Ελένη Γεώργαρου,
δικηγόρος,
Πρόεδρος Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών
«Δικαίωμα στην οικογένεια»
Φέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τότε που η Ελλάδα επικύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ με το νόμο 2121/1992, η οποία έκτοτε αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τις υποχρεωτικές διατάξεις του νόμου αυτού και παρακολουθώντας, στην πορεία αυτών των τριάντα χρόνων τα μέτρα που έλαβε η χώρα μας για το Παιδί, διαπιστώνει ότι λίγα πράγματα από την πολιτική των διαδοχικών κυβερνήσεων που μεσολάβησαν από το 1992 μέχρι σήμερα, είχαν μια συγκεκριμένη και οργανωμένη στόχευση για την βελτίωση των συνθηκών της ζωής των παιδιών. Το σημαντικότερα από όλα είναι ότι καμιά κυβέρνηση δεν έκρινε – παρά την συνταγματική της υποχρέωση- ότι τα θέματα που αφορούν το Παιδί στην Ελλάδα σε συνδυασμό με το οξύ δημογραφικό πρόβλημα, οφείλει η χώρα να το χειριστεί δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στον τομέα της Προστασίας και Κοινωνικής Φροντίδας και Ευημερίας του Παιδιού, με τη συγκρότηση ενός αυτοτελούς οργάνου κεντρικής διοίκησης με παραρτήματα στην β΄βάθμια τοπική αυτοδιοίκηση (Περιφέρειες) και σε συνεργασία με όλους τους Δήμους της χώρας.
Ο «Καλλικράτης» είχε ένα σοβαρό έλλειμμα στον τομέα αυτό, διότι το Παιδί και τα δικαιώματά του, ουδέποτε είχαν την αναγκαία προτεραιότητα και τον εξ αυτής κατάλληλο και αποτελεσματικό σχεδιασμό. Τόσο το κεντρικό κράτος όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση παρά τη αυξημένη νομοθετική ισχύ της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα, ορίζοντας ως ουσιαστική κοινωνική πολιτική για το παιδί τα επιδόματα, τους βρεφονηπιακούς σταθμούς και επιμέρους μέτρα όπως η σίτιση παιδιών στα σχολεία. Οι δε Δήμοι που έχουν άμεση επαφή με την ελληνική οικογένεια στην επικράτειά τους, αδιαφορούν χαρακτηριστικά να συγκροτήσουν εξειδικευμένες κοινωνικές υπηρεσίες αρμόδιες για την Οικογένεια και το Παιδί (εκτός ολίγων εξαιρέσεων). Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό το Πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» για τους υπερήλικες πολίτες, δεν κρίθηκε αναγκαία η διεκδίκηση Κοινοτικών Πόρων για εξειδικευμένα προγράμματα οικογενειακής φροντίδας. Η παραμέληση του τομέα αυτού από την πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση ως αλυσίδα καταλήγει στην αδράνεια και απραξία της κεντρικής διοίκησης που νομοθετεί αποσπασματικά, πρόχειρα και αναποτελεσματικά, χωρίς ούτε να υποστηρίζει στην οικογένεια ούτε να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την ευημερία του απροστάτευτου παιδιού.
Διαπιστώνεται σήμερα, μετά από 30 χρόνια, ότι το ελληνικό Κράτος έδειξε χαρακτηριστική αδιαφορία και δεν έχει συμμορφωθεί ακόμη σε υποχρεώσεις του προκύπτουν από τις βασικές διατάξεις της ΔΣΓΔ. Οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν στα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται την προστασία της φυσικής τους οικογένειας.
Συγκεκριμένα από το 1992 η Ελλάδα δεν έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 3 της Σύμβασης που ορίζει ότι:
«Άρθρο 3.
- Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού.
- Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν στο παιδί την αναγκαία για την ευημερία του προστασία και φροντίδα, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των γονέων του, των επιτρόπων του ή των άλλων προσώπων που είναι νόμιμα υπεύθυνοι γι’ αυτό, και παίρνουν για το σκοπό αυτόν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα.
