Βρασίδας Πολυμενάκος
Νομικός
Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ
1. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η ανάλυση της κρίσης του κράτους κατά την θεωρητική προσέγγιση του Bob Jessop, καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Lancaster. O Jessop ασχολήθηκε κυρίως με την θεωρία του κράτους και την πολιτική οικονομία. Το σύγχρονο μεταπολεμικό νεωτερικό κράτος χαρακτήρισε την λεγόμενη «χρυσή περίοδο» του κοινωνικού κράτους στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Από το σκανδιναβικό παράδειγμα έως το νοτιοευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, με τις όποιες ατέλειες του, ο κοινός τόπος ήταν η βελτίωση των όρων ζωής μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών. Παρ’ όλα αυτά στο διαδεχόμενο ευρωπαϊκό περιβάλλον άρχισε να υποχωρεί αυτός ο στόχος όταν το παραδοσιακό εθνικό κράτος εκχώρησε αρμοδιότητες του σε εξωκρατικά κέντρα πολιτικών-οικονομικών αποφάσεων. Αυτή την εξέλιξη επιχειρεί να ερμηνεύσει η στρατηγική σχεσιακή προσέγγιση της θεωρίας του κράτους του Jessop (Strategic-Relational Approach-SRA).
2. Ο Jessop ακολουθεί την οπτική του Πουλαντζά πάνω στην ερμηνεία του κρατικού φαινομένου. Κατά τον Πουλαντζά το κράτος δεν είναι απλά ένας μηχανισμός διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας ή ένα εργαλείο πολιτικής εξουσίας της ανώτερης τάξης. Αλλά μια πολύπλοκη κοινωνική σχέση που αντανακλά την ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων μέσα από μια δομικά εγγεγραμμένη στρατηγική επιλεκτικότητα στο πεδίο της πολιτικής εξουσίας. Το κράτος λοιπόν δεν είναι απλά ένα όργανο της πολιτικής ισχύος αλλά το καθρέφτισμα της λεπτής ισορροπίας πολιτικής ισχύος ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Είναι σαφές ότι τον κυρίαρχο ρόλο στην σχέση αυτή έχουν οι κυρίαρχες τάξεις που καθορίζουν και το περιεχόμενο της στρατηγικής επιλεκτικότητας του κράτους. O Jessop λοιπόν αναγνωρίζει την σημασία της θεωρητικής προσέγγισης του Πουλαντζά για το κράτος και την αναπτύσσει περαιτέρω (Jessop 2002, Πουλαντζάς 1984, Ρεθυμιωτάκη 2012, 62, Πουλαντζάς 1990, 19-55) .
3. Σύμφωνα με τον Jessop το σύγχρονο νεωτερικό κράτος λόγω παρατεταμένης οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης έχει μετασχηματιστεί. Ειδικότερα από κεϋνσιανό, εθνικό και κυρίαρχο κράτος έχει μετατραπεί σε μια ανταγωνιστική, μεταεθνική και ρυθμιστική τάξη διακυβέρνησης που εστιάζει στην προαγωγή της εργασίας. Σαφώς λοιπόν οι προτεραιότητες του κράτους έχουν ουσιαστικά αλλάξει, παρ’ όλα αυτά διατηρείται ο σημαντικός ρόλος του στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η διατήρηση των παραδοσιακών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού κράτους όπως είναι ο τυπικός θεσμικός και λειτουργικός χωρισμός του κράτους από την οικονομία, η συνταγματική κατοχύρωση του κρατικού μονοπωλίου στην βία και βέβαια η σύσταση του κράτους ως φορολογική αρχή παραμένουν. Μάλιστα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αναβιώνουν και αναζωογονούνται πλήρως στον νέο μετασχηματισμό (Jessop 2002, 38-40, Πουλαντζάς 1984, Ρεθυμιωτάκη 2012, 62) .
4. Η ανάλυση του κεϋνσιανού προνοιακού κράτους (Keynesian Welfare State) αποτελεί την βάση της προσέγγισης της κρίσης του κράτους από τον Jessop. Το μεταπολεμικό κεϋνσιανό μοντέλο στηριζόταν στην οργάνωση της οικονομίας στο εθνικό επίπεδο. Το κράτος διαπραγματευόταν την καπιταλιστική συσσώρευση και τους κοινωνικούς κινδύνους που κόμιζε αυτή μέσω της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης που επιτύγχανε με την ένταξη της εργασιακής ικανότητας όλου του πληθυσμού στην αγορά εργασίας. Αυτό προϋπέθετε την καθολική κοινωνική προστασία προκειμένου να επιτευχθεί σε κάποιο βαθμό η συμπερίληψη όλων των πολιτών στην παραγωγική διαδικασία αλλά και στην πρόσβαση στην κατανάλωση (Jessop 2002, 43-45, 56-58, Ρεθυμιωτάκη 2012, 62-64) .
5. Η επικράτηση της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελεύθερου μοντέλου είχε ως αποτέλεσμα την κρίση του παραδοσιακού εθνικού κράτους. Κατά τον Jessop αυτή η εξέλιξη είχε βαθύτερες αιτίες τόσο σε οικονομικό και πολιτικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Στον οικονομικό τομέα οι βασικές αιτίες ήταν η αύξηση της τιμής του πετρελαίου, η εξάντληση του αναπτυξιακού μοντέλου του κράτους, η αύξηση της ζήτησης που καλυπτόταν πλέον από το εξωτερικό, η περαιτέρω συνεργασία εγχώριου και ξένου κεφαλαίου, η μείωση των φορολογικών εσόδων, η αύξηση του εξωτερικού δανεισμού και βέβαια η άνοδος των ανατολικών χωρών που διεκδικούσαν μερίδιο στην οικονομική ανάπτυξη. Σε πολιτικό επίπεδο η επέκταση της εκνομίκευσης των κοινωνικών σχέσεων και της γραφειοκρατίας και η αύξηση του κοινωνικού ανταγωνισμού μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που διεκδικούσαν μεγαλύτερο μερίδιο σε πόρους και υπηρεσίες αποτελέσαν επίσης σημαντικούς λόγους της κρίσης του κράτους. Αντιστοίχως σε κοινωνικό επίπεδο η δημογραφική μείωση, η μείωση του εργατικού δυναμικού και η αύξηση του ηλικιακού ορίου στην εκπαιδευτική διαδικασία, η μετανάστευση και το τέλος της εθνικής ομοιογένειας αποτέλεσαν εξίσου σημαντικές αιτίες που πυροδότησαν εντάσεις εντός του κράτους. Βεβαίως η ιδεολογική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επικράτηση του νεοφιλελεύθερου λόγου και στην αυξανόμενη επιθυμία για πλουραλισμό, αυτονομία και αποδέσμευση από το κρατικόκεντρικο μοντέλο (Jessop 2002, 87-94, 103-110, Ρεθυμιωτάκη 2012, 64-65) .
6. Η κρίση του κεϋνσιανού κράτους οδήγησε σταδιακά στον μετασχηματισμό του. Ειδικότερα στο οικονομικό πεδίο το φορντικό μοντέλο έδωσε την θέση του στο μεταφορντικό μοντέλο. Η κυριαρχία του κυβερνοχώρου, η δημιουργία δικτύων και αλληλεξαρτήσεων, η εμπορευματοποίηση της γνώσης και της πληροφορίας, η αποκέντρωση και ο ευέλικτος έλεγχος της παραγωγής και βέβαια η επικράτηση ευέλικτων εργασιακών σχέσεων χαρακτηρίζουν το αναδυόμενο μεταφορντικό μοντέλο. Παράλληλα στο κοινωνικό πεδίο η ταυτότητα των υποκειμένων αρχίζει να προσδιορίζεται από τα μοντέλα κατανάλωσης και όχι από άλλα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στις εξελίξεις αυτές εύλογα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το κράτος είχε σημαντικό ρόλο δεδομένης της πολιτικής ισχύος του στο πλαίσιο της στρατηγικής σχεσιακής προσέγγισης του Jessop. Συνεπώς το κράτος αν και φαίνεται να αποχωρεί από το προσκήνιο της οικονομίας και της κοινωνίας συνεχίζει να ελέγχει και να κατευθύνει την οικονομική και κοινωνική ζωή σε νέες και συγκεκριμένες πολιτικές κατευθύνσεις (Jessop 2002, 98-101, Ρεθυμιωτάκη 2012, 66) .
