Γιατί, πέντε χρόνια μετά την εφαρμογή του Ν. 4538/2018 «Μέτρα για την προώθηση της αναδοχής και της υιοθεσίας» οι ανάδοχοι γονείς έχουν ακόμη αμφιλεγόμενη θέση στο ελληνικό σύστημα παιδικής προστασίας, αντιμετωπίζονται συχνά με καχυποψία και επιμένουν, κράτος και ιδρύματα να τους επιφυλάσσουν το ρόλο κομπάρσων σε ένα χαοτικό, αναποτελεσματικό και ασυνεχές σύστημα κοινωνικής παιδικής φροντίδας;
Της Ελένης Γεώργαρου*, 28/9/2023
Από 2018 που ψηφίστηκε ο τελευταίος νόμος «Μέτρα για την προώθηση των θεσμών της αναδοχής και της υιοθεσίας» και 26 χρόνια αφότου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία η έννοια της ανάδοχης οικογένειας – αν και η πρακτική της τοποθέτησης παιδιών χωρίς οικογένεια σε ανάδοχο οικογενειακό περιβάλλον και, μάλιστα συχνά, σε πολύτεκνες οικογένειες, εφαρμοζόταν από το ΠΙΚΠΑ και τον Ε.Ο.Π. πολλές δεκαετίες πριν, ως άτυπος ή αρρύθμιστος νομοθετικά θεσμός παιδικής προστασίας- δεν έγινε καμιά επί της ουσίας συζήτηση για τη φύση, το ρόλο και τα δικαιώματα των αναδόχων γονέων. Αντίστοιχα, δεν υφίσταται καμιά σαφής νομοθετική διάταξη στον Ν. 4538/2018, όπως υφίστατο στον πρώτο ήδη καταργημένο προεδρικό διάταγμα 337/1993 «Τοποθέτηση ανηλίκων σε ανάδοχες οικογένειες» που να καθορίζει τα δικαιώματα των αναδόχων γονέων σε σχέση πάντα με το συμφέρον του αναδεχόμενου ανηλίκου. Αντίθετα, οι υποχρεώσεις των αναδόχων με σαφήνεια ορίζονται και εύλογα, καθώς το προνοιακό σύστημα θέλει να διασφαλίσει πρωταρχικά την ασφάλεια και την ακεραιότητα του ανηλίκου.
Καθώς ο θεσμός της αναδοχής υφίσταται για την προστασία των ανηλίκων που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους, αφού συνιστά τον καταλληλότερο τρόπο ανατροφής ενός παιδιού σε σχέση με το κακοποιητικό ως εκ της φύσεώς του ή εν γένει ακατάλληλο ίδρυμα, οι ανάδοχοι γονείς καλούνται να συμμετέχουν ενεργά στην ανατροφή των παιδιών, στην προστασία τους και τη διαμόρφωσή της προσωπικότητάς τους. Αμέσως μετά την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια, η τελευταία καθίσταται συντελεστής της ευημερίας ενός (κακοποιημένου μέχρι τότε ή εγκαταλελειμμένου) παιδιού. Ως εκ τούτου, είναι αξιοπρόσεκτο όσο και εντελώς άστοχο και αδόκιμο, ότι το αρμόδιο υπουργείο με τις υπηρεσίες του και τα ιδρύματα παιδικής προστασίας που δέχονται τις σχετικές εσφαλμένες οδηγίες, όπως και κάποιοι εισαγγελείς, επιμένουν να υποτιμούν τη θέση των αναδόχων φροντιστών-γονέων και να τους υποβιβάζουν σε απλά «εργαλεία» εξυπηρέτησης του προνοιακού συστήματος. Εμφανίζουν χωρίς καν προσχήματα, το ρόλο των αναδόχων γονέων περίπου ως «δεκανίκι» των Εισαγγελιών και των ιδρυμάτων που υφίσταται – κατά την άποψή τους – για να “εξυπηρετεί τους” τους ακατάλληλους φυσικούς γονείς του παιδιού και το ανοργάνωτο, ανεπαρκές και ανέτοιμο κοινωνικό κράτος, με υπηρεσίες κεντρικές και αυτοδιοικητικές απούσες ή τραγικά ελλειμματικές από τη ζώσα και δρώσα πραγματικότητα.
Επαναλαμβάνεται -δυστυχώς και από ανθρώπους που όφειλαν να γνωρίζουν την ελληνική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τον θεσμό της αναδοχής όπως στις προνοιακά ανεπτυγμένες χώρες εφαρμόζεται, άνθρωποι που δεν έχουν ανατρέξει στις πραγματικές ανάγκες του – μη-συστήματος παιδικής προστασίας στην Ελλάδα, που πριν διαμορφωθεί, δεν αναζήτησαν κανένα ερευνητικό αποτέλεσμα για την κρίση της οικογένειας και τις συνθήκες υπό τις οποίες, όπως και το χρόνο κατά τον οποίο, οι ανήλικοι εισέρχονται στο προνοιακό σύστημα – το μοτίβο ότι η αναδοχή είναι μια προσωρινή μεταβατική κατάσταση στην ανατροφή του παιδιού μέχρι αυτό να επιστρέψει στη φυσική του οικογένεια. Το μοτίβο αυτό προβλήθηκε επιπόλαια και με τη σχετική διαφήμιση που έκανε το αρμόδιο υπουργείο για την προβολή του θεσμού της αναδοχής από τα ΜΜΕ με τη συμβολή δυστυχώς και της UNICEF, πλήρως αποτυχημένης και άστοχης στην ελληνική περίπτωση.
