Της Ελένης Γεώργαρου, Προέδρου Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών
«Δικαίωμα στην Οικογένεια», τ. δικηγόρου Θεσσαλονίκης
Η είδηση για τις καταγγελίες και την έναρξη προκαταρτικής εξέτασης από την Εισαγγελία Ανηλίκων Αθηνών, σε βάρος εργαζομένου/-ων και του «υψηλόβαθμου στελέχους» της οργάνωσης, για κακοποιητική συμπεριφορά σε παιδί ή και παιδιά δομής του σωματείου «Κιβωτός του Κόσμου», έγινε για άλλη μια φορά αφορμή για να ασχοληθούν τα ΜΜΕ, έκπληκτα(!) για τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών σε κλειστές δομές «φροντίδας και προστασίας». Μεγαλύτερη ήταν η έκπληξή τους, γιατί αυτό συνέβη σε φορέα για τον οποίο υπήρχε γενικός θαυμασμός και αποδοχή για το έργο του, μάλιστα δε λίγες ημέρες πριν, τηλεοπτικός σταθμός με έγκριτη δημοσιογράφο παρουσίασε το πορτραίτο του ιδρυτή της «Κιβωτού» και του έργου που επιτελείται. Παρουσιάστηκε, όπως πάντα στην υπερβολή των ΜΜΕ, περισσότερο μια ιδανική εικόνα ενόψει Χριστουγέννων, παρά η πραγματικότητα σε όλες τις πτυχές – τις οποίες οι δημοσιογράφοι και οι δημοσιολογούντες συχνότατα δεν γνωρίζουν. Διευκρινίζουμε, ότι για εμάς ως «Δίκτυο Αναδόχων Γονέων» είναι απολύτως λάθος να στοχοποιείται ένας μόνο φορέας παιδικής προστασίας βάσει αναπόδεικτων ακόμη καταγγελιών, εν προκειμένω η «Κιβωτός του Κόσμου», ο οποίος φαίνεται από τη δημόσια εικόνα του να έχει αναπτύξει ένα πολύ σημαντικό έργο για την φροντίδα ευάλωτων παιδιών. Δεν πρέπει κανείς να βγάζει από το «κάδρο» αυτό που επί πολλά χρόνια επισημαίνουμε: Οι φορείς αυτοί δηλαδή οι τρεις μεγαλύτεροι στο χώρο της παιδικής προστασίας πλέον λειτουργούν με όρους επιχειρήσεων – χωρίς αρνητική επισήμανση- έχουν μεγάλες οικονομικές συναλλαγές, μεγάλες περιουσίες και πολύ μεγάλες χορηγίες να διαχειριστούν. Και όπου προκύπτουν οικονομικές δοσοληψίες και συμφέροντα έστω καλών προθέσεων, υπεισέρχεται και η στόχευση, της πάση θυσία, ύπαρξης στον κοινωνικό αυτό χώρο.
Το θέμα, όπως για όλες τις κλειστές δομές παιδικής προστασίας είναι ο τρόπος που παρέχεται το έργο της φροντίδας ανηλίκων και για τον οποίο κανείς, εκτός από όσους ζουν ως εργαζόμενοι ή ως περιθαλπόμενοι, δεν γνωρίζει το οτιδήποτε. Θυμίζουμε άλλωστε περιστατικά όπως ο θάνατος ενός μικρού αγοριού 2 ετών σε δομή του σωματείου «Χαμόγελο του Παιδιού» το οποίο έπεσε σε ανοιχτό πηγάδι επειδή διέφυγε της προσοχής εργαζομένων, υπόθεση για την οποία απαλλάχτηκε εξ όσων γνωρίζουμε ο νόμιμος εκπρόσωπος του φορέα, την υπόθεση βιασμού 7χρονου ανηλίκου από 13χρονο στο Κέντρο Παιδικής Μέριμνας «Παπάφειο» Θεσσαλονίκης – απαλλάχτηκαν επίσης οι υπεύθυνοι των ποινικών ευθυνών- τον θάνατο ανάπηρου 19χρονου στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Κεντρικής Μακεδονίας, Παράρτημα «Ο ΄Αγιος Δημήτριος» πριν ένα χρόνο περίπου, την καταδίκη του προέδρου του ιδρύματος αναπήρων ανηλίκων στον Πειραιά για σεξουαλική κακοποίηση αναπήρων ανηλίκων, ακατάλληλες συμπεριφορές σε δομή φιλοξενίας ανηλίκων στη Θεσσαλονίκη όπου παρενέβη η Εισαγγελία Ανηλίκων και παρέπεμψε τα παιδιά σε άλλο περιβάλλον όταν η Έκθεση Αξιολόγησης από την πλευρά της Περιφέρειας ήταν άψογη και πολλά, πολλά άλλα περιστατικά γνωστά ή άγνωστα τα περισσότερα. Το θέμα και ο τρόμος που μας περιβάλλει, δεν είναι τα περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας και τα οποία συνέβησαν πολύ καιρό πριν αναδειχθούν. Το θέμα είναι όλα τα περιστατικά που εν δυνάμει υφίστανται, οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των παιδιών που δεν θα διαπιστωθούν και δεν θα δημοσιοποιηθούν ποτέ ώστε να δώσει στην κοινή γνώμη την ευκαιρία να «φρίξει», τα ΜΜΕ να αλαλάζουν και λίγο καιρό μετά τα θέματα να περάσουν στην λήθη και στην αδιαφορία. Από την άλλη πλευρά η «μανιέρα» των ΜΜΕ είναι πάντοτε η ίδια. Αναπόδεικτες κατηγορίες και καταστρατήγηση του τεκμηρίου της αθωότητας, τηλεοπτικές περσόνες άσχετες με το θέμα που εκφράζουν κοινοτοπίες και ολοκλήρωση με δηλώσεις υπεύθυνων κυβερνητικών στελεχών που προσπαθούν να δικαιολογηθούν για τα αδικαιολόγητα, μη διστάζοντας να πουν και τρανταχτά ψέματα. Μάλιστα χωρίς το πολιτικό θάρρος να διορθώσουν τα λάθη της. Το Πρότυπο Εθνικό Νηπιοτροφείο Καλλιθέας Αττικής δεν «έκλεισε» ποτέ και η επισήμως με έγγραφο της Περιφέρειας, αρχίζει να δέχεται πάλι παιδιά. Μικρά παιδιά. Εξαίρεση δεν αποτελεί ούτε η παρούσα περίπτωση της τρέχουσας επικαιρότητας.