7. Το μεταφορντικό οικονομικό μοντέλο κατά τον Jessop αντιστοιχεί στο ανταγωνιστικό, μεταεθνικό, ρυθμιστικό ή σουμπετεριανό κράτος (Schumpeterian Workfare State). O Joseph Schumpeter ήταν οικονομολόγος ο οποίος υποστήριζε την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα του ανταγωνισμού και της καινοτομίας στην ανάπτυξη της οικονομίας. Το σουμπετεριανό κράτος προωθεί τον ανταγωνισμό μέσω της καινοτομίας, της επιχειρηματικότητας, των ευέλικτων σχέσεων εργασίας, της δια βίου μάθησης, της σύνδεσης παιδείας με αγορά και βέβαια της δημιουργίας κινήτρων για το εγχώριο και ξένο κεφάλαιο. Σαφώς λοιπόν το νέο μοντέλο απομακρύνεται από τον στόχο του κεϋνσιανού μοντέλου για την προώθηση της πλήρους απασχόλησης. Αντιστοίχως εστιάζει στην εργασία. Εφόσον η εργασία εντός του συγκεκριμένου μοντέλου γίνεται αντιληπτή ως κόστος, η προώθηση της γίνεται μέσω πολιτικών που ενισχύουν τον ανταγωνισμό και στοχεύουν στην «ενεργοποίηση» των ανέργων. Η συνεχής επανεκπαίδευση των εργαζομένων, η επένδυση στην εξειδίκευση, η προώθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και λοιπά άλλα μέτρα συνδέονται άμεσα με την νεοφιλελεύθερη προσέγγισης της οικονομίας και του κράτους. Παράλληλα το κράτος αυτό καθίσταται μια μεταεθνική τάξη. Έχοντας εκχωρήσει αρμοδιότητες «προς τα πάνω» και «προς τα κάτω» το σουμπετεριανό κράτος στηρίζεται στην αυτορρύθμιση και στην αποεδαφικοποίηση των σχέσεων που παραδοσιακά ρυθμίζονταν εντός του εθνικού χώρου από το παραδοσιακό κράτος. Επίσης μετατρέπεται σε μια ρυθμιστική τάξη διακυβέρνησης. Πιο συγκεκριμένα, το μοντέλο δομείται γύρω από τρία κέντρα την αγορά, το κράτος και την κοινωνία των πολιτών. Στο πλαίσιο της ορθολογικής διαχείρισης αυτό ερμηνεύεται μέσω του εξοικονομείν της αγοράς, της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και της συνδιαλλάγης και της συναίνεσης των κοινωνικών εταίρων. Συνοψίζοντας το μετακεϋνσιανό-μεταφορντικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης συνδέεται άμεσα με το νεοφιλελεύθερο κράτος και αποτελεί την μετεξέλιξη της κρίσης του παραδοσιακού εθνικού κράτους με τον έντονο κοινωνικό χαρακτήρα (Jessop 2002, 98-101, 115-116, 119-122, 152, 154-156, 162-164, 177 επ., 193-204, 228-229, Ρεθυμιωτάκη 2012, 61-69, Jessop 1993, 7-39) .
8. Ολοκληρώνοντας το παρόν άρθρο είναι αναγκαίο να γίνουν κάποιες διαπιστώσεις πάνω στην θεωρία του κράτους του Jessop. Ο Jessop κάνει μια τομή στην ανάλυση της κρίσης του κράτους. Αν και δεν χαρακτηρίζεται ως ορθόδοξος μαρξιστής αντιλαμβάνεται την σημασία του οικονομικού στοιχείου στην οποιαδήποτε ερμηνεία του κρατικού φαινομένου στο πλαίσιο πάντα της μαρξιστικής θεωρίας. Στην προσέγγιση του τα οικονομικά μοντέλα συνδέονται άμεσα με τα αντίστοιχα κρατικά παραδείγματα. Μάλιστα η άριστη γνώση του πάνω στη θεωρία του κράτους του Πουλαντζά του δίνει την δυνατότητα να εντοπίζει τον τρόπο που δομείται η οικονομία, η πολιτική και η ιδεολογία εντός της σχέσης που αποκαλείται κράτος. Σίγουρα θα μπορούσαν να διατυπωθούν κάποιες αντιρρήσεις πάνω στην θεωρητική προσέγγιση του Jessop. Σε κάθε περίπτωση το έργο του αποτελεί μια κλασική και σημαντική επανερμηνεία του μαρξικού έργου πάνω στην προσέγγιση του κράτους με βάση την ταξική πάλη στο πεδίο της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας.
Βιβλιογραφία
Jessop, B. “Toward a Schumpeterian Workfare State? Prelimanary Remarks on Postfordist Political Economy.” Studies in Political Economy, 1993: 7-39.
—. The Future of Capitalist State. Cambridge: Polity Press, 2002.
—. The State: Past, Present, Future. Cambridge: Polity Press, 2016.
Πουλαντζάς, Ν. Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό. Αθήνα: Θεμέλιο, 1984.
Πουλαντζάς, Ν. «Οι σημερινοί μετασχηματισμοί του κράτους, η πολιτικη κρίση και η κρίση του κράτους.» Στο Η Κρίση του Κράτους, του/της Ν Πουλαντζάς, και συν., μετάφραση: Ξ Γιαταγάνας, 19-55. Αθήνα: Παπαζήσης, 1990.
Ρεθυμιωτάκη, Ελένη. πηγές του δικαίου και νομικός πλουραλισμός στην ευρωπαϊκή ένωση. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα, 2012.