- Τα Συμβαλλόμενα Κράτη μεριμνούν ώστε η λειτουργία των οργανισμών, των υπηρεσιών και των ιδρυμάτων που αναλαμβάνουν παιδιά και που είναι υπεύθυνα για την προστασία τους να είναι σύμφωνη με τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί από τις αρμόδιες αρχές ιδιαίτερα στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας και σε ό,τι αφορά τον αριθμό και την αρμοδιότητα του προσωπικού τους, καθώς και την ύπαρξη μιας κατάλληλης εποπτείας».
Παρατηρούμε ότι μέχρι σήμερα το ελληνικό κράτος ΔΕΝ έχει μεριμνήσει δηλαδή δεν έχει νομοθετήσει και δεν έχει εφαρμόσει ΚΑΝΕΝΑ μέτρο ώστε η λειτουργία των οργανισμών, των υπηρεσιών και των ιδρυμάτων που αναλαμβάνουν παιδιά να υπόκεινται σε κανόνες που το ίδιο να έχει θεσπίσει. Έχει αφήσει τον τομέα της Προστασίας Ανηλίκων θεσμικά «ακάλυπτο» στην καλή θέληση κυριολεκτικά του ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ δηλώνει απλώς ότι είναι ικανός και κατάλληλος να φροντίζει την πιο ευπαθή ομάδα του πληθυσμού που είναι τα παιδιά χωρίς οικογενειακή προστασία, αφού μέχρι σήμερα ΟΛΟΙ οι φορείς παιδικής προστασίας λειτουργούν χωρίς ειδικές άδειας για το σκοπό τους. Ακόμη χειρότερα, το Κράτος και σε συνέχεια μιας κατάστασης που δεν διέπεται από θεσμικούς κανόνες, δεν ενδιαφέρεται και δεν ενεργεί την αναγκαία εποπτεία για να την προστασία όλων αυτών των παιδιών που καταλήγουν σε ιδρύματα και υπόκεινται στους κανόνες που μόνο το ίδιο το ίδρυμα θέτει, ανεξέλεγκτο, τόσο για τις μεθόδους που εφαρμόζει για την ανατροφή των παιδιών αλλά και την υποκειμενική ιδεολογική του θεώρηση γι αυτήν. Ακόμη και σήμερα είναι «στη διακριτική ευχέρεια» των Περιφερειαρχών να διορίσουν κοινωνικούς συμβούλους για τα Ν.Π.Ι.Δ προστασίας παιδιών που λειτουργούν στην Περιφέρειά τους για την εποπτεία και την βελτίωση των συνθηκών ζωής των παιδιών αλλά και όταν διορίζουν ασκούν έναν τυπικό και μηχανικό έλεγχο μη ικανό να οδηγήσει σε αληθινά συμπεράσματα για τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων σε αυτά. Υπάλληλοι χωρίς εκπαίδευση, χωρίς ειδικής επιμόρφωση, χωρίς διεπιστημονική υποστήριξη, εξαντλούν την υποχρέωσή τους στη συμπλήρωση εντύπων και τυπικών συστάσεων που η μη συμμόρφωση σε αυτές, δεν επιφέρει καμία κύρωση στα ιδρύματα.
Παρατηρούμε επανειλημμένα ότι οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των παιδιών σε ιδρύματα, δεν εντοπίζονται από τις εποπτικές αρχές αλλά από «καταγγελίες» ιδιωτών τις οποίες το Κράτος είτε συγκαλύπτει για την αδιαφορία του, είτε τις χρησιμοποιεί για επικοινωνιακούς λόγους είτε παρεμβαίνει πολύ αργά και όταν πλέον δεκάδες ή εκατοντάδες παιδιά έχουν υποστεί μεγάλη βλάβη στην ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη και συχνά τη σωματική τους ακεραιότητα. Βρισκόμαστε σε πλήρη άγνοια, λόγω της άρνησης των αρμοδίων αρχών να συγκεντρώσουν και να αναρτήσουν στοιχεία σχετικά με τη κακοποίηση ανηλίκων στην ελληνική οικογένεια, τον χειρισμό από τις εισαγγελικές αρχές, την αποκατάσταση ή όχι όλων των παιδιών που οδηγούνται ως κακοποιημένα παιδιά εκτός οικογένειας.