Ποια είναι όμως η αλήθεια για τα ιδρύματα και ποιος εντέλει ευθύνεται για μια κατάσταση που λειτουργεί σχεδόν «παρακρατικά», αφού κανένας μα κανένας, δεν έχει τη δυνατότητα να επισκεφθεί ένα ίδρυμα – μια δομή φιλοξενίας παιδιών-, να συνομιλήσει μαζί τους, να διαπιστώσει τις αληθινές συνθήκες διαβίωσής τους σε διάφορες στιγμές της καθημερινότητάς τους; Όταν μια επίσκεψη γίνει, για λόγους φιλανθρωπίας και «στημένης προβολής» του ιδρύματος, πάντα για λόγους συμφέροντος του ιδρύματος, τα παιδιά θα είναι καλοντυμένα, «δασκαλεμένα» και υπό το άγρυπνο βλέμμα του προσωπικού, μη τυχόν ξεφύγει καμιά «αλήθεια».
Τα ιδρύματα ή δομές «φροντίδας και προστασίας» ανηλίκων αποτελούν πολιτικές παιδικής προστασίας που εφαρμόζονται στον ιδιωτικό τομέα από σωματεία/συλλόγους του αστικού κώδικα και σπανιότερα από αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες. Δηλαδή 20 άτομα, χωρίς να έχουν καμιά σχέση με το αντικείμενο της προστασίας ανηλίκων, συνιστούν ένα σύλλογο πληρώντας μόνο γραφειοκρατικές προϋποθέσεις, εκλέγουν έναν Πρόεδρο, συνήθως αυτόν που είναι ο πρωτεργάτης της σύστασης του συλλόγου και αυτός ο πρόεδρος παραμένει ισοβίως ως επικεφαλής του φορέα, ασκώντας μόνος του την πραγματική εξουσία. Το Δ.Σ αποτελείται πάντα από πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης και υπάρχει για να συνυπογράφει αποφάσεις. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, ακόμη και αν έχουν «λευκό» ποινικό μητρώο, για το οποίο επανειλημμένα καμαρώνει η υφυπουργός ότι το επέβαλε – δεν είναι αλήθεια γιατί στα καταστατικά των σωματείων συνήθως προβλέπεται ως προϋπόθεση εκλογής – δεν παρέχουν καμιά, μα καμιά εγγύηση ότι μπορούν να υλοποιούν με επάρκεια το έργο της προστασίας ανηλίκων, όχι σε ένα «ορφανοτροφείο» όπως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αλλά σε δομές που απαιτούν πολύ σοβαρές αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον παιδιών που έχουν υποστεί συνήθως σοβαρές κακοποιήσεις στο οικογενειακό τους περιβάλλον, έχουν εγκαταλειφθεί σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ηλικία, έχουν τραυματιστεί ψυχικά και σωματικά τόσο πολύ, που μόνο μια καλά οργανωμένη και εξειδικευμένη θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να τα διασώσει. Αντ΄αυτού που πηγαίνουν; Σε δομές που οργανώνουν «τυχάρπαστοι» περί την κοινωνική προστασία ανηλίκων, σε μη πιστοποιημένους φορείς όχι με βάση τυπικές προϋποθέσεις αλλά ουσιαστικής ικανότητας και καταλληλότητας που δεν σχετίζονται μόνο με το προσωπικό αλλά και με τη διοίκηση που παίρνει αποφάσεις, που προσλαμβάνει και απολύει όποιον θέλει, που ανάλογα με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους τηρούν ή δεν τηρούν τους νόμους του κράτους. Ανάλογα είναι τα πράγματα στο δημόσιο τομέα. Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου όπως τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφερειών με την συνένωση παλιών δημοσίων ιδρυμάτων που έχουν ως προέδρους ΔΣ, δηλαδή διοικητές, αποτυχημένους πολιτευτές των εκάστοτε κυβερνητικών κομμάτων, χωρίς – στη συντριπτική πλειοψηφία- να έχουν καμιά σχέση με το αντικείμενο το οποίο τους ανατέθηκε. ΄Ελλειψη προσόντων υπάρχει και στα μέλη του Δ.Σ. που ούτε γνωρίζουν τις ανάγκες της κοινωνικής προστασίας ανηλίκων ούτε κανένα ενδιαφέρον έχουν για την ουσία της παρεχόμενης φροντίδας και την επιδίωξη του συμφέροντος των παιδιών που το συγχέουν με την προσωπική τους άποψη για την ανατροφή παιδιών.
Ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των φορέων παιδικής προστασίας, πέρα από το γεγονός ότι διοικούνται ΟΛΑ από μη σχετικούς, μη ειδικούς, μη κατάλληλους για το έργο τους ανθρώπους που άλλες συνήθως επιδιώξεις έχουν με τη συμμετοχή τους σε ένα διοικητικό συμβούλιο φορέα παιδικής προστασίας; Ένα χώρο και έναν τομέα που μόνο η «ενός ανδρός Αρχή» μετράει και όποιος αρθρώσει ένα διαφορετικό λόγο εκπαραθυρώνεται με συνοπτικές διαδικασίες;
Α) Η αδιαφάνεια. Κανείς, μα κανείς δεν έχει πρόσβαση σε δομές φιλοξενίας ανηλίκων και δεν γνωρίζει πώς πράγματι ζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά που μετά την εισαγωγή τους εξαφανίζονται από τον χάρτη. Η καθημερινότητα μέσα σε ένα ίδρυμα είναι πολύ διαφορετική από την δημόσια εικόνα που θέλουν να προβάλουν οι φορείς, για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των παιδιών συχνότατες ακόμη και με όσα έχουν να κάνουν με απλούστερα πράγματα όπως η ποιότητα του φαγητού, η παρακολούθηση της υγείας, η νομική τους προστασία και της αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντός τους για τη μελλοντική ζωή τους. Ο πρώτος και τελευταίος που κατάφερε να έχει επαφή με παιδιά ιδρυμάτων επισκεπτόμενος 75 δομές, ως εκπρόσωπος της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Πολίτη» ήταν ο Συνήγορος του Παιδιού, μεταξύ των ετών 2004 και 2014 περίπου. Ακόμη και οι εθελοντές που παρέχουν έργο στα ιδρύματα, το παρέχουν υπό αυστηρές προϋποθέσεις εχεμύθειας και υπακοής και σε κάθε νύξη για τυχόν βελτιώσεις στις συνθήκες ζωής των παιδιών συνεπάγεται την αποβολή τους.
Β) Η έλλειψη ελέγχου και υποστηρικτικής εξωτερικής εποπτείας. Δεν υπάρχει κανενός είδους εποπτεία και έλεγχος ούτε στα δημόσια ούτε στα ιδιωτικά ιδρύματα, γιατί τυπικά αρμόδιοι για την εποπτεία είναι οι κοινωνικού σύμβουλοι, υπάλληλοι των Περιφερειών ή/και Δήμων πρόσφατα, στις οποίες υπάγονται τα ιδρύματα και οι οποίοι πολλές φορές δεν υπάρχουν ως Σώμα ορισμένο από τον Περιφερειάρχη, άλλες φορές είναι πολλοί λίγοι για να εξυπηρετήσουν το έργο της εποπτείας όλων των προνοιακών φορέων της επικράτειάς τους και είναι επιφορτισμένοι και με πολλά επιπλέον αντικείμενα και σε κάθε περίπτωση οι υπάλληλοι αυτοί και όταν υπάρχουν δεν έχουν ούτε επιμόρφωση, ούτε εκπαίδευση, ούτε γνώση για το πώς και τί πηγαίνουν να ελέγξουν. Επισκέπτονται τις δομές προγραμματισμένα, συμπληρώνουν ένα έντυπο αξιολόγησης σε συνεργασία με έναν υπάλληλο, επιθεωρούν δωμάτια και κοινόχρηστους χώρους, οι οποίοι τότε, ω! του θαύματος είναι συνήθως άψογοι, και φεύγουν. Δεν κάνουν αιφνιδιαστικούς ελέγχους, δεν συνομιλούν με παιδιά έξω από το ίδρυμα ή μέσα σε αυτό χωρίς την παρουσία προσωπικού, δεν παίρνουν πληροφορίες από χώρους κοινωνικής έκφρασης των παιδιών όπως τα σχολεία, δεν πληροφορούν και δεν ενθαρρύνουν τα παιδιά να προσφεύγουν μόνα τους σε πρόσωπα εκτός ιδρύματος για καταγγελίες ή παράπονα.
