Κωνσταντίνα Θανάση,
Φοιτήτρια Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής,
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Το κείμενο επιχειρεί να αναδείξει την εγγενή σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης μεταξύ Κοινωνικής Πολιτικής και κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη (social citizenship) δίνοντας έμφαση στις αντιφάσεις που εμπεριέχονται στη φύση τους και τον τρόπο που αυτές εκδηλώνονται στη μεταξύ τους σχέση.
Η Κοινωνική Πολιτική είναι ένα απείρως γοητευτικό διεπιστημονικό πεδίο. Η γοητεία της πηγάζει από τις αντιφάσεις της φύσης της και τους ευγενείς σκοπούς της. Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό θεμελιωτή της, Richard Titmuss, ο ορισμός της Κοινωνικής Πολιτικής είναι μια κουραστική δουλεία (ενδ. Κουραχάνης Ν., 2015). Επί σειρά ετών δεν υπήρχε ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός του όρου καθώς είναι ένα σύνθετο πεδίο με διαφορετικές προσεγγίσεις αναφορικά με τις επιδιώξεις και την έκταση των δράσεων του. Ακόμη, γιατί σαρξ εκ της σαρκός της Κοινωνικής Πολιτικής αποτελούν έννοιες με διττό και διφορούμενο χαρακτήρα, όπως ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη.
Σήμερα όμως η Κοινωνική Πολιτική έχει αναπτύξει ένα ισχυρό ακαδημαϊκό σώμα και είναι δυνατόν να οριστεί:
«Κατά βάση, Κοινωνική Πολιτική είναι η διερεύνηση των κοινωνικών δράσεων για δικαιότερη διανομή της ευημερίας καθώς και η ανάλυση των συστημάτων ευημερίας. Ο όρος αναφέρεται τόσο στη διαδικασία ανάπτυξης και εφαρμογής πολιτικών καταπολέμησης των κοινωνικών προβλημάτων, όσο και στην επιστημονική μελέτη των πολιτικών αυτών και την ευρύτερη κοινωνική τους λογική» (Βενιέρης Δ., 2015: 15-16).
Από τον παραπάνω ορισμό συμπεραίνουμε ότι η Κοινωνική Πολιτική είναι ένα δίπτυχο θεωρίας και πράξης. Θεωρητική πτυχή, η ακαδημαϊκή της υπόσταση ενώ πρακτική πτυχή, οι κοινωνικές πολιτικές, δηλαδή, οι δράσεις, οι πολιτικές, τα προγράμματα παρέμβασης σε πεδία κοινωνικών αναγκών. Συχνά μεταξύ της ακαδημαϊκής της υπόστασης και του πολιτικού πεδίου εφαρμογής της εντοπίζονται διαφορές και αντιφάσεις, καθώς οι κοινωνικές πολιτικές διαπνέονται από χαρακτηριστικά του ευρύτερου πολιτικού πεδίου, που την απομακρύνουν από την υπερβατική της διάσταση. Πέραν τούτου, όμως, εκ προοιμίου η Κοινωνική Πολιτική έχει αντιφατικό χαρακτήρα και συνεπώς αποτελέσματα· και είναι αυτό ακριβώς που γεννά συγκρούσεις και ασκεί γοητεία.
