Μουζάκη Μαρία [1]
Κατά το πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του, ο Αντόνιο Γκουτέρες, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, χαρακτήρισε το 2023 ως ένα έτος «τεράστιου πόνου, βίας και κλιματικού χάους». Χαρακτηρισμοί, οι οποίοι δυστυχώς δεν προξενούν κάποια ιδιαίτερη εντύπωση, ακριβώς λόγω των γεγονότων που συνέβησαν. Σε παγκόσμιο επίπεδο ξεχωρίζουν οι πολεμικές συρράξεις με τα χιλιάδες ανήλικα θύματα καθώς και άλλα περιστατικά αλόγιστης βίας, στα οποία ο ανθρώπινος νους αναζητά – μάταια – μία προφανή αιτία που θα του επιτρέψει να «απενοχοποιήσει» την ανθρώπινή του διάσταση. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα περιστατικά βίας και επιθετικότητας συνιστούν μια νέα καθημερινότητα, εντείνοντας το αίσθημα της ανασφάλειας και της απογοήτευσης στην ελληνική κοινωνία. Μία καθημερινότητα που “απειλεί” να μετατρέψει την παθογένεια σε κανονικότητα.
Οι συνθήκες αυτές διαμορφώνουν ένα νέο σύστημα κοινωνικών αναγκών και προκλήσεων σε μία χώρα, η οποία παρουσιάζει σε μεγάλο βαθμό φαινόμενα – σχεδόν εμμονικής- προσκόλλησης σε παλαιότερες εποχές ευμάρειας και ανάπτυξης. Μία χώρα η οποία αποζητά την ταυτότητά της δίχως ουσιαστικά να έχει η ίδια απαντήσει στο απλό και θεμελιώδες ερώτημα του «ποια είναι».
Ήταν αναμφίβολα, η χρονιά των Τεμπών. Μίας νέας κοινωνικής κρίσης με σαφές αντίκτυπο στη συλλογική μνήμη, στην κοινωνική δικαιοσύνη αλλά κυρίως στο αίσθημα της κοινωνικής ασφάλειας. Μία κρίση που όξυνε το χάσμα μεταξύ της Πολιτείας και της κοινωνίας, αναδεικνύοντας την πολιτική ασάφεια, καθώς επίσης την κρατική ανετοιμότητα υπό το πρίσμα της κλιματικής κρίσης. Μία ακόμη χρονιά που οι δείκτες παραβατικότητας και βίας σημειώνουν εντυπωσιακή αύξηση, υποδεικνύοντας τη σοβαρότητα του φαινομένου, όπως και την αναγκαιότητα λήψης μέτρων. Μόλις το 2023 πραγματοποιήθηκαν δεκατρείς γυναικοκτονίες, με τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας να υπερβαίνουν τις 3.000. Την ίδια ώρα συμμορίες ανηλίκων κάνουν την εμφάνισή τους, με τα καταγεγραμμένα περιστατικά παραβατικότητας σε νεαρές ηλικίες να βρίσκονται σε διαρκή άνοδο.
Φαινόμενα που μολονότι εκ πρώτης όψεως μοιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετα, εντούτοις δημιουργούν ένα σύνολο αρνητικών συναισθημάτων και κυρίως μία διάχυτη ανασφάλεια στην ελληνική κοινωνία. Μία ανασφάλεια που έρχεται να προστεθεί στην ήδη τραυματισμένη συλλογική μνήμη της χώρας, η οποία φαίνεται να συνεχίζει να μετρά τα τραύματα αλλά κυρίως τις απώλειές της σε δομικό επίπεδο. Από τα χρόνια των Μνημονίων, η ελληνική κοινωνία βιώνει ένα σύνολο σφοδρών αλλαγών σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, σηματοδοτώντας ουσιαστικά τη μεταστροφή της σε μία νέα εποχή, κατά την οποία το θεμελιώδες αξιακό της σύστημα αμφισβητείται με την οικογένεια και το σχολείο να βρίσκονται στο επίκεντρο αυτών των μεταβολών. Δύο φορείς που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ίδια τη συνοχή της κοινωνίας, όπως και στη γενικότερη ένταξη του ατόμου σε αυτήν.
Η Βία ως ένα πολιτισμικό φαινόμενο
Πράγματι υπάρχει μία σαφής επίδραση των δεικτών παραβατικότητας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποβαθμίζεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι η παραβατικότητα των νέων είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο. Πάντα υπήρχε και θα συνεχίζει να υπάρχει. Αυτό που αλλάζει είναι η τάση και το είδος της παραβατικότητας, γεγονός που αναδεικνύει τη διαρκή αλληλεπίδραση μεταξύ της κοινωνίας και του ατόμου. Με λίγα λόγια αναλόγως την εποχή, οι νέοι υιοθετούν διαφορετικές συμπεριφορές και αξίες, επηρεάζοντας όπως είναι φυσικό και το τι ορίζεται ως απόκλιση, ως μη φυσιολογική συμπεριφορά και κατ’ επέκταση ως παραβατική συμπεριφορά.
Αυτό συμβαίνει γιατί σε κάθε πολιτιστικό πλαίσιο υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες και αξίες που ρυθμίζουν και καθορίζουν την κοινωνική δράση. Πρόκειται για τα κοινωνικά πρέπει που τιθασεύουν τα ατομικά/προσωπικά θέλω. Το άτομο μαθαίνει αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς ήδη από τη βρεφική του ηλικία. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή να ειπωθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της ατομικής του δράσης έχει διαμορφωθεί από τη στιγμή γνωστοποίησης του φύλου του εμβρύου, εξαιτίας των έμφυλων ρόλων. Μέσα από αυτή την κοινωνική αλληλεπίδραση, το άτομο αποκτά πολλαπλούς κοινωνικούς ρόλους, οι οποίοι είναι σύμφωνοι με τα εκάστοτε πρότυπα που προάγει η κοινωνία τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ρόλοι συχνά αντιφατικοί μεταξύ τους, εξαιτίας ακριβώς των διαφορετικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτούς. Ένα παιδί για παράδειγμα είναι πρωτίστως παιδί, φίλος, μαθητής κτλ.
Το άτομο προσπαθεί να εκπληρώσει τον κάθε κοινωνικό του ρόλο όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά προκειμένου να νιώθει ικανοποιημένο, ευχαριστημένο και κυρίως κοινωνικά αποδεκτό. Ο κάθε κοινωνικός ρόλος προσδίδει μία διαφορετική εικόνα, μία διαφορετική διάσταση του εαυτού, συνθέτοντας τη συνολική του ταυτότητα. Αυτό το ψηφιδωτό ταυτοτήτων που δημιουργείται σχετίζεται άμεσα με την αυτοεικόνα και την αυτοεκτίμηση του ατόμου. Συνεπώς, η προσωπική/ατομική ταυτότητα δεν μπορεί να απομονωθεί από την κοινωνική/συλλογική ταυτότητα, μιας και το άτομο αυτοπροσδιορίζεται εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Ποιο είναι όμως αυτό το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά;
Μέσα σε μία δεκαετία, η ελληνική κοινωνία ήρθε αντιμέτωπη με ένα σύνολο σφοδρών και πρωτόγονων κρίσεων, οι οποίες όπως είναι φυσικό επηρέασαν και αναδιαμόρφωσαν την κοινωνική πραγματικότητα. Η πρόσφατη οικονομική κρίση μετέβαλε ριζικά τη δομή και το βιοτικό επίπεδο των ελληνικών οικογενειών, αμφισβητώντας παραδοσιακούς ρόλους και αξίες, δημιουργώντας παράλληλα νέες ανάγκες και συνθήκες, οι οποίες διαμόρφωσαν ένα καθεστώς διαρκούς πίεσης και