Ο «Κόμβος ΚΑΛΟΤροφΑ για τη διατροφική κυριαρχία και αειφορία» βασικό στόχο έχει να αναδείξει τη διασύνδεση των παγκόσμιων αγροδιατροφικών συστημάτων και των καταναλωτικών μας επιλογών με τη βιωσιμότητα του πλανήτη και την κοινωνική ευημερία. Μέσα από δράσεις ενημέρωσης, βιωματικά εργαστήρια και εκπαιδευτικά εργαλεία αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση καταναλωτών γύρω από τα μεγάλα διακυβεύματα και διακινδυνεύσεις του πλανήτη, όπως η κλιματική κρίση, η υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων, η απώλεια γεωργικής γης, η επισιτιστική ανασφάλεια και η πείνα, η επίμονη ακρίβεια στις τιμές των βασικών αγαθών διατροφής και η συγκέντρωση της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων σε έναν περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων της παγκόσμιας αγροβιομηχανίας που ελέγχουν τους τομείς των τροφίμων και της γεωργίας διεθνώς.
Η έννοια της διατροφικής κυριαρχίας, -ή αλλιώς το δικαίωμα στην επιλογή της τροφής-πρωτοεισήχθη το 1996 από την (La) Via Campesina, ένα διεθνές κίνημα χωρικών, μικρών παραγωγών, εργατών γης και αυτόχθονων κοινοτήτων, που γεννήθηκε στη Λατινική Αμερική και σήμερα είναι εξαπλωμένο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Υπερασπίζεται το δικαίωμα των λαών να ορίζουν τα δικά τους αγρο-διατροφικά συστήματα μέσα από την απρόσκοπτη πρόσβαση σε υγιεινά, θρεπτικά, οικονομικά προσιτά και πολιτισμικά κατάλληλα τρόφιμα που παράγονται μέσω οικολογικών και βιώσιμων μεθόδων. Η διατροφική κυριαρχία, ως κίνημα και ως πλαίσιο πολιτικής και πρακτικής δίνει προτεραιότητα στις τοπικές και εθνικές οικονομίες και αγορές, επιδιώκοντας να ενδυναμώσει την οικογενειακή γεωργία και το δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης σε γη, νερό, σπόρους και άλλους παραγωγικούς πόρους. Εκφράζει την ανάγκη εξάλειψης της άνισης κατανομής της τροφής μέσα από την προώθηση διαδικασιών δημοκρατικού ελέγχου του παγκοσμιοποιημένου αγροδιατροφικού συστήματος (Nyéléni Forum Declaration for Food Sovereignty, 2007).
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, των πολλαπλών κρίσεων και της ρευστότητας (χρηματοπιστωτική κρίση 2007/08, οικονομική ύφεση, πανδημία, κλιματική αλλαγή, πόλεμοι, ενεργειακή κρίση), ζητήματα όπως η προσβασιμότητα στην τροφή και η επισιτιστική ανασφάλεια παίρνουν νέες διαστάσεις. Οι εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες και τα προβλήματα της ακραίας φτώχειας και υποσιτισμού, αφορούν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου και του αναπτυγμένου κόσμου, αναδεικνύοντας την επείγουσα ανάγκη για έναν ευρύτερο μετασχηματισμό των συστημάτων παραγωγής και πιο δίκαιη διανομή της τροφής, από την τοπική έως την παγκόσμια κλίμακα.
Οι λόγοι που ερμηνεύουν την επισιτιστική επισφάλεια και την ακραία φτώχεια είναι πολλοί και καταγεγραμμένοι. Από τη μία, ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται ενώ παράλληλα βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο σε πολλά μέρη του κόσμου με αποτέλεσμα να μεγεθύνεται η ζήτηση σε μια σειρά από τρόφιμα (και δη το κρέας), χωρίς η γεωργική παραγωγή να μπορεί να ακολουθήσει με τους ίδιους ρυθμούς. Ωστόσο, η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και η ανεπαρκής παραγωγή δεν φαίνεται να είναι οι κύριες αιτίες για τις ελλείψεις στην τροφή και τα φαινόμενα πείνας. Όπως τονίζει ο παγκόσμιος οργανισμός τροφίμων και γεωργίας (FAO), παράγεται 1.5 φορά περισσότερη τροφή από όση χρειάζεται για να τραφεί ο πληθυσμός της γης, και συνεπώς το πρόβλημα εντοπίζεται περισσότερο στην έλλειψη ίσης πρόσβασης και στις ακραίες ανισότητες στην κατανομή του πλούτου.
