της Βέρας Καραγιαννίδου
Mέλη της πολυπληθέστερης διακρατικής μειονότητας στην Ευρώπη, οι Ρομά αποτελούν παραδοσιακά θύματα ακραίων ρατσιστικών προκαταλήψεων. Τα θεμελιώδη δικαιώματά τους παραβιάζονται συστηματικά, ενώ μελέτες έχουν καταγράψει ότι υπήρξαν θύματα επιθέσεων από την εποχή του Ολοκαυτώματος μέχρι και την τελευταία κρίση στο Κόσσοβο. Βέβαια, η πραγματικότητα ξεπερνά αυτή την θεωρητική οριοθέτηση. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΕΔΑ), στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, με την συμμετοχή των Ρομά, άρχισαν να δημιουργούνται επιτροπές διερεύνησης ζητημάτων εκπαίδευσης, απασχόλησης και στέγασης, ενώ στην Ρουμανία και στη Βουλγαρία αναγνωρίστηκαν ως εθνική μειονότητα. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει ένα ενεργό δίκτυο δράσης των ίδιων των Ρομά που ζητούν την αναγνώρισή τους ως λαού χωρίς έδαφος και την εκπροσώπησή τους στα Ηνωμένα Έθνη. Ζητούν την λήψη ειδικών μέτρων από τις χώρες όπου ζουν, με στόχο την κατάργηση όλων των διακρίσεων εις βάρος τους, την κατάργηση της περιθωριοποίησης και την πλήρη αναγνώριση των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Ο Aladar Horvath, Ούγγρος Ρομά ακτιβιστής, υπήρξε πρωτοστάτης στις κινητοποιήσεις εναντίον της πολιτικής απομονωτισμού που επιβαλλόταν στους Ρομά (Anti–Ghetto Committee). Διετέλεσε πρόεδρος ενός οργανισμού με το όνομα Κοινοβούλιο των Ρομά, ο οποίος αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια προς ενοποίηση όλων των οργανισμών Ρομά στην Ουγγαρία, στις αρχές του 1990, για την αποτελεσματικότερη επίλυση κρίσιμων ζητημάτων. Την ίδια δεκαετία, ιδρύει το Ίδρυμα για τα πολιτικά δικαιώματα των Ρομά (Roma Polgarjogi Alapitvany), έναν οργανισμό ο οποίος από τότε θα παίξει σημαντικότατο ρόλο τόσο στην ανάδειξη της πολιτικής διαχωρισμού που βιώνουν οι Ρομά επί αιώνες όσο και στην κινητοποίηση σε μεμονωμένα περιστατικά επιθέσεων.
Ιστορικά, μολονότι η εγκατάστασή των Ρομά στην Ευρώπη ανάγεται σε χρόνους πριν τον 14ο αιώνα, μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα, και με μεγάλη ασφάλεια στον 20ο, έγινε δυνατό να καθοριστεί η καταγωγή τους από τη ΒΔ Ινδία. Δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες για τη θέση των Ρομ στην ινδική κοινωνία κατά τον Μεσαίωνα. Πιθανολογείται, όμως, ότι ήταν παρίες που, από τον 9ο αιώνα και μετά, ξεκίνησαν μαζικές μετακινήσεις. Πολλοί κατευθύνθηκαν στο Αφγανιστάν, στο Βελουχιστάν και στο Ιράν, όπου παρέμειναν για αρκετούς αιώνες, ενώ άλλοι μέσω του Τουρκεστάν, κατευθύνθηκαν στη Ν. Ρωσία, στον Καύκασο, τη Μ. Ασία και τις Παραδουνάβιες χώρες. Έπειτα από μακρά παραμονή στο Ιράν, πολλοί συνέχισαν την πορεία τους προς τη Μ. Ασία, τη Συρία, την Αίγυπτο και τη Β. Αφρική, και από εκεί στην Ισπανία. Οι αιτίες των μαζικών αυτών μετακινήσεων δεν είναι επίσημα καταγεγραμμένες αλλά πιθανότατα οφείλονται στην προσπάθειά τους να βρουν έξοδο από την ισλαμική κατάκτηση της Ινδίας.
