Kυριακή Λαμπροπούλου*
1. Εισαγωγή: η σημασία της φροντίδας και το πλαίσιο παροχής της στη σύγχρονη κοινωνική πολιτική
Η σύγχρονη κοινωνική πολιτική στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η έννοια της «ελεύθερης» και ατομικοποιημένης «αρωγικής» προσφοράς κινητοποιεί την κάλυψη κοινωνικών αναγκών μέσα από μια διευρυμένη χρήση υπηρεσιών στα πλαίσια του ανεπίσημου και του τρίτου τομέα. Σε ορισμένα καθεστώτα ευημερίας, ιδιαίτερα στα φιλελεύθερα, ο προβληματισμός γύρω από τον ρόλο της φροντίδας εστιάζεται, κυρίως, στην εναπόθεση ευθυνών στην οικογένεια και γενικότερα στα άτυπα δίκτυα (Taylor-Gooby, 2001).
Η κυρίαρχη ατομοκεντρική και η «εργασιοκεντρική» οπτική, η οποία υιοθετείται στο σχεδιασμό και στην άσκηση της κοινωνικής πολιτικής, τόσο σε επίπεδο μεμονωμένων χωρών όσο και σε αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραπέμπει σε ευρύτερες αλλαγές στα αξιακά πλαίσια των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, με τη στροφή σε ατομοκεντρικά πρότυπα κοινωνικής αναπαραγωγής, στην άμεση απόρριψη της συλλογικής ευθύνης και στην εξατομίκευση των παροχών σε επίπεδο ατόμου, τόσο ως αποδέκτη όσο και ως ενεργό συμμέτοχο στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.
Οι μετατοπίσεις στο προνοιακό μείγμα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τις περικοπές κοινωνικών δαπανών, σε συνθήκες αλλαγών στα πρότυπα της γυναικείας απασχόλησης αλλά και της αυξανόμενης γήρανσης του πληθυσμού και γενικότερα των ατόμων που χρήζουν μακροχρόνιας φροντίδας, θέτουν επιτακτικά το ζήτημα του ελλείμματος φροντίδας ή ‘κρίσης της φροντίδας’ και βρίσκουν την αντανάκλασή τους σε μέτρα πολιτικής που ενθαρρύνουν την ανεπίσημη φροντίδα, όπως τα σχήματα πληρωμής για παροχή φροντίδας και οι άδειες για τους εργαζόμενους-ες με οικογενειακές υποχρεώσεις (Neysmith et.al., 2013).
Επιπλέον, οι αναδιαρθρώσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες συνυφαίνονται με την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, την αύξηση, κυρίως, της αντρικής ανεργίας, συμπαρασύρουν αλλαγές στη δομή της οικογένειας, όπως με την αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών με αρχηγό γυναίκα αλλά και των μονοπρόσωπων νοικοκυριών, κυρίως, στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, θέτοντας συνάμα υπό αμφισβήτηση παρωχημένα οικογενειοκεντρικά συστήματα κοινωνικής προστασίας.
Το μοντέλο κοινωνικής προστασίας, που βασίζεται στον άνδρα κουβαλητή, στο πλαίσιο πλήρους και σταθερής απασχόλησης, στον οποίο εξαρτώνται τα μη απασχολούμενα μέλη της οικογένειας, το οποίο θεωρήθηκε ευρέως ότι αποτέλεσε, με επιμέρους διαφοροποιήσεις, το βασικό μοντέλο κοινωνικής προστασίας, δεν ανταποκρίνεται στο καινούργιο παραγωγικό υπόδειγμα (Béland and Mahon, 2016).
Δύο κοινές τάσεις αναφορικά με τη φροντίδα, οι οποίες διαπερνούν τα καθεστώτα ευημερίας, παρά τις επιμέρους μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, έχουν παρατηρηθεί τις τελευταίες δεκαετίες: Πρώτον, η μετακίνηση από την ιδρυματική στην κατ’ οίκον φροντίδα, σε συνδυασμό με τη στροφή από τις παροχές σε είδος σε αυτές σε χρήμα, δηλαδή στην παροχή επιδομάτων και άλλων σχετικών παροχών για την κάλυψη αναγκών φροντίδας στην κοινότητα/οικιακό περιβάλλον.
Δεύτερον, παρατηρείται στην Ευρώπη και ευρύτερα μια αυξανόμενη τάση τυποποίησης της ανεπίσημης φροντίδας με τη διεύρυνση της αγοράς σε νέους τομείς, την εμπορευματοποίηση δραστηριοτήτων όπως η κάλυψη αναγκών φροντίδας, με γυναίκες μετανάστριες, κατά κύριο λόγο, να πρωταγωνιστούν στην παροχή της (Dahle, 2011, Fine, 2012).