Η Κοινωνική Πολιτική αντικατοπτρίζει τις κυρίαρχες αξίες μιας κοινωνίας και αναδεικνύει τις αδυναμίες και τις ανάγκες της. Όσον αφορά τον περί αξιών λόγο, κυρίαρχη αξία της Κοινωνικής Πολιτικής είναι η υπερβατική έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης η οποία βασίζεται στην πρωτίστως ουτοπική αξία της ισότητας. Η ισότητα αποτελεί τον ουμανιστικό λίθο της Κοινωνικής Πολιτικής. Η αναλογική ισότητα, όπως την διαχώρισε ο Αριστοτέλης (ενδ. Βενιέρης Δ., 2015), επιτυγχάνεται μέσω της διανεμητικής δικαιοσύνης για την οποία έκανε λόγο (ενδ. Venieris D., 2011· Βενιέρης Δ., 2015). Επομένως, η διανεμητική δικαιοσύνη είναι η αρχή ενσάρκωσης της ισότητας. Μιλώντας για ισότητα θα ήταν χρήσιμο να αναφερόμαστε καλύτερα στην εξίσωση εισοδημάτων και δικαιωμάτων. Σε αυτό το σημείο συναντάται η εγγενής σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης μεταξύ Κοινωνικής Πολιτικής και κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη. Η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται με τον αγώνα για καθολική κοινωνική συμμετοχή μέσω δικαιωμάτων που συνδέονται με την αυτοδιάθεση, τις οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες και τη διασφάλιση κοινωνικής δικαιοσύνης (Βενιέρης Δ., 2006).
Η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί το μέσο εξίσωσης των πολιτών όσον αφορά τη δυνατότητα κοινωνικής συμμετοχής και άρα, το μέσο της Κοινωνικής Πολιτικής για την προαγωγή της ισότητας. Παρά ταύτα, η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη αναπτύχθηκε αργοπορημένα και κρύβει δομικές αντιφάσεις, όπως και η Κοινωνική Πολιτική. Τα κοινωνικά δικαιώματα ή αλλιώς η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη αποτελούν δομικό στοιχείο της Κοινωνικής Πολιτικής και πυρηνικό στοιχείο του μεταπολεμικού κράτους ευημερίας (welfare state) και η σχέση μεταξύ τους είναι αλληλεξαρτώμενη. Η Κοινωνική Πολιτική δίχως την κοινωνική ιδιότητα του πολίτη χάνει τη κοινωνική της διάσταση ενώ ταυτόχρονα η ισχύς των κοινωνικών δικαιωμάτων επηρεάζεται άμεσα από τους στόχους και τα αποτελέσματα μιας κοινωνικής πολιτικής.
Με σειρά προτεραιότητας και προτεραιοτήτων αναπτύχθηκαν πρώτα τα ατομικά δικαιώματα, ακολούθησαν τα πολιτικά και σχετικά πρόσφατα – μόλις τον 20ο αι.- αναπτύχθηκαν και ύστερα κατοχυρώθηκαν τα κοινωνικά δικαιώματα. Η ιδιότητα του πολίτη είναι τρισδιάστατη· καταρχάς ατομική, εν συνεχεία πολιτική και εν τέλει, κοινωνική. Τα κοινωνικά δικαιώματα κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα έγιναν ισότιμοι εταίροι των άλλων δύο στοιχείων της ιδιότητας του πολίτη (Marshall – Bottomore 2001). Σύμφωνα με τον Marshall η ιδιότητα του πολίτη είναι μια κοινωνική θέση που απονέμεται σε όλους όσοι είναι πλήρη μέλη μιας κοινότητας. Όλοι όσοι την κατέχουν είναι ίσοι ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις με τις οποίες έχει εμπλουτιστεί αυτή η κοινωνική θέση (Marshall – Bottomore 2001). Οι υποχρεώσεις που γεννά αυτή η θέση αφορούν την αίσθηση της υπευθυνότητας, που πρέπει να διακατέχει κάθε πολίτη ξεχωριστά, για την συλλογική ευημερία. Όπως η Κοινωνική Πολιτική στοχεύει στην ταυτόχρονη προαγωγή της ατομικής και συλλογικής ευημερίας έτσι και η ιδιότητα του πολίτη προασπίζεται και τις δύο αυτές διαστάσεις. Ιστορικά, η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη αναπτύσσεται την ίδια χρονική περίοδο με την άνοδο του καπιταλισμού. Κανείς αναρωτιέται: «Πως είναι δυνατόν αυτές οι δύο αντιφατικές έννοιες να πλέουν παράλληλα;»
