του Δρ. Τρύφωνα Λεμοντζόγλου
(Πάντειο Πανεπιστήμιο – ΙΜΣ)
trifonaslemon@gmail.com
https://economichistorydotblog.wordpress.com
http://trifonaslemon.blogspot.com
Εισαγωγή
Είναι γνωστό πως η κοινωνική έρευνα σήμερα χαρακτηρίζεται από έναν πλουραλισμό μεθόδων και τεχνικών, που οφείλουν την ύπαρξή τους στην υιοθέτηση εκ διαμέτρου αντίθετων παραδοχών σχετικά με τη «φύση» της πραγματικότητας. Στον άξονα αυτό συγκροτήθηκαν και παγιώθηκαν τα λεγόμενα «παραδείγματα» στην κοινωνική έρευνα, με πιο δημοφιλή το θετικιστικό και τα διάφορα κριτικά ρεύματα. Ποια είναι όμως η «προϊστορία» αυτής της αντιπαλότητας που αργότερα έμελλε να πάρει το χαρακτήρα ενός ανοιχτού «πολέμου» ανάμεσα στις ποσοτικές και τις ποιοτικές προσεγγίσεις έρευνας; Στο παρόν άρθρο επιδιώκουμε να προσφέρουμε μια σύντομη αναδρομή στην εξέλιξη της οντολογικής αντιπαράθεσης με επίκεντρο τη «φύση» της πραγματικότητας, όπως αυτή έλαβε χώρα από την αρχαιότητα μέχρι και την εποχή της λεγόμενης «επιστημονικής επανάστασης». Σκοπός μας είναι η διαλεκτική ενοποίηση των «παλαιότερων» και «σύγχρονων» προσεγγίσεων κοινωνικής έρευνας, που παρά τις επιμέρους διαφορές τους δεν παύουν να αναζητούν απαντήσεις σε διαχρονικά κοινούς προβληματισμούς.
Ανάμεσα σε «δύο κόσμους»;
Ήδη από την αρχαιότητα η αναζήτηση της «αλήθειας» φαίνεται να μπαίνει στο επίκεντρο του ανθρώπινου ενδιαφέροντος. Οι Ίωνες φιλόσοφοι μπορούν να χαρακτηριστούν ως οι πρώτοι που επιχείρησαν να εξηγήσουν «ορθολογικά» τον κόσμο, αφήνοντας πίσω μια «σκοτεινή» εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι απέδιδαν στα φαινόμενα που αδυνατούσαν να εξηγήσουν θεϊκές ή μεταφυσικές ιδιότητες. Σύμφωνα με τους Δρακόπουλο, Γκότση και Γριμάνη (2015), οι Ίωνες όχι μόνο διέκριναν τα υποκείμενα από τον κόσμο, αλλά και την κοινωνική από τη φυσική πραγματικότητα, καθιστώντας τον άνθρωπο παρατηρητή του κόσμου που τον περιβάλλει.[1] Την έλλειψη ενός εμπειρικού πλαισίου, αδυναμία που χαρακτήριζε τους Ιώνες φιλοσόφους, κάλυψαν οι Πυθαγόρειοι, θέτοντας σε εφαρμογή τα πρώτα πειράματα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο οι Στωικοί όσο και οι Επικούρειοι φιλόσοφοι διέκριναν και αυτοί τα άτομα από τη φύση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Long (1987): “Οι Στωικοί προσάρμοσαν στη διάκριση σώματος και ψυχής την παραδοσιακή διάκριση της ύλης και του πνεύματος”.[2] Ενώ, το Μικρό Λεξικό για την Επικούρεια Φιλοσοφία μας πληροφορεί πως: “[για τους Επικούρειους] η αλήθεια των αισθήσεων επιβεβαιώνεται από το πραγματικό γεγονός της αντίληψης, το γεγονός ότι βλέπουμε και ακούμε είναι τόσο πραγματικό όσο και το ότι νιώθουμε πόνο”.[3] Και συμπληρώνει ότι: “Οι αισθήσεις δεν μας απατούν ποτέ: δεν υπόκεινται στο λόγο, δεν χρησιμοποιούν τη λογική, άρα δεν υπόκεινται σε διάψευση. Σε διάψευση υπόκεινται οι κρίσεις και γνώμες που σχηματίζει το ανθρώπινο μυαλό, με τον τρόπο που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που παρέχουν οι αισθήσεις”. Στη βάση αυτών των απόψεων θα συγκροτηθεί αρκετά χρόνια αργότερα ο αναγεννησιακός εμπειρισμός (προάγγελος του θετικισμού).
