Γεώργιος Θ. Ζώης
Δρ. Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ
Στις 31.10.2022 και 15.2.2023 ιδιώτες κατήγγειλαν στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), τη διαδικτυακή προβολή σε απευθείας μετάδοση (live streaming), κατά το χρονικό διάστημα από τις 31.5.2021 έως τις 8.11.2023, οπτικοακουστικού περιεχομένου, μέσω διαδικτυακού καναλιού κατοχής ιδιώτη, στην πλατφόρμα «YouTube», το οποίο διαφαινόταν να θίγει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να θέτει σε κίνδυνο την ηθική και πνευματική ανάπτυξη των ανηλίκων, να μεταδίδει σκηνές φυσικής και λεκτικής βίας και να ενθαρρύνει έμμεσα τη βία και το μίσος κατά πληθυσμιακών ομάδων (ΑμεΑ). Σε συνέχεια των ανωτέρω καταγγελιών, το ΕΣΡ σχημάτισε σχετικό φάκελο για τον έλεγχο και την εξέταση της υπόθεσης, από τον οποίο προέκυψε η επιβεβαίωση της ύπαρξης του διαδικτυακού καναλιού, χρηματοδοτούμενου από τους χρήστες (με διακύμανση των μηνιαίων συνδρομών από 1.99 έως και 9.99 ευρώ το μήνα), έχοντος περί τους 122.000 εγγεγραμμένους χρήστες και συνολικά ακαθάριστα έσοδα από επιπλέον εθελούσιες χρηματικές καταβολές χρηστών ύψους 222.000 ευρώ. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι εκατοντάδες από τις εκπομπές που είχαν προβληθεί, βρίσκονταν αποθηκευμένες σε κατάλογο, με οργάνωση κατά χρονολογική σειρά και με τρόπο που τις καθιστούσε ελευθέρως προσβάσιμες στους ενδιαφερόμενους χρήστες, χωρίς ωστόσο αυτές να φέρουν κάποια σήμανση καταλληλότητας ή κάποιον αποδεικνυόμενο τρόπο εξακρίβωσης της ηλικίας και, ιδίως, της τυχόν ανηλικότητας των προσώπων που επιθυμούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο αυτό [1].
Στη συγκεκριμένη υπόθεση τα ευρήματα του ελέγχου του ΕΣΡ κατέληξαν σε πράξεις ιδιαιτέρως προσβλητικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη νεότητα. Σημειώνεται ότι στις χρηματοδοτούμενες από τους χρήστες πράξεις πρωταγωνιστούσαν πρόσωπα που φαίνονταν «να μην είναι πνευματικά σε θέση να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τον εαυτό τους», υφιστάμενα εξευτελιστικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια συμπεριφορές, όπως η εμπλοκή σε έντονες διενέξεις, με ανταλλαγή ύβρεων και άσκηση σωματικής βίας, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο ψυχολογικής, λεκτικής και σωματικής βίας, ενώ καταλυτικές ήταν οι απειλές από το πρόσωπο που λειτουργούσε και εκμεταλλευόταν το κανάλι. Οι προβαλλόμενες από το επίμαχο διαδικτυακό κανάλι εκπομπές, με μέριμνα του διαχειριστή – παρόχου περιεχομένου και χρηματοδότηση από τους χρήστες, εμπίπτουν στην έννοια της υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων, που αποσκοπεί στην ψυχαγωγία του κοινού και διενεργείται με απόλυτα οργανωμένο και συστηματικό τρόπο, που προσομοιάζει με την παροχή οπτικοακουστικού περιεχομένου από τους παραδοσιακούς παρόχους, με αδιάφορη τη φύση του εν λόγω μέσου (διαδικτυακό κανάλι). Το ΕΣΡ [2] απεφάνθη ότι ο πάροχος περιεχομένου έθεσε σε άμεσο κίνδυνο την ηθική και πνευματική ανάπτυξη των ανηλίκων με την προβολή σκηνών με πορνογραφικό περιεχόμενο, προτύπων και συμπεριφορών που προσβάλλουν κατάφωρα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σκηνών φυσικής και λεκτικής βίας, περιεχόμενο το οποίο καθίσταται άκρως επιβλαβές για την ηθική και πνευματική ανάπτυξη των ανηλίκων [3]. Επιπλέον, έκρινε ότι ο ίδιος ενθάρρυνε έμμεσα τη βία και το μίσος κατά πληθυσμιακών ομάδων βάσει, ιδίως, της πνευματικής και σωματικής υστέρησης των μελών τους, με τη χρήση υποτιμητικών χαρακτηρισμών και με την άσκηση φυσικής και λεκτικής βίας, επιβάλλοντας στον πάροχο περιεχομένου πρόστιμο συνολικού ύψους 160.000 ευρώ.
Μέχρι σήμερα υφίσταται διχογνωμία ως προς το νομικό πλαίσιο της μετάδοσης πληροφοριών μέσω του διαδικτύου, καθώς η μετάδοση περιεχομένου ερμηνεύεται είτε υπό την προστασία που παρέχει το άρθρο 14 §1 του Συντάγματος (ελευθερία της έκφρασης), είτε υπό το πλαίσιο δραστηριοποίησης του φορέα στον τομέα των ραδιοτηλεοπτικών μέσων (15 §2 του Συντάγματος). Ο συντακτικός νομοθέτης προέβλεψε την προστασία του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, της παιδικής ηλικίας και της νεότητας κατά τη λειτουργία της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, συνεκτιμώντας την κοινωνική αποστολή των τελευταίων και την εμβέλειά τους, απόρροια της οποίας αποτελεί η διαμόρφωση της κοινής γνώμης, μέσω της επιδραστικότητας των μέσων αυτών. Συνεπώς, αναφύεται ζήτημα αναθεώρησης ή συμπερίληψης των παραδοσιακών και νεοφυών χαρακτηριστικών μετάδοσης οπτικού ή οπτικοακουστικού περιεχομένου, ανεξαρτήτως της οργάνωσης που λαμβάνει (πρόγραμμα ενημερωτικό, επιμορφωτικό-εκπαιδευτικό ή ψυχαγωγικό) και της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση.
Σε δύο πρόσφατες αποφάσεις του (1349 και 1350/2023) το Δ΄ τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε -κατά πλειοψηφία- ότι οι φορείς που παρέχουν τηλεοπτικές υπηρεσίες μέσω διαδικτύου και οι οποίοι δεν είναι παραδοσιακοί τηλεοπτικοί σταθμοί, δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, οι οποίες επιβάλλουν την υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας και απαγορεύουν τη μετάδοση ποιοτικά υποβαθμισμένου περιεχομένου, ούτε από τις συναφείς διατάξεις της, που εξειδικεύουν τον γενικής φύσεως κανόνα της απαγόρευσης μετάδοσης ποιοτικά υποβαθμισμένου περιεχομένου. Ακολούθως, το ΕΣΡ δεν μπορεί να επιβάλλει σε βάρος των φορέων παροχής υπηρεσιών οπτικοακουστικού περιεχομένου τις προβλεπόμενες κυρώσεις. Ωστόσο, το Δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και απέστειλε μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), σχετικά με το ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας (ΕΕ) 2010/13, με αντικείμενα: α) την υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας ή/και β) την απαγόρευση προβολής ποιοτικά υποβαθμισμένου περιεχομένου και την εφαρμογή από την εθνική ρυθμιστική αρχή αδιακρίτως σε όλους τους παρόχους οπτικοακουστικών υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και στους παρόχους τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω διαδικτύου, των κανόνων του εθνικού δικαίου, ερμηνεύοντας τις διατάξεις της Οδηγίας και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υποθέσεις C-555/23 και C-556/23). Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι σήμερα (Μάιος 2024) δεν έχει αποφανθεί επί των ανωτέρω προδικαστικών ερωτημάτων [4].
Αντίστοιχο σκεπτικό με το ΕΣΡ ακολουθεί η νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, με ενδεικτική αναφορά την υπ’ αριθμ. 643/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Συγκεκριμένα, ως προς τις προσβολές της προσωπικότητας που λαμβάνουν χώρα στο διαδίκτυο (internet), μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων διαδικτυακών ιστοτόπων (όπως το «YouTube», που πραγματοποιεί διανομή οπτικοακουστικού υλικού – βίντεο, με τη μέθοδο «streaming»), που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, το Δικαστήριο κατέληξε στην αναγκαιότητα αναλογικής εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας [5] για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, λαμβάνοντας υπόψη την απουσία ιδιαίτερου θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των προσβολών που συντελούνται μέσω ιστοτόπων μετάδοσης οπτικοακουστικού υλικού – βίντεο, και, ακολούθως, γνωρίζουν μεγάλο αριθμό αποδεκτών. Περαιτέρω, με αφορμή την ανωτέρω περίπτωση, γίνεται φανερή -σε ένα ευρύτερο πλαίσιο- η ανάγκη επαναπροσδιορισμού και οχύρωσης των δικαιωμάτων στην ψηφιακή πραγματικότητα, δεδομένης της σύμμειξής της με τη συνήθη καθημερινότητα. Η ταχύτητα της διάδοσης πάσης φύσεως πληροφορίας και οπτικοακουστικού περιεχομένου που πρόσφερε, μεταξύ άλλων, η τεχνολογική εξέλιξη, δημιούργησε ένα νέο πεδίο προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια (άρθρο 2 §1 του Συντάγματος), η προσωπικότητα, η ζωή, η τιμή, η ελευθερία (άρθρο 5 §§1-2 του Συντάγματος), η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας (άρθρο 15 §2 του Συντάγματος). Και, αδιαμφισβήτητα, η ποιότητα και το εύρος της προσβολής του πυρήνα βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων στον χώρο του οπτικοακουστικού περιεχομένου, οδηγεί επί του παρόντος στη θέσπιση υποχρέωσης των παρόχων μέσων επικοινωνίας προς λήψη μέτρων για την προστασία των ανηλίκων από την προβολή οπτικοακουστικού περιεχομένου που μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στην ηθική και πνευματική τους ανάπτυξη, συνυπολογίζοντας μάλιστα την επιρροή του περιεχομένου αυτού στην εφηβεία και την ενηλικίωσή τους
[1] Βλ. Απόφαση ΕΣΡ 35/2024, όπως τα δεδομένα αυτής ελήφθησαν από τη διαδικτυακή πλατφόρμα νομικής ύλης «Sakkoulas-online.gr» (“ΕΣΡ 35/2024: Πρόστιμο 160.000 ευρώ σε Youtuber για προσβολή της ηθικής και πνευματικής ανάπτυξης των ανηλίκων και έμμεση ενθάρρυνση βίας κατά ΑμεΑ”), διαθέσιμη περίληψη στον ιστότοπο: <https://www.sakkoulas-online.gr/news/esr-35-2024-prostimo-160-000-evro-se-youtuber-gia-prosvoli-tis-ithikis-kai-pnevmatikis-anaptyxis-ton-anilikon-kai-emmesi-entharrynsi-vias-kata-amea/>.
[2] Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης αποτελεί ανεξάρτητο όργανο (Ανεξάρτητη Αρχή), με αυτοτελή προϋπολογισμό, που δεν υπάγεται σε διοικητικό έλεγχο κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 15 §2 Συντάγματος) και έχει ως αντικείμενο την άσκηση του άμεσου ελέγχου του κράτους επί της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, καθώς και την ενδεχόμενη επιβολή, σε περίπτωση παραβάσεων, των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων, με σκοπό την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας και τον σεβασμό της προσωπικότητας και της αξίας των αναφερόμενων προσώπων. Βλ. Δαγτόγλου, Π., Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, 4η έκδ., 2012, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σ. 588-596. Βλ. Επίσης σχετικά: Άρθρα 4 §1 Ν. 2863/2000, 2 §1, 33 §1, 36 §1 Ν. 4779/2021, 1 §1 Οδηγίας 2010/13/ΕΕ.
[3] Στην εθνική νομοθεσία ορίζεται ρητά (άρθρο 9 §1 του Ν. 4779/2021) ότι «οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που ενδέχεται να είναι επιβλαβείς για τη σωματική, ψυχική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων, παρέχονται κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι, υπό κανονικές συνθήκες, οι ανήλικοι δεν θα τις ακούν ούτε θα τις βλέπουν. Ενδεδειγμένα μέτρα αποτελούν, ιδίως, η σήμανση των προγραμμάτων, η επιλογή της ώρας μετάδοσής τους, η χρήση προσωπικών αριθμών αναγνώρισης (κωδικών PIN), τα μέσα εξακρίβωσης της ηλικίας ή άλλα τεχνικά μέτρα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Το πλέον επιβλαβές περιεχόμενο, όπως είναι η αδικαιολόγητη βία και η πορνογραφία, υπόκειται στα αυστηρότερα μέτρα».
[4] Βλ. ενδεικτικά Αναγνωσταρά, Γ., Η έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης επί των νέων μέσων. Οι προδικαστικές παραπομπές στις ΔΕΕ C-555/23 (ΜΑΚΕΛΕΙΟ ΕΠΕ) και C-556/23 (ZOUGLA GR AE), σε: ΕφημΔΔ 6/2023, σ. 675-687.
[5] Κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 Ν. 1178/1981, ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, οι οποίες υπαίτια προκλήθηκαν με δημοσίευμα, που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια, συντρέχει στον συντάκτη του δημοσιεύματος ή, αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή τον διευθυντή σύνταξης του εντύπου.