Ματσίγκας Παναγιώτης
Απόφοιτος τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου
& Π.Μ.Σ “Ανάλυση και Εφαρμογές Κοινωνικής Πολιτικής”
Περίληψη
Το πεδίο των εργασιακών σχέσεων τίθεται στο επίκεντρο κάθε αντιπαράθεσης, επιστημονικής ή πολιτικής, που αφορά την οικονομική ανάπτυξη και τις ανισότητες. Οι δύο βασικές αντικρουόμενες απόψεις αφορούν την αντίληψη των εργασιακών σχέσεων είτε ως μοχλό ανάπτυξης, είτε ως μέρος του κόστους για τον επιχειρηματία όταν σχεδιάζει και υλοποιεί μία επένδυση.
Το παρόν άρθρο αποπειράται να εξετάσει τις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις για τα ζητήματα αυτά που έχουν επικρατήσει από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα και να εξετάσει το εάν στην περίοδο που διανύουμε, στην οποία έχει έρθει στο προσκήνιο ο όρος της Βιώσιμης Ανάπτυξης, κομμάτι της οποίας είναι η ενίσχυση του ρόλου της εργασίας και της θέσης των εργαζομένων, μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για μία νέα εποχή στην αντίληψη του ρόλου των εργασιακών σχέσεων στην οικονομική ανάπτυξη. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού έχει επιλεγεί η μέθοδος της βιβλιογραφικής επισκόπησης.
Το άρθρο ξεκινά με την παράθεση των βασικών αντιλήψεων στη νέα εποχή και στη συνέχεια παρουσιάζεται μία σύντομη ιστορική αναδρομή των απόψεων που έχουν επικρατήσει στη μεταπολεμική Ευρώπη, προκειμένου να καταδειχθούν οι σημαντικές ομοιότητες που παρατηρούνται.
Η επίδραση των ανισοτήτων στην οικονομική ανάπτυξη
Οι προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν τις εργασιακές σχέσεις ως μοχλό ανάπτυξης, τείνουν να συγκλίνουν στην παραδοχή πως η οικονομική ανάπτυξη δεν μετριέται μόνο με ποσοτικούς όρους αύξησης του ΑΕΠ, αλλά αποτελεί ένα πολυσχιδές και πολυπαραγοντικό ζήτημα, το οποίο επηρεάζεται άμεσα από το εύρος των κοινωνικών ανισοτήτων. Οι κοινωνικές ανισότητες που εντάθηκαν από την περίοδο της δεκαετίας του ΄70 και έπειτα, ανάγκασαν τόσο την επιστημονική κοινότητα όσο και τους διεθνείς και εθνικούς θεσμούς να τις λάβουν υπόψη.
Πλέον, υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για τη σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και ανισότητας (Keune,2021). Όλο και περισσότεροι ερευνητές συγκλίνουν στην άποψη πως οι ανισότητες λειτουργούν υφεσιακά και ταυτόχρονα στην άποψη πως η οικονομική ανάπτυξη δε συνεπάγεται a priori τη μείωση των ανισοτήτων. Μάλιστα, τονίζεται πως δεν επηρεάζουν αρνητικά όχι μόνο τους δείκτες στους τομείς της φτώχειας, αλλά και στους τομείς της κοινωνικής κινητικότητας και της υγείας, μεταξύ άλλων.
Κομβικό ρόλο στην τοποθέτησή τους στο επίκεντρο της συζήτησης έπαιξε το γεγονός ότι οι οικονομικές ανισότητες αυξάνονται διαρκώς τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επιπροσθέτως, πρέπει να τονιστεί ότι οι ανισότητες είναι σημαντικά υψηλότερες από ό,τι συχνά υποστηρίζεται όταν λαμβάνεται υπόψη συνολικά ο πλούτος συμπληρωματικά με το εισόδημα (Piketti,2014) και όχι μόνο το εισόδημα καθαυτό.
Ο λόγος, λοιπόν, που οι ανισότητες ήλθαν στο επίκεντρο της συζήτησης είναι τριπλός:
-
Έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τους στόχους της συμπεριληπτικής ανάπτυξης, όπως τουλάχιστον σε διακηρυκτικό επίπεδο έχουν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και από μία σειρά σημαντικών θεσμών, όπως ο ΟΗΕ.
-
Επηρεάζουν αρνητικά τους δείκτες σε μία σειρά από τομείς, όπως είναι η φτώχεια, η κοινωνική κινητικότητα και η υγεία.
-
Όλο και περισσότεροι επιστήμονες παραδέχονται ότι οι ανισότητες έχουν αρνητική επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη.
Στα προαναφερθέντα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι οι ανισότητες εγείρουν κοινωνικές εντάσεις και, ορισμένες φορές, πυροδοτούν κοινωνικές εξεγέρσεις και έναν κακώς εννοούμενο ριζοσπαστισμό που στρέφει τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία σε ακροδεξιές λαϊκιστικές δυνάμεις.
Βιώσιμη Ανάπτυξη και Ανισότητες
Ο στόχος της οικονομικής ανάπτυξης διέπει όλες τις μορφές κοινωνικής συγκρότησης εδώ και αιώνες. Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, η ανάπτυξη στηριζόταν στην αντίληψη πως υπήρχε απειρότητα στους φυσικούς πόρους και στην ύπαρξη μίας ακόρεστης ζήτησης και επιθυμίας από τους ανθρώπους, ιδιαίτερα από τους κεφαλαιοκράτες. Βέβαια, θεωρητικά η οικονομική ανάπτυξη πάντοτε στόχευε στην ευημερία ολόκληρης της κοινωνίας. Συνήθως όμως, ο σκοπός αυτός υποχωρούσε και κυριαρχούσε η «ανάπτυξη για την ανάπτυξη». Αυτό συνέβαινε διότι μέχρι πρόσφατα δεν είχαν ληφθεί υπόψη δύο υπαρκτοί και πολύ σημαντικοί κίνδυνοι που δημιουργούνται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές: η μη επάρκεια των φυσικών πόρων και ο κίνδυνος για την ευημερία του κοινωνικού συνόλου.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, βρισκόμαστε μπροστά σε μία διπλή κρίση, κοινωνική και περιβαλλοντική. Η κοινωνική κρίση είναι αποτέλεσμα των παραγωγικών σχέσεων και του τρόπου με τον οποίο διαμοιράζεται ο παραγόμενος πλούτος. Το περιβαλλοντικό κόστος συνδέεται με το σύνολο της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και οι αιτίες που το προκαλούν, όπως η υπερβολική ρύπανση, προϋπήρχαν του νεοφιλελευθερισμού.
Μέχρι πρόσφατα δηλαδή, δεν είχε γίνει αντιληπτό πως η ανάπτυξη και η αγορά μπορούν να λειτουργούν και αντίθετα με τους στόχους τους, οι οποίοι αφορούν την ποιότητα ζωής και την ευημερία τόσο των ανθρώπων μεμονωμένα, όσο και συνολικά των κοινωνιών (ΕΚΚΕ). Μόλις οι καταστροφικές συνέπειες άρχισαν να γίνονται αντιληπτές, τέθηκαν στο επίκεντρο της επιστημονικής ανάλυσης οι σχέσεις της κοινωνίας με τη φύση και το παραγωγικό μοντέλο. Πλέον οι προβληματισμοί έχουν γίνει, σε διακηρυκτικό τουλάχιστον επίπεδο, κοινός τόπος.
