Στίγκα Δήμητρα-Αρτεμισία
Αριστούχος Κοινωνιολόγος (MsC)
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Ποιος είναι ο ψηφιακός ποσοτικοποιημένος εαυτός;
Πως δημιουργείται και ποια τα καινοφανή στοιχεία του;
Πως οι ψηφιακές τεχνολογίες μετατρέπονται σε μέσα διαχείρισης του εαυτού;
Το φαινόμενο του «ποσοτικοποιημένου εαυτού» (quantified self) αφορά μια σύγχρονη τάση, η οποία υποστηρίζει πως μέσα από τη χρήση και την ερμηνεία των αριθμών, οι άνθρωποι μπορούν να αναστοχαστούν και να αντιληφθούν, με τρόπο άμεσο, τον εαυτό τους. Επομένως, ο ποσοτικοποιημένος εαυτός αφορά μια απεικόνιση/αποτύπωση του ίδιου του εαυτού μας μέσα από αριθμητικά δεδομένα. Η άνοδος, η ταχύτατη αύξηση και η ευρεία αποδοχή των ψηφιακών τεχνολογιών τις οδηγεί στο να εισέρχονται στην καθημερινότητά μας και να μετατρέπονται ακόμα και σε εργαλεία διαμεσολάβησης με τον εαυτό μας. Ο ποσοτικοποιημένος εαυτός λοιπόν γίνεται πλέον ψηφιακός και με τη βοήθεια των ψηφιακών τεχνολογιών, κατορθώνει να οπτικοποιεί και να κάνει απτά τα χαρακτηριστικά του, τις ιδιαιτερότητές του, τις ανάγκες, τις ελλείψεις, αλλά και τις επιθυμίες του.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες που εξυπηρετούν στη δημιουργία ενός ποσοτικοποιημένου εαυτού, είναι οι «τεχνολογίες αυτοκαταγραφής» (self-tracking technologies). Τέτοιες τεχνολογίες μπορεί να είναι, από τα ευρέως διαδεδομένα έξυπνα κινητά τηλέφωνα (smartphones) και τα έξυπνα ρολόγια (smartwatches), μέχρι και ακόμα πιο εξειδικευμένες συσκευές και εφαρμογές (apps), που διαθέτουν ενσωματωμένους αισθητήρες και δύνανται να παρακολουθούν ποικίλα πεδία του εαυτού και του σώματος. Τα αριθμητικά δεδομένα λοιπόν αξιοποιούνται από τους χρήστες, προκειμένου να αναστοχαστούν και να προσεγγίσουν ερευνητικά και ερμηνευτικά ορισμένα πεδία του εαυτού τους. Τέτοια πεδία μπορεί να είναι, επί παραδείγματι, οι προσλαμβανόμενες θερμίδες, το σωματικό βάρος, η ποιότητα του ύπνου, η διάθεση, το στρες, ο εμμηνορυσιακός κύκλος ή ακόμα και η σεξουαλική επαφή.
Μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες, ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να μεταβάλλει τις διαδικασίες με τις οποίες οικοδομεί τον εαυτό του. Ποια είναι λοιπόν τα καινοφανή χαρακτηριστικά του ψηφιακού ποσοτικοποιημένου εαυτού και ποιες οι αλλαγές που επιφέρει στον σύγχρονο τρόπο ζωής και δράσης;
Τι εννοούμε αυτοκαταγραφή;
Η αυτοκαταγραφή αφορά τη χρήση ψηφιακών συσκευών και εφαρμογών (apps) που παράγουν δεδομένα (data), επάνω στα οποία πρόκειται μετέπειτα το άτομο να αναστοχαστεί[1], προκειμένου να οδηγηθεί σε υποθέσεις και συμπεράσματα για τον εαυτό του και να παρέμβει επάνω σε τομείς που κρίνει ότι χρήζουν βελτίωσης. Σημαντικό είναι βέβαια να σημειωθεί πως η ψηφιακή αυτοκαταγραφή διαθέτει και μια δεύτερη διάσταση, πέρα από την οικειοθελή και ενεργητική πρακτική, η οποία αναφέρεται στην παραγωγή και τη χρήση των προσωπικών ψηφιακών δεδομένων από τρίτους. Τα δεδομένα αυτά μπορεί να προέρχονται από πηγές και πρακτικές όπως τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης (CCTV), η παρακολούθηση των αγορών μέσα από την κίνηση τραπεζικών καρτών και από άλλες παρόμοιες ενέργειες που εξασφαλίζουν την καταχώρηση των ανθρώπων στις ψηφιακές βάσεις δεδομένων. Οι συγκεκριμένες διαδικασίες μάλιστα μπορεί πολλές φορές να συμβαίνουν χωρίς την επίγνωση ή τη συγκατάθεση του ατόμου στο οποίο ανήκουν τα δεδομένα αυτά.
Στις μέρες μας, βρίσκεται διαθέσιμη μια μεγάλη γκάμα ψηφιακών τεχνολογιών αυτοκαταγραφής, η οποία απαρτίζεται από διάφορες εφαρμογές (apps) για τα έξυπνα κινητά τηλέφωνα, καθώς και από μια ποικιλία φορητών ψηφιακών συσκευών (gadgets). Οι τελευταίες λειτουργούν συνήθως εφαρμόζοντάς τες επάνω στο σώμα, παραδείγματος χάριν τα έξυπνα ρολόγια, αλλά και διάφορα άλλα αντικείμενα, στα οποία ενσωματώνονται μικροσκοπικοί αισθητήρες. Τέτοια αντικείμενα μπορεί να είναι αθλητικά παπούτσια, αθλητικές κορδέλες μαλλιών, περικάρπια, αυτοκόλλητα επιθέματα, πιτζάμες, αθλητικά ρούχα, οδοντόβουρτσες, κοσμήματα κ.ο.κ. Επιπρόσθετα, εντοπίζονται τεχνολογίες αυτοκαταγραφής, οι οποίες μπορούν να τοποθετηθούν ακόμα και μέσα στο ανθρώπινο σώμα, όπως για παράδειγμα συσκευές που υπολογίζουν τα ποσοστά γονιμότητας του γυναικείου σώματος ή ακόμα και μικρές GPS συσκευές που παραμένουν εντός του οργανισμού και χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό καρκινικών όγκων, την λήψη ακτινογραφιών εκ των έσω, αλλά και την εξασφάλιση της ορθής διανομής φαρμάκων εντός του σώματος (Conner & Gordon, 2018).
Παράγοντες όπως η βιολογία, η φυσική κατάσταση, η υγεία, η ψυχολογία, η συμπεριφορά, η εξωτερική εμφάνιση, ακόμα και το εξωτερικό φυσικό ή κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται το άτομο, αποτελούν πεδία που δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενα ψηφιακής αυτοκαταγραφής. Συγκεκριμένα, συχνό φαινόμενο είναι η μέτρηση και η παρακολούθηση του βάρους, η μέτρηση των ημερησίων βημάτων, η παρακολούθηση της διατροφής, της θερμοκρασίας του σώματος, των καρδιακών παλμών, των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, της πίεσης του αίματος, των αθλητικών επιδόσεων κ.ο.κ. Επίσης, ορισμένα παραδείγματα ακόμα πιο εξελιγμένων πρακτικών ποσοτικοποίησης της σύγχρονης περιόδου, είναι η παρακολούθηση των εγκεφαλικών δραστηριοτήτων, της ποιότητας του ύπνου, της ικανότητας συγκέντρωσης, των σεξουαλικών συνευρέσεων, της διάθεσης, της ευτυχίας, της θλίψης, της μνήμης, του καιρού, της ρύπανσης, του θορύβου και πολλών άλλων. Έτσι, οι τομείς της υγείας και της ευημερίας φαίνεται πως καταλαμβάνουν ένα μεγάλο ποσοστό των δραστηριοτήτων ποσοτικοποίησης, αλλά δεν αποτελούν τους μοναδικούς. Υπάρχουν δηλαδή ακόμα και τεχνολογίες ποσοτικοποίησης του εαυτού οι οποίες δεν αναφέρονται σε σωματικές λειτουργίες ή δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα συσκευές και εφαρμογές που υπολογίζουν την κατανάλωση ενέργειας του σπιτιού, τα οικονομικά ενός νοικοκυριού κ.ο.κ. (Lupton, 2016: 38).