Συγχρόνως, με την γνωστή ελληνική ημιμάθεια και μιμητισμό, πολλοί και μέσα από το χώρο της “κοινωνίας των πολιτών” που όφειλαν να γνωρίζουν, διακηρύσσουν ότι οι ανάδοχοι γονείς υφίστανται για να υποστηρίζουν την φυσική οικογένεια στον ρόλο της να αναθρέψει το ανήλικο παιδί της και συνεπώς δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν αυτοτελή δικαιώματα που άπτονται του σχεδιασμού της πορείας και του μέλλοντος ενός παιδιού. Πόσο λάθος… Γιατί; Γιατί μέχρι σήμερα που εφαρμόζεται “κακείν -κακώς” αυτό το απαράδεκτο σύστημα της ηλεκτρονικής διασύνδεσης και μόνο αυτό, δεν έχει συζητηθεί και αναλυθεί -πριν τις αυθαίρετες εκτιμήσεις για τη φύση της αναδοχής στην Ελλάδα – ότι ο μέσος όρος διαμονής παιδιών σε ιδρύματα είναι τα 7 χρόνια (βλ. Ειδική ΄Εκθεση Συνηγόρου του Πολίτη «Τα Δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα» 20215), ότι το προνοιακό σύστημα παρεμβαίνει τις περισσότερες φορές πολλά χρόνια μετά την έναρξη της παραμέλησης ή κακοποίησης ενός παιδιού στο οικογενειακό του περιβάλλον ακόμη και από τη γέννησή του (περιττό να αναφερθεί ότι δεν υπάρχει κανένα στατιστικό στοιχείο που να μας διαφωτίζει) και για διάρκεια 5 και 10 χρόνων μετά τη γέννησή του, μέχρι να γίνει το ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΚΟ και να παρέμβουν οι κοινωνικές υπηρεσίες, ότι υπάρχουν αναφορές για παραμέληση ή κακοποίηση παιδιών που αν και κοινοποιήθηκαν στους αρμόδιους δεν χρήζουν καμιάς αντιμετώπισης από το προνοιακό σύστημα, λόγω αδυναμίας του να περιθάλψει παιδιά που το έχουν απόλυτη ανάγκη (ανυπαρξία θέσεων σε ιδρύματα, ανυπαρξία του θεσμού της άμεσης αναδοχής, άρνηση ιδρυμάτων και αναδόχων να αναλάβουν τη φροντίδα μεγαλύτερων, ανάπηρων ή παιδιών με ψυχοκοινωνικές διαταραχές που συνήθως το οικογενειακό περιβάλλον προκάλεσαν).
Αν έμπαινε στον κόπο η βιαστική να φτιάξει έναν νόμο υπουργός κα Φωτίου με το επιτελείο της και αντίστοιχα η διάδοχός της κα Μιχαηλίδου με την υπερπαραγωγή υπουργικών αποφάσεων και ερμηνευτικών εγκυκλίων (!!!) να αναλύσουν την ελληνική πραγματικότητα στον τομέα αυτό, θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι στη χώρα μας της οποίας το νηπιακής ηλικίας προνοιακό σύστημα αφήνει πολλά παιδιά απροστάτευτα, στο έλεος του Θεού κυριολεκτικά, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ανάδοχες οικογένειες που θέλουν να συνάψουν μια μακροχρόνια γονεϊκή σχέση με ένα παιδί, να δημιουργήσουν ένα ασφαλή οικογενειακό δεσμό με και για το παιδί, εφόδιο που θα το συνοδεύει για όλη της υπόλοιπη ζωή του και όχι ανάδοχοι που θα εξυπηρετήσουν απλώς για σύντομο χρονικό διάστημα την αδυναμία μιας οικογένειας να αναθρέψει το παιδί της για τους οποίους υπάρχει πολύ μικρότερη ανάγκη. Σε αυτό το αρνητικό για την κοινωνία συμπέρασμα, βασικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι οι “υπηρεσίες της κοινότητας” δηλαδή οι δημοτικές και περιφερειακές υπηρεσίες είναι πολύ αδύναμες λειτουργικά και επιχειρησιακά, λόγω ανυπαρξίας (πολλοί δήμοι και περιφέρειες δεν έχουν κοινωνικές υπηρεσίες), υποστελέχωσης και έλλειψης επιμόρφωσης και υποστήριξης του προσωπικού αλλά και εποπτείας, τόσο που δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες της κοινωνίας. ΄Αλλωστε, εκτός από το προσωπικό οι κοινωνικές υπηρεσίες δεν διαθέτουν οργάνωση, δομή, πλαίσιο και στόχο κοινωνικής εργασίας. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα κοινωνική πρόνοια και υποστήριξη της οικογένειας νοείται μόνο το κάθε λογής επίδομα για τη στέγαση, την ανεργία, τα παιδιά και “έξω από την πόρτα”. Μέχρι εκεί. Πώς λοιπόν σε μια χώρα που οι δυσλειτουργικές οικογένειες δεν μπορούν να υποστηριχτούν από τις κοινωνικές υπηρεσίες, που παιδιά κακοποιούνται για 1-2-3-5 έως και όλη την ανήλικη ζωή τους χωρίς καμιά μέριμνα, όταν μητέρες με ιστορικό χρήσης σκληρών ναρκωτικών από την εφηβική ηλικία και για 20-25 χρόνια δεν αποτοξινώνονται, ούτε καν για χάρη του εμβρύου που κυοφορούν και τους μεταφέρουν τον εθισμό τους, απαιτούν παρόλα αυτά να διατηρήσουν τη γονική του μέριμνα των παιδιών τους, “κραυγάζουμε” ότι η αναδοχή είναι κατά κύριο λόγο “προσωρινή φροντίδα” του παιδιού για να επιστρέψει στη φυσική του οικογένειά του; Με ποιά επιχειρήματα και ποια ερευνητικά συμπεράσματα στοιχειοθετείται η θέση αυτή;
