Η χρήση της επανορθωτικής δικαιοσύνης σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι ένα ζήτημα πολυσυζητημένο. Πολλοί επισημαίνουν τους κινδύνους για την εκ νέου θυματοποιήση του θύματος. Ωστόσο, συχνά τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας έχουν λίγες επιλογές – είτε τη δίωξη του δράστη ή είτε απλά την ανοχή της κακοποίησης. Η Δρ Marian Liebmann*, διεθνής εμπειρογνώμονας και σύμβουλος για την επανορθωτική-αποκαταστατική δικαιοσύνη, υποστηρίζει ότι οι γυναίκες χρειάζονται περισσότερες επιλογές, και ότι για κάποιες, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, η επανορθωτική δικαιοσύνη μπορεί να είναι μια καλή επιλογή. Υπάρχουν πολλές χώρες όπου η επανορθωτική δικαιοσύνη χρησιμοποιείται για την ενδυνάμωση των γυναικών σε αυτές τις καταστάσεις και ουσιαστική έρευνα που υποστηρίζει τα οφέλη της για τις γυναίκες.
Υπάρχουν πολλοί ορισμοί της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Ο παρακάτω ορισμός χρησιμοποιείται εδώ και αρκετά χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο:
Οι επανορθωτικές διαδικασίες φέρνουν όσους έχουν υποστεί βλάβη από έγκλημα ή συγκρούσεις, και τους υπεύθυνους για τη βλάβη αυτή, σε επικοινωνία, ώστε ο καθένας που επηρεάζεται από ένα συγκεκριμένο περιστατικό να παίξει ένα ρόλο στην αποκατάσταση της βλάβης και την εξεύρεση μιας θετικής πορείας.
Η επανορθωτική δικαιοσύνη θα πρέπει να επικεντρώνεται στην αποκατάσταση της βλάβης, να είναι μια εθελοντική διαδικασία, ασφαλής και προσιτή, με αμερόληπτους διαμεσολαβητές, και σεβασμό για όλους τους συμμετέχοντες.
Οι διεργασίες περιλαμβάνουν διαμεσολάβηση μεταξύ του θύματος και του δράστη, επανορθωτικές συνεδρίες, οικογενειακές συνεδρίες, συνεδρίες θύματος και δράστη και συνεδρίες συμφιλίωσης (sentencing/peace-making circles).
Η αποκαταστατική δικαιοσύνη συνήθως θεωρούνταν πως επωφελούσε κυρίως τους παραβάτες, όμως τα θύματα έχουν πολλά να κερδίσουν. Μπορούν:
- να μάθουν για το δράστη και το έγκλημα “να αποκτήσει πρόσωπο”
- να κάνουν ερωτήσεις στον δράστη
- να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και τις ανάγκες μετά το έγκλημα
- να λάβουν μια συγγνώμη ή / και μια κατάλληλη αποζημίωση
- να εκπαιδεύσουν τους παραβάτες για τις επιπτώσεις των αδικημάτων τους
- να λύσουν τυχόν υφιστάμενες συγκρούσεις
- να αποτελέσουν μέρος της ποινικής δικαστικής διαδικασίας
- να αφήσουν το έγκλημα πίσω τους
Κατά πόσο όμως μπορούν τα παραπάνω να ισχύσουν το ίδιο και για την ενδοοικογενειακή βία;
Η ενδοοικογενειακή βία στο πλαίσιο αυτό ορίζεται ως η βία που χρησιμοποιείται από συντρόφους (πρώην) ενηλίκων, δηλαδή συντροφική βία (σε αντίθεση με τη βία που διαπράχθηκε από τα άλλα μέλη της οικογένειας, όπως άσκηση βίας από εφήβους εναντίον των γονέων τους).
Μέσα σε αυτή την κατηγορία, υπάρχουν δύο κύριες καταστάσεις ενδοοικογενειακής βίας. Η πρώτη είναι η «περιστασιακή βία εντός του ζευγαριού» με μεμονωμένο περιστατικό ή με πολλές εκδηλώσεις – με αυτές τις καταστάσεις να αποτελούν ειδικές περιπτώσεις, όπου τα πράγματα έχουν κλιμακωθεί και έχει προκληθεί βία. Αυτές είναι οι περιπτώσεις όπου η αποκαταστατική δικαιοσύνη μπορεί να βοηθήσει και να αποτρέψει περαιτέρω περιπτώσεις βίας.
Η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη όπου η βία αποτελεί μέρος συστηματικού καταναγκαστικού ελέγχου.
Αυτή η περίπτωση αποτελεί ένα μακροπρόθεσμο ζήτημα και είναι λιγότερο κατάλληλη για αποκαταστατική προσέγγιση.
Επιχειρήματα υπέρ και κατά της επανορθωτικής δικαιοσύνης για υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας
Η κύρια ανησυχία είναι για την ασφάλεια των θυμάτων, ιδιαίτερα σε μια ανισόρροπη κατάσταση όπου ο δράστης έχει ήδη ασκήσει εξουσία υπό τη μορφή της βίας. Αυτή η άνιση κατάσταση ασκεί πιέσεις στα θύματα, τα οποία μπορεί να φοβούνται το χειρότερο εάν (συνήθως η γυναίκα, και πιο σπάνια ο άντρας) δεν “πάει με την πλευρά” του συντρόφου της (ή πρώην συντρόφου) ή δεν συμφωνήσει με τις προτάσεις του κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης.
Το άλλο επιχείρημα αφορά τη δημόσια πτυχή. Πολλές ομάδες γυναικών αισθάνονται ότι η αποκαταστατική δικαιοσύνη θα θεωρηθεί ως μια «ήπια επιλογή», υποτιμώντας σοβαρά αδικήματα. Δεν απέχουμε πολύ καιρό από τότε που η ενδοοικογενειακή βία θεωρούνταν ιδιωτική υπόθεση, και ομάδες γυναικών φοβούνται ότι η έλλειψη δημόσιας λογοδοσίας θα γυρίσει πίσω την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στην αποκάλυψη της ενδοοικογενειακής βίας.
Πολλά θύματα ενθαρρύνονται πλέον να αναφέρουν την ενδοοικογενειακή βία στην αστυνομία, έχοντας ως αποτέλεσμα την εκδίκαση της υπόθεσης. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά ζητήματα από την πλευρά του θύματος :
- ο δράστης δεν αναλαμβάνει την ευθύνη- ο δικαστής αποφασίζει
- το θύμα συχνά αισθάνεται ένοχο, αν υπάρξει καταδίκη
- ο δράστης κατηγορεί το θύμα
- το θύμα βρίσκεται σε ένα παθητικό ρόλο μάρτυρα
- το θύμα μπορεί να θυματοποιηθεί εκ νέου μέσα από τη διαδικασία
- το θύμα μαθαίνει: την επόμενη φορά, μην το αναφέρεις στην αστυνομία (!!)
Έτσι, υπάρχει η ανάγκη για μια άλλη διαδικασία, σε περιπτώσεις όπου οι γυναίκες δεν θέλουν να κινηθούν δικαστικά. Ως αιτίες μπορεί να περιλαμβάνονται οι εξής:
- το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν ικανοποιεί τις ανάγκες τους
- δεν θέλουν να πάνε στο δικαστήριο, λόγω της ντροπής για μια δημόσια διαδικασία
- δεν βλέπουν την τιμωρία ως λύση στο πρόβλημα
- χρειάζονται να αλλάξουν την σχέση
- θέλουν να σταματήσει η βία
- θέλουν να μάθουν το λόγο της βίας
- στις φτωχές κοινότητες, εφόσον ο δράστης πάει στη φυλακή ή του εκδοθεί πρόστιμο, αυτό μπορεί να σημαίνει λιγότερη εξασφάλιση τροφής για την οικογένεια, ή ακόμα και εξαθλίωση
Υπό αυτές τις συνθήκες, η επανορθωτική δικαιοσύνη μπορεί να προτιμάται από τα θύματα, επειδή δεν έχει τις αρνητικές πτυχές που περιγράφονται παραπάνω και μπορεί επίσης να αντιμετωπίσει τα θέματα σχέσεων. Έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς σε πολλές χώρες.
Διεθνείς οδηγίες
Το 2001 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση-Πλαίσιο σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες. Αυτό αντικαταστάθηκε το 2012 από την Ευρωπαϊκή Οδηγία Σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τα θύματα, και τις περιπτώσεις που τα θύματα επιλέγουν επανορθωτική δικαιοσύνη, την παροχή ασφαλών και αρμόδιων υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης.
Ωστόσο, το 2009, το Εγχειρίδιο του ΟΗΕ για τη νομοθεσία σχετικά με τη βία κατά των γυναικών απαγόρευσε ρητά τη διαμεσολάβηση σε τέτοιες περιπτώσεις, και σε αρκετές χώρες (π.χ. την Ισπανία) ακολουθείται αυτή η σύσταση. Το 2014 η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας απαγορεύει την υποχρεωτική εναλλακτική επίλυση των συγκρούσεων, συμπεριλαμβανομένης της διαμεσολάβησης. Παρ ‘όλα αυτά, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες περιλαμβάνουν την πρόσβαση στη διαμεσολάβηση για ορισμένες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.