Στις μέρες μας, ακόμα και τεχνολογίες καθημερινής χρήσης, όπως τα τόσο ευρέως διαδεδομένα έξυπνα κινητά τηλέφωνα, είναι εξαρχής εμπλουτισμένα με μια σειρά τεχνολογιών, όπως είναι τα επιταχυνσιόμετρα, τα GPS, τα γυροσκόπια, οι κάμερες, τα μικρόφωνα, καθώς επίσης και τα συστήματα αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων, προσώπου, φωνής κ.ο.κ. Σύμφωνα με την Karen Weintraub (2013), oι τεχνολογίες αυτές δύνανται να καταγράφουν και να αποθηκεύουν τη δραστηριότητα του εκάστοτε ατόμου, τη τοποθεσία του, καθώς και βιομετρικά του στοιχεία, όπως είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτόν, φαίνεται να δομείται ένα ατομικό ψηφιακό προφίλ, το οποίο εμπεριέχει και αποθηκεύει όλες αυτές τις προσωπικές πληροφορίες που συλλέγονται από τις εκάστοτε ψηφιακές συσκευές και τις εφαρμογές αυτοκαταγραφής.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Η.Π.Α.) εμφανίζονται ως οι πρωτοπόροι του ψηφιακού ποσοτικοποιημένου εαυτού και η αυτοκαταγραφή φαίνεται να έχει επεκταθεί τα τελευταία χρόνια στον Ευρωπαϊκό Βορρά και την Ωκεανία, σε ποικίλα κράτη όπως, για παράδειγμα, η Ολλανδία, η Δανία, η Αυστραλία κ.α. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει – ακόμα – η ίδια εξάπλωση των διαδικασιών αυτοκαταγραφής. Για την ελληνική περίπτωση, όμως, ένα περιστατικό αυτοκαταγραφής που απασχόλησε για καιρό την επικαιρότητα και τη δημόσια γνώμη και συντέλεσε στην αξιοποίηση μιας ψηφιακής συσκευής αυτοκαταγραφής ως τεκμήριο ενοχής, ήταν το ειδεχθές έγκλημα που συντελέστηκε στα Γλυκά Νερά στις 11 Μαΐου του 2021. Συγκεκριμένα, το έξυπνο ρολόι της Κάρολαιν απέδειξε την ανακρίβεια της κατάθεσης του συζύγου – και δολοφόνου της – σχετικά με την ώρα και τον τρόπο του θανάτου της, οδηγώντας έτσι στην απόδειξη της ενοχής του. Φαίνεται λοιπόν πως ένα γεγονός προσωπικής αυτοκαταγραφής, κατέληξε να αποτελεί κλειδί για την επίλυση μιας ποινικής υπόθεσης, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την είσοδο των τεχνολογιών ποσοτικοποίησης του εαυτού στην ελληνική καθημερινότητα. Έτσι, η ευρεία αποδοχή και υιοθέτηση της αυτοκαταγραφής μοιάζει να αποτελεί μια υπό διαμόρφωση παγκόσμια πραγματικότητα η οποία, παρ’ ότι αργά, δείχνει να κάνει σταδιακά την είσοδό της και στην Ελλάδα.
Τι αλλάζει για τον εαυτό;
Μέσα από τις εν λόγω σύγχρονες τεχνολογίες ο εαυτός φαίνεται να αποκτά νέες ερμηνείες, νέα περιεχόμενα, νέους μηχανισμούς, αλλά και νέες ικανότητες. Η μεγαλύτερη αλλαγή, η οποία δείχνει να συντελείται στις σύγχρονες μορφές κοινωνιών αναφορικά με τον εαυτό, είναι φυσικά πως εκείνος ψηφιοποιείται και πλέον διαμορφώνεται μέσα από τις διαδικασίες της ψηφιακής αυτοκαταγραφής. Η δυνατότητα που προσφέρουν αυτές οι τεχνολογίες για παρακολούθηση και υπολογισμό των περισσότερων πτυχών του εαυτού και της καθημερινότητας, δείχνει να δημιουργεί ορισμένες νέες συνθήκες αντίληψης και αντιμετώπισής του, μέσα από τις οποίες ο εαυτός πλέον καθίσταται μετρήσιμος, υπολογίσιμος, κατανοητός και διαχειρίσιμος.
Για την ακρίβεια, οι συσκευές και οι εφαρμογές ψηφιακής αυτοκαταγραφής, παρουσιάζουν τα δεδομένα του χρήστη τους μέσα από εικόνες και γραφήματα, επιχειρώντας έτσι μια ολιστική απεικόνιση και σκιαγράφηση του εαυτού. Αυτή η συνθήκη φαίνεται να θέτει τον χρήστη σε μια θέση «ισχύος», μέσα από την οποία ο ίδιος μπορεί να παρακολουθεί τους επιθυμητούς παράγοντες, να βλέπει τα δεδομένα του, να τα ερμηνεύει και έπειτα να επιλέγει τον κατάλληλο τρόπο ανταπόκρισης για τη μελλοντική βελτίωση των αποτελεσμάτων και των επιδόσεών του.
Με αυτόν τον τρόπο, ο εαυτός φαίνεται να απεκδύεται την έως τώρα άυλη και ποιοτική φύση του και να γίνεται πλέον ποσοτικοποιήσιμος, ορατός, απτός και ερμηνεύσιμος. Ο Mark McClusky (2009) μάλιστα αναφέρει την φράση «είσαι τα δεδομένα σου»,[2] εννοώντας πως, σε κάποιον βαθμό, τα ψηφιακά δεδομένα λαμβάνουν την ιδιότητα ενός καθρέπτη, ο οποίος βοηθά το άτομο να «δει» καθαρότερα τον εαυτό του· έναν εαυτό που μέχρι πρότινος έμοιαζε απρόσιτος και ακατανόητος. Επομένως, μέσα από τη συστηματική αυτοκαταγραφή δημιουργείται ένας αναστοχαστικός εαυτός, ο οποίος καθίσταται αναγνώσιμος και προσβάσιμος. Έτσι, ο ψηφιακός εαυτός μετατρέπεται σε αντικείμενο μελέτης· γίνεται διάφανος και συνεπώς, διαχειρίσιμος. Εφόσον λοιπόν ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί πια να δει τον εαυτό του να απεικονίζεται μέσα από τις μετρήσεις του, καθίσταται σε κάποιον βαθμό ικανός, να τον διαχειρίζεται κατά βούληση.
Τι αλλάζει για το σώμα;
Στο παρελθόν, το σώμα αντιμετωπιζόταν ως μια αμιγώς βιολογική και υλική οντότητα, δίχως περαιτέρω διαστάσεις και έτσι δεν θεωρούνταν κάτι το οποίο έχρηζε διερεύνησης. Σύμφωνα με τον Samuel McNerney (2011), από τη δεκαετία του 1970 το σώμα άρχισε να αποτελεί αντικείμενο κοινωνιολογικής ανάλυσης και να μελετάται, καθώς ξεκίνησε σταδιακά να θεωρείται ένα μόρφωμα εμποτισμένο με νοήματα και αξίες. Έκτοτε, η μελέτη του σώματος, αν και σύντομη ιστορικά, φαίνεται να έχει αποτελέσει ένα σημείο-σταθμό και για τις κοινωνικές επιστήμες.
