Μαραγκός Παύλος
Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού κατά τη δεκαετία του 1980, η κατάρρευση των παραδοσιακών θεσμών διακυβέρνησης και οι κοινωνικές αλλαγές της εποχής, δημιούργησαν το υπόβαθρο για την «έλευση» ενός σημαντικού κοινωνιολόγου, του Zygmunt Bauman. Ο Bauman εγκαταλείπει το παραδοσιακό δίπολο δομής και δράσης και υιοθετεί μια διευρυμένη έννοια του πολιτισμού ως ολική πράξη το οποίο χαρακτηρίζει το άτομο ως είδος. Κατά τον Bauman, η Νεωτερικότητα περιέχει λυτρωτικά, αλλά και δεσμευτικά χαρακτηριστικά. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτή ως μια «αντίφαση» μεταξύ θετικών και αρνητικών στοιχείων και ως μια πρακτική μέσω της οποίας το υποκείμενο επιχειρεί να υπερκεράσει την αβεβαιότητα μέσω της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων, την τεχνολογία και τον ορθολογισμό. Ωστόσο ο Bauman ισχυρίζεται ότι η ανθρωπότητα έχει εισέλθει στην εποχή της ρευστής (ή μετά-)Νεωτερικότητας. Αυτή ορίζεται ως συμπληρωματική και χωρίς αυταπάτες εκδοχή της Νεωτερικότητας και του πολιτισμού, η οποία επισημαίνει τις εγγενείς αντιφάσεις και τα αρνητικά στοιχεία της κοινωνίας και τα δείγματα συνέχειας και ασυνέχειας με το παρελθόν, ασκώντας παράλληλα κριτική προς αυτή. Επιπλέον ο Bauman αντιλαμβάνεται τη Νεωτερικότητα ως ανολοκλήρωτο πρόταγμα και την αναλύει ως ένα πλέγμα ιστοριών και αφηγήσεων.[1]
Η θέση του Bauman στη συζήτηση σχετικά με τον Διαφωτισμό δεν είναι άμεσα εμφανής, λόγω της άρνησης του να υπερθεματίσει ή ακόμα και να ερευνήσει επί μακρόν τα αντίθετα άκρα του ακραιφνούς Διαφωτισμού ή του ακραιφνούς σχετικισμού. Η αφετηρία του είναι ότι «το δύο αιώνων φιλοσοφικό ταξίδι προς την βεβαιότητα και τα οικουμενικά κριτήρια της τελειότητας και του ευ ζην μοιάζει μία ανώφελη προσπάθεια. Η Νεωτερικότητα αλλάζει σύμφωνα με τον Bauman –οι τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα σηματοδότησαν μια νέα φάση στην ιστορία της. Δεν πρόκειται όμως για μια ξεκάθαρη ρήξη αλλά για μια ταυτόχρονη συνέχεια και ασυνέχεια. Για αυτό το λόγο, τη νέα φάση διαλέγει να μην την προσεγγίσει με έναν προσδιορισμό που περιέχει το συνθετικό «μετά», όπως μεταμοντέρνα / μετανεωτερική κοινωνία ή μεταβιομηχανική κοινωνία, ούτε με έναν προσδιορισμό που να συνεπάγεται την τελική κατάληξη της Νεωτερικότητας όπως ύστερη Νεωτερικότητα. Αντιθέτως, διαλέγει μια μεταφορά, αυτή της σταθερότητας και της ρευστότητας, ώστε να ερμηνεύσει τη μεταλλαγή εντός του ίδιου. Για τον Bauman, η Νεωτερικότητα περιλαμβάνει τη στέρεη φάση της και τη ρευστή φάση. Και εδώ και κάποιες δεκαετίες έχουμε εισέλθει στη ρευστή φάση, στη ρευστή Νεωτερικότητα.[2]