Από την άλλη, η κλιματική κρίση με τις παρατεταμένες ξηρασίες και τα πλημμυρικά φαινόμενα διαταράσσουν τα οικοσυστήματα, υποβαθμίζουν τη γεωργική γη και μειώνουν τη συνολικά διαθέσιμη ποσότητα τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο, την ίδια στιγμή που οι διαθέσιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις για τρόφιμα στον πλανήτη ολοένα και συρρικνώνονται (ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο) καθώς περνούν σε άλλες χρήσεις (παραγωγή βιοκαυσίμων, φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα, τουρισμός, αστικοποίηση). Συχνά, δε, παρατηρείται το φαινόμενο υφαρπαγής ωφέλιμης γεωργικής γης, μεταξύ αυτών και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ρουμανία, Λιθουανία, Ουγγαρία, κ.ά.), με τη συγκεντροποίηση και τον έλεγχο της γης σε λίγες μόλις εταιρείες της παγκόσμιας αγροβιομηχανίας, αλλά και εταιρικές κοινοπραξίες που δραστηριοποιούνται εκτός πρωτογενούς τομέα. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται έλεγχο στους τρόπους αγροτικής παραγωγής και χειραγώγηση των τιμών των τροφίμων στην παγκόσμια αγορά μέσα από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (ντάμπινγκ), που γίνονται ωστόσο αποδεκτές στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ατζέντας (‘Εκθεση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 2015). Πρόσφατα, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθαν να επιδεινώσουν δραματικά τις στρεβλώσεις της αγοράς, ενώ διεθνείς οργανισμοί, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο του τομέα των τροφίμων, κλιμακώνοντας τις κερδοσκοπικές αυξήσεις των τιμών μέσα στη δίνη της απορρυθμισμένης παγκοσμιοποίησης.
Με άλλα λόγια, το τρόφιμο από αγαθό έχει μετατραπεί σε απλό εμπόρευμα, ενώ η χρηματιστικοποίηση και η απελευθέρωση της αγοράς τροφίμων έχουν διαταράξει τη διατροφική, παραγωγική και οικολογική ισορροπία των τοπικών παραγωγικών συστημάτων, τα οποία έχουν προ πολλού χάσει την αυτοδυναμία τους. Αναδεικνύεται, λοιπόν, η ανάγκη για (επανα)τοπικοποίηση των συστημάτων τροφίμου. Δηλαδή, αλλαγή του μοντέλου παραγωγής σε όλο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας (ηθική παραγωγή), αλλά και καταναλωτικής κουλτούρας με γνώμονα το σεβασμό στη φύση, τα ζώα και τους εργαζόμενους στην παραγωγή τροφίμων (ηθική κατανάλωση) και την προώθηση διαδικασιών δημοκρατικού ελέγχου του παγκοσμιοποιημένου αγροδιατροφικού συστήματος.
Στην κατεύθυνση αυτή, διεθνείς οργανισμοί αναδιαρθρώνουν την πολιτική τους ατζέντα με βασικούς πυλώνες «το πρασίνισμα» και «την απανθρακοποίηση της οικονομίας», προτάσσοντας φιλόδοξες στρατηγικές. Ενδεικτικά αναφέρονται η «Πράσινη Συμφωνία» για μια κλιματικά ουδέτερη και βιώσιμη Ευρώπη έως το 2050 και η στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής της ΕΕ για ένα δίκαιο, υγιές και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα τροφίμων, χωρίς ωστόσο να μπορούν να συμβάλλουν πρακτικά στην αλλαγή παραδείγματος και στη διαχείριση των αδικιών και των κρίσεων (οικολογικές, οικονομικές, κοινωνικές) που γεννούν οι στρεβλώσεις της αγοράς.
