεων στην προσπάθειά του να αποκαλύψει την υποτιθέμενη κομμουνιστική διείσδυση σε καίριους τομείς της αμερικανικής κοινωνίας. Πολλοί πολίτες κατηγορήθηκαν ως κομμουνιστές ή ως επιρρεπείς στον κομμουνισμό, άτομα σε νευραλγικές κυβερνητικές θέσεις, υψηλά ιστάμενοι, εκπαιδευτικοί, μέλη των εργατικών σωματείων, εξέχουσες προσωπικότητες ακόμα και από το χώρο του θεάματος, με αποτέλεσμα όχι μόνο να χάσουν τη δουλειά τους, αλλά και να φυλακιστούν. Υπήρξαν επίσης ακραίες περιπτώσεις, που οδήγησαν μέχρι και στη θανατική ποινή, όπως ήταν οι Τζούλιους και Εθέλ Ρόζενμπεργκ.
Υπό αυτές τις συνθήκες «ξεκίνησε» ένα κυνήγι μαγισσών. Ενδεικτικό παράδειγμα συνιστά η «Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ». Μία άτυπη λίστα που κυκλοφορούσε στις κινηματογραφικές εταιρείες του Χόλυγουντ κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, περιλαμβάνοντας καλλιτέχνες που θεωρούνταν μέλη ή επιρροές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στους «Δέκα του Χόλυγουντ», με τους οποίους έγινε η αρχή της «Μαύρης Λίστας» απαγορεύθηκε να εργαστούν στον αμερικανικό κινηματογράφο. Πρόσωπα, σεναριογράφοι και σκηνοθέτες, ευρέως γνωστά και αναγνωρίσιμα στο χώρο τους.
Ο ακαδημαϊκός χώρος δεν έμεινε ανεπηρέαστος από το μακαρθισμό. Ιδιαίτερα ειδικότητες όπως οι κοινωνιολόγοι, οι ιστορικοί, οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, αλλά και άλλες κυρίως κοινωνικές επιστήμες κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την αντικομμουνιστική εκστρατεία. Ο λόγος βρίσκεται ακριβώς στο αντικείμενό τους. Οι επιστήμες αυτές καλλιεργούν την κριτική σκέψη, προβάλλοντας τον πολιτιστικό σχετικισμό, την αξία και το σεβασμό έναντι της διαφορετικότητας, όλων των μορφών κουλτούρας και πολιτιστικής συμπεριφοράς. Στόχοι που επί της ουσίας αντιμάχονται τις εκάστοτε κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις, όπως και τα φαινόμενα κοινωνικών ανισοτήτων, διακρίσεων και ρατσισμού. Επιστήμες που ακριβώς λόγω του σεβασμού και της ισότητας που προάγουν, «βαφτίστηκαν» ως αριστερές και «ταυτίστηκαν» με τον κομμουνισμό (Λυμπεράτος,2011:90).
Οι συνέπειες όλου αυτού του κλίματος καχυποψίας, φοβίας και μαζικής υστερίας συντέλεσαν στην ανάπτυξη ενός αόρατου, ανεξέλικτου κρατικού μηχανισμού, που μπορούσε να «καλλιεργεί» αυτό το φόβο, να δρα αντιδημοκρατικά, καταστρέφοντας καριέρες και υπολήψεις. Ένα φαινόμενο που δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα από τις κυριαρχούσες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής. «Άνθισε» και «κυριάρχησε» σε μία μεταπολεμική περίοδο, όπου επικρατούσε ο φόβος και η ανασφάλεια, με τα έθνη κράτη ανά την υφήλιο να αναζητούν «αποδιοπομπαίους τράγους», προσπαθώντας παράλληλα να διεκδικήσουν μία θέση στο νέο παγκόσμιο κοινωνικοοικονομικό σύστημα που αναδυόταν. Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός ήταν οι δύο παίκτες που αντιμάχονταν σε ένα αγώνα επέκτασης και εδραίωσης του συστήματός τους, εντός της παγκόσμιας σκακιέρας. Ένας αγώνας επιβίωσης και εδραίωσης με αρκετά θύματα, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα που βρέθηκε σε έναν καταστροφικό Εμφύλιο Πόλεμο, με τις συνέπειές του να είναι ορατές ακόμη και σήμερα.
Οι διαχρονικά «παρεξηγημένες» κοινωνικές επιστήμες
Η στοχοποίηση των κοινωνικών επιστημών δεν πρέπει να προξενεί κάποια εντύπωση. Σε ακραίες κοινωνικές περιπτώσεις επιβάλλονται συχνά, μέτρα που αναστέλλουν προσωπικές ελευθερίες, ενώ εντείνεται το κλίμα φόβου και στοχοποίησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει ένας περιορισμός, μία περιθωριοποίηση όλων εκείνων των επιστημών που μπορούν να «επηρεάσουν» τη μάζα. Επιστήμες που συμβάλλουν στη σφαιρική προσέγγιση της πραγματικότητας, «απειλώντας» την κυριαρχούσα ιδεολογία και κατ’ επέκταση όλο το πολιτικό εγχείρημα.