Αν το κράτος (οι κυβερνήσεις) είχε τη σοβαρότητα και την πολιτική εντιμότητα να διαμορφώσει ένα πραγματικά προστατευτικό πλαίσιο οικογενειακής φροντίδας για τα ευάλωτα παιδιά με τους όρους πολιτικής που το ίδιο ήθελε να θέσει, προβαίνοντας και στις αντίστοιχες παρεμβάσεις στο προνοιακό σύστημα, θα δημιουργούσε εξαρχής ΕΝΑ ΜΗΤΡΩΟ ΑΜΕΙΒΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΔΟΧΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ, στα πρότυπα του συστήματος των χωρών του εξωτερικού όπου άνθρωποι που έχουν δικά τους παιδιά, τα μεγαλώνουν ή τα έχουν μεγαλώσει, αναλαμβάνουν έναντι κάποιας αμοιβής/αποζημίωσης την ανατροφή ενός, δύο, τριών παιδιών σε αναδοχή. Γιατί αυτό είναι το επάγγελμά τους. Γιατί αποτελούν μέρος ενός συστήματος, μιας ιεραρχίας και μιας εποπτείας στην οποία συμμετέχουν ως «υπάλληλοι – συνεργάτες» του συστήματος αυτού. Η σχέση των αναδόχων αυτών μπορεί ανάλογα με τις συνθήκες να έχει διάρκεια μέχρι την ενηλικίωση ενός παιδιού, μπορεί όμως να οδηγήσει στην μακροχρόνια αναδοχή του από άλλη ανάδοχη οικογένεια ενδεχομένως πιο κατάλληλη για μακροχρόνια αναδοχή ή στην υιοθεσία του. Στη χώρα μας, με την ευκολία και τη ρηχότητα που συνηθίζεται, η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει «υπαλλήλους» του προνοιακού συστήματος, ερήμην τους, άτεκνους ανθρώπους με βαθιά επιθυμία να αποκτήσουν και να αναθρέψουν ένα παιδί, όχι απαραίτητά υιοθετώντας το αλλά σίγουρα φροντίζοντάς το σε μακροπρόθεσμη βάση. Δηλαδή το σύστημα απαιτεί «τζάμπα» προνοιακές υπηρεσίες για παιδιά με ανάγκη μιας οικογένειας, από ιδιώτες με «ανάγκη» να μεγαλώσουν ένα παιδί σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον, προσφέροντάς του χρόνο, αποκλειστικότητα, συναισθήματα, φροντίδα και οικονομική υποστήριξη, ό,τι δηλαδή θα όφειλε να κάνει ένας φυσικός γονέας, ενώ συγχρόνως ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ απαιτεί οι ανάδοχοι γονείς να μην έχουν λόγο, άποψη, δικαίωμα συμμετοχής στις αποφάσεις που αφορούν την πορεία ζωής ενός παιδιού, προς το συμφέρον του παιδιού. Και μάλιστα όταν συχνά οι ανάδοχοι μεγαλώνουν ως πραγματικοί γονείς ένα παιδί, που το γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα, που αφουγκράζονται τις ανάγκες, τα συναισθήματά, τους φόβους, τις αγωνίες του.
Όπως άλλωστε ήδη έχει επισημανθεί σε σχετικές προηγούμενες αναφορές, παρά τις φαινομενικές επιδιώξεις του κράτους για μεταρρύθμιση του συστήματος της ιδρυματικής φροντίδας των ανηλίκων και την δήθεν επιδίωξη κατάργησης των ιδρυμάτων κλειστής φροντίδας των παιδιών, όσο οι υπηρεσίες της κοινότητας παραμένουν θλιβερά αδύναμες να ικανοποιήσουν τις κοινωνικές ανάγκες της οικογένειας και των παιδιών, εξαιτίας της αδιαφορίας του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης για μη προτεραιοποίηση της Παιδικής Προστασίας, η γονική μέριμνα των παιδιών που αφαιρείται από τους φυσικούς γονείς θα ανατίθεται σε ιδρύματα. ΄Οσο οι κοινωνικές υπηρεσίες δεν έχουν τη δυνατότητα να αναλαμβάνουν οι ίδιες τη γονική μέριμνα των παιδιών όταν αυτή αφαιρείται από την φυσική οικογένεια και να τοποθετούν παιδιά απευθείας σε ανάδοχες οικογένειες, πάντα τα ιδρύματα θα είναι οι «οι μεσάζοντες» που θα καλύπτουν το κενό της έλλειψης των επαγγελματιών αναδόχων της επείγουσας αναδοχής ή αναδοχής «πρώτης φιλοξενίας» του ευάλωτου παιδιού, γιατί κάπου θα πρέπει να φιλοξενηθεί και να φροντιστεί ένα παιδί.
