Του Αντώνη Πύργου*
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος η συνολική κατάσταση που επικρατούσε στην Αλβανία εμφάνισε ραγδαίες εξελίξεις αλλά και αδυναμίες στις κοινωνικοοικονομικές δομές του κρατικού μηχανισμού. Οι παραδοσιακές σχέσεις του παρελθόντος σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό επίπεδο αντικαταστάθηκαν από αυτές που προσδιορίζουν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δημιουργώντας ένα νέο πρότυπο πολίτη. Οι μεταπτώσεις αυτές οδήγησαν πολλές οικογένειες σε ακραίες συνθήκες εξαθλίωσης και φτώχειας.
Η εναρμόνιση των πολιτικών ανάπτυξης και των συμπεριφορών περιόρισαν τα μέλη της κοινωνίας στο ρόλο του καταναλωτή διαλύοντας τις πολιτισμικές ταυτότητες. Επιπλέον η αύξηση της φτώχειας, των αποκλεισμών και οι επιθέσεις στην ταυτότητα, συνοδεύτηκαν από την εξατομίκευση της κοινωνίας που εκδηλώθηκε με έλλειψη συνοχής και συμμετοχής των πολιτών στα κοινά.
Μεταξύ των περιθωριοποιημένων ομάδων παρατηρήθηκαν νέοι κοινωνικοί αποκλεισμοί που οφείλονται στις περιορισμένες κοινωνικές ικανότητες των μελών τους. Επιπροσθέτως, η πληθυσμιακή ομάδα των Ρομά πλήχθηκε περισσότερο.
Στην Αλβανία, τα μέλη των οικογενειών που χαρακτηρίζονταν ως πιθανά θύματα εμπορίας και διακίνησης ζούσαν σε συνθήκες υψηλής φτώχειας και εξαθλίωσης, συνήθως στα προάστια μεγάλων αστικών κέντρων. Το μορφωτικό επίπεδο των γονέων ήταν πολύ χαμηλό και σε αρκετές περιπτώσεις σχεδόν ανύπαρκτο. Οι οικογενειακοί δεσμοί είχαν υποστεί ρωγμές με αποτέλεσμα την ύπαρξη διαζυγίων, βίαιων συμπεριφορών, εθισμού σε αλκοόλ και ναρκωτικά[1].
Η φτώχεια και η εξαθλίωση πολύ συχνά οδηγούσαν τις ομάδες αυτές στην κοινωνική απομόνωση. Ο κοινωνικός αποκλεισμός με τη σειρά του δημιουργούσε το συναίσθημα του εγκλωβισμού σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που η οικογένεια δεν είχε επιλέξει. Κατά αυτόν τον τρόπο οι οικογένειες παρουσιάζονταν ευάλωτες στους διακινητές καθώς επιθυμούσαν μια καλύτερη ζωή την οποία υποστήριζαν πως μπορούσαν να τους προσφέρουν. Πρόσφεραν συχνά ένα χρηματικό ποσό προκαταβολικά και στη συνέχεια έδιναν υπόσχεση ότι θα στέλνουν στην οικογένεια τις οικονομικές απολαβές των παιδιών[2].
Οι δομικές αλλαγές που παρουσιάστηκαν στον κρατικό μηχανισμό είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων κοινωνικών σχέσεων και δεσμών εμπιστοσύνης. Κατά τη χρονική περίοδο στην οποία αναφερόμαστε το κοινωνικό κράτος διαρκώς συρρικνωνόταν και το κοινωνικό υποκείμενο για να επιβιώσει δημιουργούσε νέες κοινωνικές συμμαχίες.