Στο άκουσμα της λέξης «Κοινωνιολογία», αρκετός κόσμος σκέφτεται συνειρμικά τις ιδέες και το έργο του Κ. Μαρξ. Ενός θεωρητικού που το έργο του είναι άμεσα συνυφασμένο με τον κομμουνισμό. Μία θέση που δέχεται έντονη κριτική εξαιτίας του μοντέλου ιδιοκτησίας και διακυβέρνησης που ακολουθήθηκε στην ΕΣΣΔ, το οποίο χαρακτηρίστηκε από πολλούς μελετητές ως ένα σύστημα «κρατικού καπιταλισμού». Αντίθετα, το έργο του Μαρξ παρά τις δυσκολίες εφαρμογής του, συνεχίζει να γοητεύει. Δεν είναι μόνο το αταξικο σύστημα διακυβέρνησης που ανέπτυξε, στο οποίο η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι μαζική, είναι δηλαδή της κοινωνίας, όλων των πολιτών, γεγονός που επιφέρει την πλήρη κοινωνική ισότητα όλων των πολιτών. Είναι ο πρώτος που μίλησε για την «αλλοτρίωση» του εργαζομένου, φαινόμενο που εντάθηκε κατά τα τελευταία έτη, με το φαινόμενο «επαγγελματικής εξουθένωσης» να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη ψυχοσυναισθηματική υγεία των εργαζομένων, με ότι αυτό συνεπάγεται για την προσωπική, κοινωνική ζωή του εργαζομένου, αλλά και για την ίδια την κοινωνία.
Θέσεις που δεν μοιάζουν τόσο ξένες για το σύγχρονο πολιτικό σύστημα. Στα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη, το πολιτειακό σύστημα στοχεύει –ή τουλάχιστον έτσι αναφέρει- στη διαμόρφωση μίας καλύτερης κοινωνίας, όπου θα σέβεται τη διαφορετικότητα και θα περιορίζει τις κοινωνικές ανισότητες. Στόχοι που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να έχουν κάποιο ιδεολογικό πρόσημο. Στόχοι που βρίσκονται στο προεκλογικό λόγο όλων των κομμάτων που απαρτίζουν την Ελληνική Βουλή, ανεξαρτήτως ιδεολογικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων. Ζητήματα που «καθρεφτίζουν» την ελπίδα της κάθε κοινωνίας, η οποία τα τελευταία έτη παρουσιάζεται εξαιρετικά ευάλωτη στα χέρια της παγκόσμιας αγοράς, της οποίας τα όρια γίνονται αντιληπτά σε κάθε οικονομική κρίση.
Η ελληνική Πολιτεία ωστόσο, φαίνεται να εμμένει σε στερεοτυπικές αντιλήψεις, μιας και για πολλά στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης η Κοινωνιολογία «απειλεί» να μετατρέψει τα παιδιά τους σε αριστερά. Αποτέλεσμα άλλωστε αυτής της αντίληψης ήταν η αντικατάσταση του μαθήματος με την αλλαγή κυβέρνησης και μην έχοντας καν τα παιδιά προλάβει να εξεταστούν σε αυτό το μάθημα.
Η επιλογή ήταν Λατινικά. Ένα μάθημα που η «επιστροφή» του κρίθηκε απαραίτητη στην εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, σε μία κοινωνία που συνεχίζει να αποζητά τον οικονομικό και κοινωνικό της προσανατολισμό. Με αυτή την έννοια δεν υποβαθμίζεται η σημασία της κλασικής παιδείας, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις σε μία εποχή που κυριαρχεί ο άκριτος ανταγωνισμός, η ατομικότητα, η επιθετικότητα και άλλα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας. Η Κοινωνιολογία, όπως και οι υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες, είναι εκείνες που δημιουργήθηκαν με γνώμονα να βοηθήσουν στη διαχείριση και καταπολέμηση των φαινομένων κοινωνικής παθογένειας. Επιστήμες απαραίτητες σε «παράλογους» καιρούς, όπου δίχως αυτές «τρέφονται» και «αναπτύσσονται» ακραίες συμπεριφορές, όπου οι διάφοροι φορείς κοινωνικοποίησης αδυνατούν να διαχειριστούν.
Είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της κοινωνικής ευρυθμίας και ευημερίας να «εξασφαλιστεί» η θέση των κοινωνικών επιστημών στο ελληνικό γίγνεσθαι. Δεν νοείται μία ανεπτυγμένη χώρα να επιλέγει συνειδητά την απαξίωση μίας σειράς επιστημονικών αντικειμένων που επί της ουσίας μελετούν όλα εκείνα τα φαινόμενα που «μαστίζουν» την ελληνική κοινωνία, εντείνοντας με αυτό τον τρόπο την ευαλωτότητά της. Είναι εξίσου απογοητευτικό, ένα κράτος δικαίου να προχωρά στην εφαρμογή ενός μέτρου, δίχως να έχει προηγηθεί κάποια αξιολόγηση. Μία απόφαση που έρχεται σε σύγκρουση με τις κατευθυντήριες γραμμές Διεθνών Οργανισμών, μην λαμβάνοντας υπόψιν κυρίως τις ανάγκες όλων των φοιτητών του 1ου επιστημονικού πεδίου, όπου στο σύνολό τους θα διδαχθούν αυτό το μάθημα.
Κλείνοντας δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι οι κοινωνικές επιστήμες έχουν ως αφετηρία το θετικισμό. Ένα φιλοσοφικό ρεύμα που απορρίπτει καθετί υπερβατικό, μεταφυσικό, υποστηρίζοντας ότι η μόνη έγκυρη γνώση είναι αυτή που μπορεί να επιβεβαιωθεί μέσω της επιστημονικής μεθόδου. Ο A. Comte υπήρξε ιδρυτής του θετικισμού και πατέρας της Κοινωνιολογίας. Με λίγα λόγια, για όλους εμάς τους Κοινωνιολόγους η επιστήμη αυτή «απειλεί» όποιον φοβάται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και επιλέγει να «αποσιωπά» και να «κρύβει» τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λυμπεράτος, Μ.Η. (2011), Η Αμερική του Ψυχρού Πολέμου, στο Συλλογικό Τόμο, Οι Μεγάλες Δίκες: Οι δίκες του Μακαρθισμού, Αθήνα: Ελευθεροτυπία.
[1] Κοινωνιολόγος, MSc, Υποψήφια Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.