Από τη δεκαετία του 1980 εμφανίζεται μια έντονη τάση να προσπεραστούν οι κλασικοί τρόποι θέασης του σώματος, συνοδευόμενη από μια ευρύτερη στροφή του τρόπου σκέψης που επιζητούσε την υπέρβαση των μονοδιάστατων οπτικών της καρτεσιανής δυϊστικής αντίληψης. Αυτή η στροφή του τρόπου σκέψης, αντανακλάται κυρίως στην αντίληψη του σώματος ως μιας «ατελούς βιοκοινωνικής οντότητας», όπως τη χαρακτηρίζει η Δήμητρα Μακρυνιώτη (1963/2001: 31-32). Ως μια οντότητα δηλαδή, η οποία ναι μεν διαθέτει ορισμένα βιολογικά χαρακτηριστικά και προδιαθέσεις, αλλά που στο υπόλοιπο εύρος της διαμορφώνεται και να αναδιαμορφώνεται, αφ’ ενός μέσα από τους εκάστοτε όρους και τα παραδείγματα της κοινωνικής συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης και αφ’ ετέρου, αυτοβούλως, μέσα από μια ποικιλία επιλογών, όπως για παράδειγμα η φροντίδα για την υγεία και τη σωστή διατροφή, ή ακόμα και σύγχρονες πρακτικές, όπως είναι οι αισθητικές παρεμβάσεις, οι πλαστικές εγχειρήσεις, οι εξωσωματικές γονιμοποιήσεις κ.ο.κ. (Μακρυνιώτη, 1963/2001: 31-36). Επομένως, στο σημείο αυτό διαφαίνεται η ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ σώματος και τεχνολογίας στις σύγχρονες κοινωνίες, μέσα στα πλαίσια των οποίων γίνονται εφικτές οι σωματικές παρεμβάσεις που προαναφέρθηκαν.
Επίσης, από τη δεκαετία του 1980 φαίνεται να λαμβάνει σημαντικό έδαφος η έννοια της «σωματοποίησης» (embodiment), η οποία αφορά πρωτίστως την αντίληψη του σώματος ως σημαντική πηγή γνώσης, καθώς και ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ταυτότητας (Μακρυνιώτη, 1963/2001: 31-32). Ήτοι, το σώμα, μέσω των βιολογικών αισθήσεών του, αναγνωρίστηκε πως είναι ικανό να διοχετεύει μηνύματα προς το άτομο, αλλά και προς το περιβάλλον εντός του οποίου ζει και να λαμβάνει έτσι έναν συγκροτητικό ρόλο απέναντι στη διαμόρφωση του υποκειμένου και της ταυτότητάς του. Στη συγκεκριμένη σκέψη φαίνεται πως ο νους δεν διαχωρίζεται από το σώμα ή ορθότερα, γίνεται φανερή μια διαλεκτική γνωσιακή σχέση ανάμεσά τους, κάνοντας έτσι αισθητή την αρχή της κατάρριψης ενός από τους κυριότερους καρτεσιανούς δυϊσμούς, που αφορά τη σαφή διάκριση μεταξύ σώματος και πνεύματος (McNerney, 2011). Όπως αναφέρει και ο Αντώνης Παπαρίζος (2014: 692-694), ο άνθρωπος αποτελεί το μοναδικό όν, το οποίο τείνει να αντιλαμβάνεται το σώμα του ως κάτι ξέχωρο από την ολότητά του. Φαίνεται πως αντιμετωπίζει το σώμα του ως κάτι διαφορετικό από τη νόηση και το πνεύμα του, ως κάτι το οποίο μπορεί να το διαχειριστεί (Παπαρίζος, 2014: 692-694). Παρ’ όλα αυτά, η κλίση προς την έννοια της «σωματοποίησης» δείχνει να θέτει τα θεμέλια για την προσπέλαση αυτών των τάσεων και για τη διάνοιξη ενός νέου τρόπου σκέψης, όπου το σώμα θα αντιμετωπίζεται ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της ολότητας του εκάστοτε ανθρώπου, το οποίο μάλιστα συμμετέχει δραστικά στις διανοητικές και αισθαντικές διαδικασίες του.
Επομένως, θα λέγαμε πως οι τεχνολογίες που βοηθούν στη διαδικασία του αναστοχασμού και της παρέμβασης επάνω στο σώμα, όπως οι ψηφιακές τεχνολογίες αυτοκαταγραφής, τείνουν να βοηθούν στη συνειδητή αναδιαμόρφωση του σώματος και των πληροφοριών που αυτό φέρει. Σύμφωνα με τον Anthony Giddens (1991: 103), εντός των σύγχρονων κοινωνιών «γινόμαστε υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό των σωμάτων μας».[3] Έτσι, στα πλαίσια της ύστερης νεωτερικότητας φαίνεται πως τόσο ο εαυτός όσο και το σώμα δομούνται και αναδομούνται μέσα από την ικανότητα του αναστοχασμού και πως οι τεχνολογίες ποσοτικοποίησης του εαυτού δείχνουν να εξελίσσονται σε ένα από τα κυριότερα μέσα επίτευξης αυτής της διαδικασίας. Επομένως, με τον τρόπο αυτόν δείχνει να δημιουργείται μια στενή και σωματοποιημένη σχέση μεταξύ ανθρώπου και τεχνολογίας (Ajana, 2018: 48), η οποία σηματοδοτεί την κατάρριψη ενός ακόμα παραδοσιακού δυϊσμού ανάμεσα στο φυσικό/ανθρώπινο και στο τεχνητό.
Ο άνθρωπος-κυβόργιο (cyborg)
Οι ψηφιακές τεχνολογίες βρίσκουν θέση επάνω ή ακόμα και μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Έτσι, σύμφωνα με τη Lupton (2016: 107), οι τεχνολογίες αυτοκαταγραφής μπορούν να παρομοιαστούν με επεκτάσεις του ίδιου του ανθρώπινου σώματος και των δυνατοτήτων του. H τεχνολογική ανάπτυξη οδηγεί στον μετασχηματισμό των ψηφιακών συσκευών αυτοκαταγραφής, οι οποίες γίνονται όλο και μικρότερες και με τον τρόπο αυτόν, τα όρια ανάμεσα στο σώμα και στη συσκευή φαίνονται να θολώνουν, ενώ οι χρήστες αρχίζουν να συνενώνονται με τις τεχνολογίες (Lupton 2016: 109, Ajana 2018: 59).
Εν τω μεταξύ, στον χώρο της φιλοσοφίας της τεχνολογίας εγείρονται υποθέσεις και θεωρίες, οι οποίες υποστηρίζουν πως στις σύγχρονες ψηφιακές κοινωνίες τα σώματα αποϋλοποιούνται. Οι σύγχρονες τεχνολογίες έχουν τη δυνατότητα να μετατρέπουν το σώμα σε πληροφορία. Με τις σύγχρονες πρακτικές ψηφιακής αυτοκαταγραφής η γονιμότητα για παράδειγμα μπορεί και μεταφράζεται σε αριθμούς και ποσοστά, όπως συμβαίνει και με τα επίπεδα του ζαχάρου στο αίμα, με τη διάθεσή μας, με το σεξ και πολλά άλλα.