Βασικά χαρακτηριστικά της μεταφοράς στερεότητας και ρευστότητας είναι η έμφαση στη μορφή και τις μεταλλαγές της, στη σχέση χρόνου και χώρου, η έννοια της ροής αλλά και της παγίωσης, η επικέντρωση και η διάχυση(το στέρεο βρίσκεται εκεί, το ρευστό χύθηκε παντού), η αντίληψη της εξουσίας και του κύρους (που παραδοσιακά ταυτίζονται με το βάρος και το συμπαγές). Επιπλέον, το μεταφορικό αυτό όχημα δίνει στον Bauman μια διαλεκτική ερμηνευτική. Αν η στερεότητα και η ρευστότητα γίνονται αντιληπτές ως αντιθετικές ιδιότητες, ταυτόχρονα δεν παύουν να αποτελούν ιδιότητες, αλληλένδετα στάδια της ίδιας ύλης (το στέρεο ρευστοποιείται, το ρευστό στερεοποιείται). Εξάλλου, το στέρεο μπορεί να φέρει τη ρευστότητα εντός του και το ρευστό να αποκτά στέρεους πυρήνες.[3]
Στο έργο του Bauman «Νομοθέτες και Διερμηνείς» υπάρχει η διαπραγμάτευση του ρόλου του διανοούμενου. Με την έννοια που χρησιμοποιούνται οι δύο αυτοί όροι σε αυτό το βιβλίο αντιπροσωπεύουν δύο εντελώς διαφορετικά πλαίσια εντός των οποίων επιτελείται ο «διανοητικός ρόλος», και δύο διακριτές στρατηγικές που αναπτύσσονται εν σχέσει με αυτά. Η αντίθεση μεταξύ Νεωτερικότητας-μετανεωτερικότητας χρησιμοποιείται εδώ για να εξυπηρετήσει στη θεωρητικοποίηση των τελευταίων τριών αιώνων της δυτικοευρωπαϊκής ιστορίας από τη σκοπιά της πράξης των διανοούμενων. Ποια είναι όμως οι διανοητική στρατηγική που ακολουθεί ο νομοθέτης στο νεωτερικό πλαίσιο; Ο διανοούμενος-νομοθέτης είναι γέννημα της Νεωτερικότητας και έχει τα στοιχεία που έχει ο διανοούμενος που υποστηρίζει ο Habermas εν ολίγοις. Κατά τον Bauman τα καθήκοντα της νομιμοποίησης και της νομοθεσίας φαίνονται αρκετά μακριά μεταξύ τους, μιας και οι λόγοι ανάληψης της νομοθετικής εξουσίας της νομιμοποίησης βαθμιαία διαβρώθηκαν.[4] Συνεπώς, θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη όποιες τυχόν αξιώσεις για οικουμενικότητα καθώς είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο, όπως σημειώνει ο Bauman, να υποστηρίζει κανείς την ανωτερότητα του δυτικού τύπου κοινωνίας με αντικειμενικούς, απόλυτους ή οικουμενικούς όρους. Η εκφορά τελικών/αυθεντικών κρίσεων που επιδιαιτητεύουν σε διαμάχες γνωμών, η επιλογή εκείνων των γνωμών που μετά την επιλογή τους γίνονται ορθές-δεσμευτικές, είναι η βασική αρμοδιότητα του διανοούμενου-νομοθέτη. Η εξουσιοδότηση της επιδιαιτησίας νομιμοποιείται από την υπέρτερη γνώση, την αντικειμενική, στην οποία οι διανοούμενοι έχουν πρόσβαση, ενώ οι μη διανοούμενοι όχι. Η πρόσβασή τους σε αυτή είναι καλύτερη, στη βάση διαδικασιακών κανόνων που εγγυώνται την επίτευξη της αλήθειας, την κατάληξη σε έγκυρη ηθική κρίση, καθώς και στην επιλογή της ορθής αισθητικής κρίσης/προτίμησης. Η μετατροπή της κοινωνίας σε μια πλήρως ανεπτυγμένη, απεριόριστη και ασύδοτη καταναλωτική κοινωνία δεν είναι άσχετη με αυτήν την υποβάθμιση της εκπαίδευσης και τον εξοστρακισμό των διανοούμενων. Δεν είναι ούτε ασύνδετη με την ποινικοποίηση της φτώχειας, όπως έδειξε ο Φουκώ, για τον οποίο η φυλακή ήταν παράγωγο μιας αλλαγής των πολιτικών οικονομίας και τεχνολογίας που επιβλήθηκαν επί του σώματος. Υλική και διανοητική περιθωριοποίηση δεν σημαίνει ότι ο Όμηρος είναι για πέταμα σε σχέση με μια εκπομπή της τηλεόρασης. Κρίσιμα, όμως αλλάζει η σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία, αν υποθέσουμε ότι αυτόν τον ρόλο διαδραματίζει η τέχνη, η γνώση και η επιστήμη. Για τον Bauman ο ρόλος της φυλακής, και ο αυξημένος αριθμός των φυλακισμένων έχει σχέση με τις παραπάνω διακυμάνσεις. Στην καταναλωτική κοινωνία είναι διαφορετικός, εν τούτοις, ο ρόλος της φυλακής. Δεν παίρνει πλέον ούτε παίζει το ρόλο του σχολείου. Δεν προετοιμάζει, ούτε κοινωνικοποιεί, ούτε ρυθμίζει ή ομαλοποιεί το κοινωνικό σώμα αποκλειστικά, υπό κάποια λογική συλλογικότητας, ώστε τα απολωλότα πρόβατα να αποτελέσουν κάποια στιγμή στο μέλλον τμήμα ενός ‘αναπληρωματικού στρατού εργασίας’ [reserve labour army]. Άλλωστε τι θα σήμαινε στη σημερινή συγκυρία, ένας ‘αναπληρωματικός στρατός καταναλωτών;[5]
Στη μετανεωτερική εποχή, ο κόσμος, κατ’ αρχήν, περιλαμβάνει απεριόριστα μοντέλα τάξης, γεννημένα από σχετικά αυτόνομα σύνολα πρακτικών. Η τάξη δεν προηγείται των πρακτικών, άρα δεν αποτελεί εξωτερικό μέτρο της εγκυρότητάς τους. Σε κάθε περίπτωση, τα κριτήρια της εγκυρότητας αναπτύσσονται εντός παραδόσεων. Υποστηρίζονται από ήθη και πεποιθήσεις «κοινοτήτων νοήματος» και δεν αποδέχονται άλλους ελέγχους νομιμότητας. Αυτά που ορίστηκαν προηγουμένως ως «τυπικά νεωτερικά κριτήρια» δεν εξαιρούνται από αυτό τον κανόνα: επικυρώνονται από μία από τις πολλές «τοπικές παραδόσεις» και η ιστορική τους μοίρα εξαρτάται από τις τύχες της παράδοσης στην οποία βρίσκονται. Δεν υπάρχουν εξωτερικά κριτήρια, τα συστήματα γνώσης δικαιολογούνται μόνο εκ των έσω. Αν για τον νεωτερικό τρόπο η σχετικότητα της γνώσης είναι κάτι το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί, για τον μετανεωτερικό η σχετικότητα (με την έννοια της «εμπέδωσης/ενσωμάτωσης») αποτελεί ένα μόνιμο και διαρκές στοιχείο της γνώσης. Μέσα σε αυτές τις διαδικασίες ο Bauman προτείνει την μεταστροφή του διανοούμενου-νομοθέτη σε διανοούμενο-διερμηνέα. Κύριος ρόλος του διερμηνέα είναι η μετάφραση κρίσεων, οι οποίες εκφέρονται στο πλαίσιο μιας παράδοσης κοινοτικά βασισμένης, ώστε να μπορούν να κατανοηθούν εντός του συστήματος μιας άλλης παράδοσης. Αντί να προσανατολίζεται στην επιλογή της καλύτερης κοινωνικής τάξης, αυτή η στρατηγική στοχεύει στη διευκόλυνση της επικοινωνίας αυτόνομων και κυρίαρχων συμμετεχόντων κι έτσι νοιάζεται για την παρεμπόδιση της διαστρέβλωσης (η «πυκνή περιγραφή» του Geertz). Η μετανεωτερική στρατηγική δεν συνεπάγεται την εξάλειψη της νεωτερικής, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη συνέχισή της. Συνεπάγεται την εγκατάλειψη των οικουμενικών φιλοδοξιών της παράδοσης των διανοούμενων, δεν εγκαταλείπει τις οικουμενικές φιλοδοξίες των διανοούμενων προς τη δική τους παράδοση, πράγμα που σημαίνει ότι διατηρούν τη μεταεπαγγελματική δικαιοδοσία νομοθεσίας για τους διαδικασιακούς κανόνες. Η μορφή του «διερμηνέα» που προβάλλει είναι σεμνή αλλά όχι αυτοαναιρούμενη. Πράγματι, διατηρώντας ένα σημαντικό αλλά ιδιαίτερα περιορισμένο