Καταλυτικής σημασίας ήταν οι προσδοκίες που παράχθηκαν και προωθήθηκαν από τα νέα καταναλωτικά πρότυπα κοινωνικής ζωής και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Οι παραπάνω κοινωνικές πραγματικότητες σε συνδυασμό με το ισχυρό πλαίσιο τυπικών και άτυπων κωδίκων της οικογένειας όπου τα παιδιά εκπαιδεύονταν σε υπακοή της γνώμης των πρεσβυτέρων, αποτελούσαν ισχυρό κίνητρο για τους διακινητές ώστε να προσεγγίσουν την οικογένεια, η οποία ζούσε σε συνθήκες φτώχειας και είχε χάσει την εμπιστοσύνη της στις οργανωμένες τοπικές αρχές διοίκησης για την έξοδό της από την κατάσταση που είχε περιέλθει[3].
Σταδιακά, κατασκευάστηκε μια εναλλακτική αγορά όπου πραγματευόταν τα φαινόμενα της εμπορίας ανθρώπων και της παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης, περιλαμβάνοντας όλα τα στάδια και τις προεκτάσεις τους. Η εύρεση και η συλλογή παιδιών στη μετακομμουνιστική Αλβανία αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση για τους διακινητές, καθώς, οι κατεστραμμένες δομές κοινωνικού κράτους με τις διαλυμένες οικογενειακές σχέσεις, τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας και οι υψηλοί ρυθμοί γεννήσεων δημιούργησαν ένα πλεονάζον ευέλικτο εργατικό δυναμικό στις σύγχρονες οικονομικές δομές εκμετάλλευσης[4].
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ
Τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα εμφανίστηκε ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο, η παιδική εργασία στο δρόμο οι διαστάσεις του οποίου είχαν πολλές προεκτάσεις. Στην αρχή τα παιδιά εντοπίστηκαν στα φανάρια, να επαιτούν, να πωλούν μικροαντικείμενα, να καθαρίζουν τα τζάμια των αυτοκινήτων, σταδιακά οι δραστηριότητές τους μετακινήθηκαν στις καφετέριες και στα εστιατόρια. Συνήθως ο κώδικας ενδυμασίας περιελάμβανε κακή ενδυμασία και συνθήκες υγιεινής στοχεύοντας στη δημιουργία του συναισθήματος της λύπης και του οίκτου[5].
Σύμφωνα με έρευνες τα παιδιά προέρχονταν κυρίως από την Αλβανία συνοδευόμενα από έναν οικογενειακό φίλο ή πολλές φορές κάποιον άγνωστο. Εργάζονταν σε σκληρές συνθήκες στο δρόμο, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών και χρόνου. Στόχος ήταν η συλλογή ενός συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, ο οποίος εάν δεν επιτυγχανόταν ακολουθούσαν απειλές για την οικογένεια και άσκηση σωματικής βίας[6].
Η απουσία πολιτικής βούλησης και αστυνόμευσης του φαινομένου σε συνδυασμό με την αποδοχή και την ανταπόκριση της ελληνικής κοινωνίας στα λόγια και τις παιδικές φωνές κατασκεύασαν μια αγορά, μια οικονομική δραστηριότητα την οποία εκμεταλλεύτηκαν οι διακινητές. Οι διακινητές με πρόφαση την καλύτερη ζωή για τα παιδιά και τις οικογένειες ξεκίνησαν τις δραστηριότητές τους. Ο στόχος των διακινητών ήταν ένας, το εύκολο και γρήγορο χρήμα[7].
Η μετακίνηση στην Ελλάδα δεν αποτέλεσε παράγοντα δυσκολίας λόγω της γεωγραφικής γειτνίασης και των ορεινών διαδρομών. Το κόστος ήταν χαμηλό σε σύγκριση με τα κέρδη διότι απαιτούσε μόνο τη διαμονή και τη διατροφή των παιδιών, οι γονείς λάμβαναν ένα χαμηλό οικονομικό αντίτιμο σημαντικό για τα οικονομικά δεδομένα της χώρας καταγωγής. Τέλος, οι κίνδυνοι ήταν περιορισμένοι καθώς οι αστυνομικές αρχές αγνοούσαν την ύπαρξη του φαινομένου. Πολλές φορές δε πραγματοποιούνταν έλεγχος των ανηλίκων από τις αστυνομικές αρχές, ούτε διεξαγόταν έρευνα για τον εντοπισμό του διακινητή. Στόχος ήταν ο ‘’καθαρισμός των δρόμων’’ και όχι η παροχή βοήθειας στα παιδιά που ήταν θύματα εκμετάλλευσης[8].