Με τον τρόπο αυτόν λοιπόν, τα σύγχρονα σώματα φαίνεται να μετατρέπονται σε πληροφορίες και να έρχονται σε στενή επικοινωνία με τις ίδιες τις ψηφιακές τεχνολογίες τις οποίες φέρουν, διαμορφώνοντας έτσι μια άρρηκτη σχέση αποτελούμενη από μια συνεχόμενη ανταλλαγή πληροφοριών (Lupton 2016: 70, Ajana 2018: 59, Featherstone & Burrows 1995: 1-12). Οι Featherstone και Burrows (1995: 1-12) υποστηρίζουν επίσης πως μέσα από τη σχέση αυτή αρχίζουν και γίνονται δυνατές πιο ευέλικτες μορφές ύπαρξης, οι οποίες μπορούν να ξεπερνούν τα σαρκικά όρια. Παραθέτοντας ένα απλό παράδειγμα, αυτό μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση επικοινωνίας με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Στο παράδειγμα αυτό, η επικοινωνία μοιάζει να ξεπερνά παράγοντες όπως ο χρόνος, ο χώρος, αλλά και η σωματοποιημένη παρουσία. Αναφερόμενοι ξανά λοιπόν στον καρτεσιανό τρόπο σκέψης και αντίληψης, μέσα από όσα παρατέθηκαν παρατηρείται η προσπέλαση κάποιων ακόμα παραδοσιακών δυϊσμών, όπως εκείνων ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό, στο σώμα και το περιβάλλον, καθώς επίσης και στο υλικό και το άυλο.
Σε ένα επόμενο επίπεδο, αυτή η βαθιά σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τις ψηφιακές τεχνολογίες, μας παραπέμπει στη θεώρηση της Donna Haraway (1991), η οποία βρίσκει σημαντική εφαρμογή στα υπό συζήτηση θέματα. Η θεωρία της Haraway έχει άμεση σχέση με την ιδέα του «μετα-ανθρώπου» (post–human), η οποία υποστηρίζει πως «τα ανθρώπινα σώματα και οι εαυτοί μπορούν πλέον να βιώνονται και να παράγονται ως πληροφορικά συστήματα» (Lupton, 2014: 79-80).[4] Αυτό συμβαίνει λόγω της ευρείας παρείσφρησης της τεχνολογίας όχι μόνο στην καθημερινή ζωή, αλλά και επάνω στο ανθρώπινο σώμα. Ο μετα-άνθρωπος λοιπόν αποτελεί μια νέα, εξελιγμένη εκδοχή ανθρώπου, ο οποίος συνυπάρχει και σε έναν σημαντικό βαθμό, συναπαρτίζεται και ο ίδιος από την τεχνολογία.
Στο πλαίσιο αυτό, οι άνθρωποι γίνονται αδιαχώριστοι με την τεχνολογία, η οποία μετατρέπεται σε επέκταση των λειτουργικών, αντιληπτικών και αισθαντικών δυνατοτήτων τους. Η Haraway (1991: 149-182) αναφέρεται στα «κυβόργια» (cyborgs) ως αυτοδιοικούμενα υβριδικά συστήματα ανθρώπων και μηχανών. Στην περίπτωση των cyborgs, η τεχνολογία μπορεί να λαμβάνει ενισχυτικό ρόλο ή ακόμα και να αντικαθιστά τις ανθρώπινες λειτουργίες και ικανότητες (Featherstone & Burrows, 1995: 3). Μέσα από αυτό το σκεπτικό η Haraway (1991) αποδίδει τη σύζευξη ανάμεσα στο υποκείμενο, το σώμα και το εξωτερικό του περιβάλλον, ακολουθώντας το πνεύμα της υπέρβασης των παραδοσιακών δυϊσμών.
Το συγγραφικό έργο της Haraway λοιπόν αφορά σε μεγάλο βαθμό τη διαπίστωση ότι οι δυϊσμοί του παρελθόντος στις μέρες μας υπονομεύονται. Υποστηρίζει, πως θα ήταν δόκιμο αυτοί οι δυϊσμοί να αναλύονται και να αντιμετωπίζονται μέσα στη ρευστότητά τους. Επομένως, υπό το συγκεκριμένο πρίσμα οι άνθρωποι χρειάζεται πλέον να πάψουν να αντιμετωπίζουν τα πράγματα ως συμπαγή, καθορισμένα, αυθύπαρκτα και ανεξάρτητα (Haraway, 1991: 149-182). Η ρευστότητα την οποία η Haraway προτείνει, αφορά τη ρευστότητα στην αντίληψη του περιβάλλοντος, του ανθρώπου, της τεχνολογίας, του σώματος, καθώς και της έμφυλης ταυτότητας.
Στη σημερινή εποχή λοιπόν που οι ψηφιακές τεχνολογίες ακμάζουν, είναι πιθανό να μην μιλάμε απλά για την ψηφιοποίηση του εαυτού, αλλά ακόμα και της ίδιας της ανθρώπινης υλικής υπόστασης, μέσα από την αναγωγή της σε αριθμητικές πληροφορίες. Φαίνεται επίσης πως παραδοσιακά επικρατούντες δυϊσμοί, όπως βιολογικό-κοινωνικό, νους-σώμα, φυσικό-τεχνητό, άνθρωπος-τεχνολογία, σώμα-συσκευή, εσωτερικό-εξωτερικό, υλικό-άυλο κ.λ.π., φαίνεται να αρχίζουν να χάνουν τη σημασία τους. Συνεπώς, πράγματα τα οποία στο παρελθόν θεωρούνταν διακριτά, σήμερα συχνά καθίστανται αδιαχώριστα. Οι αντιθέσεις, με άλλα λόγια, μοιάζουν να χάνουν τα σαφή όρια διάκρισής τους και να μετατρέπονται σε δυναμικές συνθέσεις.
Ποιες οι νέες μορφές εαυτού;
Ο «εξωστρεφής» εαυτός.
Η θεωρία «δρώντος-δικτύου» (actor–network theory) του Γάλλου φιλοσόφου, κοινωνιολόγου και ανθρωπολόγου Bruno Latour, υιοθετείται για την προσέγγιση του φαινομένου του ποσοτικοποιημένου εαυτού από τους Wendy Nelson Espeland και Mitchell L. Stevens (2008: 401-436), καθώς και από τη Lupton (2016: 58-67), σε μια προσπάθεια αναβίωσης και σύνδεσής της με τις σύγχρονες πρακτικές της ψηφιακής αυτοκαταγραφής.
Η αρχική θεωρία του Latour υποστηρίζει πως η καθημερινή πραγματικότητα διαμορφώνεται βάσει της δυναμικής δράσης διαφόρων παραγόντων/δρώντων, οι οποίοι δημιουργούν δίκτυα (networks) και αλληλοσυνδέσεις μεταξύ τους (Γεωργοπούλου, 2007: 155-164). Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, οι δρώντες μπορεί να είναι τόσο ανθρώπινοι όσο και μη-ανθρώπινοι.
Η ψηφιοποίηση του εαυτού επιφέρει την επέκταση των συνθηκών ρευστότητας και των δικτύων συσχέτισης των ανθρώπων με τους υπόλοιπους ανθρώπινους και μη ανθρώπινους παράγοντες. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η αντίληψη επί του εαυτού αλλάζει και πλέον ο εαυτός τείνει να κατανοείται ως ένα ανοιχτό σύστημα/δίκτυο, το οποίο λαμβάνει και διοχετεύει πληροφορίες από και προς το περιβάλλον, δομώντας και αναδομώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης, ο εαυτός αποϊδιωτικοποιείται· παύει δηλαδή να κατανοείται ως κάτι το αυθύπαρκτο, το ιδιωτικό ή το αυτοδημιούργητο.