Είναι, όμως, πράγματι αντιφατικές; Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι το καπιταλιστικό κράτος όπως το γνωρίζουμε σήμερα δεν θα είχε καταφέρει να επιβιώσει δίχως την αρωγή της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη. Τα κοινωνικά δικαιώματα ήρθαν να καλύψουν ανάγκες και να αποεμπορευματοποιήσουν αγαθά, δηλαδή, να προάγουν την καθολική απόλαυση κοινωνικών αγαθών ανεξαρτήτως οικονομικών δυνατοτήτων. Παρ’ όλα αυτά ενώ φορούν το “φωτοστέφανο” της δημοκρατικής κατάκτησης εμπεριέχουν και σπέρματα κοινωνικού ελέγχου. Αναλυτικότερα, κάθε κοινωνική τάξη αντιλαμβάνεται τα κοινωνικά δικαιώματα από διαφορετική σκοπιά και ως διαφορετικό μέσο. Ειδικότερα, η εργατική τάξη τα αντιλαμβάνεται ως απότοκο εργατικών αγώνων, ως μια δημοκρατική κατάκτηση και ως όαση στην έρημο των κοινωνικών ανισοτήτων, ενώ η καπιταλιστική τάξη ως μέσο χαλιναγώγησης και χειραγώγησης της εργατικής τάξης. Ακόμη, ως μέσο εξισορρόπησης των εντάσεων με απώτερο, υποδόριο σκοπό την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στη καπιταλιστική οικονομία προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτή είναι μια δομική αντίφαση που ενυπάρχει και στη λειτουργία του κράτους ευημερίας. Οι ευγενείς σκοποί και επιδιώξεις της Κοινωνικής Πολιτικής απέχουν πολύ από τα ανήθικα και αδικαιολόγητα άνισα αποτελέσματα που παράγει το κράτος ευημερίας υπό τις πιέσεις της καπιταλιστικής αγοράς.
Καταληκτικά, τόσο μεμονωμένα, όσο και συζευγμένα, Κοινωνική Πολιτική και κοινωνική ιδιότητα του πολίτη ακροβατούν μεταξύ δημοκρατικής κοινωνικής κατάκτησης και κοινωνικού ελέγχου. Η μορφή τους εξαρτάται από την ιδεολογική προσέγγιση και τα χαρακτηριστικά που τους προσδίδονται. Η τελική έκβαση αυτής της αέναης αλληλεπίδρασης δεν έχει κριθεί ακόμα. Σήμερα, στην εποχή του άκρατου Νεοφιλελευθερισμού, Κοινωνική Πολιτική και κοινωνικά δικαιώματα τίθενται υπό αμφισβήτηση και αποτελεί υποχρέωση μας η προάσπιση και των δύο για την αποφυγή μελλοντικής μάχης.
Βιβλιογραφία:
- T.H. Marshall – T. Bottomore (2001), “Ιδιότητα του Πολίτη και Κοινωνική Τάξη”, Αθήνα: Gutenberg
- Venieris D. (2011), “Crisis, Social Policy and Social Justice: The Case of Greece”, GreeSE Paper No 69, Hellenic Observatory, European Institute, London School of Economics
- Βενιέρης Δ. (2006), “Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική και Ο Ρόλος του Συμβουλίου της Ευρώπης” στο Οικονόμου Χ. – Φερώνας Α. (2006) (επιμ.), ‘Οι Εκτός των Τειχών Φτώχεια και Κοινωνικός Αποκλεισμός στις Σύγχρονες Κοινωνίες’, Αθήνα: Διόνικος
- Βενιέρης Δ. (2015), “Κοινωνική Πολιτική – Έννοιες και Σχέσεις”, Αθήνα: Τόπος
- Κουραχάνης Ν. (2015), “Η Κοινωνική Πολιτική για τους Άστεγους στην Ελλάδα: Μια Ποιοτική και Κριτική Ανάλυση Ενός Ακραίου Κοινωνικού Αποκλεισμού”, Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή