Κωστής Κοσμέας
Υποψήφιος Διδάκτορας
Πάντειο Πανεπιστήμιο
αντικείμενο Κοινωνική Θεωρία
Υποστηρίζεται ότι ο Habermas είναι από πολλές απόψεις καντιανός. Ας δούμε τι σημαίνει αυτό και τι καινούργιο προσφέρει σε σχέση με την καντιανή αντίληψη της αυτονομίας ο Habermas.
Καταρχάς αυτονομία στην πιο απλή της έννοια είναι η κατάσταση της αυτοκυβέρνησης ή η ικανότητα να παίρνει κανείς τις δικές του αποφάσεις ανεξάρτητα από εξωτερικούς ελέγχους. Όταν λέμε εδώ αυτονομία εννοούμε ηθική αυτονομία. Την ηθική αυτονομία μπορούμε να την καταλάβουμε αν τη συγκρίνουμε με την προσωπική αυτονομία. Προσωπική αυτονομία είναι η ικανότητα να αποφασίζει κανείς για τον εαυτό του και να ακολουθεί μια πορεία ενεργειών στη ζωή του, συχνά ανεξάρτητα από οποιοδήποτε συγκεκριμένο ηθικό περιεχόμενο. Ηθική αυτονομία αντίθετα είναι η ικανότητα να επιλέγεις ελεύθερα όχι οτιδήποτε θέλεις να κάνεις αλλά αυτό που είναι σωστό να κάνεις δηλαδή να ενεργείς ηθικά σε αντίθεση με την αντίληψη τού να ακολουθείς απλά κάποιο ιδανικό της προσωπικής ευημερίας. Με άλλα λόγια, ηθική αυτονομία είναι η ικανότητα να σκέφτεται και να δίνει κανείς στον εαυτό του τον ηθικό νόμο αντί να ακολουθεί απλά τις προσταγές των άλλων. Τι εννοούμε με τον ηθικό νόμο; Μια απόλυτη αρχή που καθορίζει τα κριτήρια της ορθής δράσης. Για μερικούς ανθρώπους ο ηθικός νόμος είναι συνώνυμος με τις εντολές ενός θεϊκού όντος. Για άλλους, ο ηθικός νόμος είναι ένα σύνολο καθολικών κανόνων που θα έπρεπε να ισχύουν για όλους. Στη δεύτερη περίπτωση μπαίνει τόσο ο Kant όσο και ο Habermas.
Ο Kant υποστηρίζει ότι προκειμένου μια βούληση να ενεργεί αυτόνομα σημαίνει να ενεργεί σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή, τον ηθικό νόμο. Γι’ αυτό, ο Kant παρατηρεί κοινώς: “Η ελεύθερη βούληση και η βούληση που υποτάσσεται σε ηθικούς νόμους είναι ένα και το αυτό πράγμα”. Για τον Kant, η αυτονομία τάσσεται υπέρ του ιδανικού της ελεύθερης βούλησης: ένας άνθρωπος θα οδηγηθεί στη δράση, όχι από όρεξη ή επιθυμία, αλλά από την ταύτιση με έναν “υψηλότερο” ή ορθολογικό εαυτό. Στο επίκεντρο της ηθικής του Kant είναι η στενή σχέση της ηθικής δράσης με την ανθρώπινη ορθολογικότητα· για τον Kant, η αυτόνομη δράση – δράση η οποία είναι σκόπιμα και συνειδητά υποκινημένη από ηθικούς λόγους – είναι η πεμπτουσία της έκφρασης της ανθρώπινης ορθολογικότητας. Αν και η ηθική καθολικότητα που ο Kant προσπάθησε να υπερασπιστεί δεν είναι πια φιλοσοφικά βάσιμη, και οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε την αυτονομία στο άτομο, οι ιδέες του για πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά της αυτόνομης δράσης παρέμειναν βαθιά επιδραστικά μέχρι και τον 20ό αι.
