ευάλωτη ομάδα
Άτομα τα οποία ανήκουν ή θεωρείται ότι ανήκουν σε ομάδα η οποία βρίσκεται σε μειονεκτική ή περιθωριοποιημένη κοινωνική θέση Βλ.σχ. «μειονεκτούσα ομάδα»
Σημειώσεις – πρόσθετες πληροφορίες
Συχνά ο όρος εναλλάσσεται με τον όρο «μειονεκτούσα ομάδα» και έχει έμφυλη διάσταση. Η στερεοτυπική προκατειλημμένη αντίληψη ότι η «ευαλωτότητα» είναι εγγενές χαρακτηριστικό των γυναικών αποκρύπτει το γεγονός ότι οι στερεότυποι ρόλοι και συμπεριφορές που αποδίδονται στα φύλα, και ο αντίκτυπός τους στις γυναίκες, ο οποίος εισάγει διακρίσεις και υποστηρίζεται από την έλλειψη/παράλειψη ενεργειών από πλευράς πολιτείας για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, επιβάλλουν τη μειονεκτική κοινωνική κατάσταση γυναικών, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε έμφυλες διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της βίας. Ως εκ τούτου, δεν συνιστάται ο όρος «ευάλωτη ομάδα» και πρέπει να αντικαθίσταται από τον όρο «μειονεκτούσα ομάδα».
European Institute for Gender Equality | Glossary & Thesaurus | ευάλωτη ομάδα
url: https://eige.europa.eu/thesaurus/terms/1429?lang=el
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.