Με βάση τα δεδομένα που στη χώρα μας υπάρχουν, τα ιδρύματα κλειστής φροντίδας θα μπορούσαν να πάψουν να λειτουργούν με τη σημερινή μορφή τους μόνο :
1) Εάν οι λεγόμενες “υπηρεσίες” της κοινότητας, δηλαδή των Δήμων, οργανωθούν και στελεχωθούν επαρκώς ώστε οι ίδιες να αναλάμβαναν τη γονική μέριμνα των ανηλίκων όταν αυτή αφαιρείται από τους φυσικούς γονείς (βιολογικούς ή θετούς). Οι ίδιες αυτές κοινωνικές υπηρεσίες με τη συνεργασία των εισαγγελιών και των δικαστηρίων αποφασίζουν την προσωρινή εισαγωγή του ανηλίκου σε δομή κλειστής φροντίδας οικιακού τύπου ή σε ανάδοχη οικογένεια μέχρι την χρονικά προσδιορισμένη, όσο γίνεται, επανάκαμψη της φυσικής οικογένειας ή διαφορετικά την τοποθέτηση σε μακροχρόνια ανάδοχη φροντίδα ή υιοθεσία τους
2) Εάν δημιουργηθεί μητρώο αμειβόμενων αναδόχων φροντιστών κατάλληλα εκπαιδευμένων και έμπειρων για την άμεση υποδοχή παιδιών αμέσως μετά την απομάκρυνσή τους από τη φυσική τους οικογένεια. Στο σώμα αυτών των αναδόχων φροντιστών πρέπει να περιλαμβάνονται κατά προτίμηση άτομα ή ζευγάρια που έχουν δικά τους παιδιά, χωρίς αυτή να είναι απόλυτη προϋπόθεση, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη φροντίδα παιδιών μέχρι να επιλυθεί το νομικό ζήτημα της επιμέλειάς τους. Η επιμέλεια μπορεί να παραμένει στη φυσική οικογένεια ή να αφαιρείται από τους γονείς και να ανατίθεται στις κοινωνικές υπηρεσίες ενώ η πραγματική φροντίδα του παιδιού θα ανατίθεται σε αναδόχους φροντιστές. Εάν το παιδί κριθεί ότι δεν μπορεί για λόγους προστασίας του να επιστρέψει στη φυσική οικογένεια, τοποθετείται σε μακροχρόνια αναδοχή με την ανάθεση της επιμέλειάς του σε αναδόχους γονείς ή υιοθετείται. Οι ανάδοχοι “άμεσης υποδοχής παιδιών” θα έπρεπε να περιλαμβάνονται σε Ειδικά Μητρώα των Περιφερειών ώστε κανένα παιδί στην πρώτη φάση της απομάκρυνσης από τη φυσική του οικογένεια μην απομακρύνεται από το αρχικό περιβάλλον του και να μη χάνει τους δεσμούς και την επικοινωνία του με όλα τα οικεία πρόσωπα, όπως και η νομοθεσία επιβάλλει (άρθρο 1520 ΑΚ παρ. 3 “Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης , εφ΄ όσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου”). Μάλιστα ένας αριθμός υποψηφίων αναδόχων «άμεσης υποδοχής» θα πρέπει να είναι πάντα σε διαθεσιμότητα να υποδεχθεί ένα παιδί σε κίνδυνο (ο θεσμός του «κενού κρεβατιού» κατά το σουηδικό προνοιακό σύστημα). Οι ανάδοχοι φροντιστές «άμεσης υποδοχής» εμφανίζονται και συνδέονται με το παιδί αμέσως μόλις αυτό εισαχθεί σε νοσηλευτική μονάδα για να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες ιατρικές και παιδοψυχιατρικές εξετάσεις
3) Εάν ανάδοχοι γονείς αναλαμβάνουν την επιμέλεια και την πραγματική φροντίδα παιδιών με μακροπρόθεσμη προοπτική, μη αμειβόμενοι εκτός ειδικών περιπτώσεων επαγγελματικής αναδοχής και με δυνατότητα να προβούν σε υιοθεσία του παιδιού που έχουν αναδεχθεί, εφόσον οι συνθήκες και το συμφέρον του παιδιού το επιβάλλει. Σημειώνεται ότι και στην περίπτωση αυτή ακόμη και εάν λειτουργεί το ηλεκτρονικό «ταίριασμα» τα παιδιά δεν πρέπει να απομακρύνονται σε μεγάλες αποστάσεις από τον αρχικό τόπο κατοικίας τους και να κινούνται στα όρια της Περιφέρειάς ή ομόρων Περιφερειών.
Σήμερα, καθώς το ελληνικό προνοιακό σύστημα ούτε έχει προβλέψει, ούτε προωθεί την αμειβόμενη εργασία της άμεσης αναδοχής παιδιών που εισάγονται σε αυτό (διαφορετική εντελώς είναι η πρόβλεψη της επαγγελματικής αναδοχής για παιδιά με ειδικά προβλήματα και ανάγκες που άλλωστε δεν εφαρμόζεται) δηλαδή χωρίς να εισαχθούν προηγουμένως σε ιδρύματα , διαδικασία τυπική στις χώρες του εξωτερικού κατά τρόπο ώστε οι αμειβόμενοι ανάδοχοι να είναι μέρος του συστήματος και της ιεραρχίας του, είναι ανάγκη να διασαφηνιστεί ο ρόλος των αναδόχων φροντιστών ή γονέων έτσι όπως θεσμοθετήθηκε να λειτουργεί στην Ελλάδα, ώστε κανείς να μην ερμηνεύει τη θέση τους “κατά το δοκούν”.
Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, ένα “τζαμπατζίδικο προνοιακό σύστημα”, απαιτεί από τους αναδόχους να εισφέρουν τον άπλετο χρόνο που χρειάζεται ένα παιδί του ιδρύματος για να προσαρμοστεί και να αποθεραπευτεί, τα συναισθήματά τους και όλες τις ψυχικές τους δυνάμεις, την οικονομική κάλυψη αναγκών του παιδιού που αναδέχονται μαζί με την κάλυψη των εξόδων για την επικοινωνία του παιδιού με τους φυσικούς γονείς του, που απαιτεί οι ανάδοχοι να γίνονται «γονείς» στη θέση των ελλειπόντων γονέων, ώστε είναι τουλάχιστον άδικο να εισπράττουν απαξίωση, καχυποψία και ανυποληψία από το πράγματι ανυπόληπτο, μπουρδουκλωμένο σε ρόλους και επάρκεια και αναξιόπιστο σύστημα κοινωνικής φροντίδας που πλέον με αποδείξεις, δεν το έχει σε τίποτα να καταστρέψει ψυχές παιδιών και καλόπιστων αναδόχων. Κατά λάθος πάντα. Το αρμόδιο υπουργείο, κοινωνικές υπηρεσίες και ιδρύματα απευθύνουν” μομφή” κατά των αναδόχων γονέων που επιθυμούν την μακροχρόνια αναδοχή ή υιοθεσία του παιδιού που φροντίζουν ενώ είναι προφανής, αν έμπαινε κανείς στον κόπο να παρατηρεί ελλείψει στατιστικών , η κατά κανόνα βέβαιη αδυναμία της φυσικής οικογένειας να αναλάβει εκ νέου ή εξ αρχής την ανατροφή του παιδιού της.
Οι ανάδοχοι γονείς όμως, όπως έχουν υποχρεώσεις που υπερτονίζονται και ρητά προβλέπονται στα συμφωνητικά που υπογράφονται μεταξύ των ιδρυμάτων και των ιδίων, που επαναλαμβάνονται συχνά από τα όργανα εποπτείας και τους κοινωνικούς λειτουργούς των ιδρυμάτων που ασκούν την επιμέλεια των παιδιών, έχουν πράγματι και δικαιώματα τόσο εκ της φύσεως του λειτουργήματός τους όσο και από αυτά που η ίδια η κοινή νομοθεσία τους προσδίδει.
Οι ανάδοχοι γονείς εν ολίγοις στην Ελλάδα σήμερα, δεν υπάρχουν για θα εξυπηρετούν με προσωπικό ψυχικό και οικονομικό κόστος τα κενά, την ανικανότητα ή την έλλειψη κάθε οργάνωσης των κοινωνικών, εισαγγελικών και δικαστικών υπηρεσιών, την ανετοιμότητα και την ανεπάρκεια των επαγγελματιών σε όλο το φάσμα της παιδικής προστασίας -όπου υπάρχει-, οι ανάδοχοι γονείς δεν είναι αυτοί που θα «θυσιαστούν» μέχρι το κοινωνικό κράτος και οι φυσικοί γονείς των ανηλίκων αποκτήσουν, εάν και εφόσον επιθυμούν και μπορούν πραγματικά να αποκτήσουν, την ικανότητά τους να αναλάβουν εκ νέου τη φροντίδα των παιδιών τους με επιτυχία και διάρκεια (συνηθέστατες οι περιπτώσεις παιδιών που επέστρεψαν στη φυσική τους οικογένεια και υπέστησαν εκ νέου κακοποίηση και παραμέληση λόγω υπεραισιοδοξίας και ιδεοληψίας των κοινωνικών υπηρεσιών και των ιδρυμάτων). Οι ανάδοχοι γονείς στο ελληνικό προνοιακό σύστημα καλούνται να αναλάβουν τη θέση φυσικών γονέων των παιδιών, δεν αποζημιώνονται, δεν αμείβονται αντίθετα όπως αναφέρθηκε προηγουμένως και είναι άλλωστε γνωστό, προσφέρουν οτιδήποτε χρειάζεται ένα παιδί σαν να ήταν δικό τους, φυσικό παιδί. Οπωσδήποτε αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εποπτεύονται (η σωστή και συστηματική εποπτεία είναι το βασικότερο στοιχείο μιας επιτυχημένης αναδοχής), να συνεργάζονται με τις κοινωνικές υπηρεσίες, να συνεργάζονται και όταν διαπιστώνεται ότι πράγματι το συμφέρον του παιδιού είναι να περάσει σε μια άλλη οικογενειακή κατάσταση είτε επιστρέφοντας στη φυσική του οικογένεια είτε ενδεχομένως τοποθετούμενο σε μια συμφερότερη για το ίδιο συγγενική αναδοχή. Σημαίνει όμως ότι έχουν το προφανές δικαίωμα να εκφράζουν την άποψή τους για το συμφέρον του παιδιού και να εισακούγονται, να διαφωνούν με κοινωνικές υπηρεσίες και εισαγγελείς (διότι ουδείς αλάθητος), να διεκδικούν και οι ίδιοι την ικανοποίηση του συμφέροντος του παιδιού όταν κατά την γνώμη τους παραβλάπτεται, ακόμη και από αυτούς που έχουν καθήκον να το προστατεύουν, να απαιτούν να γίνεται σεβαστός ο ρόλος και η θέση τους στο σύστημα κοινωνικής φροντίδας.
Καθώς ούτε ο νομοθέτης του Ν. 4538/2018, ούτε οι κοινωνικές υπηρεσίες και μερικές φορές ούτε οι εισαγγελίες γνωρίζουν σε βάθος το νομοθετικό πλαίσιο της αναδοχής ανηλίκων που εκτός από υποχρεώσεις προβλέπει και δικαιώματα για τους αναδόχους γονείς, αντλούμε τα δεδομένα από τις νομοθετικές διατάξεις που περιλαμβάνονται στον Αστικό Κώδικα και στο κεφάλαιο για την αναδοχή ανηλίκων, άρθρα 1655-1665. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ασφαλώς από τα δικαστήρια όταν μια διαφωνία ή διαφορά φτάσει στην κρίση τους, μόνο που δεν θα έπρεπε να φτάνουν τα πράγματα στα δικαστήρια, αλλά να επιλύονται με συναινετικές διαδικασίας. Για να γίνει όμως αυτό είναι αναγκαίο να καταστεί σαφές σε όλο το κοινωνικό σύστημα παιδικής προστασίας, ότι οι ανάδοχοι γονείς δεν υπάρχουν για να εξυπηρετούν τους υπαλλήλους του συστήματος, τους φυσικούς γονείς ή τους εισαγγελείς αλλά για να εξυπηρετούν το ίδιο το Παιδί ως συνεργάτες και όχι ως “υπηρέτες” του συστήματος.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία που περιλαμβάνεται στον αστικό κώδικα, αναδοχή ανηλίκου είναι η σύμβαση με την οποία οι ανάδοχοι γονείς αναλαμβάνουν να ασκούν την πραγματική φροντίδα ενός παιδιού όταν τη γονική του μέριμνα την ασκούν τρίτοι, δηλαδή οι γονείς ή ο επίτροπός του. Κατά τον ορισμό αυτό το παιδί διατηρεί τους νομικούς δεσμούς με τους ασκούντες τη γονική του μέριμνα και οι ανάδοχοι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να ενεργούν «εναντίον της βούλησης των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου, αν αυτή εκφράστηκε ρητά» άρθρο 1658 ΑΚ.
Παρά τη σαφή διατύπωση της νομοθεσίας για τον ορισμό της αναδοχής, διαβάζουμε στην εγκύκλιο 552//2021ΕΓΚ.ΥΠΕΚΥΠ 27/7/21 που υπογράφει η πρώην υφυπουργός κα Μιχαηλίδου με τίτλο: «Παροχή διευκρινίσεων αναφορικά με τη χορήγηση οικον. ενίσχυσης αναδοχής» και στο άρθρο 1 αυτής ότι : «Επισημαίνεται ότι ως αναδοχή ανηλίκου ορίζεται η ανάληψη από αναδόχους γονείς της πραγματικής φροντίδας του ανηλίκου, ο οποίος τελεί υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία από τρίτα πρόσωπα (άρθρα 1655 -1665 ΑΚ). Η αναδοχή ανηλίκου, ακόμη και όταν πέραν της καθημερινής φροντίδας συνοδεύεται από την μέρους ή συνόλου της επιμέλειας του ανηλίκου, δεν μεταβάλλει τις έννομες σχέσεις μεταξύ του ανηλίκου και των φυσικών γονέων, οι οποίοι παραμένουν φορείς της γονικής μέριμνας».
Η διατύπωση αυτή είναι ατυχέστατη και ασύμβατη με τη νομοθεσία περί επιμέλειας του ανηλίκου όπως αυτή ορίζεται στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 1518 ΑΚ) “Η επιμέλεια του προσώπου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του”. Με την επιφύλαξη ότι η αδόκιμη αναφορά τοποθετήθηκε στην εγκύκλιο για να αιτιολογήσει το δικαίωμα χορήγησης οικονομικής ενίσχυσης και στους αναδόχους γονείς που αναλαμβάνουν και την επιμέλεια του ανηλίκου, είναι προφανές ότι η ανάθεση της επιμέλειας στους αναδόχους γονείς ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ τις έννομες σχέσεις μεταξύ ανηλίκου και φυσικών γονέων. Οι ανάδοχοι γονείς αποφασίζουν για όλα τα παραπάνω ζητήματα που περιλαμβάνει η έννοια της επιμέλειας και αφορούν τον ανήλικο, ενώ οι φυσικοί γονείς έχοντας τη γονική μέριμνα του τέκνου τους, έχουν το επιμέρους μόνο δικαίωμα και υποχρέωση να εκπροσωπούν αυτό σε υποθέσεις, δίκες και δικαιοπραξίες και να διαχειρίζονται την περιουσία του. Είναι βέβαια απορίας άξιον πώς κατά την κρίση πολλών δικαστών οι κακοποιητικοί γονείς είναι ανίκανοι να ασκούν την επιμέλεια.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΔΟΧΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ;
1. Οι ανάδοχοι γονείς έχουν δικαίωμα να προσφύγουν στο δικαστήριο εφόσον διαφωνούν με τον τρόπο και την συχνότητα επικοινωνίας του ανηλίκου σε αναδοχή με τους φυσικούς γονείς του όπως καθορίστηκε είτε από το ίδρυμα του παιδιού, είτε από τον Εισαγγελέα με διάταξή του, με την προϋπόθεση ότι η επικοινωνία αυτή παραβλάπτει ουσιώδη συμφέροντα του παιδιού. Αντίστοιχα μπορούν να ζητήσουν μεταρρύθμιση δικαστικής απόφασης επικοινωνίας όταν στην πορεία ζωής του παιδιού αποδεικνύεται ότι η επικοινωνία με τους φυσικούς γονείς παραβλάπτει αντί να ωφελεί τα παιδιά.
“΄Αρθρο 1656 ΑΚ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΑΔΟΧΩΝ ΓΟΝΕΩΝ: Οι ανάδοχοι γονείς οφείλουν να διευκολύνουν τις προσωπικές σχέσεις και την επικοινωνία των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου με τον ανήλικο, εφόσον δεν παραβλάπτονται ουσιώδη δικαιώματά τους. Σε περίπτωση διαφωνίας αποφασίζει το δικαστήριο”.
- Οι ανάδοχοι γονείς έχουν δικαίωμα να αξιώνουν από τους φυσικούς γονείς ή τον επίτροπο του παιδιού (δηλαδή το πρόσωπο που ασκεί το σύνολο της γονικής μέριμνας του παιδιού και όχι απλώς την επιμέλεια που ούτως ή άλλως έχει περιορισμένη δικαιοδοσία), πριν αυτοί λάβουν οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τον ανήλικο να τους παρέχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τη γνώμη τους.
“΄Αρθρο 1659 ΑΚ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ: Αν δεν παρέχονται σ` αυτούς περισσότερες αρμοδιότητες από τον νόμο ή με δικαστική απόφαση, οι ανάδοχοι γονείς ασκούν, στο όνομα και για λογαριασμό των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου, όσες αρμοδιότητες τους είναι απαραίτητες για να μεριμνούν για τις τρέχουσες και τις επείγουσες υποθέσεις του ανηλίκου. Έχουν επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα να αξιώνουν από τους φυσικούς γονείς ή τον επίτροπο, πριν αυτοί λάβουν οποιαδήποτε απόφαση σχετική με τον ανήλικο, να τους παρέχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τη γνώμη τους”.
