Ελένη Χρυσουλάκη
Δικηγόρος, LLM Δίκαιο & Οικονομία
Μέλος ΕΕΔ
Η “ισχύς” του ανδρικού φύλου αποτελεί ένα διαδεδομένο κοινωνικό στερεότυπο, το οποίο στις μέρες μας μάλλον αναστέλλει, παρά βοηθά, την αντιμετώπιση και την εξάλειψη της ψυχολογικής (λεκτικής και μη) και σωματικής (όπως και σεξουαλικής) κακοποίησης των ανδρών στον οικογενειακό κύκλο (συμπεριλαμβανομένων των συζυγικών/συντροφικών σχέσεων). Προερχόμενη από συγγενείς είτε εξ αίματος είτε εξ αγχιστείας, είτε από συζύγους/συντρόφους, η πρόκληση ψυχολογικής ή και σωματικής βλάβης δημιουργεί τραύματα που δυσχερώς επανορθώνονται. Η γενικότερη δυσκολία εντοπίζεται στην υποβάθμιση της βίας, ιδίως στο οικογενειακό περιβάλλον, όπως επίσης και στην απαιτούμενη ενεργητική και επαναλαμβανόμενη αντίσταση στην «κανονικοποίηση» της βίας, με όποια μορφή κι αν αυτή εμφανίζεται. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η εκδήλωση είτε λεκτικής είτε σωματικής κακοποίησης συνιστά βαρύτατη προσβολή της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του κακοποιημένου ατόμου (άρθρο 2 §1, 5 §1 του Συντάγματος, αρ. 57 ΑΚ). Είναι επομένως εύληπτο ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν γνωρίζει ούτε φύλο, ούτε εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο, ούτε ηλικία, ενώ όλα τα θύματά της χρήζουν βοήθειας και ψυχολογικής συνδρομής[1].
Συγκεκριμένα, για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των ανδρών είναι αναγκαία, τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως, η θέσπιση ενός εξειδικευμένου νομοθετικού πλαισίου αντιμετώπισης, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης φορέων ψυχολογικής υποστήριξης των κακοποιημένων προσώπων, δεδομένου ότι η άσκηση σωματικής και -κυρίως- ψυχολογικής κακοποίησης εντός του οικογενειακού πλαισίου είναι μια μορφή βίας ειδεχθούς χαρακτήρα, κι αυτό διότι θύτες είναι τα πρόσωπα άμεσης επαφής και άκριτης εμπιστοσύνης λόγω της φύσης της σχέσης (γονείς, αδέλφια), οι οποίοι υποτιμούν τις ανάγκες και την προσωπικότητα του υφιστάμενου την κακοποίηση[2].
Ratio του Νόμου 3500/2006
Ο Νόμος 3500/2006 αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, όπως άλλωστε μαρτυρά και ο τίτλος του. Για τον παρόντα Νόμο, ως ενδοοικογενειακή βία νοείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του Ν. 3500/2006 και τα άρθρα 299 και 311 του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, ως οικογένεια ορίζεται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, ενώ ορίζεται ότι στην οικογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια (άρθρο 1). Περαιτέρω, όπως ορίζεται στην ίδια διάταξη, στην οικογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό. Βασικό στοιχείο για να υπαχθούν τα πρόσωπα “συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό” στην έννοια της οικογένειας είναι η μεταξύ τους συνοίκηση. Εν πρώτοις, αν τα πρόσωπα αυτά δεν συνοικούν, παρόλο που συνδέονται με συγγενικό δεσμό, δεν νοούνται ως εν δυνάμει κακοποιητική οικογένεια κατά την έννοια του Ν. 3500/2006. Ωστόσο, κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3500/2066 «ο καθορισμός του τέταρτου βαθμού συγγένειας ως ανώτατου βαθμού οικογενειακής σχέσεως που εμπίπτει στη ρύθμιση του νόμου, επιβάλλεται εκ του λόγου ότι μέχρι τον τέταρτο βαθμό επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή». Έτσι, ο δικαιούμενος άμα τω θανάτω του προσώπου σε κληρονομική μερίδα θεωρείται και εν δυνάμει δράστης εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο συνδυασμός αυτός του κληρονομικού δικαιώματος με την έννοια της ενδοοικογενειακής βίας ενέχει κινδύνους διευρύνσεως και, ως εκ τούτου, σκόπιμος κρίνεται ένας ακριβής προσδιορισμός των προσώπων που εμπεριέχονται στον κύκλο των ρυθμίσεων του άρθρου 1 §2β του Ν. 3500/2006 (βλ. αναλυτικά την υπ’ αριθμ. 56/2021 απόφαση Πλημμελειοδικείου Λευκάδας).
Επιπρόσθετα, ο Νόμος 3500/2006 αναφέρει ότι το μέλος της οικογένειας το οποίο εξαναγκάζει άλλο μέλος χρησιμοποιώντας βία ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, ανεξάρτητα από το αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους οικείους του υπό την έννοια της περίπτωσης β’ του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, ενώ το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 7).