Στην αντίπερα όχθη, ο Παρμενίδης, προέταξε την ύπαρξη «δύο κόσμων», του νοητού και του αισθητού. Για τον Παρμενίδη, ο δρόμος για την αναζήτηση της κρυμμένης πραγματικότητας περνάει μέσα από τη Λογική (βλ. νόηση). Η άποψη αυτή θα υιοθετηθεί αργότερα από τους εκπροσώπους του ορθολογισμού (αντίπαλο δέος του εμπειρισμού). Στην ίδια κατεύθυνση, ο Σωκράτης πρόκρινε τη λογική σκέψη ως τον κύριο οδηγό για την εύρεση της «αλήθειας», ενώ ακόμη και ο Δημόκριτος δε φαίνεται να αμφισβητούσε το (κατά Παρμενίδη) υποκειμενικό στοιχείο της αισθητηριακής αντίληψης, παρόλο που αντιλαμβανόταν τον κόσμο ως ένα είδος μηχανής που υπακούει αυστηρά τους νόμους της αιτιότητας. Αντίστοιχη θέση εξέφρασε άλλωστε και ο Ηράκλειτος, αν και υπήρξε βαθύτατα υλιστής, λέγοντας πως: “Για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές, είναι κακοί μάρτυρες τα μάτια και τ’ αυτιά”. Για τον Πλάτωνα, ο υλικός κόσμος αποτελεί μια ατελή αντανάκλαση του κόσμου των Ιδεών (βλ. διττή «αλήθεια»), ενώ για τον Αριστοτέλη μια ανώτερη υπεραισθητή («πέραν της φύσεως») πραγματικότητα συνυπάρχει με τη φυσική (βλ. αισθητός κόσμος). Οι αντιλήψεις αυτές κυριάρχησαν στη μεσαιωνική φιλοσοφική σκέψη.
Βλέπουμε λοιπόν, πως, ήδη από την αρχαιότητα, σχηματίζονται τα πρώτα αντίπαλα ρεύματα φιλοσοφικής σκέψης, αυτά που στη συνέχεια αποτέλεσαν τη βάση για τη συγκρότηση των κυρίαρχων παραδόσεων (βλ. «παραδείγματα») στην κοινωνική έρευνα. Για τους οπαδούς της στατικότητας, ο κόσμος είναι σταθερός, αμετάβλητος και άφθαρτος, ενώ για τους ρέοντες ο κόσμος δεν έχει ούτε αρχή ούτε και τέλος (είναι αέναα μεταβαλλόμενος). Για τους μονιστές, ο κόσμος είναι ενιαίος, ενώ για τους δυϊστές δύο ανεξάρτητοι κόσμοι συνυπάρχουν. Για τους οπαδούς του εμπειρισμού, ο δρόμος για την κατάκτηση της «αλήθειας» περνάει μέσα από τις αισθήσεις μας, ενώ για τους ορθολογιστές η λογική (ορθός λόγος) είναι η μοναδική πηγή γνώσης. Τέλος, για τους υλιστές, η ύλη είναι η “αρχή” των πάντων, ενώ για τους ιδεαλιστές, το πρωτεύον στοιχείο του κόσμου είναι το πνεύμα.
Μπορεί να σφάλουν οι αισθήσεις μας;
Το Σχήμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό για την καλύτερη κατανόηση της θέσης που διατύπωσε ο Παρμενίδης και υιοθέτησαν αργότερα οι διάφοροι υποστηρικτές του.[4] Ένας παρατηρητής είναι τοποθετημένος στο ιδανικό σημείο Ππ (βλ. «Παρμενίδιον ύψος»), δηλαδή στο σημείο εκείνο απ΄όπου το «Ον» μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό στην πραγματική του διάσταση (ως ένα ενιαίο σύνολο). Την ίδια στιγμή, ένας άλλος παρατηρητής βρίσκεται στο σημείο Πκ, δηλαδή σε ένα χώρο με περιορισμένες δυνατότητες αντίληψης. Τα σύνολα Κ1, Κ2, Κ3, Κμ και Κν αναπαριστούν τους «πολλαπλούς κόσμους των αισθήσεων», οι οποίοι συνυπάρχουν ως διακριτά υποσύνολα ενός ευρύτερου συνόλου Σ (βλ. το «ένα της σφαίρας»).