Πως αντιλαμβάνεται την αυτονομία ο Habermas; Καταρχάς ο Habermas αναφέρεται και αυτός στην αντίληψη της αυτονομίας ως ηθικής αυτονομίας όχι απλά προσωπικής αυτονομίας. Ουσιαστικά επαναδιατυπώνει την καντιανή αντίληψη της αυτονομίας. Η καντιανή φόρμουλα της αυτονομίας εκφράζει την ιδέα, όπως αναφέραμε και πρωτύτερα, ότι ένας δρων είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί την κατηγορική προσταγή λόγω της λογικής του βούλησης, και όχι οποιασδήποτε εξωτερικής επιρροής. Ο Kant πίστευε ότι κάθε ηθικός νόμος που υποκινείται από την επιθυμία εκπλήρωσης κάποιου άλλου συμφέροντος θα αρνιόταν την κατηγορική προσταγή, οδηγώντας τον να υποστηρίξει ότι ο ηθικός νόμος πρέπει να προκύπτει μόνο από μια λογική βούληση. Αυτή η αρχή απαιτεί από τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν το δικαίωμα των άλλων να ενεργούν αυτόνομα και σημαίνει ότι, καθώς οι ηθικοί νόμοι πρέπει να είναι καθολικοποιήσιμοι, αυτό που απαιτείται από ένα άτομο απαιτείται από όλους.
Πάλι για τον Habermas η αυτονομία προκύπτει όταν το άτομο μαθαίνει να προσανατολίζεται σε ένα καθολικό πλαίσιο (ηθική αυτονομία, σύμφωνα με τον Habermas, είναι ο συσχετισμός των κανονιστικών αξιώσεων εγκυρότητας, αξιώσεων που υπερβαίνουν το status quo μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ακριβώς επειδή αναφέρονται στην ιδέα μιας καθολικής κανονιστικής συνεννόησης) και να προσδοκά τη συμφωνία με την “ευρύτερη επικοινωνιακή κοινότητα” [ή “ιδανική επικοινωνιακή κοινότητα”, λειτουργεί ως οδηγός που μπορεί να εφαρμοστεί επίσημα τόσο για τη ρύθμιση όσο και για την κριτική συγκεκριμένων ομιλιακών καταστάσεων. Χρησιμοποιώντας αυτό το ρυθμιστικό και κριτικό ιδεώδες, τα άτομα θα είναι σε θέση να εγείρουν, να αποδέχονται, ή να απορρίπτουν τις αξιώσεις του άλλου για αλήθεια, ορθότητα και ειλικρίνεια αποκλειστικά στη βάση της “αβίαστης βίας” του καλύτερου επιχειρήματος – δηλαδή με βάση τη λογική και τις αποδείξεις – και όλοι οι συμμετέχοντες θα παρακινούνται αποκλειστικά από την επιθυμία να αποκτήσουν αμοιβαία κατανόηση. Αν και η ιδανική επικοινωνιακή κοινότητα δεν υλοποιείται ποτέ πλήρως (γι’ αυτό ο Habermas απευθύνεται σε αυτήν ως ρυθμιστικό ή κριτικό ιδεώδες παρά ως συγκεκριμένη ιστορική κοινότητα), ο προβαλλόμενος ορίζοντας της απεριόριστης επικοινωνιακής δράσης εντός της μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο ελεύθερης και ανοιχτής δημόσιας συζήτησης στις φιλελεύθερες-δημοκρατικές κοινωνίες. Ομοίως, αυτός ο τύπος ρυθμιστικού και κριτικού ιδεώδους μπορεί να χρησιμεύσει ως αιτιολόγηση των διαβουλευτικών φιλελεύθερων-δημοκρατικών πολιτικών θεσμών, επειδή ειναι μονάχα εντός αυτών των θεσμών που είναι δυνατή η