Με την περαιτέρω ανάπτυξη σχημάτων παροχών σε χρήμα για την φροντίδα και την αναδυόμενη πολιτική για παροχή φροντίδας κατευθυνόμενη από τους ‘καταναλωτές’, έχουν διαβρωθεί οι διακρίσεις μεταξύ της επίσημης και της ανεπίσημης, της αμειβόμενης και της μη αμειβόμενης φροντίδας, με τη δημιουργία νέων κατηγοριών εργαζομένων στην παροχή φροντίδας, όπως οι «προσωπικοί βοηθοί» (Ungerson και Yeandle, 2007).
Οι στρατηγικές για τον περιορισμό του δημόσιου κόστους για την φροντίδα συνδέονται, επίσης, άμεσα με την περιστασιακή απασχόληση, την γκρίζα οικονομία αλλά και την σταδιακή απο-επαγγελματοποίηση της αμειβόμενης φροντίδας με τη δημιουργία ενός ολοένα και αυξανόμενου επισφαλούς εργατικού δυναμικού που εμπλέκεται στην παροχή της.
Διάφορες ομάδες πληθυσμού αντιμετωπίζουν διαφορετικούς κινδύνους επισφαλούς εργασίας, ανάλογα με το φύλο, την ιθαγένεια, την εθνικότητα, τις οικογενειακές υποχρεώσεις, την εκπαίδευση, τον τομέα εργασίας, και το βαθμό κοινωνικής προστασίας στη χώρα όπου ζουν.
«Οι άνδρες και οι γυναίκες συμμετέχουν διαφορετικά στην επισφαλή απασχόληση, σε διαφορετικό βαθμό, αδιάφορες μορφές και με διαφορετικές συνέπειες» (Vosko et al., 2009: 2). Σε παγκόσμιο επίπεδο δε, ο αριθμός των γυναικών που εμπλέκονται σε επισφαλή απασχόληση υπερβαίνει τον αριθμό των ανδρών (Hašková, et.al, 2017).
Πιο συγκεκριμένα, ο τομέας της παροχής μακροχρόνιας φροντίδας της ΕΕ απασχολεί επίσημα 6,4 εκατομμύρια άτομα, ενώ περίπου 44 εκατομμύρια άτομα παρέχουν φροντίδα σε μέλη της οικογένειας, συγγενείς και φίλους, το 90 % εκ των οποίων είναι γυναίκες. Αυτό τo εργατικό δυναμικό γερνάει και το μερίδιο των μεταναστών και των μετακινούμενων εργαζομένων βαίνει αυξανόμενα σημαντικό. Οι εργαζόμενες στον τομέα της φροντίδας είναι από τους χαμηλότερα αμειβόμενους εργαζόμενους στον ευρύτερο τομέα της υγείας.
Οι συνθήκες εργασίας τείνουν να είναι πολύ απαιτητικές και η εναλλαγή προσωπικού είναι υψηλή. Οι ελλείψεις προσωπικού είναι συχνές αν και διαφέρουν μεταξύ χωρών και επιμέρους περιοχών.
Σε παραμεθόριες περιοχές όπου οι συνθήκες εργασίας και οι μισθοί διαφέρουν σημαντικά, η διασυνοριακή εργασία φροντίδας είναι συχνή.
Οι παραπάνω ανακατατάξεις παραπέμπουν τόσο σε μια προσπάθεια διαχείρισης της ‘κρίσης’ του κράτους πρόνοιας, ιδιαίτερα στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης προοπτικής, όσο και στη δυνατότητα μιας ανανεωτικής οπτικής των συστημάτων κοινωνικής προστασίας με την αναγνώριση νέων υποκειμένων ως αποδεκτών, όπως τα άτομα που παρέχουν φροντίδα (Shaver, 2018).
Πιο πρόσφατα, το όλο ζήτημα για τη σημασία της φροντίδας ανέδειξε επιπρόσθετα η πανδημία covid-19. Όπως αναφέρει, χαρακτηριστικά, η Bhattacharya (2020) «Η κρίση του κορωνοϊού ξεκαθάρισε με έναν τραγικό τρόπο δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ήταν σωστό αυτό που έλεγαν εδώ καιρό οι φεμινίστριες για την κοινωνική αναπαραγωγή, ότι η εργασία της φροντίδας είναι η βασική, δηλαδή η πιο σημαντική εργασία που γίνεται στην κοινωνία…
Αυτό που λένε όλοι και όλες είναι: «Να συνεχίσουν να δουλεύουν οι νοσοκόμες και οι καθαρίστριες, να μείνουν ανοιχτές οι υπηρεσίες που μαζεύουν τα σκουπίδια, να συνεχιστεί η παραγωγή τροφίμων». Φαγητό, καύσιμα, στέγη, φροντίδα, καθάρισμα: αυτές είναι οι «βασικές υπηρεσίες». Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο αριθμός των ατόμων που παρέχουν φροντίδα, ιδίως των γυναικών, αυξήθηκε κατά 10% τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, ενώ παρατηρείται και εντατικοποίηση της συμμετοχής σε αυτήν, με σημαντική αύξηση των εβδομαδιαίων ωρών που αφιερώνονται στην παροχή της (EUROCARERS, 2021).