3. Οι ανάδοχοι γονείς δικαιούνται να ζητήσουν από το δικαστήριο την ανάθεση σε αυτούς της επιμέλειας συνολικά ή εν μέρει του παιδιού σε αναδοχή ή ακόμη και την επιτροπεία του κάτω από δύο, σωρευτικά συντρέχουσες προϋποθέσεις: Ι. Όταν η ένταξη του παιδιού στην ανάδοχη οικογένεια γίνει διαρκέστερη και 2. ΄Όταν εξασθενήσουν οι σχέσεις του ανηλίκου με τους φυσικούς γονείς του.
“Άρθρο 1660 ΑΚ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΄Η ΤΟΝ ΕΠΙΤΡΟΠΟ: Όταν η ένταξη του ανηλίκου στην ανάδοχη οικογένεια γίνεται διαρκέστερη, ενώ παράλληλα εξασθενούν οι δεσμοί του με τους φυσικούς γονείς του, οι ανάδοχοι γονείς έχουν το δικαίωμα να ζητούν από το δικαστήριο να αφαιρεί από τους φυσικούς γονείς εν μέρει ή εν λόγω την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου ή και τη διοίκηση της περιουσίας του. Στην τελευταία περίπτωση οι ανάδοχοι γονείς καθίστανται επίτροποι”.
- Η γνώμη των αναδόχων γονέων συνεκτιμάται ισότιμα όπως και αυτή των φυσικών γονέων, του επιτρόπου και της κοινωνικής υπηρεσίας όταν πρόκειται να ληφθεί απόφαση που αφορά το παιδί με κριτήριο πάντα το συμφέρον του.
“Αρθρο 1664 ΑΚ ΤΙ ΣΥΝΕΚΤΙΜΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να είναι σύμφωνη με το συμφέρον του ανηλίκου. Το δικαστήριο οφείλει, ανάλογα με την ωριμότητα του ανηλίκου, να ακούει, πριν αποφασίσει, και τη δική του γνώμη. Επίσης, οφείλει να ακούει τους ανάδοχους και τους φυσικούς γονείς ή τον επίτροπο και να συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας”
Από την αρχή της εφαρμογής του νέου συστήματος “ταιριάσματος” ανηλίκων από ιδρύματα με υποψηφίους αναδόχους γονείς, το οποίο κριτικάραμε ως αδόκιμο, ακατάλληλο και επισφαλές για τα παιδιά αλλά και αδικαιολόγητα επίπονο για τους υποψηφίους αναδόχους αλλά ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια οπότε αυξήθηκαν οι τοποθετήσεις παιδιών σε ανάδοχες οικογένειες, όλο και συχνότερα ακούγονται οι διαμαρτυρίες αναδόχων γονέων ότι το προνοιακό σύστημα όχι μόνο τους αφήνει επιδεικτικά και αυταρχικά έξω από το σχεδιασμό της ζωής του παιδιού μετά την αναδοχή τους αλλά τους απαγορεύει με έμμεσες αποτροπές έως “απειλές” ότι εάν παρέμβουν στη διαμόρφωση του μέλλοντος του παιδιού, οι ενέργειές τους θα αξιολογηθούν αρνητικά. ΄Ολο και συχνότερα ακούμε τις διαμαρτυρίες αναδόχων γονέων ότι δεν τους παρέχονται λεπτομερή στοιχεία για τα ιστορικά των παιδιών, για την πορεία τους στην κακοποιητική οικογένεια και το ίδρυμα, για τα ζητήματα που χρειάζονται μια πιο ειδική και συστηματική θεραπευτική παρέμβαση για τα παιδιά. Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί η εγκατάλειψη αυτών των ανθρώπων χωρίς υποστήριξη και χωρίς ευελιξία προς εξυπηρέτηση των αναγκών των παιδιών πρωτίστως και μετά και των ίδιων, που οφείλουν να περιφρουρήσουν την υγιή ψυχοκοινωνική τους λειτουργικότητα για να είναι ωφέλιμοι για τα παιδιά που αναλαμβάνουν. Το προνοιακό σύστημα (κεντρικές κυβερνητικές υπηρεσίες, κρατικά και ιδιωτικά ιδρύματα) παραβιάζει συστηματικά το Νόμο και τα δικαιώματα των αναδόχων γονέων, τους περιθωριοποιεί και τους αποκλείει από τις νόμιμες ενέργειες στις οποίες οφείλουν να συμμετέχουν, όπως είναι οι δίκες για την αφαίρεση γονικής μέριμνας από φυσικούς γονείς και ανάθεση σε ίδρυμα ή στους ίδιους.