Από την άλλη, τα παγκόσμια και τοπικά κινήματα βάσης για την τροφή και τη βιώσιμη γεωργία, εντείνουν τους αγώνες τους ενάντια στις πολιτικές που καθοδηγούνται από τη νεοφιλελεύθερη αγορά και τα εταιρικά συμφέροντα της αγροβιομηχανίας. Υπερασπίζονται την (επανα)τοπικοποίηση της τροφής, την αγροοικολογική παράδοση, τη βιολογική και πολιτιστική ποικιλότητα, τις τοπικές γαστρονομίες, το δίκαιο και αλληλέγγυο εμπόριο μέσα από εναλλακτικά δίκτυα τροφίμου (Alternative Food Networks) και τις βραχείες αλυσίδες τροφοδοσίας. Μεταξύ αυτών, οι υπαίθριες αγορές παραγωγών, τα επισκέψιμα πολυλειτουργικά αγροκτήματα, οι αστικοί και περιαστικοί βιολογικοί λαχανόκηποι, η κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία και τα κοινωνικά συνεταιριστικά εγχειρήματα για την τροφή (π.χ. καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί προώθησης τοπικών προϊόντων και προϊόντων δίκαιου και αλληλέγγυου εμπορίου, κοινωνικά παντοπωλεία, συλλογικές κουζίνες κλπ.). Πρόκειται για καινοτόμες δράσεις και εγχειρήματα που φέρνουν σε άμεση επαφή και αλληλεπίδραση παραγωγούς και καταναλωτές εκφράζοντας το κοινωνικό αίτημα για επανάκτηση της σχέσης μας με την τροφή (ποιότητα, ποικιλία, εποχικότητα, προσιτό κόστος, δίκαιη τιμή), τους παραγωγούς και τους τόπους παραγωγής.
Στην Ελλάδα, τα εναλλακτικά και αλληλέγγυα δίκτυα τροφίμου και τα συλλογικά εγχειρήματα γύρω από την τροφή αναδύθηκαν σχετικά πρόσφατα, ουσιαστικά μετά το 2010, υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης και των ακραίων φαινομένων φτώχειας και υποσιτισμού μεγάλων ομάδων του πληθυσμού. Η αρχή έγινε το 2012 με το αποκαλούμενο «κίνημα της πατάτας» το οποίο ξεκίνησε στην Πιερία και εξαπλώθηκε γρήγορα σ’ όλη την Ελλάδα με τη μορφή υπαίθριων «αγορών χωρίς μεσάζοντες», καθώς και με πρωτοβουλίες κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας. Οι εναλλακτικές αυτές αγορές, όπως έδειξαν οι εμπειρικές έρευνες στήριζαν τόσο τους μικρούς παραγωγούς και μεταποιητές όσο και τους καταναλωτές (δίκαιη τιμή, ποιότητα, τοπικότητα). Ωστόσο, παρά τη δημοφιλία τους, η λειτουργία τους ρυθμίστηκε θεσμικά μόλις το 2017 (Ν. 4497/2017), ενώ καταργήθηκαν στη συνέχεια (Ν.4849/2021) στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονισμού των υπαίθριων αγορών, μετά από αίτημα της πανελλήνιας ομοσπονδίας πωλητών λαϊκών αγορών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κοινή Γεωργική Πολιτική της ΕΕ, αναγνωρίζοντας τα οφέλη των εναλλακτικών δικτύων διανομής για τη στήριξη της οικογενειακής γεωργίας και των αγροτικών κοινοτήτων, ενθαρρύνει τις υπαίθριες αγορές παραγωγών καθώς και την απευθείας πώληση γεωργικών προϊόντων και τροφίμων από τους ίδιους τους παραγωγούς στο αγρόκτημα.