Είναι ευρέως γνωστό ότι η φεμινιστική σκέψη στο χώρο της κοινωνικής πολιτικής έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάδειξη, μελέτη και επαναδιατύπωση της έννοιας της φροντίδας. Η προσέγγιση της φροντίδας στην κοινωνική πολιτική από τη σκοπιά του φύλου έχει αποτελέσει το κεντρικό σημείο αναφοράς της μέχρι σήμερα θεώρησης του ζητήματος, όχι μόνο γιατί οι γυναίκες αποτελούν την πλειοψηφία των φροντιστών, αλλά και γιατί η αποδόμηση της έννοιας της φροντίδας στις επιμέρους διαστάσεις της όπως επίσημη-ανεπίσημη, αμειβόμενη-μη αμειβόμενη, η φροντίδα ως σχέση-δραστηριότητα αγγίζει την ίδια την εννοιολόγηση του φύλου.
Ήδη από τη δεκαετία του 1970, στον αγγλοσαξονικό κυρίως χώρο, η φεμινιστική σκέψη και πρακτική προσπάθησε να αφαιρέσει τον μανδύα της ανορατότητας που περιέβαλλε τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στην οικογένεια ως πατριαρχικό θεσμό καταπίεσης του γυναικείου φύλου, αντίληψη που προδιέγραψε και την αρνητική σημασία που αποδόθηκε στη συμμετοχή των γυναικών στη φροντίδα, τόσο για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας όσο και γενικότερα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 70, ο ρόλος του κράτους και ειδικότερα του κράτους πρόνοιας προστέθηκε στην ατζέντα της φεμινιστικής σκέψης, και αντιμετωπίστηκε, ομοίως με την οικογένεια, ως ένας θεσμός που συνέβαλε στην αναπαραγωγή μιας πατριαρχικής αντίληψης για το ρόλο των γυναικών στην οικογένεια και στην κοινωνία (Williams, 1989).
Αφετηρία, πάντως, της ενασχόλησης με την φροντίδα και της σχέσης με το φύλο, αποτελούν οι απόπειρες ερευνητριών στον ακαδημαϊκό χώρο, στις αρχές της δεκαετίας του 80, στις αγγλοσαξονικές και στις σκανδιναβικές χώρες, κυρίως στη Βρετανία και δευτερευόντως στη Νορβηγία. Ο ρόλος του κράτους πρόνοιας, τόσο με τις παρεμβάσεις του την οικογένεια, στην αναπαραγωγή ανισοτήτων ανάμεσα στα φύλα, όσο και με την αποτυχία του στην ουσιαστική κάλυψη κοινωνικών αναγκών των γυναικών, αποτέλεσε για τις φεμινίστριες ακαδημαϊκούς και ακτιβίστριες βασικό τομέα ενδιαφέροντος ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 70, όπως επισημάναμε και παραπάνω.
Η συζήτηση αυτή συνδέθηκε, ειδικότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 80, με την κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης Θάτσερ για την μεταφορά της ευθύνης για τη φροντίδα από το κράτος στην κοινότητα /οικογένεια. Υπήρχε λοιπόν ένα εύφορο έδαφος προβληματισμού γύρω από το ζήτημα που διευκόλυνε την ανάπτυξη της συζήτησης για το ρόλο των γυναικών στην παροχή φροντίδας.
Ενώ η βρετανική θεώρηση της φροντίδας βρήκε εύφορο θεωρητικό έδαφος, τόσο αναφορικά με την φεμινιστική σκέψη όσο και με την θεωρία της κοινωνικής πολιτικής, δεν συνέβη το ίδιο στη Νορβηγία. Η Νορβηγία, πάντως, παρουσίαζε μια ιδιαιτερότητα σχετικά με το φεμινιστικό κίνημα που την ξεχώριζε από τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες, το γεγονός ότι η μητρότητα και συνακόλουθα η συμμετοχή στη φροντίδα δεν αντιμετωπιζόταν με σκεπτικισμό, όπως στην περίπτωση των βρετανίδων. Το φιλικό ως προς την κάλυψη αναγκών φροντίδας, καθώς και στην απασχόληση των γυναικών, κράτος πρόνοιας, αλλά και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης χώρας προδιέγραψαν τη διαφορετικότητά της (Hagemann, 2002).
