Σε ολόκληρη την Ευρώπη, το δικαίωμα της ειρηνικής συνάθροισης δέχεται σοβαρές επιθέσεις, καθώς τα κράτη στιγματίζουν, ποινικοποιούν και σκληραίνουν όλο και περισσότερο τη στάση τους απέναντι σε ειρηνικούς διαδηλωτές και διαδηλώτριες, επιβάλλοντας αδικαιολόγητους και τιμωρητικούς περιορισμούς και καταφεύγοντας σε όλο και πιο κατασταλτικά μέτρα για να φιμώσουν όσες και όσους διαφωνούν, αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία σε νέα έκθεσή της.
Ελάχιστη προστασία και υπερβολικοί περιορισμοί: Η κατάσταση του δικαιώματος στη διαμαρτυρία σε 21 χώρες της Ευρώπης, αποκαλύπτει ένα μοτίβο που συναντάται σε ολόκληρη την ήπειρο και περιλαμβάνει κατασταλτικούς νόμους, χρήση αυθαίρετης ή υπερβολικής βίας, αυθαίρετες συλλήψεις και διώξεις, αβάσιμους περιορισμούς ή περιορισμούς που βασίζονται στις διακρίσεις, καθώς και την αυξανόμενη χρήση επεμβατικής τεχνολογίας παρακολούθησης, με αποτέλεσμα τη συστηματική συρρίκνωση του δικαιώματος στη διαμαρτυρία.
«Η έρευνα της Αμνηστίας δείχνει μια βαθιά ανησυχητική εικόνα μιας πανευρωπαϊκής επίθεσης κατά του δικαιώματος στη διαμαρτυρία. Σε ολόκληρη την ήπειρο, οι αρχές δαιμονοποιούν, εμποδίζουν, αποτρέπουν και τιμωρούν παράνομα τους ανθρώπους που διαμαρτύρονται ειρηνικά», δήλωσε η Agnès Callamard, Γενική Γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας.
«Καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας, οι ειρηνικές διαμαρτυρίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κατοχύρωση πολλών δικαιωμάτων και ελευθεριών που σήμερα θεωρούμε δεδομένα. Και όμως, σε ολόκληρη την Ευρώπη, κατασταλτικοί νόμοι και πολιτικές σε συνδυασμό με αβάσιμες πρακτικές και καταχρηστικές τεχνολογίες παρακολούθησης δημιουργούν ένα τοξικό περιβάλλον που αποτελεί σοβαρή απειλή για τους ειρηνικούς διαδηλωτές και διαδηλώτριες και τις διαμαρτυρίες. Ακόμα και μία από αυτές τις εξελίξεις, από μόνη της, σε μία μόνο χώρα, θα ήταν ανησυχητική. Αλλά δεκάδες τέτοιες κατασταλτικές τακτικές σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι απλά τρομακτικές».
Αστυνόμευση, ατιμωρησία και παρακολουθήσεις
Η έκθεση διαπιστώνει εκτεταμένη χρήση υπερβολικής ή/και αυθαίρετης χρήσης βίας από την αστυνομία κατά ειρηνικών διαδηλωτριών/ών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης λιγότερο θανατηφόρων όπλων. Τα περιστατικά που παρουσιάστηκαν στην έρευνα είχαν ως αποτέλεσμα σοβαρούς και ενίοτε μόνιμους τραυματισμούς, όπως σπασμένα οστά ή δόντια (Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία), απώλεια ενός χεριού (Γαλλία), απώλεια ενός όρχεως (Ισπανία) και εξάρθρωση οστών, βλάβη στα μάτια και σοβαρό τραύμα στο κεφάλι (Ισπανία). Σε ορισμένες χώρες, η χρήση βίας ισοδυναμούσε με βασανιστήρια ή άλλη κακομεταχείριση και στο Βέλγιο, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Πολωνία, τη Σλοβενία, τη Σερβία και την Ελβετία, η υπερβολική χρήση βίας χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές επιβολής του νόμου εναντίον παιδιών.
Η έρευνα διαπίστωσε περιπτώσεις αστυνομικής ατιμωρησίας ή έλλειψης λογοδοσίας σε πολλές χώρες, όπως η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Γερμανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Σερβία, η Σλοβενία, η Ισπανία, η Ελβετία, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα κράτη χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο νέες τεχνολογίες και διάφορα εργαλεία παρακολούθησης για τη διενέργεια στοχευμένων και μαζικών παρακολουθήσεων των διαδηλωτριών/ών. Αυτό περιλαμβάνει τον εντοπισμό και την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων και τη συλλογή, ανάλυση και αποθήκευση δεδομένων. Αρκετά κράτη έχουν επεκτείνει την παρακολούθηση μέσω της νομοθεσίας χωρίς να θέσουν επαρκή μέτρα διασφάλισης, αφήνοντας αυτές τις πρακτικές ανοιχτές σε εκτεταμένη κατάχρηση.
Έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση της χρήσης τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή χρησιμοποιείται από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου σε 11 από τις εξεταζόμενες χώρες, ενώ άλλες έξι σχεδιάζουν την εισαγωγή της. Η χρήση της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου για την ταυτοποίηση διαδηλωτριών/ών ισοδυναμεί με αδιάκριτη μαζική παρακολούθηση και κανένα μέτρο δεν μπορεί να αποτρέψει τη ζημία που προκαλεί. Η Διεθνής Αμνηστία έχει ζητήσει την πλήρη απαγόρευση αυτής της τεχνολογίας.
Δαιμονοποίηση της διαμαρτυρίας
Η έκθεση εντοπίζει μια ανησυχητική τάση στιγματισμού από τις αρχές με στόχο την απονομιμοποίηση των διαδηλωτριών/ών και των διαμαρτυριών. Η αρνητική ρητορική από τους αξιωματούχους σε όλες τις 21 χώρες είναι συνηθισμένη με τους διαδηλωτές και τις διαδηλώτριες να περιγράφονται ποικιλοτρόπως ως «τρομοκράτες», «εγκληματίες», «ξένοι πράκτορες», «αναρχικοί» και «εξτρεμιστές». Αυτή η αρνητική ρητορική χρησιμοποιείται συχνά για να δικαιολογηθεί η θέσπιση όλο και πιο περιοριστικών νόμων.
Οι ειρηνικές πράξεις πολιτικής ανυπακοής πλαισιώνονται ολοένα και περισσότερο ως απειλή για τη δημόσια τάξη ή/και την εθνική ασφάλεια, δίνοντας στις αρχές ένα ψεύτικο πρόσχημα για την επιβολή περιορισμών και την παράκαμψη των διεθνών υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η ρητορική δαιμονοποίησης της διαμαρτυρίας από πολιτικούς υψηλού επιπέδου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη ως απάντηση στις διαδηλώσεις αλληλεγγύης των Παλαιστινίων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι διαδηλώσεις χαρακτηρίστηκαν ως «πορείες μίσους» από τον Υπουργό Εσωτερικών και ως «κυριαρχία του όχλου» από τον Πρωθυπουργό. Στη Σλοβενία, ο τότε πρωθυπουργός είπε στις διαδηλώτριες και στους διαδηλωτές το 2021 να «πάνε στα σπίτια τους από όπου ήρθαν» και το 2023 οι αρχές ενθάρρυναν τους οπαδούς τους στο Twitter (Χ) να φωτογραφίζουν τις διαδηλώτριες και τους διαδηλωτές επειδή μπορεί να είναι «τρομοκράτες».
Σε άλλα μέρη, οι αρχές της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Τουρκίας δεν έχουν απλώς κατηγορήσει τους ακτιβιστές του κλίματος ως «οικοτρομοκράτες» ή «εγκληματίες», αλλά τους έχουν επίσης στοχοποιήσει χρησιμοποιώντας διατάξεις που σχετίζονται με την τρομοκρατία και νόμους που αφορούν την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και την προστασία της εθνικής ασφάλειας.
Νομοθεσία κατά των διαδηλώσεων και ποινικοποίηση
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, τα κράτη αθετούν τις διεθνείς νομικές τους υποχρεώσεις να σέβονται, να προστατεύουν και να διευκολύνουν τις ειρηνικές συγκεντρώσεις, να αίρουν τα εμπόδια στις διαμαρτυρίες και να αποφεύγουν τις αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στην άσκηση του δικαιώματος της ειρηνικής συνάθροισης.
Παρόλο που και οι 21 χώρες που εξετάστηκαν στην έκθεση έχουν επικυρώσει τα βασικά κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύουν το δικαίωμα της ειρηνικής συνάθροισης, πολλές από αυτές δεν έχουν εφαρμόσει τις διεθνείς και περιφερειακές διατάξεις στο εσωτερικό τους δίκαιο. Αυτό – σε συνδυασμό με την ψήφιση νέων κατασταλτικών νόμων, σαρωτικών περιορισμών και επιβαρυντικών απαιτήσεων – έχει δημιουργήσει ένα όλο και πιο εχθρικό περιβάλλον για τη διαμαρτυρία.
Τα τελευταία χρόνια, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν επιβάλει σαρωτικούς περιορισμούς στις διαδηλώσεις. Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας δείχνει ότι οι λόγοι που προβάλλονται για τους περιορισμούς αυτούς από τις αρχές ήταν συχνά ψευδείς και οι κυβερνήσεις συχνά χρησιμοποιούσαν την «εθνική ασφάλεια» και τη «δημόσια τάξη» ως πρόσχημα για την καταστολή της ειρηνικής διαφωνίας.
