Οι προκαταλήψεις αποτελούν αρνητικές υποθέσεις – για άλλους – που δε στηρίζονται σε επαρκείς αποδείξεις, και προσδιορίζουν απο πριν την αντίληψή μας για αυτούς. Πολλές φορές οι προκαταλήψεις έχουν λειτουργική σπουδαιότητα για αυτόν που τις έχει και υπηρετούν ορισμένους του στόχους. Άλλες φορές οι προκαταλήψεις είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας ενός ατόμου να ακολουθεί τυφλά (παθητικά) τους κανόνες συμπεριφοράς της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει.
Τις προκαταλήψεις προσδιορίζει η συναισθηματική σχέση (θετική ή αρνητική) που εκφράζεται μέσα από τις στάσεις μας και η οποία συνδέεται με υπεργενικευμένες – και συνεπώς λανθασμένες – απόψεις. Μέσα από τις φραστικές εκδηλώσεις της προκατάληψης δίνουμε άλλοτε έμφαση στη στάση μας και άλλοτε στην άποψή μας. Στα πιο κάτω παραδείγματα η πρώτη πρόταση δηλώνει τη στάση και η δεύτερη την άποψη:
– Δεν μπορώ να ανεχθώ τους νέγρους (στάση)
Οι νέγροι είναι βρώμικοι (άποψη)
– Δεν θα μπορούσα να ζήσω στο ίδιο σπίτι με εβραίους
Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, όλοι οι εβραίοι είναι ίδιοι.
– Δεν θέλω να ζω σε γειτονιά που μένουν άραβες.
Οι άραβες είναι πονηροί και επικίνδυνοι.
Είναι σκόπιμο να διακρίνουμε τη διαφορά των στάσεων από τις απόψεις, γιατί, όπως έχει παρατηρηθεί, μερικές φορές προπαγανδιστικά προγράμματα κατορθώνουν να αλλάξουν τις απόψεις χωρίς όμως να μπορούν να επηρεάσουν τις στάσεις.
__________________________
Πηγή: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, Φάκελος για το Μάθημα: Εισαγωγή στην Ψυχολογία – Επιμέλεια: Μαρία Μαλικιώση-Λοϊζου, Αθήνα 1994