ανασφάλειας, με πολλές οικογένειες να ακροβατούν σε ένα τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στα κοινωνικά πρέπει και στα προσωπικά θέλω. Ένα ατέρμονο κυνηγητό σε μία νέα «πλαστή» κοινωνική ευτυχία. Μία ρευστή κοινωνική πραγματικότητα που ήρθε να επιβαρύνει η υγειονομική κρίση που επέφερε έστω και προσωρινά τον περιορισμό της κοινωνικής ζωής – όπως την γνωρίζουμε παραδοσιακά – εισάγοντας σχεδόν βίαια και απότομα τα άτομα στην ψηφιακή κοινωνία. Μία ψηφιακή εποχή που μολονότι επί δεκαετίες κινείται παράλληλα με την πραγματική κοινωνική πραγματικότητα, πλέον μοιάζει να κυριαρχεί σε πολλούς τομείς αναδιαμορφώνοντας τους κοινωνικούς κανόνες, ρόλους και γενικότερα την κοινωνική σκακιέρα. Μία νέα συνθήκη που παραμερίζει αλλά και αντικαθιστά σε σημαντικό βαθμό παραδοσιακούς κοινωνικούς θεσμούς και φορείς προκαλώντας μία νέα σύγχυση και ανασφάλεια στα κοινωνικά υποκείμενα, με σαφείς προεκτάσεις στην προσωπική τους εικόνα, την προσωπική τους ταυτότητα.
Η εικόνα του εφήβου όπως είναι λογικό δεν ξεφεύγει από αυτή την κοινωνική κανονικότητα. Ο έφηβος σχηματίζει την εικόνα του εαυτού του, το ποιος είναι δηλαδή, μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, από τις σχέσεις του με άλλα άτομα και από το σχολικό περιβάλλον. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση, απόρριψη από τους παραπάνω κοινωνικούς θεσμούς έχει αντίκτυπο στην ψυχοσυναισθηματική αλλά και στην κοινωνική του ζωή. Εξίσου καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν τα πρότυπα, όπως προβάλλονται από τα social media, τα οποία φαίνεται να κατέχουν ενεργό ρόλο στην κοινωνικοποίηση των νέων. Σε αυτή τη νέα κουλτούρα, ο μιμητισμός μοιάζει να είναι το κλειδί της κοινωνικής επιτυχίας και αναγνώρισης. Ένας μιμητισμός που σε πολλές περιπτώσεις καλεί το νεαρό άτομο στην υιοθέτηση μίας εκ διαμέτρου αντίθετης ταυτότητας, σε μία «άναρχη ομοιογένεια» η οποία μεταβάλλεται αναλόγως με το “τί είναι της μόδας”.
Οι παραπάνω αλλαγές βρίσκονται στο επίκεντρο μιας νέας γενιάς που καλεί σε ένα νέο αναστοχασμό και απολογισμό. Η γενιά Άλφα (Generation Alpha) είναι η δημογραφική γενιά που διαδέχεται τη Γενιά Ζ και στην οποία εντάσσονται όσα παιδιά γεννήθηκαν από το 2011 μέχρι σήμερα και για όσα θα γεννηθούν από σήμερα μέχρι το 2025. Μία γενιά απόλυτα εξοικειωμένη με την ψηφιακή εποχή, η οποία μεγαλώνει σε μεγάλο βαθμό μπροστά από οθόνες. Για την Glass Generation, όπως την αποκαλούν, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν βασικά μέσα κοινωνικοποίησης αλλά και βασικά κοινωνικά αγαθά, με την πρόσβασή τους σε αυτά να συνιστά ένα αναμφισβήτητο δικαίωμά τους. Το διαδίκτυο αποτελεί μία αστείρευτη πηγή γνώσης, με αποτέλεσμα να αμφισβητούν ή και να αρνούνται οτιδήποτε βρίσκεται εκτός. Δεν περιμένουν να μάθουν κάτι. Προχωρούν στην πράξη, δίχως να φοβούνται το νέο ή να καινοτομήσουν. Αντίθετα οτιδήποτε μποέμ, παραδοσιακό τους μοιάζει ξένο και απαρχαιωμένο.
Η εξοικείωσή τους με την τεχνολογία οφείλεται και στο ότι έχουν αποκτήσει ψηφιακό αποτύπωμα πολύ πριν αποκτήσουν γνώση του εαυτού τους. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι αυτή η γενιά μεγαλώνει σε «δημόσια θέα», αφού οι γονείς τους έχουν προχωρήσει στο διαμοιρασμό των φωτογραφιών τους στα δικά τους μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολύ πριν καν αποκτήσουν γνώση του εαυτού τους. Δεν είναι άλλωστε και οι λίγες οι περιπτώσεις γονέων οι οποίοι δημιουργούν μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα παιδιά τους από την πρώιμη παιδική τους ηλικία. Τα πρώτα τους βήματα, οι πρώτες τους λέξεις γίνονται likes, παραβιάζοντας την ιδιωτικότητά τους και περιορίζοντας τις δυνατότητές τους, αφού μεγαλώνοντας αυτές οι μνήμες/οι φωτογραφίες δεν διαγράφονται. Τα παιδιά νιώθουν μία πίεση να ακολουθήσουν μία δοσμένη εικόνα του εαυτού τους, ένα προσωπείο, για το οποίο ποτέ δεν ερωτήθηκαν ή καλύτερα ποτέ δεν είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν.
Μέσα σε αυτές τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν, δεν πρέπει να παραλείπεται η διαχρονικά έμφυτη ανάγκη του ανήκειν σε μία κοινωνική ομάδα, από την οποία απορρέει η αίσθηση της αποδοχής. Μία ανάγκη που είναι εντονότερη κατά την εφηβεία και σχετίζεται με την αυτοεικόνα και την αυτοεκτίμηση του ατόμου, με τις επιπτώσεις της να είναι άμεσες και σφοδρές στην ψυχοσυναισθηματική και στη σωματική του υγεία. Το να είσαι αποδεκτός, ενταγμένος σε μία ομάδα συνδέεται με ένα σύνολο θετικών συναισθημάτων καθώς και με την επιβεβαίωση της ταυτότητας. Σε αντίθετη περίπτωση, το άτομο βιώνει αρνητικά συναισθήματα και σύγχυση. Είναι εξίσου πιθανό να εκδηλώσει συμπεριφορικά προβλήματα καθώς και ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές. Η αποδοχή, δε, από τους συνομηλίκους είναι ιδιαίτερα σημαντική, συμβάλλοντας στη γνωστική, στην ψυχοσυναισθηματική και στην κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου, με ανάλογες επιπτώσεις κατά την ενήλικη ζωή του, όπως και στην αυτοεικόνα του. Όσο πιο δημοφιλής νιώθει κάποιος, τόσο περισσότερο νιώθει δυνατός και ενισχύεται η αυτοεκτίμησή του. Μία σχέση που ενδέχεται να οδηγήσει στην άκριτη υιοθέτηση και αποδοχή προτύπων και συμπεριφορών, ακόμα και στη συναισθηματική εξάρτηση, προκειμένου το άτομο να «επιβεβαιώσει» την πίστη του στην ομάδα και να νιώσει μέλος της.
Μιλώντας για το σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον θα ήταν άτοπο να μην αναφερθούμε στη γενικότερη αύξηση της εγκληματικότητας που διαπιστώνεται, στα υψηλά ποσοστά φτώχειας, καθώς και στη διαρκή στοχοποίηση ευάλωτων κοινωνικά ομάδων. Η διαφορετικότητα γίνεται συχνά συνώνυμο επικινδυνότητας δημιουργώντας φαινόμενα περιχαράκωσης και κοινωνικού αποκλεισμού, με σαφείς επιπτώσεις σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο. Συμπεριφορές και πρόσωπα στιγματίζονται, περιθωριοποιούνται, οδηγώντας σε ένα νέο φαύλο κύκλο κατά τον οποίο η οποιαδήποτε απόκλιση, παραβατική συμπεριφορά έρχεται να επιβεβαιώσει τον αρχικά αρνητικό χαρακτηρισμό.