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται ο εξωστρεφής εαυτός, είναι μέσα από την επιρροή που δέχεται από τους μη-ανθρώπινους δρώντες, δηλαδή μέσα από τη συμβίωσή και τη συσχέτισή του με τις ίδιες τις τεχνολογίες αυτοκαταγραφής. Με άλλα λόγια, υιοθετώντας μια μεταφαινομενολογική ματιά απέναντι στην τεχνολογία, μπορεί να υποστηριχθεί πως ανάμεσα στους χρήστες και τις τεχνολογίες δημιουργείται μια «ερμηνευτική σχέση», όπως υποστήριξε και ο Don Ihde (αναφέρεται στο Verbeek, 2006: 364-366). Όπως προαναφέρθηκε, αυτό συμβαίνει διότι οι τεχνολογίες φαίνεται όχι απλά να έρχονται σε στενή σχέση με τους χρήστες τους, αλλά και να σωματοποιούνται (embody) από αυτούς, δίνοντάς τους έτσι το έναυσμα για τη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης αντίληψης και θέασης και βίωσης της πραγματικότητας, του εαυτού, αλλά και του σώματός τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, η επαφή με τον εαυτό φαίνεται να διαμεσολαβείται από τις ψηφιακές τεχνολογίες αυτοκαταγραφής.
Ένας δεύτερος τρόπος διαμόρφωσης του εξωστρεφή εαυτού, είναι μέσα από την αλληλεπίδρασή του με τους ανθρώπινους δρώντες. Στην περίπτωση του ποσοτικοποιημένου εαυτού αυτό συμβαίνει μέσα από την επαφή με άλλους χρήστες ψηφιακών τεχνολογιών αυτοκαταγραφής. Η επαφή αυτή γίνεται δυνατή μέσω της δυνατότητας που παρέχεται από τις εν λόγω τεχνολογίες για διαμοιρασμό των ψηφιακών δεδομένων (data sharing) και συνδεσιμότητα (connectivity)/αλληλεπίδραση μεταξύ των χρηστών.
Έτσι, ενώ ο ποσοτικοποιημένος εαυτός μπορεί συχνά να θεωρείται μια αμιγώς ατομικιστική πρακτική, στην πραγματικότητα φαίνεται πως οι χρήστες των συγκεκριμένων τεχνολογιών συχνά ενδιαφέρονται να γίνουν μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας χρηστών, η οποία είναι πρόθυμη να βοηθήσει, να μοιραστεί εμπειρίες και προσωπικά δεδομένα, καθώς αυτό δείχνει να προκαλεί μια αίσθηση συντροφικότητας στους συμμετέχοντες. Η συγκεκριμένη συνθήκη μπορεί επίσης να προσφέρει ένα μέτρο σύγκρισης των ατομικών δεδομένων με εκείνα των υπολοίπων χρηστών. Μέσα από το χαρακτηριστικό αυτό, συχνά υποστηρίζεται πως προκύπτει μια καλύτερη εκτίμηση της κατάστασης από την πλευρά των χρηστών, καθώς, μέσω του παραλληλισμού, συχνά υποστηρίζεται πως μπορούν να διεξαχθούν πιο εύστοχα συμπεράσματα και να ληφθούν καταλληλότερες αποφάσεις από τους αυτοκαταγραφόμενους.
Συνεπώς, οι τεχνολογίες του ποσοτικοποιημένου εαυτού δείχνουν να προωθούν ένα περιβάλλον συνδεσιμότητας, το οποίο χαρακτηρίζεται από ρευστότητα ανάμεσα στα ψηφιακά δεδομένα και τους χρήστες. Ο διαμοιρασμός είναι κάτι το οποίο φαίνεται να ενθαρρύνεται προκειμένου να προσφερθεί η βέλτιστη εμπειρία, σύμφωνα με την οποία ο χρήστης θα βρίσκεται σε ένα περιβάλλον γεμάτο από επικοινωνία, υποκίνηση και άφθονες πληροφορίες, έτσι ώστε να δημιουργήσει ο ίδιος τα δικά του προσωπικά συστήματα επιλογών. Έτσι, στις σύγχρονες ψηφιακές κοινωνίες φαίνεται να παίρνει ζωή η μορφή του «εξωστρεφή»/«δικτυωμένου» εαυτού· του εαυτού δηλαδή που βρίσκεται σε διαλεκτική και διαμορφωτική επαφή και διαντίδραση, τόσο με τους υπόλοιπους χρήστες όσο και με το ίδιο το περιβάλλον στο οποίο ενυπάρχει.
Ο «διευρυμένος» εαυτός
Ο Kevin Kelly δανειζόμενος τα βασικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης προσέγγισης, που αναφέρεται σε ένα ευρύτερο περιβάλλον ρευστότητας και συνδεσιμότητας υποστηρίζει πως αυτή η κατάσταση, σχετικά με την έντονη συνδεσιμότητα μεταξύ των ανθρώπων, των τεχνολογιών και του περιβάλλοντος, αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο, που σταδιακά πρόκειται να οδηγήσει σε έναν «μελλοντικό εαυτό», τον οποίο ο ίδιος ονομάζει «διευρυμένο εαυτό»[5] (αναφέρεται στο Swan, 2013: 95-96).
H έννοια αυτής της «διεύρυνσης» εκλαμβάνεται με δύο τρόπους. Για τον Kelly ο ένας από αυτούς τους τρόπους είναι λειτουργικός· αναφέρεται δηλαδή στα τεχνολογικά μέσα, ως εργαλεία ενίσχυσης των ικανοτήτων του εαυτού. Οι ρόδες για παράδειγμα μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως διεύρυνση των ανθρώπινων ποδιών και των δυνατοτήτων τους, όπως επίσης τα κιάλια χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση του εύρους της ανθρώπινης οράσεως (Kelly, 2011). Επίσης, οι υπολογιστές, όπως και οι τεχνολογίες αυτοκαταγραφής, μπορούν να εκληφθούν ως διεύρυνση του ανθρώπινου μυαλού και της αντιληπτικής ικανότητάς του (Kelly, 2011).
Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο μπορεί να εκληφθεί η «διεύρυνση» του εαυτού είναι μεταφορικός. Οι δραστηριότητες αυτοκαταγραφής χαρακτηρίζονται από την ανταλλαγή ψηφιακών δεδομένων από και προς το περιβάλλον, διευρύνοντας έτσι τα προηγούμενα αυστηρά και σωματικά όρια του εαυτού. Όταν δηλαδή οι πληροφορίες για τον εαυτό εξωτερικεύονται προς το περιβάλλον, θα μπορούσε κανείς να πει πως και ο ίδιος ο εαυτός εξωτερικεύεται, ρέει και διευρύνεται. Ο Kelly θεωρεί πως στις μέρες μας εμείς παρακολουθούμε το εξωτερικό περιβάλλον, όπως ακριβώς το ίδιο το εξωτερικό περιβάλλον παρακολουθεί εμάς. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια συνθήκη ασταμάτητης ροής και ανταλλαγής πληροφοριών. Για παράδειγμα, η τοποθεσία του εκάστοτε υποκειμένου γίνεται ορατή «προς τα έξω», εγγράφεται δηλαδή στις ψηφιακές βάσεις δεδομένων και γίνεται προσβάσιμη από τρίτους, ενώ, σε κάποια άλλη περίπτωση, το άτομο δέχεται – «προς τα μέσα» – εξατομικευμένες διαφημίσεις από εμπορικές εταιρείες, λόγω των πληροφοριών που υπάρχουν διαθέσιμες για εκείνο στον χώρο των ψηφιακών πληροφοριών/δεδομένων (Swan, 2013: 93-96).