Οι ψευδεπίγραφοι λόγοι «δημόσιας τάξης» ή «δημόσιας ασφάλειας» που χρησιμοποιούνται για την απαγόρευση ή τον αυστηρό περιορισμό των διαδηλώσεων αλληλεγγύης υπέρ των Παλαιστινίων σε όλη την περιοχή τους τελευταίους μήνες δεν συμμορφώνονται με τις αρχές της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, αλλά εδραιώνουν επίσης τη φυλετική προκατάληψη και τα στερεότυπα. Σε αρκετές από τις χώρες που εξετάστηκαν, οι διαδηλώσεις αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους έχουν στοχοποιηθεί με απαγορεύσεις και περιορισμούς στη χρήση ορισμένων συνθημάτων και συμβόλων. Οι απαγορεύσεις αυτές έχουν συχνά επιβληθεί βίαια από την αστυνομία.
Σε πολλές από τις εξεταζόμενες χώρες, οι διοργανώτριες/ές διαδηλώσεων υποχρεούνται να ενημερώνουν τις αρχές για τα σχέδια διαμαρτυρίας και αντιμετωπίζουν διοικητικές ή/και ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Οι διαδικασίες κοινοποίησης αποτελούν παρέμβαση στα δικαιώματα των ανθρώπων και συχνά χρησιμοποιούνται από τα κράτη με τρόπους αβάσιμους και απαράδεκτους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Σε τέσσερις χώρες – το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, τη Σουηδία και την Ελβετία – οι διοργανώτριες/ές διαδηλώσεων υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση για άδεια διεξαγωγής διαδηλώσεων.
Η μη εκ των προτέρων γνωστοποίηση μιας διαμαρτυρίας (ή, κατά περίπτωση, η μη αναζήτηση άδειας) έχει χρησιμοποιηθεί για να καταστήσει μια συγκέντρωση «παράνομη» και, ως εκ τούτου, να διατάξει τη διάλυσή της, να συλλάβει τους εμπλεκόμενους και να επιβάλει ποινικές κυρώσεις στους διοργανωτές και τους συμμετέχοντες.
Σε ορισμένες χώρες, οι διοργανώτριες/ές υποχρεούνται από το νόμο να διατηρούν την ασφάλεια και την τάξη κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεων, να καλύπτουν ή να συνεισφέρουν στις δαπάνες για δημόσιες υπηρεσίες, όπως ο καθαρισμός των δρόμων, η ασφάλεια και η παροχή υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης, και μπορούν ακόμη και να θεωρηθούν υπεύθυνοι και υπόλογοι για τις δαπάνες των ενεργειών των συμμετεχόντων.
Σε οκτώ χώρες, οι διαδηλώσεις δεν επιτρέπεται ποτέ να πραγματοποιηθούν σε ορισμένες περιοχές, όπως η γειτνίαση με κυβερνητικά κτίρια, κοινοβούλια και άλλα δημόσια κτίρια. Τέσσερις χώρες επιβάλλουν γενικές απαγορεύσεις που σχετίζονται με το χρόνο και αρκετές χώρες έχουν επιβάλει περιορισμούς που σχετίζονται με το λεγόμενο «περιεχόμενο» των διαδηλώσεων, με διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για όποια και όποιον παραβιάζει αυτούς τους κανόνες.
Στοχοποίηση της πολιτικής ανυπακοής
Παρά το γεγονός ότι η ειρηνική πολιτική ανυπακοή – η προμελετημένη παραβίαση του νόμου για λόγους συνείδησης – προστατεύεται από το δικαίωμα των ειρηνικών συγκεντρώσεων, τα κράτη τη χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο ως «απειλή» για τη δημόσια τάξη ή/και την εθνική ασφάλεια και την αντιμετωπίζουν με όλο και πιο σκληρές μεθόδους. Αυτές περιλαμβάνουν αυθαίρετες διαλύσεις από την αστυνομία, χρήση υπερβολικής βίας, συλλήψεις με βάση νόμους που στερούνται νομικής σαφήνειας, σκληρές ποινικές κατηγορίες και κυρώσεις που περιλαμβάνουν ποινές φυλάκισης.
Προληπτικές διατάξεις υπάρχουν στη Γερμανία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες επιτρέπουν την απαγόρευση της εισόδου ατόμων σε ορισμένους χώρους ή τη συμμετοχή τους σε μελλοντικές δραστηριότητες – και σε ορισμένες περιπτώσεις την κράτησή τους – για να αποτραπεί η συμμετοχή τους σε πράξεις πολιτικής ανυπακοής.
Πάγωμα του λόγου και διακρίσεις
Η αδιάκριτη μαζική παρακολούθηση, η σκληρή αστυνόμευση, οι επαχθείς απαιτήσεις και ο κίνδυνος ποινικών κυρώσεων δημιουργούν φόβο και αποθαρρύνουν τη συμμετοχή σε συγκεντρώσεις.
Αυτό το «πάγωμα του λόγου» επηρεάζει δυσανάλογα τα άτομα από φυλετικές και περιθωριοποιημένες ομάδες που ήδη διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο βίας, ανισότητας, φυλετικών και άλλων μορφών διακρίσεων από κρατικούς αξιωματούχους, και τα οποία βιώνουν αυξημένα εμπόδια συμμετοχής και, ως εκ τούτου, είναι πιο πιθανό να υποστούν περιορισμούς και καταστολή.
Σε αρκετές χώρες, η ταυτότητα των διοργανωτριών/ών και των συμμετεχουσών/όντων σε διαμαρτυρίες (όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από την εμφάνισή τους), καθώς και οι λόγοι για τους οποίους κινητοποιούνται, έχουν επηρεάσει τους περιορισμούς που έχουν επιβάλει οι αρχές. Πολλές χώρες φαίνεται να κάνουν διακρίσεις μεταξύ διαφορετικών κινημάτων διαμαρτυρίας, ομάδων και αιτιών. Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν σε διαμαρτυρίες, για παράδειγμα, που οργανώθηκαν από ή σε αλληλεγγύη με ομάδες που βιώνουν ρατσισμό, ΛΟΑΤΚΙ άτομα, μετανάστες, αιτούντες άσυλο ή προσφύγισσες/ες, δικαιολογήθηκαν με στοιχεία που βασίστηκαν σε φυλετικά και έμφυλα στερεότυπα, εκδηλώνοντας θεσμικό ρατσισμό, ομοφοβία, τρανσφοβία και άλλες μορφές διακρίσεων.
Στη Γερμανία, οι διαδηλώσεις που είχαν προγραμματιστεί για τον εορτασμό της παλαιστινιακής Νάκμπα στο Βερολίνο το 2022 και το 2023 απαγορεύτηκαν προληπτικά με βάση επιβλαβή στερεότυπα που βασίζονται στις διακρίσεις για τις/τους αναμενόμενους συμμετέχοντες, τις/τους οποίους η αστυνομία χαρακτήρισε «επιρρεπείς στη βία». Στην Πολωνία και την Τουρκική Δημοκρατία, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα βιώνουν εδώ και πολλά χρόνια αυξημένο επίπεδο περιορισμών με βάση τις διακρίσεις, καθώς και παρενοχλήσεις από τις αρχές.
«Το δικαίωμα στη διαμαρτυρία στην Ευρώπη κινδυνεύει να εξαλειφθεί, με τους ανθρώπους που βγαίνουν στους δρόμους να αντιμετωπίζουν μια χιονοστιβάδα όλο και πιο κατασταλτικών περιορισμών, ποινικών κυρώσεων, κρατικής βίας, διακρίσεων και διάχυτης παρακολούθησης. Όμως, παρά τις επιθέσεις αυτές, οι άνθρωποι εξακολουθούν να διαδηλώνουν για να διατηρήσουν τα δικαιώματα που πάλεψαν σκληρά για να κατακτήσουν και να εξασφαλίσουν νέα δικαιώματα», δήλωσε η Catrinel Motoc, Ανώτερη Υπεύθυνη Εκστρατειών στο Ευρωπαϊκό Περιφερειακό Γραφείο της Διεθνούς Αμνηστίας.
«Αντί να περιορίζουν την ειρηνική διαμαρτυρία και να τιμωρούν όσες και όσους βγαίνουν στους δρόμους, τα κράτη σε όλη την Ευρώπη πρέπει να επανεξετάσουν πλήρως την προσέγγισή τους. Οι διαμαρτυρίες πρέπει να διευκολύνονται αντί να φιμώνονται και το κατασταλτικό πλέγμα των νόμων που έχουν θεσπιστεί πρέπει να μεταρρυθμιστεί ώστε να είναι συμβατό με τις διεθνείς υποχρεώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Ιστορικό
Οι χώρες που εξετάζονται είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Τσεχία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Σερβία, η Σλοβενία, η Ισπανία, η Σουηδία, η Ελβετία, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η έρευνα αποτελεί μέρος της παγκόσμιας εκστρατείας της Διεθνούς Αμνηστίας Προστάτεψε τη Διαμαρτυρία (Protect the Protest), η οποία στοχεύει στην υπεράσπιση του δικαιώματος διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο.