Μαυροζαχαράκης Εμμανουήλ
Δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Πανεπιστήμιο Κρήτης
Στην Ελλάδα απουσιάζει μία συνεκτική ιστορική παράδοση δημοκρατικού σοσιαλισμού ή ακόμα και ήπιας σοσιαλδημοκρατίας τύπου βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Λογικό είναι επομένως να μην υπάρχει σήμερα μία συγκροτημένη δημοκρατική σοσιαλιστική παράταξη.
Ωστόσο, στη σημερινή συγκυρία απαιτείται μια παράταξη του δημοκρατικού σοσιαλισμού με καθαρές πολιτικές οριοθετήσεις και διαχωριστικές γραμμές. Χρειάζεται μια κοινωνική-δημοκρατική αριστερά ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας στον νεοφιλελευθερισμό και ως ρεαλιστική βαλβίδα διεξόδου σε περίπτωση κυβερνητικού αδιεξόδου.
Σήμερα θίγονται στοιχειώδεις διαστάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ενώ υπονομεύεται η αξιοπρεπής διαβίωση, παγιώνεται παράλληλα η κοινωνική αστάθεια σε όλη την Ευρώπη. Η βάση κάθε δημοκρατικής πολιτικής είναι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι όταν αυτά παραβιάζονται δεν μπορεί να υπάρξει ευημερία, κοινωνική ειρήνη, δικαιοσύνη ή οικονομική ανάπτυξη. Το εγχείρημα μίας νέας κοινωνικής και πολιτικής μεταρρύθμισης πρέπει να έχει ως επίκεντρο τα ανθρώπινα δικαιώματα στον αντίποδα των δεξιών ιδεολογιών και της κοινωνικής αναλγησίας που τις διέπει.
Όμως, o γενικότερος κατακερματισμός της κοινωνικής αριστεράς την κάνει να μοιάζει με θρυμματισμένο καθρέπτη. Αυτό δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στα ζητούμενα της εποχής. Η ανάγκη συγκρότησης μίας πολιτικοκοινωνικής συμμαχίας που θα εκφράζει τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, είναι σήμερα πειστικότερη από ποτέ. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ανάγκη έννοιες όπως “μεταρρύθμιση” και “εκσυγχρονισμός”, να αποκτήσουν θετικό πρόσημο στο ιδεολογικό εννοιολογικό οπλοστάσιο της αριστεράς, διότι σήμερα διαθέτουν την καθολική ερμηνεία ενός δυσοίωνου μετασχηματισμού της κοινωνίας κατά του οποίου πρέπει να προβληθεί ενεργή αντίσταση. Αριστερή πολιτική σήμερα σημαίνει υπεράσπιση των κεκτημένων του παρελθόντος. Αφού δεν μπορεί να γυρίσει το τιμόνι της ιστορίας πίσω σε μια χρυσή εποχή, η κατεστημένη αριστερά προσπαθεί να διατηρήσει τα υπαρκτά κεκτημένα.
Οι «μεταμοντέρνοι αριστεροί» έλκονται από ένα δήθεν ρεαλιστικό αλλά ταυτόχρονα αμφίβολο ιδεολόγημα περί εκσυγχρονισμού ενταγμένο στην αμφιλεγόμενη παράδοση του τρίτου δρόμου. Το εν λόγω ιδεολόγημα προάγει στα πλαίσια ενός ανισοβαρούς ρεαλισμού υπέρ των ισχυρών, κυρίως τις ανάγκες δημοσιονομικής εξυγίανσης, ενώ απουσιάζει, ο σαφής και κατανοητός στόχος κοινωνικής δικαιοσύνης. Απουσιάζει εντελώς το πολιτικό νήμα και η συνοδευτική «αφήγηση» μιας σύγχρονης κοινωνικής «φιλοσοφίας» προόδου και αλληλεγγύης που θα ορίζεται ως μεταρρύθμιση. Ωστόσο, ο πραγματισμός είναι μια αρετή μόνο αν είναι μετρήσιμος πάνω σε συγκεκριμένες αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης και στόχους πολιτικής ισοπολιτείας.
Η πολιτική απαιτεί ρεαλισμό αλλά και ουσία. Σε βάθος χρόνου κάθε ανανεωτική αριστερή κίνηση δεν πρόκειται να συγκινήσει τους ακροατές της, αν οι στόχοι δεν υπηρετούν με συγκεκριμένες και σαφείς προτάσεις την άρση της κοινωνικής ανισότητας. Σε καιρούς κρίσης επικρατεί από την μια το στρατόπεδο των «λαϊκιστών και εκδικητών» και από την άλλη των «σκληρών διαχειριστών». Αμφότεροι, συνηθίζουν ακραίες πολιτικές αφαιρέσεις. Ανατροπή της υπάρχουσας τάξης από την μία περικοπές και εξαθλίωση από την άλλη.
Στο ενδιάμεσο δεν διατυπώνεται καμία ορθολογική αλλά τα ταυτόχρονα ανθρωποκεντρική αφήγηση «εξισορρόπησης των κοινωνικών συμφερόντων» όπως αρμόζει σε μία παράταξη του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Εξ ου άλλωστε τα κεντροαριστερά σχήματα για να επιβιώσουν, εγκαταλείπουν την αριστερή επικάλυψη και μεταμορφώνονται σε ήπιες αριστερές εκδοχές της δεξιάς.