Ερμηνείες οι οποίες, ας σημειωθεί, έχουν τύχει ευρύτερης αναγνώρισης, έχουν επηρεάσει τη θεώρηση του θέματος σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ευρύτερα και έχουν βρει την προέκτασή τους σε διακρατικό επίπεδο, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και μετά, στις θεωρητικές και εμπειρικές αναζητήσεις σχετικά με τη θέση των γυναικών στα καθεστώτα ευημερίας, η οποία εγκαινιάστηκε με τη φεμινιστική κριτική στο πολυσυζητημένο βιβλίο του Esping-Andersen (1990) «Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της ευημερίας».
Πριν περάσουμε στη σκιαγράφηση των διαστάσεων αυτών, πρέπει να επισημάνουμε ότι ιδιαίτερα η θεώρηση της φροντίδας σε σχέση με το φύλο στη Μεγάλη Βρετανία έχει ασκήσει ιδιαίτερη επιρροή στις ερμηνείες και αναλύσεις γύρω από το θέμα στην Ευρώπη αλλά κυρίως στον ευρύτερο αγγλοσαξονικό χώρο όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία και οι ΕΠΑ, κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 90, όπως χαρακτηριστικά, για να αναφέρουμε τις πιο γνωστές, των Baines & Evans (1991) και Aronson (1991, 1992) στον Καναδά, της Braithwaite (1990) στην Αυστραλία, της Opie (1992) στη Νέα Ζηλανδία, των Βiegel& Blum (1990), Dwyer and Coward (1992), Allen (1993) και Hooyman (1990,1995) στις ΕΠΑ.
Πολλές από τις επισημάνσεις που θα γίνουν στη συζήτηση που θα ακολουθήσει αφορούν και τις παραπάνω εργασίες, οι οποίες δεν έχουν τύχει της ίδια διεθνούς αναγνώρισης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη-τουλάχιστον αναφορικά με ζητήματα εννοιολόγησης της φροντίδας– όπως το έργο των βρετανίδων ερευνητριών και ακαδημαϊκών, ίσως γιατί έρχονται, χωρίς να διευρύνουν το ερμηνευτικό πλαίσιο της όλης θεώρησης, να συμπλεύσουν με το πλαίσιο αναφοράς όπως καθιερώθηκε από τη ‘Βρετανική Σχολή’.
Στο πόνημα, ανά χείρας, επιχειρείται μια σύντομη περιοδολόγηση της έννοιας της φροντίδας στην κοινωνική πολιτική και της σχέσης της με το φύλο, η οποία μετρά πλέον πάνω από σαράντα χρόνια. Η περιοδολόγηση αυτή αναδεικνύει, κυρίως, τις δύο δεκαετίες από το 1980 έως το 2000 κατά τη διάρκεια των οποίων άνθησε η μελέτη/έρευνα του συγκεκριμένου επιστημονικού αντικειμένου.
Από τη δεκαετία του 2000 και μετά, η μελέτη της φροντίδας αποδεσμεύεται από την σχεδόν αποκλειστική της πρόσδεση με το φύλο, με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του επιστημονικού ενδιαφέροντος σε άλλες κοινωνικές διαφορές και στον τρόπο που αυτές συνυφαίνονται με την παροχή φροντίδας. Μαζί με την μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον φορέα φροντίδας και το φύλο στην ίδια την φροντίδα, αποκτά βαρύτητα και η ανάδειξή του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου αναφοράς της.
Η σύγχρονη αυτή τάση χαρακτηρίζεται από διεπιστημονικότητα στην προσέγγιση του αντικειμένου, συνοδεύεται από τη μετατόπιση του θεωρητικού και ερευνητικού ενδιαφέροντος από το τοπικό στο παγκόσμιο-με έμφαση στις αλυσίδες φροντίδας και το ρόλο των μεταναστριών στην παροχή της, καθώς και την επαναφορά της έννοιας της κοινωνικής αναπαραγωγής ως ερμηνευτικό εργαλείο, ζήτημα το οποίο απλώς θα θίξουμε στο παρόν άρθρο για να επανέλθουμε αναλυτικότερα σε επόμενη δημοσίευση.
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ
——- —–
* Η Κυριακή Λαμπροπούλου είναι απόφοιτη του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην κοινωνική πολιτική με έμφαση στο φύλο και στη φροντίδα στo Πανεπιστήμιo του Bristol, του Oslo και του Mannheim, καθώς και στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου. Εργάζεται ως ειδική επιστημόνισσα στον Συνήγορο του Πολίτη.