Τέλος, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η άκριτη αναπαραγωγή αξιόποινων πράξεων που παρατηρείται σε πολιτισμικό επίπεδο και κυρίως μέσω της μουσικής. Το μουσικό είδος της τραπ, το οποίο συνιστά το πιο δημοφιλές είδος μουσικής στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, ειδικά ανάμεσα σε εφήβους και νέους, προάγει την κουλτούρα της βίας, της οπλοκατοχής και των ναρκωτικών. Οι συμμορίες, η βία και οι καβγάδες γίνονται must, με πολλούς νέους και νέοι να υιοθετούν αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς προκειμένου να είναι της μόδας και ιδίως αρεστοί στους συνομηλίκους τους, δίχως να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των πράξεων τους.
Τελικά τι ζητάμε από τα παιδιά μας;
Κάπου εδώ αξίζει να διερωτηθούμε το πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Ποιες είναι οι απαιτήσεις μας και πώς αυτό που θέλουμε εμείς ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα θέλω του παιδιού; Ερωτήματα τα οποία έρχονται σε σύγκρουση με το περιεχόμενο της κοινωνικοποίησης, τα δικά μας βιώματα και τις δικές μας ανάγκες. Σε μεγάλο βαθμό λειτουργούμε όλοι εμείς είτε ως γονείς, εκπαιδευτικοί, είτε ως ειδικοί ψυχικοί υγείας, ειδήμονες για το τι ορίζεται ως φυσιολογικά κοινωνική αποδεκτή συμπεριφορά, δίχως ποτέ να έχουμε εστιάσει στην πραγματική ευημερία και ψυχολογική ενδυνάμωση των παιδιών μας. Επιλέγουμε ουσιαστικά να παραμείνουμε σε ένα μονοπάτι δοσμένο από την κοινωνία, διότι σε διαφορετική περίπτωση «απειλείται» η δική μας ταυτότητα. Κανείς όμως δεν έχει αναλογιστεί τι συμβαίνει με την αυτοεκτίμηση και την αυτοεικόνα των παιδιών μας. Δύο έννοιες που αποτελούν το βασικό οχυρό του ατόμου στις όποιες κοινωνικές πιέσεις.
Η αυτοεκτίμηση είναι η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και η αξία που του επιδίδουμε. Μία έννοια που περικλείει το σύνολο των εκτιμήσεων που κάνει το άτομο για την απόδοσή του σε επιμέρους τομείς αναλόγως με την αξία που τους αποδίδει το άτομο. Άτομα με ανεπαρκή αυτοεκτίμηση, βιώνουν διαρκείς ματαιώσεις και αποτυχίες, ενώ συχνά προβαίνουν σε αντικοινωνική συμπεριφορά ως αντίδραση προς το κοινωνικό σύνολο. Στη διαμόρφωσή της, ο ρόλος της οικογένειας είναι καίριος, ακριβώς λόγω των λειτουργιών που επιτελεί στην ψυχοσυναισθηματική, κοινωνική και γνωστική ανάπτυξη του παιδιού. Άλλοι σημαντικοί φορείς είναι το σχολείο, οι συνομήλικοι και τα διάφορα πρότυπα. Φορείς οι οποίοι αναζητούν επίσης τη δική τους ταυτότητα σε αυτό το διαρκώς κοινωνικά μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Η αυτοεκτίμηση δεν είναι ανεξάρτητη από την εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του, την αυτοεικόνα του. Όσο το άτομο μεγαλώνει, η αυτοεικόνα γίνεται πιο σταθερή. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραμένει πάντα σταθερή. Επηρεάζεται και κλονίζεται από διάφορα γεγονότα και προσωπικά βιώματα, με αποτέλεσμα να καλεί το άτομο σε ένα διαρκή αναστοχασμό, σε ένα διαρκή αγώνα αναζήτησης και επιβεβαίωσης του ιδανικού του εαυτού. Βασική προϋπόθεση, το άτομο να έχει «οχυρωθεί» σωστά, να έχει μεγαλώσει δίχως ενοχές και κοινωνικά πρέπει. Αντίθετα, αρνητική αυτοεικόνα σημαίνει αρνητικά συναισθήματα, άγχος και συναισθηματικές διαταραχές. Άτομα που επιλέγουν την κοινωνική απομόνωση και περιχαράκωση, ως έναν τρόπο διαφυγής στην κοινωνική μειονεξία που βιώνουν.