Προκειμένου η δημοκρατική αριστερά να ανακτήσει τη δύναμή της, χρειάζεται ένα συναρπαστικό όραμα για μια ιδανική κοινωνία που να ξεπερνά τα ιδανικά της λαϊκιστικής δεξιάς. H ακροδεξιά ακολουθεί ένα τρίπτυχο, μια απλή συνταγή, αναβιώνοντας τη σημασία της οικογένειας, του έθνους και του κράτους.
Στον αντίποδα οι σοσιαλδημοκράτες οφείλουν να δείξουν μέσω πρακτικών και αποτελεσματικών πολιτικών πώς μπορούν να επιτευχθούν άμεσοι και ωφέλιμοι μετασχηματισμοί τόσο στην κοινωνία όσο και στην οικονομία. Ποιος μπορεί να προστατεύσει τις κοινωνίες από πιθανές καταστροφές – είτε είναι στρατιωτικής, οικονομικής ή οικολογικής φύσης; Θα εδραιώσει η δημοκρατική αριστερά την συνταγή της στο κράτος, την αγορά, την κοινωνία των πολιτών, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους διεθνείς θεσμούς;
Στη ρητορική της άκρας δεξιάς, υπάρχει μια ανάμειξη του κράτους και του έθνους, με έμφαση στην επάνοδο των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών. Αυτό υποδηλώνει μία βούληση αποκατάστασης της κυριαρχίας, αναζητώντας νομιμοποίηση από τη φωνή του λαού, την εθνική ιστορία και την πολιτιστική “καθαρότητα”.
Για την ακροδεξιά η ύπαρξη κρατικών συνόρων είναι ζωτική για τον έλεγχο της μετανάστευσης, τη διατήρηση του νόμου και της τάξης και την πρόληψη της επιρροής ξένων πολιτισμών που μπορεί να υπονομεύσουν την εθνική ταυτότητα, τη θρησκεία και τις οικογενειακές αξίες.
Οι σοσιαλδημοκράτες δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν την ακροδεξιά αφήγηση επειδή είναι σε μεγάλο βαθμό αφοσιωμένοι στο ισχυρό κράτος. Εν προκειμένω, οι σοσιαλδημοκράτες κατηγορούν τη δεξιά ότι διαστρεβλώνει τη δημοκρατία, αλλά δεν αμφισβητούν ότι η δημοκρατία αφορά πρωτίστως το κράτος – λες και ένα πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης που περιλαμβάνει την ΕΕ, τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές είναι θεμελιωδώς ύποπτο. Ο αριστερός κρατισμός είναι στενά συνδεδεμένος με την πνευματική ιστορία της μεταπολεμικής περιόδου. Οι Σοσιαλδημοκράτες βασίστηκαν στο κράτος για να προωθήσουν τη δημοκρατία, τα δικαιώματα των εργαζομένων και των γυναικών, την κοινωνική ευημερία και μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στην ηθική.
Όπως σημείωσε το 1956, ο Άντονι Κρόσλαντ του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, το κράτος κατάφερε να μετασχηματίσει τον καπιταλισμό και ακόμη και την οικονομική τάξη. Η κρατική παρέμβαση αποδυνάμωσε την ισχύ του κεφαλαίου και των χρηματοπιστωτικών οίκων. Πλέον, ο καπιταλισμός απελευθερώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ρυθμιστικές δημόσιες πολιτικές, ειδικά σε μικρότερα και ασθενέστερα κράτη.
Λόγω της ευκολίας διασυνοριακής κίνησης κεφαλαίου, αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας, είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί η έννοια του κράτους πρόνοιας στο πλαίσιο ενός αξιόπιστου σχεδίου για την υπερεθνική κοινωνική δικαιοσύνη. Δυστυχώς, ένα τέτοιο σχέδιο δεν έχει ακόμη παρουσιαστεί.
Η επανάσταση του διαδικτύου επέδρασε σημαντικά καθώς επιτάχυνε σημαντικά την επικοινωνία και τις συναλλαγές, ενώ παράλληλα προώθησε άτυπα και ασθενώς θεσμοθετημένα δίκτυα εις των γραφειοκρατικών κρατών.
Επιπλέον, οι ανησυχίες για την ασφάλεια μετατοπίζονται όλο και περισσότερο στον κυβερνοχώρο, γεγονός που δεν γνωρίζει σύνορα. Η σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει προκλήσεις στην προσαρμογή στην ψηφιακή εποχή και εμφανίζεται παλιομοδίτικη και ανέμπνευστη. Φαίνεται απίθανο τα οικονομικά μέτρα που αναπτύχθηκαν από τον John Maynard Keynes για τη βιομηχανική εποχή να είναι επιτυχή στην ψηφιακή εποχή..
* Ο Εμμανουήλ Μαυροζαχαράκης κατάγεται από το Ηράκλειο Κρήτης και είναι Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και ερευνητής του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παράλληλα, είναι ανεξάρτητος συγγραφέας. Aσχολείται με την έρευνα στην Πολιτική Θεωρία, τη Δημόσια Πολιτική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η τρέχουσα ερευνητική ενασχόλησή του αφορά τον πολιτικό, ιδεολογικό και προγραμματικό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, την επίδραση του λαϊκισμού και των ποικιλόμορφων πολιτικών, οικονομικών και υγειονομικών κρίσεων πάνω στους θεσμούς, καθώς και τη διαμόρφωση της εκλογικής πολιτικής και συμπεριφοράς σε δύσκολους καιρούς. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, κοινωνιολογία και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Phillips στο Marburg της Γερμανίας.