απεριόριστη επικοινωνιακή δράση] ως προς την ορθότητα των δεσμευτικών κανόνων. Αλλά αυτό που κάνει ο Habermas είναι ότι αποϋπερβατοποιεί την υποκειμενικότητα, μεταθέτει δηλαδή τη λογική από τα άτομα, από έναν ανώτερο ορθολογικό εαυτό, [ο Habermas δεν θεωρεί ότι τα άτομα είναι ιδανικά λογικοί ή απλά ορθολογικοί επιλογείς, είναι πραγματικοί άνθρωποι, δρώντες στο βιόκοσμο, επιτρέποντας στους εαυτούς τους να καθοδηγούνται από τους κανόνες του λόγου (discourse)] στη γλώσσα. (Ο Habermas θεωρεί ότι η γλώσσα μπορεί να εκπληρώσει τη λειτουργία της ομιλίας που είναι να συντονίζει τις ενέργειες των ατόμων και να παρέχει τις αόρατες διαδρομές μέσα από τις οποίες οι αλληλεπιδράσεις μπορούν να ξεδιπλωθούν με έναν τακτοποιημένο και χωρίς συγκρούσεις τρόπο λόγω του εγγενούς τέλους της τής επίτευξης κατανόησης ή γενικής συναίνεσης). Δηλαδή ο Kant εξάγει τις ηθικές αρχές από τις αναγκαιότητες που επιβάλλονται σε ένα λογικό υποκείμενο που στοχάζεται στον κόσμο. Ο Habermas εξάγει τις ηθικές αρχές από τις αναγκαιότητες που επιβάλλονται στα άτομα που εμπλέκονται με τη συλλογιστική αιτιολόγηση των αξιώσεων εγκυρότητας, από τις αναπόφευκτες προϋποθέσεις της επικοινωνίας και της επιχειρηματολογίας. Το επιχείρημα με άλλα λόγια του Habermas είναι το εξής: ενώ επαινεί τον Kant για τη διαστροφή της ηθικής από μια ουσιαστική αντίληψη του καλού, και την εκ νέου σύλληψή της ως μια διαδικασία τεσταρίσματος των κανόνων, τον επικρίνει επειδή υποθέτει ότι κάθε μεμονωμένο άτομο καθιερώνει την εγκυρότητα ενός ηθικού κανόνα για τον εαυτό του, εφαρμόζοντας την κατηγορική προσταγή σε ένα αξίωμα (maxim), ωσάν να ήταν ένα είδος ηθικής νοητικής αριθμητικής. Σύμφωνα με τους όρους του, ο Kant αντιλαμβάνεται τον ηθικό συλλογισμό/λογική σαν μονολογική διαδικασία και επομένως παραμελεί την ουσιαστική κοινωνική του φύση. Ο Habermas αντιλαμβάνεται την ηθική ως μια συλλογική και διαλογική διαδικασία επίτευξης γενικής συναίνεσης. Δηλαδή η έμφαση δίνεται από αυτό που ο καθένας μπορεί να θελήσει χωρίς αντίφαση στο να είναι ένα γενικός νόμος, σε αυτό που όλοι μπορούν να θελήσουν από κοινού στο να είναι ένας καθολικός κανόνας. Στον Habermas η εγκυρότητα επιτυγχάνεται όχι με την εφαρμογή της κατηγορικής προσταγής σε ένα αξίωμα μεμονωμένα αλλά διυποκειμενικά, όπου το ρόλο της κατηγορικής προσταγής, που εφαρμόζεται μεμονωμένα από το άτομο, παίρνει τώρα η ευρύτερη επικοινωνιακή κοινότητα. Σε αυτήν θα τεστάρεται η εγκυρότητα ενός κανόνα όχι μεμονωμένα το άτομο με την εφαρμογή της κατηγορικής προσταγής. Δεν ακολουθεί λοιπόν το άτομο την κατηγορική προσταγή λόγω της λογικής του βούλησης αλλά λόγω της λογικής που υπάρχει στην επικοινωνία και την επιχειρηματολογία.
Ο Habermas δίνει μια διάσταση ηθικής αυτονομίας στο υποκείμενο, όχι απλά προσωπικής αυτονομίας όπως είπαμε. Δηλαδή η σύλληψη της αυτονομίας του Habermas περιγράφει τι σημαίνει να ενεργείς ηθικά σε αντίθεση με την αντίληψη τού να κυνηγάς απλά κάποιο ιδανικό της προσωπικής ευημερίας, όπως γίνεται στην προσωπική αυτονομία, που είναι ουδέτερη όσον αφορά το τι είναι καλό ή δίκαιο. Το υποκείμενο θα είναι αυτόνομο όταν προσανατολίζεται στην καθολική κανονιστική συνεννόηση στην απεριόριστη επικοινωνιακή κοινότητα με την ίδια λογική με τον Kant. Είναι ο υποψήφιος κανόνας αποδεκτός από όλους τους θιγόμενους; Τότε είναι ηθικά σωστό αυτό. Και όταν ενστερνίζομαι έναν τέτοιο κανόνα και όχι ότι μου λένε οι άλλοι, η κοινωνία, ή κάνουν οι όμοιοί μου κτλ. τότε είμαι αυτόνομος. Αυτόνομος σημαίνει ότι δίνω έναν νόμο στον εαυτό μου. Ποιον νόμο; Το νόμο που έχει την ικανότητα να αποσπά ορθολογική συμφωνία στον moral discourse.
Και εδώ, όπως και ο Kant, ο Habermas συνδέει την ηθική με το σεβασμό στην αυτόνομη ικανότητα των ατόμων να ενεργούν ανεξάρτητα και να κάνουν τις δικές τους ελεύθερες επιλογές, με βάση τη θέλησή τους: ακολουθώντας κανείς τις προσταγές της αμερόληπτης λογικής, ακολουθεί τη δικιά του συνείδηση και δείχνει σεβασμό για άλλους τέτοιους δρώντες.
Ο Habermas ωστόσο θεωρεί την αυτονομία ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μετασυμβατικής ταυτότητας του εαυτού (postkonventionelle Identität). Η αυτονομία είναι διάσταση της μετασυμβατικής κοινωνικής εξατομίκευσης. Είναι δηλαδή θα λέγαμε κάτι που έρχεται επικουρικά στη διαδικασία της κοινωνικής εξατομίκευσης σε αυτό το κοινωνικό επίπεδο, το μετασυμβατικό, που είναι το δικό μας. “Η διαδικασία της κοινωνικής εξατομίκευσης έχει δύο διαφορετικές όψεις. Σε έναν αυξανόμενο βαθμό, τόσο η αυτονομία όσο και ο συνειδητά βιωμένος βίος αποδίδονται πολιτισμικά και απαιτούνται θεσμικά από αυτά [τα άτομα].” [Individuation through Socialization: On Mead’s Theory of Subjectivity στο Postmetaphysical Thinking (UK: Polity Press, 1998) σ.183, μετάφραση δικιά μου] Ή σε ένα άλλο σημείο “Ας φανταστούμε τα άτομα να κοινωνικοποιούνται ως μέλη μιας ιδανικής επικοινωνιακής κοινότητας· θα αποκτούσαν στον ίδιο βαθμό μια ταυτότητα με δύο συμπληρωματικές όψεις: μια καθολικοποιητική, μία συγκεκριμενοποιητική. Από τη μία πλευρά, τα πρόσωπα αυτά που ανέκυψαν στο πλαίσιο εξιδανικευμένων συνθηκών μαθαίνουν να προσανατολίζονται μέσα σε ένα καθολικό πλαίσιο, δηλαδή, να ενεργούν αυτόνομα. Από την άλλη πλευρά, μαθαίνουν να χρησιμοποιούν αυτή την αυτονομία, γεγονός που τα καθιστά ισότιμα με κάθε άλλο ηθικά ενεργών υποκείμενο, να αναπτύξουν τον εαυτό τους στην υποκειμενικότητα και τη μοναδικότητά τους. Ο Mead αποδίδει τόσο την αυτονομία και την ισχύ της αυθόρμητης αυτοπραγμάτωσης σε κάθε πρόσωπο που, στον επαναστατικό ρόλο του συμμετέχοντος στον καθολικό λόγο, απελευθερώνεται από τα δεσμά των συνηθισμένων, συγκεκριμένων συνθηκών ζωής. Η ιδιότητα του μέλους στην ιδανική επικοινωνιακή κοινότητα είναι, με όρους Hegel, συστατική τόσο του εγώ ως καθολικό όσο και το εγώ ως ατομικό.” [The Theory of Communicative Action, Vol.2 (UK: Polity Press, 1989) σ.96 κ.