Η Ελλάδα παραβιάζει το άρθρο 5 της ΔΣΔΠ που ορίζει ότι «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται την ευθύνη, το δικαίωμα και το καθήκον που έχουν οι γονείς ή, κατά περίπτωση, τα μέλη της διευρυμένης οικογένειας ή της κοινότητας, όπως προβλέπεται από 2. τα τοπικά έθιμα, οι επίτροποι ή άλλα πρόσωπα που έχουν νόμιμα την ευθύνη για το παιδί, να του παράσχουν, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του, τον προσανατολισμό και τις κατάλληλες συμβουλές για την άσκηση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζει η παρούσα Σύμβαση» καθώς δεν έχει καμιά οργανωμένη υπηρεσία σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης που να υποστηρίζει την ελληνική οικογένεια που μειονεκτεί και χρειάζεται σταθερή και μόνιμη στήριξη για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Σήμερα διαπιστώνουμε κάποιες φορές ότι για την «προστασία του συμφέροντος του παιδιού» μπορεί να αφαιρείται δικαστικά η επιμέλειά από τους γονείς του όχι γιατί δεν αγαπούν τα παιδιά τους αλλά γιατί αντικειμενικά παρουσιάζουν έλλειψη δεξιότητας (π.χ. οριακή νοητική υστέρηση) για την κατάλληλη φροντίδα του παιδιού. Το Κράτος αντί να προσφέρει την υποστήριξη στην οικογένεια μέσω δημοτικής κοινωνικής υπηρεσίας επιλέγει, αντισυμβατικά, να στερήσει το παιδί από την οικογένειά του, είτε τοποθετώντας το σε ίδρυμα είτε σε ανάδοχη οικογένεια.
Η Ελλάδα παραβιάζει το άρθρο 19 που ορίζει ότι «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά μέτρα, προκειμένου να προστατεύσουν το παιδί από κάθε μορφή βίας, προσβολής ή βιαιοπραγιών σωματικών ή πνευματικών, εγκατάλειψης ή παραμέλησης, κακής μεταχείρισης ή εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας, κατά το χρόνο που βρίσκεται υπό την επιμέλεια των γονέων του ή του ενός από τους δύο, του ή των νόμιμων εκπροσώπων του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου στο οποίο το έχουν εμπιστευθεί. 2. Αυτά τα προστατευτικά μέτρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν, όπου χρειάζεται, αποτελεσματικές διαδικασίες για την εκπόνηση κοινωνικών προγραμμάτων, που θα αποσκοπούν στην παροχή της απαραίτητης υποστήριξης στο παιδί και σε αυτούς οι οποίοι έχουν την επιμέλειά του, καθώς και για άλλες μορφές πρόνοιας και για το χαρακτηρισμό, την αναφορά, την παραπομπή, την ανάκριση, την περίθαλψη και την παρακολούθηση της εξέλιξής τους στις περιπτώσεις κακής μεταχείρισης του παιδιού που περιγράφονται πιο πάνω, και, όπου χρειάζεται, για διαδικασίες δικαστικής παρέμβασης». Εκατοντάδες ή χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο υφίστανται παντός είδους κακοποίηση στην οικογένεια, στο σχολείο, στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο χωρίς το Κράτος δια των κεντρικών και αυτοδιοικητικών υπηρεσιών του να είναι σε θέση, είτε να προλάβει έγκαιρα το πρόβλημα είτε να αποκαταστήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το παιδί. Οι ελλείψεις είναι μεγάλες, ελάχιστος ή κανένας αριθμός κοινωνικών λειτουργών και ειδικού προσωπικού στις κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων, κανένας σχεδιασμός και ειδική εκπαίδευση στην πρόληψη και την έγκαιρη διαχείριση της οικογενειακής δυσλειτουργίας πριν και μετά τη γέννησης ενός παιδιού που να εγγυάται την ασφάλεια και την υγιή ανάπτυξή του.
Και τέλος, το ελληνικό κράτος παραβιάζει συστηματικά από την πρώτη στιγμή ακόμη της Κύρωσης της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την υποχρέωσή του να μεριμνά ώστε το απροστάτευτο παιδί να κατευθύνεται, κατά απόλυτη προτεραιότητα, σε εναλλακτική των ιδρυμάτων κοινωνική φροντίδα, σε ανάδοχες οικογένειες και μόνο κατ΄εξαίρεση και για ειδικούς λόγους, σε ίδρυμα. Από το 1993 οπότε θεσπίστηκε η πρώτη ολοκληρωμένη νομοθεσία για την αναδοχή ανηλίκων, περιέπεσε ο θεσμός της οικογενειακής φροντίδας σε πλήρη «ύπνωση»- πλην του Βρεφοκομείου «Μητέρα» στην Αττική- από την αδράνεια και αδιαφορία του ελληνικού κράτους (κυβερνήσεων), το οποίο αφυπνίστηκε μόλις το 2018, με την ψήφιση ενός ακόμη νόμου του 4538/2018 για τον τρόπο εφαρμογής του θεσμού της αναδοχής και της υιοθεσίας. Η νομοθεσία αυτή που είχε περισσότερο ως σκοπό να «θυμίσει» στις αρμόδιες δημόσιες και ιδιωτικές κοινωνικές υπηρεσίες και ιδρύματα ότι έχουν υποχρέωση να φροντίζουν για την οικογενειακή αποκατάσταση των παιδιών δεν έχει καταφέρει ακόμη να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα λόγω εγγενών προβλημάτων που δημιουργούν διατάξεις που χρειάζονται τροποποίηση, συμπλήρωση και αντικατάσταση.
Τέλος αλλά όχι με λιγότερη σημασία, παρατηρούμε με πολύ δυσάρεστη έκπληξη, την αδιαφάνεια που επιβάλλει το ελληνικό κράτος στα μέτρα που λαμβάνει – ή δεν λαμβάνει- για την προώθηση της Παιδικής Ευημερίας στη χώρα μας για παιδιά που στερούνται την οικογενειακή φροντίδα ή οικογενειακή φροντίδα που δέχονται είναι ελλιπής και ακατάλληλη. Σε ό,ποια «τράπεζα δεδομένων» και αν ανατρέξει κανείς (www.data.gov.gr, ΕΛΣΤΑΤ) δεν θα βρει ΠΟΥΘΕΝΑ στοιχεία που να αφορούν στα ζητήματα κοινωνικής φροντίδας των ανηλίκων. Θέματα όπως ενδεικτικά, αριθμός κακοποιημένων παιδιών που καταλήγουν στις Εισαγγελικές Αρχές, αριθμός παιδιών που αποκαταστάθηκαν μετά τη δηλωμένη κακοποίησή τους, τον τρόπο και το χρόνο αποκατάστασής τους, αριθμός παιδιών σε ιδρύματα ανά δομή φιλοξενίας ανηλίκων σε όλη την επικράτεια, αριθμοί και ηλικίες παιδιών που τοποθετούνται απευθείας σε ανάδοχες οικογένειες ανά ηλικία και ανά γεωγραφική περιφέρεια, αριθμός παιδιών που αποκαθίστανται σε οικογενειακή φροντίδα μέσω αναδοχής και υιοθεσίας από κάθε δομή φιλοξενίας ανηλίκων χωριστά και ανά περιφερειακή ενότητα ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΥΘΕΝΑ, είτε γιατί δεν καταγράφονται είτε γιατί συνειδητά αποκρύπτονται από το ευρύ κοινό γιατί θα αποδείξουν την ολιγωρία, την άγνοια και την ανικανότητα των ό,ποιων θεσμοθετημένων οργάνων και υπηρεσιών να εκπληρώσουν το σκοπό τους.
Το συμπέρασμα είναι ότι η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού στη χώρα μας, απέχει πολύ από το να θεωρείται ότι έχει εφαρμοστεί, 30 ολόκληρα χρόνια μετά.
‘Αρθρο 28: (Κανόνες του διεθνούς δικαίου και διεθνείς οργανισμοί)
- Oι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. H εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
- Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
- H Eλλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας.
_______________________
**Ερμηνευτική δήλωση: Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
[irp]