Χρήστος Θεοδωρόπουλος
Κοινωνιολόγος, MSc
Η αύξηση της παραβατικότητας σε όλες τις μορφές της, αποτελεί στις μέρες μας ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Όταν η διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής είναι πολύ γρήγορη, δεν παρέχεται η δυνατότητα για διαδοχικές διεργασίες επαναπροσδιορισμού προτύπων σκέψης, συναισθημάτων και τρόπων δράσης, απαραίτητα συστατικά των κοινωνικών ομάδων που χαρακτηρίζονται με υψηλό βαθμό συνοχής. Ο σύγχρονος άνθρωπος χαρακτηρίζεται από ένα καταιγισμό ερεθισμάτων και πληροφοριών σε ελάχιστο χρόνο, γεγονός το όποιο αποτελεί τροχοπέδη στην αφομοίωση τους. Η ελευθερία των επιλογών γιγαντώνεται και επηρεάζεται η ομαλή κοινωνική ενσωμάτωση και αναπαραγωγή.
Οι θεσμοί οι οποίοι διαδραμάτιζαν ρόλο ρυθμιστή προτύπων αποδεικτής συμπεριφοράς, πλέον αδυνατούν να διατηρήσουν τη δομή τους για πολύ καιρό και βρίσκονται σε κρίση μαζί με τις αξίες που προάγουν.
Παλαιότερα, τα άτομα αποζητούσαν να «ελευθερωθούν» από την καταπίεση που δημιουργούσαν οι σχέσεις εγγύτητας με την οικογένεια και την κοινότητα. Πλέον παρατηρείται ότι αυτή η απομάκρυνση, τους στερεί την ικανοποίηση βασικών αναγκών όπως η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη και το αίσθημα ασφάλειας που προσφέρει η αίσθηση ότι κανείς ανήκει σε μια ομάδα. Εξέχουσα θέση στη σύγχρονη κοινωνία έχει πάρει η τάση των ανθρώπων να εγκαταλείπουν εύκολα οποιαδήποτε δέσμευση.
Όλα τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα, να παρατηρούμε περισσότερες συγκρούσεις στην κοινωνία και η επίλυση τους πλέον δεν είναι τόσο εύκολη.
Η εφηβεία είναι μία περίοδος έντονης αλλαγής και ανάπτυξης, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά , και μπορεί να είναι μία δύσκολη και προκλητική φάση για τους εφήβους, την οικογένεια τους, το σχολείο και φυσικά για την κοινωνία ολόκληρη. Οι νέοι δύνανται να εκφραστούν με βίαιο τρόπο, είτε φυσικά είτε ψηφιακά. Δυστυχώς αυτή η συγκεκριμένη τάση παρουσιάζει μεγάλη άνοδο στη χώρα μας. Οι αιτίες για αυτό το κοινωνικό φαινόμενο μπορούν να σχετιστούν με τις κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις των τελευταίων ετών. Η περίοδος της πανδημίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αύξηση του φαινομένου, διότι οι τότε περιορισμοί έφεραν τους νέους σε αυξημένη επαφή με το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα κάτι που συχνά μπορεί περιλάμβανε βίαιο ή παραβατικό περιεχόμενο.
Επιπλέον, η αστάθεια στην οικογένεια (έλλειμμα επικοινωνίας με σημαντικούς για εκείνους ενήλικες, δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις) μπορεί να συμβάλει στην δυσκολία διατήρησης ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος για τα παιδιά. Ειδικά, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση στην οικογενειακή δυσλειτουργία. Γι’ αυτό είναι σημαντικό οι γονείς να φροντίζουν τη σχέση με τα παιδιά τους καθημερινά. Η σχέση τους είναι βοηθητικό να χαρακτηρίζεται από ενσυναίσθηση, ενεργητική ακρόαση και αποδοχή, και να αποτελεί χώρο ασφάλειας, εμπιστοσύνης και ανοιχτής επικοινωνίας.
Επίσης, το σχολείο συμβάλει στην εκμάθηση, όχι όμως στη μάθηση. Ελάχιστα καλλιεργείται η κριτική σκέψη και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μετατρέπεται ο μαθητής σε άβουλο ον. Δημιουργούνται, έτσι, άτομα με γνώση, χωρίς όμως γνώμη, άτομα που δεν προβληματίζονται, δεν έχουν πνευματικές ανησυχίες και ενδιαφέροντα και γι’ αυτό το λόγο δεν σκέπτονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι νέοι θέλοντας να γίνουν αποδεκτοί στην παρέα των συνομηλίκων τους, να προβάλλουν μιμητικές συμπεριφορές χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες. Το σχολείο οφείλει να αναπτύσσει την κριτική σκέψη και τον κοινωνικό προβληματισμό, τη συμμετοχή και την αλληλεγγύη των μαθητών, με γενικό σκοπό τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πολίτη οποίος θα μπορεί να συμμετέχει στο «κοινωνικό γίγνεσθαι». Ο εμπλουτισμός των σχολικών προγραμμάτων με μαθήματα κοινωνικών επιστημών (πχ κοινωνιολογία) μπορεί να συμβάλλει στα παραπάνω.
Όταν λοιπόν, οι θεσμοί της οικογένειας και του σχολείου είναι σε κρίση, δεν υπάρχει η δυνατότητα να δοθεί στους νέους η απαραίτητη φροντίδα και ενδιαφέρον.
Η έκφραση μιας συμπεριφοράς αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, για αυτό έχει πάντα σημασία να δούμε τι κρύβεται από κάτω.
Η παραβατικότητα των εφήβων, όπως και να εκδηλώνεται, αποτελεί ένα σύμπτωμα το οποίο φανερώνει τη δυσλειτουργία ολόκληρης της κοινωνίας και αποτελεί ταυτόχρονα μία πρόκληση αλλά και μία ανοιχτή πρόσκληση για αλλαγή. Έχει σημασία λοιπόν να μην τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα αλλά να διαμορφώνουμε συνθήκες και καταστάσεις εύφορες για τους νέους. Και αυτό μπορεί να συμβεί με τη συνεργασία της οικογένειας, του σχολείου και της πολιτείας ώστε να ενδυναμώσουν θετικές συμπεριφορές οι οποίες να συμβάλουν στην ανάδυση αξιών και προτύπων συμπεριφοράς. Με αυτό τον τρόπο, θα έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε πολίτες που κατανοούν τα δικά τους δικαιώματα αλλά και των συνανθρώπων τους, και τα υπερασπίζονται.