Πολύ συχνά συντελείται διαπλοκή μεταξύ προνοιακών δομών και και αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης – ιδίως σε μικρές πόλεις- οι οποίοι και «κάνουν τα στραβά μάτια» σε παραβιάσεις δικαιωμάτων των παιδιών, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι τις εντοπίζουν. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ορφανοτροφείου Θηλέων Λαμίας για το οποίο διατάχθηκε από το υφυπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων έλεγχος από την Περιφέρεια και παρά τις προφανείς παρατυπίες και παραβιάσεις δικαιωμάτων των παιδιών, ο έλεγχος δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα οι Περιφερειάρχες και οι Δήμαρχοι και οι αρχηγοί κομμάτων, περνάνε από τα ιδρύματα, ανταλλάσσουν χειραψίες και φιλιά με τα παιδιά και αποχωρούν περιχαρείς γιατί έκαναν το καθήκον τους ως ευσεβείς φιλάνθρωποι. Στο ίδιο μοτίβο δυστυχώς και Πρόεδροι της Δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή που το κράτος δήθεν προσπαθεί να δώσει βαρύτητα στην εναλλακτική φροντίδα παιδιών, έξω από τα ιδρύματα οι πολιτικοί αρχηγοί, μηδενός εξαιρουμένου, «δίνουν πόντους» σε ιδρύματα απονέμοντας τα εύσημα.
Γ) Η αυθαιρεσία και η ασυδοσία σε θέματα διοίκησης, διαχείρισης περιουσιών και άσκησης παιδαγωγικής πολιτικής: Ιδρύματα δημόσια και ιδιωτικά λειτουργούν ακόμη με πεπαλαιωμένους εσωτερικούς κανονισμούς με αναγωγές ακόμη και στο 19 ο αιώνα. Ιδρύματα που δεν έχουν καθόλου εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας ή παράτυπα συντεταγμένους. Δεν υπάρχουν ενιαίες διατάξεις για τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας όλων των δομών παιδικής προστασίας με έγκριση του Κράτους, με αποτέλεσμα η κάθε διοίκηση να επιβάλει τους δικούς της κανόνες. Καθώς όπως αναφέρθηκε οι διοικήσεις είναι συνηθέστατα τυχάρπαστες, αντίστοιχη είναι και η επιβολή κανόνων στην καθημερινότητα των παιδιών. Σοβαρό είναι και το θέμα της διαχείρισης περιουσιών και χρημάτων που καταλείπονται ως κληρονομιές ή δωρεές ή χορηγίες στα ιδρύματα και δεν ελέγχονται πώς και σε ποιά κατεύθυνση αξιοποιούνται, ποιος επωφελείται από την εκμετάλλευσή τους και ποιά είναι τα παράπλευρα οφέλη για τους διαχειριστές τους. Σήμερα φορείς παιδικής προστασίας διαθέτουν τεράστιες περιουσίες που ανήκουν ιδιοκτησιακά στα νομικά πρόσωπα των σωματείων και οι οποίες περιουσίες δημιουργούν κίνητρο στο να υπάρχουν εσαεί αυτοί οι φορείς. Δεν είναι άμοιροι ευθυνών οι μεγάλοι χορηγοί και δωρητές που δεν ζητούν αξιολογήσεις του έργου των φορέων πριν χρηματοδοτήσουν και ενισχύσουν τις δράσεις τους.