Επομένως, ο εαυτός δείχνει να δημιουργεί διαρκείς συνδέσεις με το εξωτερικό ψηφιακό περιβάλλον και το περιβάλλον να συνδέεται με τον εαυτό, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτόν μια άρρηκτη σχέση. Αναλυτικότερα, ο «διευρυμένος» εαυτός αποτελεί για τον Kelly ένα μόρφωμα, το οποίο πρόκειται να είναι χωρικά διευρυμένο και εμπλουτισμένο με νέες ικανότητες (Swan, 2013: 95-96). Μέσα από τη δικτύωση και την ενσωμάτωση του εαυτού με την τεχνολογία, ο Kelly πιστεύει πως ο εαυτός πρόκειται να αποδεσμευθεί από τα σαρκικά/βιολογικά του πλαίσια, καθώς και να αποκτήσει αυξημένες ικανότητες αυτοδιαχείρισης και επαυξημένες αισθήσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Kelly εισάγει τους όρους «εξωεαυτός»[6] και «εξωαισθήσεις»[7] στην θεώρησή του.
Η επαφή του ανθρώπου με την τεχνολογία και ακόμα περισσότερο με τις πρακτικές αυτοκαταγραφής, δείχνει να του προσφέρει δυνατότητες και γνώσεις, τις οποίες δεν θα μπορούσε να κατέχει σε διαφορετική περίπτωση. Οι χτύποι της καρδιάς για παράδειγμα αποτελούν έναν παράγοντα για τον οποίο το άτομο θεωρείται ότι έχει συναίσθηση και ότι μπορεί να αντιληφθεί όταν κάτι ανησυχητικό συμβαίνει. Παρ’ όλα αυτά, οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν τη δυνατότητα να οπτικοποιούν και να προσφέρουν συνεχή παρακολούθηση (monitoring) του κάθε υπό διερεύνηση παράγοντα, κάνοντας έτσι τη διαδικασία πιο εύληπτη για τον ίδιο τον χρήστη. Φαίνεται λοιπόν πως οι τεχνολογίες αυτοκαταγραφής μετατρέπονται κατά κάποιον τρόπο σε ένα αισθητήριο όργανο του ανθρώπου, το οποίο όμως λειτουργεί εκτός του φυσικού σώματός του, ενισχύοντας, έτσι, την αντιληπτική του ικανότητα. Επομένως, υιοθετώντας το συγκεκριμένο πρίσμα, ο Kelly αναφέρεται στην έννοια της διεύρυνσης και στη δημιουργία του «εξωεαυτού».
Αναλογιζόμενος επίσης την οπτική της σωματοποίησης, ο Kelly επεκτείνει τη σκέψη του, υποστηρίζοντας πως η στενή επαφή μεταξύ ανθρώπου και τεχνολογίας πρόκειται να οδηγήσει στην περαιτέρω ενσωμάτωση της τελευταίας στο ανθρώπινο σώμα, μετατρέποντάς τη σε συστατικό παράγοντα για την αυτοαντίληψη του ατόμου. Συγκεκριμένα, ο ίδιος θεωρεί πως η τεχνολογία πρόκειται να παρέχει μια σειρά «εξωαισθήσεων», οι οποίες πρόκειται να λειτουργούν επικουρικά με τις φυσικές αισθήσεις, επαυξάνοντας έτσι τη γνωστική, αντιληπτική και αισθαντική ικανότητα του εκάστοτε χρήστη των ψηφιακών τεχνολογιών αυτοκαταγραφής.
Σύμφωνα με τη Melanie Swan (2013: 95-96), οι εξωαισθήσεις εκτείνονται σε ένα εύρος που αφορούν από τις σύγχρονες πρακτικές αυτοκαταγραφής, έως και μελλοντικά τεχνουργήματα, που πρόκειται να μπορούν να παρέχουν δεδομένα για την πίεση της καρδιάς ή τα επίπεδα άγχους, μέσω αισθητικών ειδοποιήσεων, όπως είναι οι απτικές, οπτικές, οσφρυτικές, ακουστικές ή γευστικές αισθήσεις. Μάλιστα η ίδια αναφέρεται σε ορισμένα παραδείγματα εξωαισθήσεων που ήδη υπάρχουν, όπως συσκευές που ειδοποιούν μέσω της αφής για τον σωστό προσανατολισμό προς τον βορρά ή τον νότο ή φώτα LED που μεταφέρουν οπτικές ειδοποιήσεις αναβοσβήνοντας σύμφωνα με τους καρδιακούς παλμούς (Swan, 2013: 95-96).
Επομένως, σύμφωνα με την προσέγγιση του Kelly όλη αυτή η συνθήκη της έντονης σχεσιακότητας και αλληλεξάρτησης ανθρώπου-τεχνολογίας, καθώς και το εκτεταμένο σύστημα δικτύωσης και ανταλλαγής δεδομένων και πληροφοριών που ενισχύεται ακόμα περισσότερο στην ψηφιακή εποχή, φαίνεται να μετατρέπει τον σύγχρονο άνθρωπο σε μια υβριδική οντότητα και πρόκειται να ανάγει το άτομο σε έναν «ανώτερης ποιότητας εαυτό» (higher quality self), όπως γράφει η Swan (2013: 93). Σε έναν εαυτό δηλαδή, ο οποίος πρόκειται να διαθέτει ξεχωριστές ικανότητες γνώσης, αναγνώρισης, αυτοδιαχείρισης, αυτοελέγχου και ανεξαρτησίας, λόγω της δυναμικής συνένωσής του τόσο με τις ίδιες τις ψηφιακές τεχνολογίες αυτοκαταγραφής και τους υπόλοιπους χρήστες όσο και με το ευρύτερο ψηφιακό περιβάλλον στο οποίο ενυπάρχει. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, φαίνεται να ενισχύεται η θέση περί της ρευστότητας ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Έτσι, σύμφωνα με την προσέγγιση του Kelly τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα πλέον ανάμεσα στο πού τελειώνουμε «εμείς» και το πού αρχίζουν «οι άλλοι»· ανάμεσα στο πού τελειώνει ο «εαυτός» και το πού αρχίζει το «εξωτερικό περιβάλλον».
Ο «επιχειρησιακός» εαυτός.
O Byung-Chul Han (2017/2017: 12-34, 2010/2015: 10-15) υποστηρίζει πως το υπάρχον νεοφιλελεύθερο σύστημα επιδιώκει την αποτίναξη της αρνητικότητας και την αντικατάστασή της με ένα κλίμα θετικότητας, ευημερίας και αισιοδοξίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θεωρεί πως οι κοινωνικές επιταγές που προηγουμένως χρησιμοποιούσαν την εντολή του «θα έπρεπε» (you should), μετατράπηκαν σε κάτι πολύ ισχυρότερο· στην ηθική παρότρυνση που προκύπτει από το «θα μπορούσες» (you could) (Han, 2017/2017: 12-17). Με τον τρόπο αυτόν, το κράτος φαίνεται επιφανειακά να απομακρύνεται από την καθημερινή πρακτική και να αφήνει μεγάλα περιθώρια αυτενέργειας στα άτομα, τα οποία με τη σειρά τους τείνουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη του εαυτού τους και να φροντίζουν για την προσωπική τους πρόοδο και βελτίωση. Η εξωτερική εκμετάλλευση δηλαδή που υφίσταντο μέχρι πρότινος στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού δείχνει να αντικαθίσταται από την «αυτo-εκμετάλλευση», η οποία προκύπτει από το αίσθημα της ατομικής ευθύνης, που υποκινείται κοινωνικά. Επομένως, η σύγχρονη μορφή εαυτού την οποία ο Han σκιαγραφεί, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «επιχειρησιακός εαυτός», ακριβώς διότι το ίδιο το υποκείμενο καταλήγει να «διοικεί» τον εαυτό του, με τον ίδιο τρόπο που θα διοικούσε μια επιχείρηση, δηλαδή με απώτερο σκοπό τη βελτιστοποίηση των αποδόσεων και των οφελών του. Επομένως, στην περίπτωση της αυτο-εκμετάλλευσης, για να παραχθεί κέρδος, θα πρέπει το άτομο να καταφέρει να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά τον ίδιο του τον εαυτό.