ρόλο για τους διανοούμενους, ο Bauman παραδέχεται ότι και ο ίδιος μπορεί να μην επιδίδεται σε τίποτε περισσότερο από μια ταπεινή υπεράσπιση της δυτικής πνευματικής παράδοσης. Επιπροσθέτως, η σπουδαιότητα αυτού του ρόλου αυτού θεωρείται ότι έγκειται στην προώθηση της κατανόησης ανάμεσα σε διαφορετικούς επιμέρους πολιτισμούς και παραδόσεις, κατανόηση που θα συμβάλει εγκαίρως σε μια από κοινού καλύτερη ζωή όλων των λαών όλου του κόσμου. Κατ’ αυτή την έννοια, ακόμη και η εικόνα του διερμηνέα είναι προσκολλημένη σε ορισμένες όψεις του προτάγματος του Διαφωτισμού.[6]
Συμπερασματικά, ο Bauman αγκαλιάζει την μετανεωτερική αντίληψη στο γεγονός της συγκρότησης της γνώσης αλλά παράλληλα κριτικάρει τον άκρατο σχετικισμό που θεμελιώνει πολλές πραγματικότητες χωρίς τη δυνατότητα ερμηνείας της αλήθειας. Για τον Bauman, η τωρινή, μετανεωτερική ή ρευστά νεωτερική κατάσταση – όπως πάντα – ένα ανοιχτό ορίζοντα ενδεχομένων. Το έργο του Bauman υπερβαίνει τη διχοτομία μεταξύ ρεαλισμού και ιδεαλισμού καθώς ο Bauman δέχεται πως υπάρχει κάτι που σε κάθε περίπτωση γίνεται αντιληπτό ως «πραγματικός κόσμος» από τα υποκείμενα και ως εκ τούτου λειτουργεί καθοριστικά. Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί, γιατί τίποτα εντέλει δεν ήταν τόσο στέρεο όσο υποσχόταν η νεωτερική εποχή. Ωστόσο, για τον Bauman, η νεωτερικότητα δεν αφορά μόνο και δεν εξαντλείται στις πλασματικές της υποσχέσεις. Πέρα από τις φασματικές της ελευθερίες, τους καταναγκασμούς και τις αντιφάσεις της, η νεωτερικότητα υπέδειξε επίσης και έναν πρωτόγνωρο ορίζοντα ελευθερίας και χειραφέτησης, τον σοσιαλισμό. Μέσα στην μετανεωτερική δυστοπία που περιγράφει, παραμένει ένα νεωτερικό αίτημα, που συνεχίζει να επανεμφανίζεται σαν φάντασμα του μέλλοντος: «Είναι ο σοσιαλισμός ένα απομεινάρι των καιρών που πέρασαν; Σε αυτ’η την περίπτωση πρέπει να ευγνωμονούμε αυτούς τους καιρούς για ένα τέτοιο κατάλοιπο, όχι λιγότερο απ’ ότι τους ευγνωμονούμε αυτούς τους καιρούς για την υπόλοιπη πολιτιστική μας κληρονομιά».[7]
[1] Δεμερτζής, Ν., Περεζούς, Κ., (2010), «Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν και η Διφορούμενη Νεωτερικότητα» στο Κονιόρδος, Σ.Μ., (επιμ), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα: Gutenberg
[2] http://ikee.lib.auth.gr/record/127055/files/GRI-2011-7093.pdf (Τελευταία Πρόσβαση 15/07/2021)
[3] http://ikee.lib.auth.gr/record/127055/files/GRI-2011-7093.pdf (Τελευταία Πρόσβαση 15/07/2021)
[4] Z. Bauman, Legislators and Interpreters, Polity Press, 1989
[5] http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2014/09/Garagunis-amfilegomeni-hori-24grammara.compdf.pdf (Τελευταία Πρόσβαση 16/07/2021)
[6] S. Hall, Η Νεωτερικότητα Σήμερα, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, σελ. 498
[7] Zygmunt Bauman, Keith Tester, Conversations with Zygmunt Bauman, Polity Press, Cambridge, 2001, σελ.155.
[irp]
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.