Το συμπέρασμα, τελικά, που προκύπτει είναι ότι ίσως τόσο καιρό χρησιμοποιούμε λανθασμένα τον όρο ανήλικοι παραβάτες, όχι μόνο λόγω του κινδύνου στιγματοποίησης που ενέχει, αλλά κυρίως για το ότι τα άτομα αυτά ενδέχεται να μην γνωρίζουν στην πραγματικότητα το τι σημαίνει παραβατικότητα. Να μην έχουν μάθει δηλαδή την έννοια του σεβασμού απέναντι στον άλλον, αλλά κυρίως στον εαυτό τους. Νέοι δίχως όρια και κανόνες. Νέοι χωρίς επίβλεψη, διότι οι γονείς αλλοιώνονται και χάνονται στο κυνήγι της καθημερινής ρουτίνας, των κοινωνικών πρέπει και υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να μένουν στο φαίνεσθαι και όχι στο είναι. Γονείς που συχνά φοβούνται να πουν όχι θεωρώντας ότι το ναι καλύπτει την απουσία τους στα παιδιά ή ακόμα χειρότερα, γονείς που φοβούνται να αφήσουν τα παιδιά τους ελεύθερα να ανεξαρτητοποιηθούν. Ένας φόβος υποσυνείδητος που κρύβει τη δική τους αδυναμία να αντιμετωπίσουν τις πραγματικές τους ανάγκες και θέλω. Γονείς και νέοι μπερδεμένοι και χαμένοι «υποδυόμενοι» ρόλους σε ένα σενάριο που μοιάζει να αντικαθιστά την ζωή τους.
Θα ήταν προτιμότερο να αναφερόμαστε σε μπερδεμένους νέους, οι οποίοι μεγαλώνουν σε μία απαιτητική και πολλές φορές επιθετική, εχθρική κοινωνία, η οποία αποζητά από τα μέλη της μία «δοσμένη ομοιογένεια», αντιμαχόμενη οτιδήποτε παρεκκλίνει, διαφέρει, απειλώντας την πλασματική της κοινωνική συνοχή. Νέοι που από τη βρεφική τους ηλικία βρίσκουν καταφύγιο μπροστά σε οθόνες, οι οποίες αντικαθιστούν μέχρι και τον γονεϊκό ρόλο. Παραδοσιακοί φορείς όπως η οικογένεια και το σχολείο προσπαθούν να αναθεωρήσουν το ρόλο τους, όπως και τη θέση τους στην κοινωνική σκακιέρα. Φορείς που μπορούν να δράσουν καταλυτικά στη διαχείριση και στον περιορισμό αντικοινωνικών συμπεριφορών. Είναι οι μηχανισμοί εκείνοι που συμβάλλουν στην πρόληψη αυτών των φαινομένων διότι πολύ απλά η βία δεν θα σταματήσει ποτέ να υπάρχει. Η βία είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο. Συνεπώς, η παραβατικότητα των ανηλίκων συνιστά μία μορφή της συνολικής έκφρασης βίας, δίχως να γνωρίζουμε τον πραγματικό αριθμό και ιδίως την έκτασή της. Η εικόνα που έχουμε είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνο. Υπάρχει ένας σκοτεινός αριθμός ακριβώς λόγω των ταμπού και των στερεοτύπων της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος περιορίζεται πίσω από κλειστές πόρτες.
[1] Κοινωνιολόγος – Σύμβουλος, MSc. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.