Μέσα στη γενικότερη ρευστότητα εξαιτίας της διατροφικής επισφάλειας, της απουσίας εξειδικευμένων πολιτικών και θεσμικού πλαισίου για την υποστήριξη των εναλλακτικών αγροδιατροφικών δικτύων στην Ελλάδα, καθώς και της ελλειμματικής πληροφορίας και γνώσης για τη σύνδεση της τροφής με την ευημερία των ανθρώπων και τη βιωσιμότητα του πλανήτη, τα βασικά ερωτήματα που τίθενται είναι: κατά πόσο είμαστε εξοικειωμένοι στην Ελλάδα ως καταναλωτές, και ως πολίτες γενικότερα, γύρω από νεοαναδυόμενες έννοιες και τεχνικούς όρους (κλιματική ουδετερότητα, ηθική κατανάλωση, δίκαιη τροφή, απανθρακοποίηση, κοκ), προσεγγίσεις και πρακτικές (τοπικοποίηση, αγροοικολογική μετάβαση, κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία, κλπ) που αφορούν τα εναλλακτικά δίκτυα τροφίμου και το δικαίωμα στην τροφή; Τι γνωρίζουμε για τη σχέση του τροφίμου που αγοράζουμε με το οικολογικό του αποτύπωμα και τα εργασιακά δικαιώματα όλων αυτών που εμπλέκονται στην παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία μέχρι να φθάσει στο τραπέζι μας;
Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε η ιδέα στην ομάδα εργασίας του Παντείου να δημιουργηθεί ένας εκπαιδευτικός κόμβος κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας για την ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση «μικρών και μεγάλων καταναλωτών», δηλαδή μαθητών σχολείων και ενήλικων καταναλωτών, στη διατροφική κυριαρχία και αειφορία. Πώς, δηλαδή, ο καταναλωτής από παθητικός αποδέκτης των επιταγών της αγοράς μπορεί να γίνει ενεργός καταναλωτής- πολίτης που επιλέγει την τροφή του κατά τρόπο, ώστε, να μπορεί να επηρεάζει με τις αγοραστικές του επιλογές τα συστήματα παραγωγής και διανομής τροφίμου να γίνουν περισσότερο βιώσιμα και δίκαια.
Η ταυτότητα του Κόμβου ΚΑΛΟΤροφΑ
O «Κόμβος Κ.ΑΛ.Ο. για τη διατροφική κυριαρχία και αειφορία. Εκπαιδεύοντας μικρούς και μεγάλους καταναλωτές στη διατροφική κυριαρχία και αειφορία – ΚΑΛΟΤροφΑ», με έδρα το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Παν/μιου, στοχεύει στην ευαισθητοποίηση, ενημέρωση και εκπαίδευση μαθητών σχολείων και ενηλίκων καταναλωτών-πολιτών γύρω από ζητήματα διατροφικών αντιλήψεων, στάσεων και πρακτικών ηθικής παραγωγής και κατανάλωσης σύμφωνα με τις αρχές της Κ.ΑΛ.Ο και της αειφορίας, έτσι όπως αυτές αποτυπώνονται στους 17 Στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ.
Η ερευνητική ομάδα του Παντείου (επιστ.υπεύθ. καθ. Θ.Ανθοπούλου) σε συνεργασία με το Open Lab Athens, δημιούργησε μια καινοτόμα εκπαιδευτική εργαλειοθήκη μέσα από συμμετοχικά εργαστήρια με τους συνεργαζόμενους φορείς του προγράμματος (1ο Περιφερειακό Κέντρο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού Αττικής, Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης, Dock Συνεργατικός Χώρος Κ.Αλ.Ο.) για τη συν-διαμόρφωση ενός συνεκτικού εκπαιδευτικού υλικού (εναλλακτικό γλωσσάρι) και ενός πιλοτικού εργαλείου μάθησης με τη μορφή επιτραπέζιου παιχνιδιού.
Το έργο εγκρίθηκε στο πλαίσιο της 3ης Προκήρυξης Δράσης “Επιστήμη και Κοινωνία – Κόμβοι Έρευνας, Καινοτομίας και Διάχυσης” του ΕΛΙΔΕΚ, στη Θεματική 3: Κόμβοι Κυκλικής & Κοινωνικής Οικονομίας (αριθμός έργου 01753).
Περισσότερες πληροφορίες:
https://kalotrofa.panteion.gr/
Σελίδα facebook