Έρευνες
Έρευνα σχετικά με την επανορθωτική δικαιοσύνη και την ενδοοικογενειακή βία στην Αυστρία [1] και στη Φινλανδία [2] είχε αρχικά ως στόχο την προσπάθεια να αναπτύξει μια τυπολογία των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, έτσι ώστε οι πηγές να μπορούν να απευθύνονται στους πλέον κατάλληλους. Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί ποιες περιπτώσεις θα ανταποκριθούν στην επανορθωτική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι εξαρτάται από το πώς τα άτομα ανταποκρίνονται σε κάθε περίπτωση.
Μια πιο πρόσφατη ευρωπαϊκή έρευνα μεταξύ του 2012-2015 περιελάμβανε έξι χώρες: την Αυστρία, τη Δανία, τη Φινλανδία, την Ελλάδα, την Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο μοντέλο σε αυτές τις χώρες ήταν η διαμεσολάβηση μεταξύ θύματος και δράστη, συνήθως προ της δίκης. Η έρευνα αυτή έδειξε θετικά αποτελέσματα για τα θύματα και επίσης παρήγαγε και έναν οδηγό για τους επαγγελματίες, που διατίθεται από το Ευρωπαϊκό Φόρουμ για την επανορθωτική δικαιοσύνη.
Όλες οι σχετικές συζητήσεις για το θέμα αυτό θέτουν το ζήτημα της ενδυνάμωσης έναντι της ασφάλειας για τα θύματα. Θέτοντας ως προτεραιότητα την ασφάλεια των θυμάτων μπορεί να διαιωνίσει την αποδυνάμωση, ενώ αντίστοιχα θέτοντας ως προτεραιότητα την επιλογή του θύματος μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις. Η επανορθωτική δικαιοσύνη πρέπει να ισορροπήσει τα δύο αυτά ζητήματα σε κάθε περίπτωση. Υπάρχει ανάγκη για μια θετική θυματολογία στην οποία τα θύματα θεωρούνται ικανά να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις ανάλογα με τις περιστάσεις.
Σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, η αποκαταστατική δικαιοσύνη θα πρέπει να προχωρεί μόνο υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις:
- η βία θα πρέπει να σταματήσει.
- ο δράστης οφείλει να αναλάβει την ευθύνη.
- ο δράστης είναι ο μόνος που φταίει – και όχι το θύμα.
- η διαδικασία προχωρά μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του θύματος.
- να υπάρχουν διαδικασίες για την εξασφάλιση ότι η συμμετοχή είναι εθελοντική.
- να υπάρχουν κατάλληλες υπηρεσίες υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένων για παράδειγμα των μηχανισμών παραπομπής, συμβουλευτικής ή θεραπείας για τα μέρη, και αυστηρή εκπαίδευση και εποπτεία των διαμεσολαβητών.
*****
[1] See also http://link.springer.com/article/10.1007%2Fs10610-010-9117-8, subscription only.
[2] Flinck, A. and Iivari, J. (2004) ‘Domestic Violence in Mediation: Realistic evaluation of a research and development project (Finnish Evaluation of Social Services)’ Helsinki: FinSoc Evaluation Reports 5/2004 https://www.julkari.fi/bitstream/handle/10024/75370/Arviointiraportti5_04.pdf?sequence=1 (NB. In Finnish only)
*****
*Η Δρ Marian Liebmann έχει εργαστεί σε κέντρο ημέρας για πρώην παραβάτες, σε Κέντρο Υποστήριξης Θυμάτων, και στην υπηρεσία δικαστικής επιτήρησης. Ήταν διευθύντρια της Mediation UK για τέσσερα χρόνια και σύμβουλος έργου για τρία χρόνια, εργαζόμενη στην επανορθωτική δικαιοσύνη. Έχει εργαστεί ως ελεύθερη επαγγελματίας -Σύμβουλος και Εκπαιδευτής Επανορθωτικής δικαιοσύνης στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο εξωτερικό, σε πολλές χώρες της Αφρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, κάνοντας επίσης παρουσιάσεις σε Εγκληματολογικές Επιτροπές και Συνέδρια του ΟΗΕ (UN Crime Commissions and Congresses). Έχει γράψει / επιμεληθεί 10 βιβλίων, μεταξύ των οποίων “Restorative Justice: How It Works.”
Πηγή: penalreform.org
Μετάφραση/Απόδοση : Ελένη Τομπέα
socialpolicy.gr