Η κατάσταση της αγοράς εργασίας και η διαχρονική εξέλιξη βασικών ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών της δείχνουν την αποτυχία της χώρας μας να μεταβεί σε ένα νέο, βιώσιμο, διατηρήσιμο και δίκαιο αναπτυξιακό υπόδειγμα. Ευρύτερα κοινωνικά στρώματα αντιμετωπίζουν μια κατάσταση μακροχρόνιας στασιμότητας και συρρίκνωσης των εισοδημάτων και του βιοτικού τους επιπέδου και επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας τους ως συνέπεια των μνημονιακών και πρόσφατων παρεμβάσεων στην εργατική νομοθεσία. Επιπρόσθετα, το πληθωριστικό σοκ των τελευταίων μηνών μειώνει δραματικά την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των οικογενειών τους.
Σε αυτό το περιβάλλον όξυνσης των ανισοτήτων και φτωχοποίησης κοινωνικών ομάδων είναι σημαντικό ότι διαμορφώνεται στο πεδίο των μισθών και των συλλογικών διαπραγματεύσεων μια νέα οπτική εργασιακής μεταρρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο η οποία αναγνωρίζει ότι ο επαρκής και δίκαιος κατώτατος μισθός, η ανάκαμψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η προστασία θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, η ποιοτική απασχόληση και η ενίσχυση των θεσμών διαβούλευσης είναι βασικές θεσμικές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομική ανάπτυξη.
Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού
Τον Ιανουάριο του 2022, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) αυξήθηκε 6,2% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021. Η αύξηση αυτή είναι η μεγαλύτερη από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη έως σήμερα και ταυτόχρονα η υψηλότερη των τελευταίων 25 ετών. Οι πληθωριστικές πιέσεις, που ενισχύονται τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, θα επιβαρύνουν περαιτέρω το ήδη μειωμένο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, απότοκο της πολυετούς κρίσης που βίωσε η χώρα την περασμένη δεκαετία. Το κύμα ακρίβειας μειώνει τους πραγματικούς μισθούς και την αγοραστική δύναμη ειδικότερα των χαμηλόμισθων μισθωτών.
Κύρια πηγή αύξησης των τιμών είναι οι ανατιμήσεις στην ενέργεια, οι οποίες πλέον διαχέονται σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα είδη που απαρτίζουν τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ). Εστιάζοντας στις τρεις κύριες κατηγορίες δαπανών των νοικοκυριών, δηλαδή στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά, στις δαπάνες στέγασης και στις δαπάνες μεταφορών, προκύπτει ότι η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού συνεχίζεται αμείωτη το 2022, παρά τη μικρή ονομαστική αύξησή του κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου του 2022.
Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον αντίστοιχο στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ
Το ύψος του κατώτατου μισθού σε ονομαστικούς όρους, όσον αφορά τα κράτη-μέλη στα οποία υπάρχει ο θεσμός του ενιαίου κατώτατου μισθού, κατατάσσει την Ελλάδα περίπου στο μέσο της ΕΕ. Όμως, η σύγκριση των κατώτατων μισθών σε ονομαστικούς όρους δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με την αγοραστική του δύναμη στην κάθε χώρα, αφού το κόστος διαβίωσης διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Επίσης, δεν δίνει καμία πληροφορία σχετικά με το εάν εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Αντιθέτως, ο κατώτατος μισθός εκφρασμένος σε μονάδες ίδιας αγοραστικής δύναμης είναι πιο αξιόπιστο μέγεθος όσον αφορά αποκλειστικά τη σύγκριση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού μεταξύ των κρατών-μελών.
Κατώτατος μισθός και μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης
Στη δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα οικονομικό πεδίο πάνω στο οποίο εκδηλώνονται πολλές θεωρητικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις. Κυριαρχούν αντιλήψεις που για τον προσδιορισμό του προτάσσουν το επιχειρηματικό συμφέρον με επιχειρήματα τα οποία συσχετίζουν το ύψος του μόνο με την παραγωγικότητα, το κόστος παραγωγής, τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων κ.λπ.4 Η οπτική αυτή υποβαθμίζει τον θεσμικό ρόλο του κατώτατου μισθού στις δημοκρατίες και τις οικονομίες της αγοράς και υποτιμά τη σημασία του για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και την κοινωνική συνοχή. Πρέπει λοιπόν να υπογραμμιστεί με έμφαση ότι στις δημοκρατίες ο πρωταρχικός σκοπός του θεσμού του κατώτατου μισθού είναι η προστασία των εργαζομένων από μια χαμηλή αμοιβή που δεν κατοχυρώνει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Ο θεσμός αυτός δημιουργήθηκε για να βάλει ένα κατώτατο όριο στο επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων και στο εργατικό κόστος στο οποίο πρέπει οι επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τη λειτουργία τους. Ο κατώτατος μισθός προστατεύει ένα τμήμα της κοινωνίας από τη φτωχοποίηση. Την ίδια στιγμή είναι ένας προωθητικός μηχανισμός της μακροοικονομικής και χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της οικονομικής μεγέθυνσης με παράλληλη μείωση των ανισοτήτων.
Ωστόσο, στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός απέχει πολύ από το να καταστεί ένα θεσμικό εργαλείο για την επίτευξη μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη (Vacas-Soriano, 2021), το ποσοστό των μισθωτών στην Ελλάδα που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης είναι 46%, το υψηλότερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ (Διάγραμμα 4).Επιπλέον, η διαφορά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη είναι εξαιρετικά μεγάλη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη δεύτερη στην κατάταξη Ρουμανία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι δέκα ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από την Ελλάδα, ενώ στην Πορτογαλία τριανταπέντε ποσοστιαίες μονάδες.
Η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Λαμβάνοντας υπόψη ότι:
- το κύμα ακρίβειας έχει οδηγήσει και συνεχίζει να οδηγεί σε μια σωρευτική μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, και, συνεπώς, του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των οικογενειών τους,
- η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ που έχει κατώτατο μισθό χαμηλότερο από το επίπεδο του 2009 και δεν έγινε καμία αύξηση την περίοδο 2020-2021,
- ο κατώτατος μισθός βρίσκεται χαμηλότερα από το κατώφλι της σχετικής φτώχειας,
- σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης,
- το ποσοστό κάλυψης συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι χαμηλότερο κατά 56 ποσοστιαίες μονάδες από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και
- οι θεσμοί προστασίας της ελληνικής αγοράς εργασίας αποκλίνουν σημαντικά από τα ισχύοντα στα αναπτυγμένα κράτη-μέλη της ΕΕ,
η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι η εξής:
- Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.
- Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ ανά μήνα.
- Στη συνέχεια αύξηση του κατώτατου μισθού έως ότου καταστεί ίσος με το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης. Η προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης θα μπορούσε να γίνει και βάσει μιας συνδυαστικής μεταβολής με το 50% του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης, ως αποτέλεσμα ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος
- Άμεση λήψη θεσμικών μέτρων που θα αποθαρρύνουν τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
- Σημαντική αύξηση του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με στόχο το 70% των μισθωτών και θωράκισή τους με παράταση της ισχύος όλων των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μέχρι την ολοκλήρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την υπογραφή νέων.
- Στόχευση και εντατικοποίηση των ελέγχων της Επιθεώρησης Εργασίας ώστε να περιοριστούν φαινόμενα παράνομων πρακτικών, μη συμμόρφωσης των εργοδοτών και εργοδοτικής παραβατικότητας.
Κατεβάστε ολόκληρο το αρχείο της πρότασης:
ΠΡΟΤΑΣΗ ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ ΜΙΣΘΟΣ 2022
Πηγή: inegsee.gr