* της Μαρίας Δημητριάδη
αποφοίτου του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου
Το ζήτημα της στέγασης τον τελευταίο καιρό φαίνεται να βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Με αφορμή τις καταστροφικές πυρκαγιές και, πρόσφατα, τις πλημμύρες που σημειώθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, η κατοικία φαίνεται πως δεν είναι πάντα δεδομένη, αλλά βρίσκεται υπό συνεχή διακύβευση.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να παρατηρήσουμε το εξής: ένα γεγονός αρχίζει να «προβληματικοποιείται» και να περνά στην δημόσια σφαίρα συζήτησης και πολιτικών όταν αρχίζει να απασχολεί -ή να αφορά- ένα σημαντικό αριθμό ατόμων. Επομένως, η αδυναμία κατοίκησης σε έναν τόπο ως αποτέλεσμα μιας καταστροφής, αρχίζει να αποτελεί ένα πρόβλημα που χρήζει αντιμετώπισης και για το οποίο η πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει.
Ωστόσο, η αδυναμία πρόσβασης ή παραμονής σε στέγη, με όρους βιωσιμότητας και αξιοπρέπειας, δεν είναι ένα μονοσήμαντο φαινόμενο. Στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικές μορφές στεγαστικού αποκλεισμού ή «αστεγίας», τις οποίες ο οργανισμός FEANTSA έχει τυποποιήσει για να βοηθήσει στη αναγνώριση και κατανόησή τους. Συγκεκριμένα, μια κατηγορία είναι οι «Άστεγοι στο δρόμο (Roofless)», η οποία αφορά σε ανθρώπους που δεν έχουν έναν σταθερό τόπο διαμονής, με αποτέλεσμα να κοιμούνται σε δημόσιους χώρους, στο δρόμο ή σε υποβαθμισμένα καταλύματα. Μια άλλη είναι οι «Στερούμενοι κατοικίας (Houseless)»: πρόκειται για άτομα που διαμένουν σε ξενώνες φιλοξενίας, ξενώνες γυναικών, κέντρα μεταναστών/προσφύγων, έχουν βγει από κάποιο ίδρυμα (π.χ. νοσοκομείο, φυλακή, ψυχιατρική κλινική) ή που λαμβάνουν μακροχρόνια υποστήριξη (π.χ. ηλικιωμένοι άστεγοι, πρώην άστεγοι σε υποστηριζόμενη διαμονή). Γενικά, ο χρόνος διαμονής στις παραπάνω περιπτώσεις είναι σύντομος (λιγότερο από 1 έτος).
Έπειτα, περνάμε σε λιγότερο εμφανείς καταστάσεις στεγαστικού αποκλεισμού, όπως στην περίπτωση των «Ανθρώπων σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης (Insecure)»: αυτή αφορά άτομα που ζουν σε επισφαλή κατοικία (π.χ. σπίτι συγγενών/φίλων, παράτυπη υπενοικίαση), που κινδυνεύουν με έξωση ή που ζουν υπό την απειλή βίας (π.χ. θύματα ενδοοικογενειακής βίας). Τέλος, υπάρχουν και οι «Άνθρωποι σε ακατάλληλα-ανεπαρκή καταλύματα (Inadequate)» που αφορά άτομα που ζουν σε προσωρινά ή πρόχειρα καταλύματα (π.χ. τροχόσπιτα), ακατάλληλα καταλύματα (π.χ. οικοδομές) ή μιλάμε για υπερβολικά μεγάλο αριθμό ατόμων που ζουν υπό την ίδια στέγη, δημιουργώντας συνθήκες συνωστισμού/υπερπληρότητας.
Παρόλο που διεθνώς οι διαφορετικές μορφές αστεγίας και, αντίστοιχα, το θέμα της πρόσβασης σε στέγη έχουν αναχθεί ως αντικείμενο ακαδημαϊκών σπουδών, έρευνας και πολιτικών, η κοινή γνώμη -και συχνά οι πολιτικοί δρώντες και τα media- έχει ταυτίσει την αστεγία με άτομα που ζουν στον δρόμο. Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια προσέγγιση μάς κάνει να αγνοούμε τις διαφορετικές εκφάνσεις τις αστεγίας, όπως και τους λόγους για τους οποίους μπορεί κάποιος να έχει περιέλθει σε αυτή την κατάσταση, με αποτέλεσμα να θεωρούμε πως η αστεγία είναι, ενδεχομένως, ένα “προσωπικό” πρόβλημα, άρα δεν υπάρχει μεγάλη κινητοποίηση προς την επίλυσή του. Αυτή η στάση είναι που χαρακτηρίζει σε σημαντικό βαθμό και την ελληνική περίπτωση.