Δ) Το άλλοθι της ύπαρξης επιστημονικού προσωπικού: Παρακολουθώντας τα κατά καιρούς συμβάντα σε ιδρύματα κλειστής φροντίδας, αίφνης παρουσιάζεται ως «σωτηρία» η ύπαρξη επιστημονικού προσωπικού που θα διασφαλίσει, υποτίθεται, τα δικαιώματα των παιδιών. Τίποτα πιο αναληθές από αυτό. Το επιστημονικό προσωπικό – ψυχολόγοι , κοινωνικοί λειτουργοί – δεν έχουν επιμόρφωση ούτε εξειδίκευση στην παιδική προστασία. Δεν έχουν διδαχθεί και δεν έχουν εκπαιδευτεί να εστιάζουν στις επωφελείς πολιτικές για το συμφέρον των παιδιών με τα ειδικά προβλήματα και τις ειδικές ανάγκες. Οι ψυχολόγοι δεν έχουν ειδίκευση «παιδοψυχολόγου» η οποία δεν υφίσταται ως ειδικότητα, οι δε κοινωνικοί λειτουργοί εάν έχουν ικανότητα, εμπειρία και κυρίως ενδιαφέρον και ενσυναίσθηση, μπορεί να είναι αποτελεσματικοί. Εάν όχι, ακολουθούν ως πειθήνια όργανα τις εντολές της διοίκησης μη τολμώντας να κάνουν οτιδήποτε για την προστασία των παιδιών, φοβούμενοι μη χάσουν τις θέσεις εργασίας τους. Δεν είναι οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί εγγυητές των δικαιωμάτων των παιδιών μέσα σε ιδρύματα αλλά το προσωπικό οποιασδήποτε ειδικότητας που έχει την αξιοπρέπεια να βάλει πάνω από όλα την ασφάλεια και την ακεραιότητα του παιδιού, καθώς και προσωπικό που θα έχει το θάρρος να διεκδικεί το σεβασμό στην προσωπικό των παιδιών ακόμη και σε αντίθεση με τη βούληση των διοικήσεων των ιδρυμάτων. Αν και είναι γνωστό ότι στο χώρο αυτό, τα σημαντικότερα προσόντα για έναν εργαζόμενο είναι η υπευθυνότητα, η ενσυναίσθηση και η κατανόηση συγχρόνως με την παιδαγωγική προσέγγιση του παιδιού με ειδικές ανάγκες φροντίδας και για ένα παιδί η ασφάλεια και σταθερότητα των προσώπων φροντίδας, η πραγματικότητα μας δείχνει πολύ διαφορετικά πράγματα. Προσωπικό χωρίς ουσιαστικά και τυπικά προσόντα, προσωπικό που εναλλάσσεται διαρκώς, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, τυφλή υπακοή στις υποδείξεις των εργοδοτών. Και φυσικά η ανατροφή των παιδιών δεν γίνεται με προσόν μόνο την επιστημονικότητα – αν υποτεθεί ότι αυτήν την παρέχει ένα πτυχίο και μόνο αλλά με ένα συνδυασμό γνώσης και συναισθηματικής πλαισίωσης.
Ε) Η ωφελιμιστική αξιοποίηση εθελοντών: Τα ιδρύματα δεν αντιμετωπίζουν τους εθελοντές ως δημιουργική δύναμη που θα οδηγήσει στην κοινωνικοποίηση των παιδιών μέσα από την επαφή τους με τον εξωτερικό κόσμο και τα ερεθίσματα που αυτός παρέχει. Βάζουν όρια και περιορισμούς τόσους, όσους δεν θα επιτρέψουν στους εθελοντές είτε να διαπιστώσουν τις πραγματικές κακές συνθήκες διαβίωσης των παιδιών είτε να εκφράσουν τις απόψεις τους για τη βελτίωση των πραγμάτων μέσα στο ίδρυμα. Κάθε έκφρασης κριτικής «τιμωρείται» με απομάκρυνση και στέρηση του παιδιού από τον μοναδικό άνθρωπο στον οποίο ενδεχομένως έχει επενδύσει συναισθηματικά. Στην περίφημη τελευταία Υ.Α. για τις προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας ιδρυμάτων, ΝΠΙΔ, ζητήσαμε κατά τη διαβούλευση να θεσπιστούν υποχρεωτικά προγράμματα εθελοντισμού στις Μονάδες Κοινωνικής Προστασίας για να υπάρχει ένας εξωτερικός έλεγχος και η υφυπουργός απλώς μας αγνόησε.
ΣΤ) Η διαπλοκή ιδρυμάτων με κόμματα, με αιρετούς της κεντρικής διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, με θρησκευτικούς παράγοντες, με μέσα μαζικής ενημέρωσης : Η παιδική προστασία «πουλάει» και φέρνει ψήφους. Τα ιδρύματα επιδιώκεται να υπάρχουν διότι έχουν οικονομικό αντίκρυσμα στις τοπικές κοινωνίες είτε με θέσεις εργασίας είτε με κατανάλωση. Τα παιδιά γίνονται αντικείμενο επίδειξης φιλανθρωπίας και δήθεν ενδιαφέροντος για την τόνωση της δημόσιας εικόνας πολιτικών της κεντρικής διοίκησης και της αυτοδιοίκησης. Αυτοί με τη σειρά τους ως πρόσωπα επιρροής φροντίζουν να «αναδεικνύουν» το έργο των ιδρυμάτων και έχει διαπιστωθεί το φαινόμενο να χρησιμοποιείται ο θεσμός της υιοθεσίας σε πρόσωπα με οικονομική επιφάνεια και κοινωνική επιρροή που συνεισφέρουν στην επιβίωση των ιδρυμάτων και επηρεάζουν την κοινή γνώμη υπέρ του έργου τους. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ αναδεικνύονται φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας και παραβιάσεις στον ευαίσθητο τομέα των δικαιωμάτων των παιδιών, στον τομέα της ιδρυματικής περίθαλψης οι καθ΄υλην αρμόδιοι που είναι οι Περιφερειάρχες, οι Διευθυντές Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας των Περιφερειών, οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων Κοινωνικής Μέριμνας είναι βροντερά απόντες. Απορεί κανείς πώς ενώ η αρμοδιότητα όλων των θεμάτων που αφορούν στην λειτουργία των ιδρυμάτων ανήκει στην Περιφέρεια και στους Δήμους, δεν έχουν σήμερα τοποθετηθεί δημόσια ούτε ο Υπουργός Εσωτερικών, ούτε κανένας Περιφερειάρχης, ούτε κανένας άλλος διοικητικός, αρμόδιος παράγοντας. Σαν να μην τους αφορά το θέμα.