έ. μετάφραση δικιά μου] Κατά τη διαδικασία της κοινωνικής εξατομίκευσης αποδίδεται πολιτισμικά και απαιτείται θεσμικά από τα άτομα να συμπεριφέρονται αυτόνομα, δηλαδή αποδίδεται στα άτομα με το που εξατομικεύονται κοινωνικά αλλά και απαιτείται από αυτά αφού πλέον η παλιά συμβατική ταυτότητα με την οποία συγκροτούνταν αποσυντίθεται “υπό την πίεση της κοινωνικής διαφοροποίησης, ή της διαφοροποίησης των συγκρουόμενων προσδοκιών των ρόλων” και τα αναγκάζει κατά κάποιον τρόπο αφενός, με ηθικές (moral) δικές τους αποφάσεις, να προσανατολίζονται εντός ενός οικουμενικού πλαισίου, να προσανατολίζουν τις ενέργειές τους σε οικουμενικές αρχές και, αφετέρου, με ένα ατομικό σχέδιο ζωής, να αναπτύσσουν τον εαυτό τους στην υποκειμενικότητα και ιδιαιτερότητά/μοναδικότητά τους, που προκύπτει από τη διαδικασία της ηθικής (ethical) αυτοκατανόησης. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι κοινωνικοποιούμαστε πλέον σε ένα μετασυμβατικό περιβάλλον όπου η ταυτότητα δεν συγκροτείται πια επί τη βάση της συγγένειας και των κοινών θρησκευτικών παραδόσεων, αλλά μαθαίνουμε να προσανατολιζόμαστε σε ένα οικουμενικό πλαίσιο ηθικής και στον αποδεκτό νόμο, δηλ. να ενεργούμε αυτόνομα, με άλλα λόγια από μόνοι μας, όχι επειδή το λέει η Βίβλος για παράδειγμα ή ο σοφός δάσκαλος ή η χαρτορίχτρα ή απλά αναπαράγοντας συμπεριφορές των ομοίων μας. Σε μια εισήγηση του σε θεωρητικό συμπόσιο που έγινε στη Ρώμη με πρωτοβουλία της Ιταλικής Εταιρείας Πολιτικής Φιλοσοφίας με θέμα “Θρησκεία και πολιτική στη μετακοσμική κοινωνία” ο Habermas δίνει μια εικόνα αυτού του περιβάλλοντος ως εξής: “ταυτόχρονα, δεν υπάρχουν παρά μόνο κοινωνίες, λιγότερο ή περισσότερο σύγχρονες, που έχουν εμπλακεί σε μιαν όλο και πιο ανοιχτή διαμάχη για το νόημα του σχεδίου της νεωτερικότητας, ενώ καλούνται να αντιμετωπίσουν ορισμένα θεμελιώδη γεγονότα όπως: οι πιέσεις για εξορθολογισμό και εξατομίκευση, οι οποίες προέρχονται από οποιονδήποτε τύπο κοινωνίας της αγοράς και της κρατικής διοίκησης· οι νομικοί, οικονομικοί και επιστημονικοί λόγοι που παράγουν μια διαψεύσιμη μορφή εγκόσμιας γνώσης· ο πλουραλισμός των κοσμοαντιλήψεων και των μορφών ζωής που αντιπροσωπεύουν σε κάθε περίπτωση εναλλακτικές δυνατότητες σε σχέση με τη δική τους πίστη και το δικό τους ήθος.”
Αυτόνομος με άλλα λόγια τι σημαίνει; Σημαίνει ότι πρέπει να αναμένω ότι μια απεριόριστη επικοινωνιακή κοινότητα θα αναγνώριζε τις πράξεις και τις κρίσεις μου ως ηθικά σωστές· δηλαδή το αυτόνομο άτομο ως το άτομο που ενεργεί ή κρίνει ηθικά πρέπει να αναμένει ότι μια απεριόριστη επικοινωνιακή κοινότητα θα συμφωνούσε με τις πράξεις και τις κρίσεις του.