Συμπληρώνοντας, στις παραπάνω αναφορές πρέπει να προστεθεί και η απουσία κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση του νέου φαινομένου που διακρίνεται σε δύο διαστάσεις, τη μη νόμιμη μετανάστευση και τη διακίνηση και εκμετάλλευση ανηλίκων. Τα παιδιά θύματα αντιμετωπίζονταν με βάση τον ισχύοντα νόμο ως μη νόμιμοι μετανάστες και είτε συλλαμβάνονταν από τις αστυνομικές αρχές και απελαύνονταν, χωρίς καμία μέριμνα για την έξοδό τους από τη χώρα, είτε γινόταν εισαγωγή τους σε ιδρύματα[9].
Οι διακινητές επωφελούνταν από τη συνολική κατάσταση καθώς τα παιδιά δε γνώριζαν, με αποτέλεσμα να μη κατανοούν, τη γλώσσα. Επίσης διέμεναν σε μη νόμιμο καθεστώς δημιουργώντας σχέση εξάρτησης με το διακινητή.
Η δυσκολία εύρεσης εργασίας, κατανόησης των γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων, ενεργούς συμμετοχής στα κοινωνικά δρώμενα, η διαμονή σε ημι-νόμιμο καθεστώς αποτέλεσαν και αποτελούν ορισμένους μόνο παράγοντες διαμόρφωσης των δυσκολιών που καλούνται να αντιμετωπίσουν διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες σε ένα νέο κοινωνικό περιβάλλον.
Οι παραπάνω αναφορές περικλείουν τις έννοιες της κοινωνικής περιθωριοποίησης και του αποκλεισμού σε ένα σύνολο κοινωνικών κανόνων που το κοινωνικό υποκείμενο καλείται να ανταπεξέλθει για να επιβιώσει.
Αλλαγές που παρατηρήθηκαν στον τρόπο λειτουργίας του φαινομένου έγκεινται στις αλλαγές που παρουσιάστηκαν στον κοινωνικό ιστό. Η εκμετάλλευση των ανηλίκων άλλαζε μορφές, από τα παιδιά των φαναριών οδηγηθήκαμε στα παιδιά του δρόμου. Η διατύπωση αυτή οφείλεται στις αλλαγές που παρουσιάστηκαν στον ενδυματολογικό κώδικα, στις οικονομικές δραστηριότητες αλλά και στους επόπτες των ανηλίκων.
Παιδιά τα οποία ήταν στα φανάρια μετατοπίστηκαν στο δρόμο απασχολούμενα σε διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες, λιγότερο ορατές. Απορροφήθηκαν από νέα δίκτυα εκμετάλλευσης απευθυνόμενα σε νέες αγορές.
Πλέον, τα παιδιά εμφανίζονταν πιο προσιτά, καθαρά, φροντισμένα, ντυμένα ζεστά. Οι μικρές ηλικιακές ομάδες αλλά και οι ‘’νέοι’’ στον επαγγελματικό χώρο επαιτούσαν, οι υπόλοιποι ασχολούνταν με την πώληση μικροαντικειμένων και την ενασχόληση με τη μουσική. Οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν ήταν ιδιαίτερα επαγγελματικές. Την επιτήρηση και την προστασία των παιδιών στον εργασιακό χώρο ανέλαβαν πλέον οι γονείς[10].
Πολύ συχνά η παιδική εργασία αμειβόταν καλύτερα απ’ ότι των ενηλίκων. Αποτέλεσε λοιπόν την εύκολη λύση την οποία προτιμούσαν οικογένειες των οποίων τα ενήλικα μέλη συνήθως δε διέθεταν τα χαρακτηριστικά για εργασία[11].