Είναι όλα τα ιδρύματα τόσο άσχημα; Κανένα ίδρυμα ομαδικής διαβίωσης είτε σε ένα χώρο είτε σε ένα συγκρότημα δεν είναι κατάλληλο για ανατροφή παιδιών. Τα παιδιά δεν μεγαλώνουν με εργαζόμενους, μεγαλώνουν με γονείς, φυσικούς, αναδόχους ή θετούς. Μεγαλώνουν με πρόσωπα φροντίδας που θα είναι κοντά τους εξατομικευμένα για όσο είναι ανήλικοι και μετά την ενηλικίωση. ΄Όταν δεν είναι εφικτό αυτό, επιλέγεται ένα μοντέλο όσο το δυνατόν πιο κοντά στον οικογενειακό τρόπο ζωής με προσωπικό που έχει επιλεγεί προσεκτικά και με κριτήριο την ικανότητα και την καταλληλότητα. Κανένα από τα ιδρύματα δεν δέχεται να περιθάλψει παρά μόνο κάτω από μεγάλες εισαγγελικές πιέσεις προέφηβους και έφηβους που πέρασαν 10, 15, 17 χρόνια στην κακοποίηση, στην παραμέληση και την παραβατικότητα, παιδιά που είναι από άποψη βιωμάτων ενήλικες με την ανωριμότητα του ανήλικου και έχουν ήδη προσαρμοστεί σε έναν τρόπο ζωής που είναι σχεδόν αδύνατον να ανατραπεί με το καθεστώς των υφιστάμενων δομών. Παιδιά χρήστες ουσιών, παιδιά που εκπορνεύτηκαν, παιδιά που έκλεψαν.
Και αυτά χρειάζονται ένα εξειδικευμένο προσωπικό και ένα ειδικά οργανωμένο χώρο διαβίωσης. Και οπωσδήποτε καμιά συνύπαρξη με μικρότερα παιδιά. Δεν υπάρχει καμιά πρόνοια ούτε σε επίπεδο προσωπικού, ούτε σε επίπεδο οργάνωσης να αντιμετωπιστούν αυτά τα πολύ δύσκολα περιστατικά, ενώ το προσωπικό των ιδρυμάτων είθισται να προέρχεται από ανθρώπους «περαστικούς» που είναι εκεί μέχρι να βρουν κάτι καλύτερο να κάνουν.
Και το κράτος, τι κάνει; Τίποτα έως ελάχιστα πράγματα, αποσπασματικά, χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον για επίλυση των αληθινών προβλημάτων. Είναι ένας τομέας στον οποίο οι πολιτικές είναι περισσότερο εξισορροπητικές παρά αποφασιστικές και στοχοθετημένες. Υποτίθεται ότι εδώ και 4 χρόνια αποφάσισε το κράτος να ακολουθήσει αποϊδρυματική πολιτική περισσότερη μετά από την απαίτηση Οργάνων της Ε.Ε. η οποία στην πραγματικότητα έφερε αμφιλεγόμενα και μη μετρήσιμα αποτελέσματα. Οι αριθμοί που προβάλλει το Υφυπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων είναι αυθαίρετοι, δεν προκύπτουν από διαφανή στοιχεία, δεν υπάρχουν ούτε ποιοτικοί ούτε ποσοτικοί δείκτες για το έργο που γίνεται σε κάθε δομή φιλοξενίας γιατί το αρμόδιο υφυπουργείο τους αποκρύπτει. Ο λόγος της απόκρυψης είναι η αποφυγή της κριτικής. Μετά από 4 χρόνια ψήφισης ενός ακόμη νόμου, για την αναδοχή και την υιοθεσία εξακολουθούν ακόμη να μην έχουν προχωρήσει, η υλοποίηση της άμεσης και κατεπείγουσας βραχείας αναδοχής, η επαγγελματική αναδοχή, η νομική υποστήριξη και συνηγορία των παιδιών των ιδρυμάτων, των αναδόχων και των υποψηφίων θετών γονέων, ο συστηματικός έλεγχος των Ατομικών Σχεδίων Οικογενειακής Αποκατάστασης των παιδιών που δεν πρέπει να είναι προσχηματικά αλλά αληθινά προς το συμφέρον των παιδιών, η καταπολέμηση της αυθαιρεσίας των ιδρυμάτων και των υπηρεσιών σε βάρος υποψηφίων αναδόχων και θετών γονέων, η ορθή παραμετροποίηση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας συνδέσεων των παιδιών με υποψηφίους αναδόχους και θετούς γονείς, η αναθεώρηση του συστήματος για παιδιά με αναπηρίες ή με χρόνιες νόσους που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για αναδοχή και υιοθεσία και δεν έχουν καμιά προοπτική οικογενειακής αποκατάστασης με το σημερινό μοντέλο υλοποίησης των εξωιδρυματικών θεσμών. Δεν έχει ακόμη δρομολογηθεί η εκπαίδευση και προετοιμασία υποψηφίων αναδόχων γονέων έτοιμων να υποδέχονται άμεσα παιδιά, μετά την απομάκρυνσή τους από το βλαπτικό οικογενειακό περιβάλλον.