Το πρώτο αρχείο στην Ευρώπη, στο οποίο καταγράφηκε με βεβαιότητα η άφιξη Ρομ, βρίσκεται στην Σουηδία και χρονολογείται το 1512. Από την αρχή της παραμονής τους στη Σουηδία, οι Ρομά παρενοχλήθηκαν από νόμους που αποσκοπούσαν είτε στο να τους εξαναγκάσουν να εγκαταλείψουν τη χώρα είτε να περιορίσουν την ελευθερία κινήσεων και τα μέσα υποστήριξής τους. Οι πρακτικές που ακολουθούνταν για τη μείωση του μεγέθους του πληθυσμού των Ρομά περιελάμβαναν μεταξύ άλλων απελάσεις, υποχρεωτική στείρωση και αποστέρηση των παιδιών τους. Μεταξύ αυτών, από το 1914 έως το 1954 υπήρξε πλήρης απαγόρευση της μετανάστευσης Ρομά στη Σουηδία.
Τον 18ο αιώνα, η Ευρώπη με την πολιτική ‘υποχρεωτικής ενσωμάτωσης’, η οποία περιελάμβανε καταγραφές, παροχή γης, δημόσια διατάγματα για την υποχρεωτική τους ένταξη και απαγόρευση της γλώσσας τους (romani), υποχρεώνει τους Ρομά σε συνεχείς μεταναστεύσεις. Στην Ισπανία, στις 30 Ιουλίου του 1749, 10.000-20.000 υποχρεώθηκαν σε μετανάστευση, πολλές χιλιάδες εξορίστηκαν και καταδικάστηκαν σε καταναγκαστική εργασία. Τα γεγονότα έμειναν γνωστά ως ‘Μαύρη Τετάρτη’ του 1749.
Ο 20ος αιώνας αποτέλεσε το αποκορύφωμα αιώνων διώξεων, φυλακίσεων και δολοφονιών. Στη Ρουμανία, υπό την φασιστική Σιδηρά Φρουρά, πολλοί Ρομά απελάθηκαν στην Υπερδνειστερία, στη Δυτική Ουκρανία. Μεταξύ του 1941 και του 1943 εκτελέστηκε το 90% του πληθυσμού των Ρομά της Εσθονίας και το 50% της Λετονίας, και η πλειοψηφία των Ρομά από τη Λιθουανία και τη Λευκορωσία στάλθηκε σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στη Γαλλία, την ίδια περίοδο, περίπου 13.000 Ρομά φυλακίστηκαν, στην φασιστική Ιταλία ακόμα δεν είναι γνωστός ο αριθμός των εκτελεσθέντων, μόλις πρόσφατα ξεκίνησε η έρευνα για το ζήτημα αυτό, ενώ οι αρχές του επονομαζόμενου Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας, υπό την διοίκηση της Ουστάσι, εξολόθρευσαν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού των Ρομά της χώρας. Το σύμπλεγμα στρατοπέδων συγκέντρωσης Γιασένοβατς, που διοικούνταν από την πολιτοφυλακή των Ουστάσι και την κροατική αστυνομία, στοίχισε τη ζωή σε 15.000-20.000 Ρομά.
Σκοπεύοντας να τους εκτοπίσουν από το αποκαλούμενο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ στο προσεχές μέλλον, οι γερμανικές αρχές έθεσαν υπό περιορισμό όλους τους Ρομά στα αποκαλούμενα στρατόπεδα Τσιγγάνων (Zigeunerlager). Με την αναβολή των εκτοπισμών των Ρομά το 1940, οι εγκαταστάσεις αυτές μετατράπηκαν σε κέντρα περιορισμού μακράς διαρκείας. Το Marzahn στο Βερολίνο και το Lackenbach στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, ήταν από τα χειρότερα στρατόπεδα αυτού του είδους. Εκατοντάδες Ρομά απεβίωσαν λόγω των φρικτών συνθηκών. Οι ντόπιοι Γερμανοί διαμαρτύρονταν επανειλημμένα για τα στρατόπεδα, απαιτώντας τον εκτοπισμό των έγκλειστων σε αυτά Ρομά, ώστε να «διαφυλαχτούν» τα δημόσια ήθη, η δημόσια υγεία και ασφάλεια. Η τοπική αστυνομία χρησιμοποίησε αυτές τις διαμαρτυρίες, για να απευθύνει επίσημο αίτημα στον Χάινριχ Χίμλερ να ξαναρχίσουν οι εκτοπισμοί των Ρομά προς τα ανατολικά.