Παιδιά τα οποία εντοπίστηκαν να εργάζονται στο δρόμο καθώς και γονείς οι οποίοι τα επιτηρούσαν αντιλαμβάνονταν με δυσκολία τους κινδύνους που εμπεριείχε η κοινωνική διάσταση του δρόμου. Η φυσική εξέλιξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των ανηλίκων με τις ελάχιστες έως ανύπαρκτες κοινωνικές ικανότητες οδηγούσαν τα παιδιά σε νέο κοινωνικό αποκλεισμό, τα οποία ως διέξοδο έβρισκαν στην παραβατικότητα με μοναδική εναλλακτική την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς. Έτσι λοιπόν, με την πάροδο του χρόνου και τις αλλαγές που διαμορφώθηκαν στις εργασιακές ταυτότητες του δρόμου δημιουργήθηκαν νέες μορφές και δίκτυα εκμετάλλευσης.
*Ο Αντώνης Πύργος είναι κοινωνικός ερευνητής, απόφοιτος του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής με μεταπτυχιακές σπουδές στις «Κοινωνικές Διακρίσεις, Μετανάστευση και Ιδιότητα του Πολίτη»
———————–
[1] Philippe P., Tournecuillert V., The trafficking of Albanian children in Greece, terre des homes, p. 15 – 16, 2003
[2] Shuteriki M., Pippidou M., Stoecklin D., Transnational protection of children, the case of Albania and Greece, 2000 – 2006, terre des homes, ARSIS, p. 7, 2006
[3] Shuteriki M., Pippidou M., Stoecklin D., Transnational protection of children, the case of Albania and Greece, 2000 – 2006, terre des homes, ARSIS, p. 7, 2006
[4] Philippe P., Tournecuillert V., The trafficking of Albanian children in Greece, terre des homes, p. 15 – 16, 2003
[5] Όπως σε κάθε οικονομικό σύστημα, έτσι και σε αυτό, όσο μεγαλύτερη ανταπόκριση υπήρχε από το καταναλωτικό κοινό τόσο αυξανόταν ο αριθμός των νέων εργαζόμενων παιδιών στο δρόμο. Συμπληρωματικά, κάθε εργασιακός χώρος διακρίνεται από συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα, στην περίπτωση της επαιτείας παρατηρείται σκισμένος και ακάθαρτος ρουχισμός για την επίτευξη του στόχου.
[6] Shuteriki M., Pippidou M., Stoecklin D., Transnational protection of children, the case of Albania and Greece, 2000 – 2006, terre des homes, ARSIS, p. 10, 2006
[7] Οι μορφές εκμετάλλευσης των ανηλίκων διαμορφώνονταν σε σχέση με την αγορά και το καταναλωτικό κοινό στο οποίο απευθυνόταν ο διακινητής. Ιδιαίτερης σημασίας για την αναπροσαρμογή των εργασιακών ρόλων ήταν η ηλικία και το φύλο του παιδιού.
[8] Shuteriki M., Pippidou M., Stoecklin D., Transnational protection of children, the case of Albania and Greece, 2000 – 2006, terre des homes, ARSIS, p. 11, 2006
[9] Περιοδική έκδοση της ΑΡΣΙΣ, HUMAN TRAFFICKING, Παπαθεοδώρου Ε., Μια χώρα προέλευσης μια χώρα προορισμού, τεύχος 01, 2004
[10] Shuteriki M., Pippidou M., Stoecklin D., Transnational protection of children, the case of Albania and Greece, 2000 – 2006, terre des homes, ARSIS, p. 11, 2006
[11] Shuteriki M., Pippidou M., Stoecklin D., Transnational protection of children, the case of Albania and Greece, 2000 – 2006, terre des homes, ARSIS, p. 12, 2006