Ωστόσο υπάρχει και μια άλλη αντίληψη της αυτονομίας που βγαίνει από τα γραπτά του Habermas και φαίνεται και από τα αποσπάσματα που παραθέσαμε.
Η αυτονομία γενικά είναι κατά κάποιο τρόπο απότοκη της μετασυμβατικής ταυτότητας του εαυτού δηλαδή προκύπτει ως επακόλουθο και συνέπεια της εξατομίκευσης του υποκειμένου σε ένα μετασυμβατικό κοινωνικό επίπεδο, όπου τα υποκείμενα εξατομικεύονται και όχι απλώς χειραγωγούνται. Αναγκάζονται δηλαδή αφενώς κατά κάποιο τρόπο να μαθαίνουν να προσανατολίζονται σε ένα οικουμενικό πλαίσιο ηθικής (δηλαδή να ενεργούν αυτόνομα – “Οι οικουμενικά προσανατολισμένες ενέργειες ξεπερνούν όλες τις υπάρχουσες συμβάσεις και καθιστούν δυνατή την απόκτηση μιας απόστασης από τους κοινωνικούς ρόλους που διαμορφώνουν το υπόβαθρο και το χαρακτήρα κάποιου” TCA2, σ. 97, μετάφραση δικιά μου), να προσανατολίζονται προς την αναγνώριση που συνεπάγεται συμφωνία των ενεργειών και των κρίσεών τους από τα μέλη μιας απεριόριστης επικοινωνιακής κοινότητας – για τον Habermas υπάρχει όπως και στον Kant, μια φροντίδα για το καθολικό και μία φροντίδα για τη λογική – και αφετέρου να προσανατολίζουν τις ενέργειές τους ως προς τις αξιώσεις εγκυρότητας δηλαδή ως προς τον ορθολογικό χαρακτήρα των αξιώσεων εγκυρότητας, να αναλαμβάνω με άλλα λόγια να παρέχω λόγους για να υποστηρίξω αυτό που λέω ή κάνω, αν χρειαστεί. Σε ένα άλλο σημείο υπογραμμίζει “Σεβόμαστε τα άτομα ως πρόσωπα λόγω της ικανότητάς τους να ενεργούν αυτόνομα, δηλαδή να προσανατολίζουν τις ενέργειές τους ως προς τις αξιώσεις εγκυρότητας” [J. Habermas, Erläuterungen zur Diskursethik,” (Frankfurt: Suhrkamp Verlag 1991)] σ. 149, μετάφραση δικιά μου]. Άρα εδώ βλέπουμε μια αντίληψη της αυτονομίας ως ορθολογική λογοδοσία. Αναλαμβάνω να παρέχω λόγους για να υπερασπιστώ τις αυτοερμηνείες και τις αναθέσεις νοήματος και αξιών έναντι των κριτικών αντιρρήσεων των άλλων.
Η δεύτερη αυτή αντίληψη της αυτονομίας ως λογοδοσίας ή ως ικανότητας να προσανατολίζει κανείς τις ενέργειές του ως προς τις αξιώσεις εγκυρότητας παρέχει μια χρήσιμη αφετηρία για το είδος της εναλλακτικής αντίληψης της αυτονομίας που μπορεί να εξαχθεί από τα γραπτά του Habermas και που έχει ανοίξει μια συζήτηση στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεωρίας (δες Maeve Cooke, Habermas, feminism and the question of autonomy) αλλά μπορεί να ανοίξει και μια εποικοδομητική συζήτηση πιστεύουμε και ευρύτερα στο πλαίσιο των μεταστρουκτουραλιστικών και μεταμοντέρνων αντιλήψεων της υποκειμενικότητας.
Μόλις σας γνώρισα και χαίρομαι για τον λόγο αυτόν. Είμαι σπουδαστής Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ και σας χρειάζομαι ασφαλώς μέσω των άρθρων που υπάρχουν δημόσια σε αυτή την επιστημονική γωνία,
Σας ευχαριστώ.