Σύμφωνα με κυβερνητικά προγράμματα των κομμάτων, φαίνεται πως οι στεγαστικές πολιτικές της χώρας επικεντρώνονται, κατά βάση, στην υποβοήθηση οικογενειών και νέων να έχουν πρόσβαση σε στέγαση (π.χ. με επιδόματα, χαμηλότερο ενοίκιο, κ.λπ.), οι οποίες αφορούν, ως επί το πλείστον, τους γηγενείς. Όσον αφορά τον αλλοδαπό πληθυσμό που δεν έχει ένα σταθερό τόπο διαμονής, όπως οι πρόσφυγες, και των οποίων οι συνθήκες διαμονής δεν είναι ιδιαίτερα αξιοβίωτες, η κάλυψη της ανάγκης για στέγη από την ελληνική πολιτεία φαίνεται να περιορίζεται σε επίπεδο βραχυπρόθεσμων προγραμμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα ESTIA για την στέγαση αιτούντων άσυλο, με την ολοκλήρωση του οποίου τα προσφερόμενα σπίτια διατέθηκαν για τους νέους ως 39 ετών, με βάση το πρόσφατο πρόγραμμα «Κάλυψη».
Το ζήτημα, λοιπόν, της στέγασης των προσφύγων δεν αποτελεί ακόμα «πρόβλημα» για την ελληνική κοινωνία – τουλάχιστον όχι τόσο όσο η στέγαση των πλημμυροπαθών. Η διάκριση μεταξύ «άξιων» προστασίας φανερώνεται και με την απομάκρυνση προσφύγων από τις δομές φιλοξενίας (κοντέινερ) στο Κουτσόχερο Λάρισας, ώστε να στεγαστεί ο γηγενής πληθυσμός που επλήγη από τις πρόσφατες πλημμύρες. Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανές ότι η κάλυψη της ανάγκης για στέγαση γίνεται με στρατοπεδικού τύπου μέσα, τα οποία δεν διαθέτουν τις λειτουργίες και τα εφόδια ενός αυτόνομου σπιτιού ούτε διακρίνονται για τις αξιοπρεπείς συνθήκες διαμονής. Με άλλα λόγια, οι πολιτικές για την στέγαση πληθυσμών (γηγενών και μη) δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βιώσιμες, καθώς τίθενται μόνο ελάχιστες προδιαγραφές, χωρίς την προοπτική ανάκαμψης.
Η κατάσταση αυτή, που έχει εκδηλωθεί προ πολλού στην περίπτωση των προσφύγων και τώρα φαίνεται να θορυβεί μεγαλύτερο αριθμό του ελληνικού πληθυσμού, χρήζει άμεσης αντιμετώπισης για την αποφυγή φαινομένων στεγαστικού και κοινωνικού αποκλεισμού. Αν και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης το ζήτημα της πρόσβασης σε στέγη έχει μετουσιωθεί σε κατευθυντήριες οδηγίες για τα κράτη-μέλη, η μη-δεσμευτικότητα και η έλλειψη κινήτρων έχουν οδηγήσει την Ελλάδα σε πολιτικές με αρκετά περιοριστικούς όρους που δεν φαίνεται να προλαμβάνουν ή να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο του στεγαστικού αποκλεισμού. Ενδεχομένως, το εν λόγω ζήτημα να μην βρισκόταν στις προτεραιότητες της πολιτικής ατζέντας των προηγούμενων και τωρινών κυβερνήσεων, όμως η συστηματική παραμέλησή του σε επίπεδο πολιτικών, μακροπρόθεσμα, θα οδηγήσει στην εντονότερη και συχνότερη βίωση της αστεγίας από όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
[irp posts=”41456″ ]