Συνεχίζοντας, ο Han (2017/2017:13) τονίζει πως μέσα από αυτήν την τάση τους για βελτιστοποίηση, οι άνθρωποι εισέρχονται σε έναν ατέρμονο αγώνα, ο οποίος δείχνει να απαιτεί τη συνεχόμενη επινόηση[8] του εαυτού τους. Η επινόηση αυτή συμβαίνει μέσα από τη διεξοδική μελέτη των ψηφιακών δεδομένων, τα οποία συνεχώς αλλάζουν, παρέχοντας έτσι νέα στοιχεία και ευρήματα κάθε φορά. Βάσει των δεδομένων αυτών, η κατάσταση συνεχώς επανεκτιμάται και αναλαμβάνονται νέες δράσεις από το άτομο, προκειμένου να «κατασκευαστεί» ένας επιθυμητός εαυτός. Αυτή η διαρκής επινόηση του εαυτού αποτελεί μια – σημαντική μάλιστα – μορφή εργασίας, που οι ίδιοι οι άνθρωποι επιβάλλουν στον εαυτό τους, εκμεταλλευόμενοι τους εαυτούς τους κ εργαλειοποιώντας έτσι την ίδια τους την ύπαρξη.
Κατά τον Han, η τάση για βελτιστοποίηση (optimization) αποτελεί ένα παίγνιο του Κεφαλαίου (Capital) για την εκμετάλλευση των πολιτών. Οι πολίτες στην πραγματικότητα δεν αγωνίζονται για τη βελτίωση του εαυτού τους, αλλά για τη βελτίωση της αξίας και της παραγωγικότητάς τους εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Για τους λόγους αυτούς, ο Han καταλήγει να θεωρεί πως ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί ένα ιδιοφυές σύστημα, το οποίο κατορθώνει να εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη ελευθερία μέσα από τις πιο βασικές εκδοχές της, όπως για παράδειγμα το συναίσθημα, τη λογική, το παιχνίδι ή την επικοινωνία (Han, 2017/2017: 12-22).
H παιχνιδοποίηση της εργασίας δείχνει να αποτελεί τον ιδανικό τρόπο για την ακούραστη επίδοση των «εργατών»/αυτο-εκμεταλλευόμενων ατόμων. Μια από τις σημαντικότερες τεχνικές των τεχνολογιών ποσοτικοποίησης του εαυτού είναι ακριβώς αυτή η τεχνική της «παιχνιδοποίησης» (gamification). Η συγκεκριμένη τεχνική αφορά τη δημιουργία ενός κλίματος παιχνιδιού, το οποίο είναι ευχάριστο και ανάλαφρο για τον χρήστη. Η παιχνιδοποίηση φαίνεται πως αποτελεί έναν εξαιρετικό τρόπο για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος, την παροχή κινήτρου και τη σχεδόν ακαταπόνητη απόδοση του αυτοκαταγραφόμενου ατόμου στην προσπάθειά του για τη βελτιστοποίηση των αποδόσεών του.
Ορισμένα γνωστά παραδείγματα τέτοιων ψηφιακών τεχνολογιών που χρησιμοποιούν κατά βάση τη συγκεκριμένη τεχνική, είναι μια σειρά παιχνιδιών της εταιρείας “Nintendo”, όπως το “Wii Fit” και το “Wii Sports”. Τα συγκεκριμένα παιχνίδια βασίζονται στη διασκέδαση μέσα από τη γυμναστική και περιέχουν ποικίλες πίστες, όπως για παράδειγμα η προσομοίωση ενός παιχνιδιού τένις, ενός αγώνα ξιφασκίας, ενός μαθήματος σκι, ενός μαθήματος γιόγκα κ.ο.κ.
Μια ακόμα μέθοδος που λειτουργεί μέσω της παιχνιδοποίησης, αποτελεί η παροχή προκλήσεων (challenges) είτε από τις ίδιες τις τεχνολογίες αυτοκαταγραφής είτε από τους υπόλοιπους αυτοκαταγραφόμενους. Αυτή η μέθοδος λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη συνδεσιμότητα (connectivity) μεταξύ των χρηστών. Μάλιστα η συγκεκριμένη μέθοδος αξιοποιεί αυτό που ο McClusky (2009) αποκαλεί «δύναμη της κοινότητας».[9] Ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια δυναμική σχέση που δημιουργείται όταν διάφοροι άνθρωποι συγκεντρώνονται για την επίτευξη ενός κοινού στόχου και κατορθώνουν να παρέχουν κίνητρο, εμψύχωση και υποστήριξη ο ένας για τον άλλον.
H εταιρεία “Nike” ήταν από τους πρωτοπόρους της τεχνικής αυτής, καθώς εμπλούτισε τη συσκευή αυτοκαταγραφής “Nike+” με τη δυνατότητα δημιουργίας προκλήσεων (challenges) ανάμεσα στους χρήστες. Αναλυτικότερα, ένας χρήστης είναι δυνατόν να δημιουργήσει προκλήσεις με ποικίλα περιεχόμενα, όπως για παράδειγμα: «Ποιος θα φτάσει πρώτος τo ένα (1) χιλιόμετρο τρέχοντας;» (McClusky, 2009). Η καινοτομία της πρακτικής αυτής και το παράδειγμα που έθεσε προς τους μελλοντικούς συναγωνιστές της, αφορά τη συνειδητοποίησή πως ο ανταγωνισμός και η συνδεσιμότητα δείχνουν να αποτελούν σημαντικούς κινητήριους παράγοντες για τους χρήστες. Επομένως, όπως υποστηρίζει και ο McClusky (2009) η συγκεκριμένη εταιρεία δημιούργησε το σύστημα αυτό έτσι ώστε να λειτουργεί μέσα από τη δημιουργία μιας ψυχολογικής ανάγκης και την επακόλουθη προσπάθεια του χρήστη για την ικανοποίησή της.
Μέσω της παιχνιδοποίησης, λοιπόν, φαίνεται πως σε μεγάλο βαθμό οι χρήστες, καθώς συμμετέχουν στις διαδικασίες αυτοκαταγραφής, δεν αισθάνονται σαν να κάνουν κάτι το οποίο απαιτεί μόχθο. Αντιθέτως, φαίνεται να διακατέχονται από ένα ευχάριστο συναίσθημα, που τους βοηθά να αντιμετωπίζουν τη διαδικασία του αναστοχασμού μέσω της αυτοκαταγραφής ως διασκέδαση. Το σημαντικό στοιχείο είναι πως οι εφαρμογές και τα λογισμικά που υιοθετούν τη στρατηγική της παιχνιδοποίησης, χτίζουν συνήθως ένα σύστημα αξιολόγησης, το οποίο αποσκοπεί στην επιβράβευση μέσω εικονικών ή ακόμα και πραγματικών επάθλων, όπως παράσημα, μετάλλια, πόντοι, ή και πραγματικές χρηματικές αμοιβές, τα οποία προσφέρονται στον χρήστη όταν αυτός επιτυγχάνει κάποιον από τους στόχους που έχει θέσει. Σύμφωνα με τον Han (2017/2017: 89-90) αυτό το σύστημα ανταμοιβής της επιτυχίας παρέχει την κινητήρια δύναμη για να συνεχιστεί η «εργασία» (labour).
Μέσω της εκτεταμένης χρήσης των τεχνολογιών αυτοκαταγραφής, κατά τον Han φαίνεται να διαμορφώνεται ένα κλίμα διαρκούς ανταγωνισμού του ατόμου με τον ίδιο του τον εαυτό, μέσα από μια διαδικασία συνεχόμενων επιτυχιών και αποτυχιών, επιβραβεύσεων και αποδοκιμασιών. Η διαδικασία αυτή τείνει να φυσικοποιείται στα πλαίσια των σύγχρονων κοινωνιών και σε μεγάλο βαθμό να μετατρέπεται σε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος μαθαίνει να αντιμετωπίζει και να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ανάλογα με τα κατορθώματα και τις αποτυχίες του. Επομένως, ο σύγχρονος εαυτός κατά την εν λόγω προσέγγιση δείχνει να αναφέρεται σε έναν ναι μεν αυτοδιοικούμενο, αλλά και ταυτοχρόνως υποσυνείδητα καταπιεσμένο άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται παγιδευμένος μέσα σε έναν φαύλο κύκλο αναζήτησης της επιτυχίας και ίσως, της ευτυχίας.
Αντί επιλόγου
Η ψηφιακή εποχή δείχνει να έχει περάσει ήδη από το κατώφλι των σύγχρονων κοινωνιών. Η υιοθέτηση των τεχνολογικών καινοτομιών απέναντι στην κατανόηση και τη διαχείριση του εαυτού μας φέρνει νέα δεδομένα στο προσκήνιο και πια η σχέση ανάμεσα στο άτομο και τον εαυτό του γίνεται απτή και ορατή. Ο εαυτός μας δείχνει να λαμβάνει μια ψηφιακή διάσταση άνευ προηγουμένου η οποία φαίνεται πως με το πέρασμα του χρόνου ολοένα και θα επαυξάνεται. Έτσι, αναμένονται έρευνες με πληθώρα νέων δεδομένων και πληροφοριών που θα απαθανατίσουν την πορεία του φαινομένου τόσο σε εθνικό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ρευστότητα των καιρών μας καθιστά πολύ δύσκολη την πρόβλεψη. Όπως λέει και η Άννα Λυδάκη (2016: 113-116) «…ρευστός είναι αυτός που ρέει, που αλλάζει διαρκώς σχήμα, αυτός που δεν έχει σταθερή μορφή αλλά χαρακτηρίζεται από αστάθεια». Αυτή είναι μια σημαντική πρόκληση των καιρών μας. Πάντως αυτό που αναμένουμε είναι τα πράγματα να συνεχίσουν να εξελίσσονται ραγδαία και να μας εκπλήσσουν σε κάθε τους στάδιο.
Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος της διπλωματικής μου διατριβής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο η οποία βρίσκεται διαθέσιμη σε ηλεκτρονική μορφή εδώ.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
Γεωργοπούλου, Π. (2007). «Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία και η διεύρυνση του «Κοινωνικού» στον κόσμο των τεχνοφυσικών αντικειμένων: Η θεώρηση του B. Latour», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 123Β: 145-67 https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke/article/viewFile/6813/6537.pdf (τελευταία πρόσβαση: 25-08-2021).
Λυδάκη, Α. (2016). Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα: Επιτόπια έρευνα, κατανόηση, ερμηνεία. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
Μακρυνιώτη, Δ. (2001). Εισαγωγή: Ο κοινωνικός στιγματισμός του εαυτού και του σώματος. Στο E. Goffman (εισαγ, μτφρ. Δ. Μακρυνιώτη, επίμ. Κ. Λιβιεράτος), Στίγμα: Σημειώσεις για την διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας (σ. 9-58). Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1963).
Παπαρίζος, Α. (2014). Η κοινωνία των αμαρτωλών: Η πολιτική ως διαχείριση του φόνου, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
Ξενόγλωσση
Ajana, B. (2018). Self-Tracking: Empirical and Philosophical Investigations. Switzerland: Palgrave Macmillan.
Conner, A., & Gordon, R. (2018). “A ‘GPS for inside your body’: CSAIL wireless system suggests future where doctors could implant sensor to track tumors or even dispense drugs”. MIT News, 20. August. https://news.mit.edu/2018/gps-inside-your-body-0820 (τελευταία πρόσβαση: 03-08-2021).
Espeland, W., & Stevens, M. (2008). “A Sociology of Quantification”. European Journal of Sociology, 49: 401-436. https://www.jstor.org/stable/23998802?read-now=1&seq=1 (τελευταία πρόσβαση: 11-05-2021).
Featherstone, M., & Burrows, R. (1995). “Cultures of Technological Embodiment: An Introduction”. Body and Society, Vol 1 (3-4): 1-19. https://journals.sagepub.com/doi/10.1177/1357034X95001003001 (τελευταία πρόσβαση: 03-10-2021).
Giddens, A. (1991). Modernity and self-identity: Self and society in the late modern age. Cambridge: Polity Press.
Han, B. (2015). The burnout society. (μτφρ. E. Butler), California: Stanford University Press. (Το πρωτότυπο εκδόθηκε το έτος 2010).
Han, B. (2017). Psychopolitics: Neoliberalism and new technologies of power. (μτφρ. Butler), London, New York: Verso. (Το πρωτότυπο εκδόθηκε το έτος 2017).
Haraway, D. J. (1991). Simians, cyborgs and women: The reinvention of nature, New York: Routledge.
Kelly, K. (2011). “The Quantifiable Self”. The Technium, 26. June.
https://kk.org/thetechnium/the-quantifiabl/ (τελευταία πρόσβαση: 09-04-2021).
Lupton, D. (2014). “Self-Tracking Cultures: Towards a Sociology of Personal Informatics”. ACM Digital Library, 2. December. https://dl.acm.org/doi/pdf/10.1145/2686612.2686623 (τελευταία πρόσβαση: 09-04-2021).
Lupton, D. (2016). The Quantified Self: A Sociology of Self-Tracking, Cambridge: Polity Press.
McClusky, M. (2009). “The Nike experiment: How the shoe giant unleashed the power of personal metrics”. Wired Magazine, 22. June. http://visualizinginfo.pbworks.com/f/TheNikeExperiment.pdf (τελευταία πρόσβαση: 26-06-2021).
McNerney, S. (2011). “A brief guide to embodied cognition: Why you are not your brain”. Scientific American, 4. November. https://blogs.scientificamerican.com/guest-blog/a-brief-guide-to-embodied-cognition-why-you-are-not-your-brain/?fbclid=IwAR2Y1kwdE2uksh45A8zRXv8jKl-fYeWpKrUWr30e0vQyoi_s9DRJs8GSjgA (τελευταία πρόσβαση: 25-10-2021).
Swan, M. (2013). “The Quantified Self: Fundamental Disruption in Big Data Science and Biological Discovery”. Mary Ann Liebert, Inc, 1: 85-99. doi: https://doi.org/10.1089/big.2012.0002 (τελευταία πρόσβαση: 27-05-2021).
Verbeek, P. P. (2006). “Materializing morality: Design ethics and technological mediation”. Science, Technology & Human Values, 31: 361-380. doi: 10.1177/0162243905285847 (τελευταία πρόσβαση: 07-12-2021).
Weintraub, K. (2013). “Quantified self: The tech-based route to a better life?”. BBC, 3. January. https://www.bbc.com/future/article/20130102-self-track-route-to-a-better-life (τελευταία πρόσβαση: 03-07-2021).
——————— ————-
[1] Οι τεχνολογίες αυτοκαταγραφής φαίνεται να προϋποθέτουν τον αναστοχασμό. Η έννοια του αναστοχασμού στην περίπτωση αυτή εννοείται ως την κατάσταση μέσα από την οποία το άτομο υιοθετεί μια κριτική ματιά και εξετάζει δεδομένα τα οποία αφορούν τον εαυτό του.
[2] Δική μου μετάφραση.
[3] Δική μου μετάφραση.
[4] Δική μου μετάφραση.
[5] Δική μου μετάφραση του όρου “extended self”.
[6] Δική μου μετάφραση του όρου “exoself”.
[7] Δική μου μετάφραση του όρου “exosenses”.
[8] Δική μου απόδοση του όρου “reinvention”.
[9] Δική μου μετάφραση.