Απεικόνιση της προσέγγισης του Παρμενίδη
Εμπειρισμός και Ορθολογισμός
Αρκετά χρόνια αργότερα, η οντολογική αντιπαράθεση για τη «φύση» της πραγματικότητας επανέρχεται εκ νέου στο προσκήνιο, αυτή τη φορά μέσα από τη σύγκρουση δύο μεγάλων αντίπαλων επιστημονικών ρευμάτων, του Εμπειρισμού και του Ορθολογισμού. Η μεγάλη επιστημονική επανάσταση του 16ου και 17ου αιώνα, όπως εκφράστηκε μέσα από τις ανακαλύψεις των Κοπέρνικου, Κεπλερ, Γαλιλαίου και Νεύτωνα, αποτέλεσε σημείο καμπής στην πορεία εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης, συντελώντας παράλληλα στην παγίωση της κυριαρχίας ενός νέου «παραδείγματος» (Kuhn 1970).[5] Έκτοτε, η «κανονική» επιστήμη δεν βασίζεται απλά και μόνο στην αισθητή εμπειρία, αλλά και στην παρατήρηση, το πείραμα και τα μαθηματικά.
Ο Μπέικον, θεμελιωτής του εμπειρισμού, εισήγαγε την πειραματική μέθοδο, αναγορεύοντάς την σε ανώτατο κριτήριο «αλήθειας». Ο ίδιος παρομοιάζει αυτή τη διαδικασία με τον τρύγο, λέγοντας πως: “Μαζεύουμε αμέτρητες ρώγες σταφυλιών (παρατηρήσεις), τις οποίες στη συνέχεια συνθλίβουμε για να πάρουμε το χυμό που θα μας δώσει το κρασί (γνώση)”.[6] Διατρανώνοντας τον πρωτεύοντα ρόλο της εμπειρίας στη γνώση, ο Μπέικον εναντιώνεται ξεκάθαρα στην δεσπόζουσα Αριστοτελική μεθοδολογία του ύστερου μεσαίωνα, στο μέτρο που εκείνη δίνει προτεραιότητα στη νοητική σύλληψη αντί στα εμπειρικά δεδομένα. Ο ίδιος συμπληρώνει πως: “Η ανασυγκρότηση της φιλοσοφίας συνίσταται στην κατάργηση των πρωτείων της λογικής, που συμπαρασύρει και τις κληρονομημένες μεταφυσικές προκαταλήψεις (τα περίφημα είδωλα ή πλάνες) που εμποδίζουν την αντικειμενική μελέτη της φύσης”.[7] Αλλά και οι Λοκ, Μπερκλει, Χιουμ και Μιλλ υποστήριξαν πως: “Όλη η γνώση μας για την πραγματικότητα προέρχεται από την εμπειρία και παρέχεται μέσω των αισθήσεων” (τα αισθητήρια όργανα είναι κατʼ αυτούς αρκετά αξιόπιστοι δέκτες της αντικειμενικής «αλήθειας»).[8]
Αντίθετα απ’ ότι πίστευαν οι εμπειριστές, ο Καρτέσιος, ο κύριος εκπρόσωπος του ορθολογισμού, ανακαλύπτει τα “σπέρματα της αληθινής επιστήμης” μέσα στην υποκειμενική συνείδηση, επαναφέροντας έτσι τον Πλατωνικό δυισμό (Βαλλιάνος 1993). Για τον Καρτέσιο, η ίδια η λογική είναι πηγή γνώσης ακόμα και χωρίς καμία εμπειρία από τον εξωτερικό κόσμο. Με τον τρόπο αυτό η Καρτεσιανή φιλοσοφία μηδενίζει τον ρόλο της παρατήρησης και του πειραματικού ελέγχου. Αλλά και ο Λάιμπνιτς, ένας ακόμη εξέχων εκπρόσωπος του ρασιοναλισμού, υποστήριξε την ύπαρξη έμφυτων ιδεών, προκρίνοντας και αυτός με τη σειρά του τη νόηση ως μέσο σύλληψης της «αλήθειας» (ο νους είναι “προγραμματισμένος” να ερμηνεύει τα δεδομένα κατά συγκεκριμένο τρόπο). Για τον Σπινόζα ο λόγος μπορεί να συλλάβει τα πράγματα αληθινά, όπως είναι αυτά καθεαυτά, επειδή ακριβώς ο λόγος είναι κατ’ ανάγκην αληθής, ενώ ο Καντ φαίνεται να επιδιώκει μια πρώτη σύνθεση εμπειρισμού και ορθολογισμού, διατρανώνοντας την άποψη πως τόσο ο ορθολογισμός όσο και ο εμπειρισμός προσεγγίζουν την «αλήθεια», αλλά με διαφορετικό τρόπο.