Στον ίδιο θεματικό άξονα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ECHR) αναγνωρίζει ότι και οι άνδρες μπορούν να καταστούν θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τονίζοντας ότι τα παιδιά είναι συχνά θύματα του φαινομένου αυτού, είτε αυτό εκδηλώνεται άμεσα, είτε έμμεσα. Σε αντίστοιχο μήκος κύματος κινήθηκε και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μόλις πριν από δύο έτη υπέβαλλε πρόταση ψηφίσματος για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των ανδρών, δεδομένων αφενός του αυξημένου δυναμικού συγκρούσεων με τη μορφή της οικογενειακής βίας που έλαβε χώρα κατά την έναρξη της πρόσφατης πανδημικής κρίσης του κορωνοϊού, αφετέρου της εν γένει δυσκολίας των ανδρών/θυμάτων να εκφράσουν τη βία που έχουν υποστεί, φοβούμενοι την κοινωνική κατακραυγή («ταμπού»). Επεσήμανε συνάμα την αναγκαιότητα διευκρίνισης της ισότιμης εφαρμογής της απαγόρευσης των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ τόσο για τους άνδρες που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας, όσο και για τις γυναίκες. Προς τούτο θα πρέπει οι άνδρες να τυγχάνουν της ίδιας προσοχής και προστασίας, όπως και οι γυναίκες[3].
Η ενδοοικογενειακή βία συνδέεται με σοβαρές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ανδρών, οι οποίες δεν αργούν να σωματοποιηθούν. Ενδεικτικά αναφέρονται οι επιπτώσεις της κατάθλιψης, της υπονόμευσης της αυτοπεποίθησης, της διανοητικής και πνευματικής σύγχυσης, του αισθήματος αναξιότητας και απελπισίας, της ελαττωμένης λειτουργικότητας και της διαρκούς κούρασης, της κοινωνικής απομόνωσης, της ευερεθιστότητας και του θυμού, του μετατραυματικού στρες (υπό τη μορφή επίπονων συνδέσεων που προκαλούν ταραχή, άγχος, αϋπνίες, κοινωνική απόσυρση κ.ο.κ.)[4]. Η ψυχολογική και σωματική κακοποίηση συνήθως συνοδεύεται από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή φαγητού ή και τη χρήση ναρκωτικών, προκειμένου να μπορεί ο άνδρας να διαχειριστεί την δυσχερή πραγματικότητα που αντιμετωπίζει, ιδιαίτερα εάν αυτή δημιουργήθηκε εν πρώτοις στο οικογενειακό του περιβάλλον. Ως πλέον διαδεδομένη χαρακτηρίζεται η λεκτική βία, η οποία συνιστά οξεία έκφανση της ψυχολογικής κακοποίησης. Για να γίνει αντιληπτό το εύρος της καταστροφής που προκαλεί, αρκεί να αναφερθεί ότι η λεκτική κακοποίηση επιτυγχάνει τη χειραγώγηση διαμέσου του φόβου και του ελέγχου (της κυριαρχίας) της ζωής του ατόμου (έλεγχος επαγγελματικής ζωής, προσωπικής-κοινωνικής ζωής), ενώ εμφανίζεται με προσβολές, μομφές, επίρριψη ευθυνών στο κακοποιημένο άτομο ακόμη και για τα αισθήματα υποτίμησης που του έχουν προκαλέσει έως και συνεχή λεκτική υποβάθμιση[5].
[1] Βλ. Nicole E. Werner, Nicki R. Crick, “Maladaptive Peer Relationships and the Development of Relational and Physical Aggression During Middle Childhood”, Social Development, Volume 13, Issue 4, November 2004).
[2] “Η βία μέσα στο σπίτι μπορεί να εμφανίζεται ως βία προς τη γυναίκα ή τη σύντροφο και το παιδί, ως βία προς τους ηλικιωμένους, ως βία μεταξύ αδελφών ή ακόμη ως βία της γυναίκας προς τον άνδρα. Η ανάδειξη του κοινωνικού προβλήματος της οικογενειακής βίας οφείλεται, ωστόσο, κατά κύριο λόγο, στο γυναικείο κίνημα, που, ήδη από τη δεκαετία του ’80 απέδειξε ότι το θύμα της βίας μέσα στο σπίτι είναι κυρίως η γυναίκα και το παιδί. Με άλλα λόγια η ενδοοικογενειακή βία ήταν, μέχρι πρόσφατα, όχι μόνο ένα «αόρατο» κοινωνικό γεγονός αλλά και ένα φαινόμενο εν μέρει «αποδεκτό» τόσο από την κοινωνία όσο και από το ίδιο το θύμα, τη γυναίκα ή το παιδί, επειδή «ο χώρος των συναισθημάτων» και της οικογένειας θεωρούνταν ανέκαθεν ως χώρος απαλλαγμένος από κάθε μορφής εξουσία.”, Βλ. Α. Κοτζάμπαση, Η ενδοοικογενειακή βία: Πτυχές του Αστικού Δικαίου πριν και μετά το ν. 3500/2006, σε: Α. Κοτζάμπαση/Ν. Κουμουτζής/Γ. Λέκκας/Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή/Π. Ραβδάς/Γ. Σεργίδης/Θ. Τροκάνας/Χ. Αργυρόπουλος/Κ. Φουντεδάκη/Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Το οικογενειακό δίκαιο στον 21ο αιώνα, 2012, σ. 18, Πηγή: sakkoulas-online.
[3] Βλ. Πρόταση Ψηφίσματος σχετικά με τους άνδρες που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας, 30.7.2020 (B9‑0236/2020), https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/B-9-2020-0236_EL.html .
[4] https://www.webmd.com/balance/features/help-for-battered-men.
[5] Βλ. Δρ Χένρι Κλάουντ & Τζον Τάουνσεντ, “Όρια”, Μετάφραση: Βιολέττα Ζεύκη-Βοργια, εκδόσεις Κλειδάριθμος, Ιούνιος 2022.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.