Δεν είναι λίγες οι φορές που δέχθηκα κριτική στην στάση μου, να ενημερώνω και να κατευθύνω τους αναδόχους και υποψηφίους αναδόχους γονείς μέσα από τη συμβουλευτική που προσφέρει το “Δίκτυο Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών για την εξωιδρυματική φροντίδα των ανηλίκων” για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων που αναλογούν στους αναδόχους γονείς, για την εξυπηρέτηση όχι των ίδιων αλλά των παιδιών που προστατεύουν και φροντίζουν. Η κριτική, στη λογική ότι η θέση μας αυτή δημιουργεί δήθεν μια μονομέρεια υπέρ των αναδόχων γονέων σε βάρος ενδεχομένως της φυσικής οικογένειας του παιδιού θα είχε λογική βάση, εάν στη χώρα μας υπήρχε ένα σύστημα αντικειμενικό και αμερόληπτο, που οργανώθηκε και λειτουργεί με τις προϋποθέσεις που σε ένα ευνομούμενο κοινωνικό κράτος σε μια δημοκρατική κοινωνία οφείλει να λειτουργεί. Κυρίως κάτω από συνεχή εποπτεία και αξιολόγηση. Αντίθετα στην Ελλάδα, το σύστημα “πάσχει” από πολλές πλευρές με αποτέλεσμα να δημιουργεί καταστροφικές συνέπειες για παιδιά στο σύστημα παιδικής φροντίδας όσο και για αναδόχους, που όπως ήδη αιτιολόγησα ΔΕΝ είναι εργαζόμενοι στο σύστημα, είναι ουσιαστικό και ΙΣΟΤΙΜΟ μέρος ενός συστήματος στο οποίο καλούνται να παρέχουν τα περισσότερα και τα σημαντικότερα για την ευημερία ευάλωτων παιδιών. Η ηλεκτρονική πλατφόρμα με τον απαράδεκτο για ανθρώπους τρόπο “ταιριάσματος” στον τομέα της αναδοχής, οι αδυναμίες της που δεν λένε να διορθωθούν χρόνια τώρα και ταλαιπωρούν αφάνταστα ανθρώπους ακόμη και με την αχαρακτήριστη, ακόμη αδιόρθωτη, διαδικασία να παιδιά να μετακινούνται από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη, οι εποπτεύοντες τις αναδοχές να μη γνωρίζουν τίποτα για το ιστορικό του παιδιού και της οικογένειάς τους παρά μόνο ό,τι μεταφέρει ο κοινωνικός λειτουργός του ιδρύματος, οι κακές υπηρεσίες που συχνότατα παρέχουν τα ιδρύματα είτε σκοπίμως εξυπηρετώντας στρεβλές πολιτικές των διοικήσεών τους (μόλις δυο ημέρες πριν πληροφορήθηκα ότι παιδιά 1 και 3 ετών αδέλφια, έχουν μείνει τρία χρόνια σε ίδρυμα, σε δομή του “Χαμόγελου του Παιδιού” που ΔΕΝ είναι καν βρεφοκομείο και γνωρίζουμε ότι περιθάλπει βρέφη και σε άλλες δομές, ενώ έπρεπε να έχουν δοθεί για αναδοχή ένα μήνα μετά την τοποθέτησή τους ακόμη και πριν αρχίσει να λειτουργεί η πλατφόρμα, με πολύ άσχημα αποτελέσματα ανάπτυξης γι αυτά) είτε από άγνοια και έλλειψη γνώσης και επιμόρφωσης των κακοπληρωμένων επαγγελματιών που εργάζονται σε αυτές -και υποχρεούνται άλλωστε να υπακούν στις εντολές που δέχονται από τυχάρπαστες διοικήσεις αποτελούμενες συχνά από “αχυρανθρώπους”-, η έλλειψη κάθε νομικής συμβουλευτικής υπηρεσίας ακόμη και στις κεντρικές υπηρεσίες του υπουργείου που καθορίζει πολιτική χωρίς γνώση της σχετικής νομοθεσία και τους απαραίτητους νομικούς χειρισμούς και τελευταία διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν και εισαγγελείς που αυτοαναδεικνύονται και κοινωνικές υπηρεσίες και μόνοι τους αποφασίζουν για ζητήματα που χρειάζονται συλλογική εργασία και σεβασμό στις απόψεις κοινωνικών υπηρεσιών. Εμμονικές και ιδεοληπτικές προσεγγίσεις π.χ. οπωσδήποτε συγγενική αναδοχή όταν συγγενικές αναδοχές έχουν επιφέρει πολλές φορές καταστροφικά αποτελέσματα για τα ανήλικα παιδιά που έφυγαν από κακό οικογενειακό περιβάλλον και πήγαν στο κακό επίσης ή χειρότερο συγγενικό περιβάλλον, αναγκαστική αναδοχή αδελφών διότι δεν έγινε καμιά εργασία επεξεργασίας του αληθινού συμφέροντος των παιδιών να παραμείνουν μαζί σε ανάδοχη οικογένεια ή να χωριστούν για το συμφέρον και των δύο, με προτιμητέα κατά το σύστημα λύση την ιδρυματοποίηση όλων αφού δεν είναι απλή διαδικασία η αναδοχή αδελφών με διαφορετική ανάπτυξη και ανάγκες, περιορισμένη έως ασήμαντη συμβολή του Προγράμματος “Εγγύηση για το Παιδί” που περισσότερο έγινε για εντυπώσεις στην Ε.Ε. παρά για την ουσία αφού δεν αντιμετώπισε το ζήτημα με την διεπιστημονικότητα που όφειλε και τις αληθινές ανάγκες του συστήματος, με αμφιλεγόμενες προσεγγίσεις και με απελπιστικά περιορισμένο εύρος σε φορείς της Αττικής και για ένα μικρό χρονικό διάστημα ώστε σήμερα να έχει ξεχαστεί όλο αυτό το έργο που έχει παραχθεί . Αποτέλεσμα η συνέχιση της ιδρυματοποίησης και πολλά κρούσματα αποτυχημένων αναδοχών που αποκρύπτονται επιμελώς από το αρμόδιο υπουργείο. Υπό αυτές τις συνθήκες, ναι, οι ανάδοχοι γονείς καλούνται να ασκήσουν ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ τα δικαιώματά του για να προστατέψουν αυτοί τα παιδιά του προνοιακού συστήματος, αφού δεν τα προστατεύει κανένας άλλος.
Η Ελένη Γεώργαρου είναι τ. δικηγόρος, Πρόεδρος του σωματείου «Δίκτυο Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών για την εξωιδρυματική κοινωνική φροντίδα των ανηλίκων» και Συντονίστρια ΄Εργου «Τα Δικαιώματα των Παιδιών που ζουν σε ιδρύματα/Τα αόρατα παιδιά» που εκπονείται στο πλαίσιο του Προγράμματος Active citizens fund με διαχειριστή το Ιδρυμα Μποδοσάκη και την Οργάνωση Solidarity Now