Οι «δύο κόσμοι» σαν σύνολα
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, χρησιμοποιούμε τα γνωστά διαγράμματα του Βεν προκειμένου να αποτυπώσουμε κάποια από τα πιθανά σενάρια τοποθέτησης των «δύο κόσμων» στο χώρο. Τα σχήματα αυτά, όπως και το σχήμα του Παρμενίδη, ναι μεν αποδέχονται το ενιαίο του κόσμου (την ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας), την ίδια στιγμή όμως δεν παραγνωρίζουν το γεγονός της συνύπαρξης των «πολλαπλών αλήθειων» (βλ. υποκειμενικότητες). Στο Σχήμα 1 βλέπουμε μια αποτύπωση που αντιλαμβάνεται τόσο τον φυσικό όσο και τον κοινωνικό κόσμο ως δύο ανεξάρτητα σύνολα (οι «δύο κόσμοι» υπόκεινται στους δικούς τους ατομικούς «νόμους» και περιγράφονται από τα δικά τους μοναδικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες).
Σχήμα 1.
Το Σχήμα 2 παρουσιάζει τον κοινωνικό κόσμο ως ένα υποσύνολο του φυσικού (ο κοινωνικός κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός με τους όρους κίνησης του ευρύτερου φυσικού κόσμου).
Σχήμα 2.
Το Σχήμα 3 θεωρεί τους «δύο κόσμους» διακριτούς, όχι όμως πλήρως αποκομένους (οι «δύο κόσμοι» μοιράζονται μια κοινή τομή, δηλαδή κάποια κοινά χαρακτηριστικά και ιδιότητες).
Σχήμα 3.
Επίλογος
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές πως τόσο το κυρίαρχο θετικιστικό «παράδειγμα» όσο και τα λεγόμενα «κριτικά ρεύματα» οφείλουν την ύπαρξή τους σε μια αντιπαράθεση οντολογικού χαρακτήρα που έχει τις ρίζες της βαθιά πίσω στο χρόνο. Παρά τις όποιες διαφορές τους αναφορικά με τη «φύση» της πραγματικότητας, οι διάφορες παραδόσεις στην κοινωνική έρευνα συγκλίνουν προς έναν κοινό σκοπό: την προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας του πραγματικού κόσμου. Ανάλογα με το πρίσμα σκέψης που υιοθετείται κάθε φορά, είναι πότε οι αισθήσεις και πότε η λογική (βλ. νους) που προτάσσονται ως το πλέον αποτελεσματικό μέσο (ο δρόμος) για την κατάκτηση της «αλήθειας». Από την Επικούρεια φιλοσοφία και τον αναγεννησιακό εμπειρισμό μέχρι τη συγκρότηση του θετικιστικού «παραδείγματος», και από τη φιλοσοφία του Παρμενίδη και τον μεσαιωνικό ορθολογισμό μέχρι την ανάδυση της λεγόμενης ερμηνευτικής παράδοσης και των κριτικών ρευμάτων, η αναζήτηση της «αλήθειας» δεν παύει να λειτουργεί ως ο συνεκτικός κρίκος αντίθετων προσεγγίσεων και φιλοσοφικών θεωρήσεων.
[1] Δρακόπουλος, Σ., Γκότσης, Γ., & Γριμάνη, Α. (2015). Μεθοδολογία κοινωνικών και οικονομικών επιστημών [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις.
[2] Long, A. (1987). Η ελληνιστική φιλοσοφία. μτφρ. Μυρτώ Δραγώνα και Δημόπουλος Στυλιανός. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ
[3] https://www.epicuros.gr/keimena/k_Lexiko.htm#aisthiseis
[4] Οι Έλληνες Φιλόσοφοι και η Φυσική (4ος τόμος: Οι Ελεάτες)
http://eef.gr/upfiles/news/audio/898/f04.pdf
[5] Kuhn, Thomas S. 1970. The Structure of Scientific Revolution, 2nd ed. Chicago : University of Chicago.
[6] Αναπολιτάνος, ∆., Αραµπατζής, Θ., Καρακώστας, Β., Κιντή, Β., (2003) Φιλοσοφία της Επιστήµης, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο.
[7] Βαλλιάνος Π. (2017). Μέθοδος και κόσμος. Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 1(2), 111–132.
[8] Μικρό Λεξικό Φιλοσοφικών Όρων.
https://anthologiongr.wordpress.com/2013/12/10/μικρό-λεξικό-φιλοσοφικών-όρων-2/
[irp posts=”91718″ name=”Η αγία αγροτική οικογένεια | Μύθος και πραγματικότητα εντός των Βαλκανίων”]
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.