Ο νόμος 4837/2021 για την πρόληψη και αντιμετώπιση περιστατικών κακοποίησης και παραμέλησης ανηλίκων σε ιδρύματα ούτε εφαρμόζεται, ούτε πρόκειται να εφαρμοστεί γιατί στηρίζεται σε λάθος βάση. Αναφέρει ο νόμος: «Οι Φορείς Παιδικής Προστασίας υποχρεούνται να μεριμνούν για την έγκαιρη αντιμετώπιση περιστατικών κακοποίησης των ανηλίκων που τελούν υπό την προστασία τους, τα οποία είτε καταγγέλλονται είτε υποπίπτουν στην αντίληψη των απασχολούμενων σε αυτούς. Σε περίπτωση που η αναφορά περιστατικού κακοποίησης προέρχεται από ωφελούμενο με αναπηρία, εφαρμόζονται μέθοδοι εναλλακτικής επικοινωνίας, όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο, και αναγνωρίζονται και αξιολογούνται ανάλογα οι αντιδράσεις του ωφελούμενου ή η τυχόν μεταβολή στη συμπεριφορά του» και «Ορισμός Υπευθύνου Προστασίας Ανηλίκων 1. Σε κάθε μονάδα των Φορέων Παιδικής Προστασίας ορίζεται Υπεύθυνος Προστασίας Ανηλίκων. Ο Φορέας Παιδικής Προστασίας υποχρεούται να αναρτά σε εμφανές σημείο των κοινόχρηστων χώρων της μονάδας το όνομα, τα στοιχεία επικοινωνίας και τα κανάλια επικοινωνίας με τον Υπεύθυνο Προστασίας Ανηλίκων 2. Τα καθήκοντα Υπευθύνου Προστασίας Ανηλίκων ανατίθενται από τον διευθυντή της μονάδας ή το φυσικό πρόσωπο που διευθύνει τον οικείο Φορέα Παιδικής Προστασίας ή προΐσταται αυτού, που συστήνεται και λειτουργεί από δήμους ή νομικά πρόσωπα αυτών, σε μέλος του προσωπικού, κοινωνικό λειτουργό ή ψυχολόγο». Δηλαδή μας λέει ο νόμος, ότι αυτοί που σήμερα συγκαλύπτουν, ή αδικαιολόγητα αγνοούν ή αδιαφορούν για περιστατικά σε βάρος των παιδιών, θα προβούν σε αποκάλυψη των περιστατικών αυτών μόνο και μόνο γιατί θα έχουν τον χαρακτηρισμό του υπευθύνου προστασίας ανηλίκων. Μα ούτως ή άλλως μέσα στα καθήκοντα του κάθε εργαζόμενου σε δομές είναι η προστασία των παιδιών και η διαφύλαξη της σωματικής και ψυχικής τους ακεραιότητας. Και διαπιστώνεται ότι αυτό δεν γίνεται σχεδόν ποτέ. Μέχρι σήμερα κάθε περιστατικό κακοποίησης που αποκαλύφθηκε, οφείλεται στην πρωτοβουλία εθελοντών ή πρώην εργαζομένων ή πρώην περιθαλπόμενων παιδιών που έσπασαν τη σιωπή τους και αποκάλυψαν την παράνομη συμπεριφορά των εργαζομένων και των διοικούντων δομές και φορείς. Οι τελευταίοι είναι βέβαιο ότι συγκαλύπτουν όσο μπορούν κάθε έκρυθμη συμπεριφορά προκειμένου να διατηρήσουν αλώβητο το γόητρό τους. Και φυσικά δεν είναι υπεύθυνος για την κακοποίηση σε μια δομή ο ιδρυτής ενός φορέα που έχει εκατοντάδες υπαλλήλους στις δομές, είναι όμως αρμόδιος για τον τρόπο ελέγχου, εποπτείας και διασφάλισης της ομαλότητας στη διαβίωση των παιδιών.
