Στην έκθεση της Διαβούλευσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.) για την Πρόληψη της Κακοποίησης των Παιδιών¹ ,ως σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών ορίζεται «η συμμετοχή του παιδιού σε οποιαδήποτε σεξουαλική δραστηριότητα την οποία δεν μπορεί πλήρως να κατανοήσει και για την οποία εξ’ ορισμού δεν είναι σε θέση να παρέχει συναίνεση, ή για τη συμμετοχή στην οποία είναι αναπτυξιακά ανώριμο, ή που παραβιάζει τους νόμους και τους κανόνες της συγκεκριμένης και διεθνούς κουλτούρας» ενώ επισημαίνεται επίσης ότι «δράστης της σεξουαλικής κακοποίησης του παιδιού μπορεί να είναι κάποιος ενήλικας ή άλλο παιδί, το οποίο, εξαιτίας της ηλικίας ή του αναπτυξιακού του σταδίου επέχει θέση ευθύνης, εμπιστοσύνης ή εξουσίας σε σχέση με το παιδί-θύμα» (σ.15).
Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών είναι ένα έγκλημα με τεράστιο αδήλωτο αριθμό κρουσμάτων, καθώς σε ολόκληρο τον κόσμο τα καταγγελλόμενα κρούσματα είναι ένα μικρό κλάσμα όσων συμβαίνουν αλλά δεν αναφέρονται σε καμία υπηρεσία. Το γεγονός αυτό, η έλλειψη συστήματος πλήρους διακλαδικής διατομεακής καταγραφής με διακριτούς δείκτες των κρουσμάτων που αναφέρονται σε όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, αλλά και ο περιορισμένος αριθμός συστηματικών και εξειδικευμένων ερευνών του φαινομένου καθιστούν την εκτίμηση της εξέλιξης της διαχρονικής εικόνας του φαινομένου στην Ελλάδα δυσχερή και την όποια σύγκριση των στοιχείων στο χώρο και το χρόνο περιορισμένη.
Παρά τις δυσχέρειες στην αποτύπωση, τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας τα οποία αφορούν τις περιπτώσεις που καταλήγουν σε καταγγελία δείχνουν αύξηση τα τελευταία χρόνια και κυρίως την περίοδο 2017-2022, καθώς συνολικά διερευνήθηκαν 1.119 υποθέσεις. Ειδικότερα παρατηρείται ότι το αδίκημα με την μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης είναι αυτό της Προσβολής της Γενετήσιας Αξιοπρέπειας (άρθρο 337Π.Κ.) με ποσοστό 39%, ακολουθούμενο από την Αποπλάνηση Παιδιών (άρθρο 337 Π.Κ.) με ποσοστό 29% και το Βιασμό (άρθρο 336 Π.Κ.) με ποσοστό 23%. Τα τρία (3) προαναφερόμενα εγκλήματα αντιπροσωπεύουν το 91% των συνολικά καταγεγραμμένων παραβατικών συμπεριφορών στρεφόμενων κατά της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκων. Οι υποθέσεις αυτές αφορούν στην θυματοποίηση 1.290 ανηλίκων.
Σύμφωνα με τα τηρούμενα στοιχεία, το ποσοστό των ανήλικων κοριτσιών που θυματοποιούνται είναι σχεδόν το τριπλάσιο από το αντίστοιχο των αγοριών (76% έναντι 24%), γεγονός που αναδεικνύει και την έντονη διάσταση φύλου του φαινομένου.
Ως προς τη διαδικτυακή διάσταση του φαινομένου, η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος την περίοδο 2017-2021 διερεύνησε 1.044 υποθέσεις πορνογραφίας ανηλίκων (άρθρο 348Α Π.Κ) και 319 υποθέσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων (άρθρα 337, 348Β , 348Γ Π.Κ).
Εθνικό θεσμικό πλαίσιο
Η Ελλάδα έχει ήδη ενσωματώσει στο εθνικό της δίκαιο σημαντικά νομικά κείμενα – εργαλεία προστασίας των παιδιών από την σεξουαλική βία και εκμετάλλευση:
- Σύμβαση Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης (2007)
- Οδηγία 2011/93/ΕΕ για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας
- Οδηγία 2012/29/ΕΕ για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων
- Με τις πρόσφατες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4855/2021) εισήχθησαν νέες ρυθμίσεις προστασίας των ανήλικων θυμάτων εγκλημάτων κατά της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας
Βασικές Αρχές, Στόχοι και Πολιτικές του Εθνικού Σχεδίου Δράσης
Σκοπός του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση είναι να ιεραρχηθεί η προστασία του παιδιού από την σεξουαλική βία και εκμετάλλευση, πάνω από τυπικά ή ουσιαστικά προβλήματα και δυσκολίες. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης είναι η εκκίνηση μιας εθνικής προσπάθειας για να θεμελιώσουμε στην κοινωνία τη μηδενική ανοχή απέναντι στην σεξουαλική βία κατά των παιδιών, να αφήσουμε πίσω το στάδιο της άρνησης και να κινητοποιήσουμε τις θεσμικές και κοινωνικές δυνάμεις για την εξάλειψη του φαινομένου ώστε σε όλη τη χώρα παιδιά και γονείς να μπορούν να νιώθουν ασφαλείς ότι τα παιδιά δεν κινδυνεύουν. Η ανάπτυξη και εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Δράσης είναι προσανατολισμένη στη δημιουργία διαδικασιών και προϋποθέσεων προστασίας των παιδιών στην πράξη, με κατάλληλες υπηρεσίες, πρωτόκολλα λειτουργίας και συντονισμού των εμπλεκόμενων φορέων και εφαρμογή ενός συνεκτικού νομικού πλαισίου.
Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης (ΕΣΔ) εμφορείται από πέντε βασικές αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώνεται το σύνολο των μέτρων και πολιτικών του:
- Η επικέντρωση στην πρόληψη
- Η καθιέρωση φιλικής προς το παιδί δικαιοσύνης
- Η συμμετοχή των ίδιων των παιδιών
- Η παιδοκεντρική προσέγγιση
- Η ενίσχυση της συνεργασίας (διατομεακής και με την Κοινωνία των Πολιτών)
Οι στρατηγικοί στόχοι του ΕΣΔ σε βάθος πενταετίας είναι:
- Η αναπροσαρμογή των θεσμικών λειτουργιών στην κατεύθυνση των φιλικών προς το παιδί διαδικασιών με την δημιουργία ενός σύγχρονου, συλλογικού, συνεκτικού και φιλικού προς το παιδί πλέγματος προστασίας και υποστήριξης στα θύματα και στις οικογένειές τους, αξιοποιώντας όλους τους φορείς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.
- Η μετρήσιμη ποσοτική μείωση των κρουσμάτων που συμβαίνουν με την δημιουργία ενός ολιστικού πλαισίου που θα δίνει έμφαση στην πρόληψη, στην αποτροπή της δευτερογενούς θυματοποίησης και στην προστασία των μελών ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
- Η αύξηση αναφοράς κρουσμάτων στις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες για να διερευνηθούν, να διωχθούν οι δράστες και να προστατευτούν τα παιδιά. Ο στόχος συνδέεται ευθέως με τη διεύρυνση της κατανόησης και παρακολούθησης του φαινομένου και των νέων τάσεων στην εξέλιξή του, με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα του διαδικτύου.
Πολιτικές του ΕΣΔ και βασικές επιδιώξεις
Για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων του, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης εισάγει 11 νέες πολιτικές και οργανώνει στην κατεύθυνση της προστασίας των παιδιών δεκάδες μέτρα. Περιλαμβάνει πέντε οριζόντιες διυπουργικές και έξι επιμέρους πολιτικές που αφορούν το σύνολο των φορέων και υπηρεσιών που έρχονται σε καθημερινή επαφή με παιδιά ή χειρίζονται αρμοδίως περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης. Προβλέπει, μεταξύ άλλων, μέτρα θεσμικής εναρμόνισης της χώρας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, δράσεις ανάπτυξης υπηρεσιών, θεσμοθέτηση διατομεακών μεθόδων εργασίας των εμπλεκόμενων φορέων με σαφή καθορισμό του ρόλου του καθενός και δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης.
Επιγραμματικά, οι πολιτικές είναι:
- Ενιαίο Εθνικό Πρωτόκολλο Διαχείρισης Κρουσμάτων
- Εθνικό Αρχείο Καταγραφής και Επιτήρησης Κρουσμάτων
- Πλαίσιο ελέγχου εργαζομένων και εθελοντών -Ειδικό Ποινικό Μητρώο για αδικήματα σεξουαλικής βίας κατά ανηλίκων
- Εκπαίδευση Επαγγελματιών
- Πολιτικές Προστασίας του Παιδιού και ορισμός Υπευθύνων Παιδικής Προστασίας
- Εθνική εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών
- Ενημέρωση και ενδυνάμωση των παιδιών για την πρόληψη της δια ζώσης και της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσής τους
- Ενίσχυση των εμπλεκόμενων υπηρεσιών συνδρομής των παιδιών και δίωξης των δραστών
- Θεσμικές παρεμβάσεις επικαιροποίησης – αναβάθμισης του υφιστάμενου πλαισίου
- Ενίσχυση της έρευνας για την πρόληψη και αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών
- Συστράτευση ιδιωτικού και δημόσιου, κυβερνητικού και μη κυβερνητικού τομέα
ΕΣΔ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ
¹World Health Organization (1999). Report of the Consultation on Child Abuse Prevention, Geneva, (document WHO/HSC/PVI/99.1). Retrieved from: https://apps.who.int/iris/handle/10665/65900[Last accessed: July 2022].