Μετά τον πόλεμο, οι διακρίσεις κατά των Ρομά συνεχίστηκαν σε όλη την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αποφάσισε ότι όλα τα μέτρα που ελήφθησαν κατά των Ρομά πριν το 1943, ήταν εύλογα, επίσημα μέτρα κατά ατόμων που διέπραξαν εγκληματικές ενέργειες, και όχι αποτέλεσμα πολιτικής λόγω φυλετικής προκατάληψης. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά έκλεισε την πόρτα για την αποκατάσταση χιλιάδων θυμάτων Ρομά, οι οποίοι φυλακίστηκαν, στειρώθηκαν δια της βίας και εκτοπίστηκαν από τη Γερμανία. Η μεταπολεμική εγκληματολογική αστυνομία της Βαυαρίας ανέλαβε τους φακέλους του ναζιστικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένου του μητρώου των Ρομά που διέμεναν στο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ.
Τα τελευταία δέκα, τουλάχιστον, χρόνια, ενώ παρατηρείται μια «έκρηξη» κειμένων, δημοσιεύσεων, μελετών και εκδηλώσεων για τους Ρομά, όπως και σχετικά ψηφίσματα και αποφάσεις διεθνών οργανισμών και καταδίκες διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, κοινή παραδοχή των εμπλεκόμενων φορέων είναι ότι υπάρχει τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην υιοθέτηση πολιτικών μέτρων και την ουσιαστική εφαρμογή τους. Αυτή η «πληθωριστική» ενασχόληση με το ζήτημα αυτό, ίσως και να αντανακλά την έλλειψη πραγματικών εγγυήσεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Και στην Ελλάδα, οι Ρομά συμπεριλαμβάνονται σε πλήθος κειμένων, χωρίς όμως να σημειώνεται αξιοσημείωτη βελτίωση των πραγμάτων στο πεδίο. Είναι, μάλιστα, γνωστό ότι η χώρα μας έχει καταδικαστεί διεθνώς με σειρά καταδικών από διεθνή δικαιοδοτικά όργανα και βρίσκεται στην κορυφή των αρνητικά αξιολογούμενων κρατών όσον αφορά στα θέματα των Ρομά. Βίαια επεισόδια εις βάρος των Ρομά, σπάνια αποτελούν αντικείμενο ερευνών, και όταν αυτό συμβαίνει, δεν είναι παρά παραδείγματα εξόφθαλμης συγκάλυψης.
Τέτοιο, αποτέλεσε η εκτέλεση των Τάσου Μουράτη το 1996 και Άγγελου Τσελάλ τον Απρίλιο του 1998, από αστυνομικά όργανα. Και στις δύο περιπτώσεις, οι υπεύθυνοι απηλλάγησαν των κατηγοριών και παρόλο που οι οικογένειες των εκτελεσθέντων προσπάθησαν να κινήσουν της νόμιμες διαδικασίες υπεράσπισής τους, υποχρεώθηκαν σε παραίτηση. |
Λήθη είναι και η μνήμη γεγονότων που σε τίποτα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η κοινωνική αμνησία, πολλές φορές απλά άγνοια, η οποία οδηγεί σε επιφανειακές κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις, μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της συνεχούς επαγρύπνησης, ενημέρωσης, ή απλά επαφής με τα τεκταινόμενα που μας περιβάλλουν συνολικά. Υπό την παχουλή σκιά της αμέλειας και αδιαφορίας, ακόμα και τα μεγαλύτερα εγκλήματα μπορούν να παραμείνουν κεκαλυμμένα και άγνωστα, εγκλήματα όπως αυτά που υπέστη μια μειονότητα του κόσμου, οι Ρομά.