Δεν είναι επίσης αλήθεια ότι σήμερα ισχύει η υπουργική απόφαση 40494/2022 «Προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας μονάδων Παιδικής Προστασίας και Φροντίδας (ΜοΠΠ) από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα» καθώς η νομοθεσία αυτή θα αρχίσει να εφαρμόζεται από τον Μάιο του 2023 σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις της. Μάλιστα δε είναι βέβαιο ότι δεν θα εφαρμοστεί διότι παρουσιάζει σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας καθώς δεν θεσπίστηκαν ανάλογες διατάξεις για τα δημόσια ιδρύματα.
Το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνονται διατάξεις για παιδιά ηλικίας 3-5 χρόνων αποδεικνύει την αποτυχία του συστήματος αναδοχής και υιοθεσίας να προφυλάξει τα τόσο μικρά παιδιά από το τραύμα της ιδρυματικής φροντίδας. Η Υ.Α δεν έχει τις προϋποθέσεις για να εφαρμοστεί, αυτό είναι γνωστό σε όλους και η αρμόδια υφυπουργός παραπέμπει στο θέμα της εφαρμογής της «στις καλένδες», όταν η ίδια δεν θα έχει την ευθύνη της εφαρμογής της.
Τί θα μπορούσε να αλλάξει: Κυρίως η απάθεια, η αδιαφορία και η έλλειψη οργάνωσης από την πλευρά της τοπικής αυτοδιοίκησης Α΄και Β΄ βαθμού. Οι Περιφέρειες να αναλάβουν επιτέλους τις ευθύνες τους και να μην αποποιούνται των θεσμοθετημένων ευθυνών τους. Εκατοντάδες διοικητικοί υπάλληλοι σε θέσεις εργασίας άνευ αντικειμένου να στελεχώσουν τα Τμήματα Κοινωνικής Μέριμνας αναλαμβάνοντας το διοικητικό έργο των κοινωνικών λειτουργών και να τους αφήσουν απερίσπαστους στη δουλειά τους. Να στελεχωθούν σήμερα όλα τα Τμήματα Κοινωνικής Μέριμνας όλων των Περιφερειακών Ενοτήτων και να μην ετεροαπασχολούνται οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι. ΝΑ ΣΥΣΤΑΘΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ, με τη συμμετοχή πράγματι εμπειρογνωμόνων και όχι τυχάρπαστων ή καιροσκόπων ή «κολλητών» του εκάστοτε Περιφερειάρχη και να αντιμετωπίζουν τις τοπικές ανάγκες σε πρόληψη και αντιμετώπιση της προστασίας των παιδιών. Να δημιουργηθούν Εισαγγελίες Ανηλίκων ως αποκλειστικής απασχόλησης με τα θέματα Ανηλίκων σε όλες ή στις μεγαλύτερες Περιφέρεις της χώρας και όχι μόνο σε τρεις όπως υπάρχουν σήμερα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο) που έχουν ως πάρεργο την προστασία ανηλίκων μεταξύ των άλλων υποθέσεών τους. Να ασχοληθούν οι κυβερνήσεις παίρνοντας επιτέλους παραδείγματα από το εξωτερικό ως προς την οργάνωση και διαχείριση των θεμάτων εποπτείας και υλοποίησης αποϊδρυματικών πολιτικών. Να γίνουν προγραμματικές συμβάσεις με πιστοποιημένες και έμπειρες οργανώσεις – όχι οι «κολλητοί» και γνωστοί καιροσκόποι – για να υποστηρίζουν την Περιφέρεια ή τους Δήμους στην εφαρμογή της αναδοχής, στο κομμάτι της εποπτείας και της προσαρμογής των παιδιών στην οικογένεια με τη συστηματική παρακολούθηση. Να συσταθεί Σώμα εξωτερικών και ανεξάρτητων αξιολογητών με επιμόρφωση και εκπαίδευση για τον έλεγχο του τρόπου ζωής των παιδιών σε κλειστές δομές διαβίωσης αλλά και σε οικογένειες με βεβαρημένο ιστορικό. Σε κάθε περίπτωση αν δεν θέλουν την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα ας επανασυστήσουν το Σώμα Επιθεωρητών Πρόνοιας που είχε και γνώση και εμπειρία. Η ΑΣΚΗΣΗ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους να ανατίθεται στις κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων που πρέπει να συγκροτηθούν ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ σε κάθε Δήμο, ώστε τα ιδρύματα να έχουν μόνο τη φιλοξενία και κανένα δικαίωμα στο σχεδιασμό του πλάνου ζωής των παιδιών. Να προκηρύσσονται διαγωνισμοί για την πλήρωση των θέσεων των Διοικητών στα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας των Περιφερειών και να μην διορίζουν οι κυβερνήσεις τους κομματικούς παρατρεχάμενους και αποτυχημένους πολιτευτές. Αν θέλεις κάνεις τομές…Αν δε θέλεις κάνεις εμβαλωματικές και πρόχειρες νομοθετικές παρεμβάσεις χωρίς κανένα αποτέλεσμα.