Γίνεται πλέον αντιληπτό ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος μίας βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης που θα ενισχύει το βιοτικό επίπεδο και την καταναλωτική δυνατότητα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και θα οδηγεί στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, είναι απαραίτητο να ανατραπούν οι συσχετισμοί υπέρ των εργαζομένων. Σήμερα, είναι ευρέως αποδεκτό, ή τουλάχιστον αποδεκτό από μία μεγάλη μερίδα επιστημόνων, ότι οι ανισότητες δεν αποτελούν ένα «φυσικό φαινόμενο», αλλά είναι το αποτέλεσμα άνισων σχέσεων εξουσίας, πολιτικών επιλογών και ιδεολογικών κατευθύνσεων (Piketty, 2020). Αυτή η προσέγγιση τείνει να επικρατήσει και στις θεωρητικές διακηρύξεις των διεθνών φορέων. Μάλιστα, από τον ΟΗΕ τονίζεται πως η διαρκής έλλειψη αξιοπρεπών ευκαιριών εργασίας, οι ανεπαρκείς επενδύσεις και η υποκατανάλωση οδηγούν σε διάβρωση του βασικού κοινωνικού συμβολαίου που διέπει τις δημοκρατικές κοινωνίες: ότι η πρόοδος πρέπει να αφορά όλους τους πολίτες (ΟΗΕ, AGENDA 2030).
Έτσι, τα τελευταία χρόνια ήρθε στο προσκήνιο ο όρος της «Συμπεριληπτικής Ανάπτυξης», ή αλλιώς της «Βιώσιμης Ανάπτυξης». Αυτή ορίζεται ως «οικονομική ανάπτυξη η οποία δημιουργεί ευκαιρίες για όλα τα τμήματα του πληθυσμού και διαμοιράζει τα μερίσματα της αυξανόμενης ευημερίας, με δημοσιονομικούς ή μη δημοσιονομικούς όρους, δίκαια σε ολόκληρη την κοινωνία» (OECD,2018).
Μάλιστα, η Κομισιόν υπογραμμίζει τη σημασία της συμπεριληπτικής ανάπτυξης ως μέσο διόρθωσης των στρεβλώσεων των σύγχρονων δυτικών οικονομιών και κοινωνιών. Αυτό, βοηθά στη μετατόπιση της κεντρικής αντίληψης για τα ζητήματα των ανισοτήτων και των εργασιακών σχέσεων. Η ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων αποτελεί τον 8ο από τους 17 στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης από τον ΟΗΕ. Μάλιστα, συνδέεται η αξιοπρεπής εργασία με την οικονομική ανάπτυξη. Η Βιώσιμη Ανάπτυξη προϋποθέτει τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας που θα τονώνουν την οικονομία και δε θα βλάπτουν το περιβάλλον (ΟΗΕ, AGENDA 2030). Ο στόχος αυτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το στόχο της μείωσης της φτώχειας, αλλά και το στόχο της μείωσης των ανισοτήτων που αποτελεί το 10ο στόχο της Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Τούτο συμβαίνει διότι βασικό πεδίο ανάπτυξης των ανισοτήτων είναι η αγορά εργασίας. Αυτό συμβαίνει διότι είναι ένας από τους τομείς στους οποίους οι ανισότητες δημιουργούνται πρωτογενώς, καθώς εκεί παράγεται η «αξία», ο πλούτος, που διαμοιράζεται αργότερα στην κοινωνία. Εκεί, δημιουργούνται οι ανισότητες που επιτάσσουν την αναδιανομή (Wilkinson and Pickett, 2009). Το ποσοστό της προστιθέμενης αξίας που καρπώνονται οι εργαζόμενοι μέσω των αμοιβών τους επηρεάζει τα επίπεδα των ανισοτήτων ανάμεσα στους εργοδότες, τους επενδυτές και τους κεφαλαιοκράτες από τη μία πλευρά και στους μισθωτούς από την άλλη.
Τα τελευταία έτη, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και έπειτα, παρατηρείται μία όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και μία μείωση του ποσοστού του παραγόμενου πλούτου που καρπώνονται οι εργαζόμενοι. Η έμφαση των ερευνών δίνεται συνολικά στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων όμως και όχι μόνο στα επίπεδα των μισθολογικών απολαβών.
Αυτό επιλέγεται διότι, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, η βασική αιτία για τη μείωση του μεριδίου της εργατικής τάξης είναι οι μεταβολές στην κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις και στη συνδικαλιστική πυκνότητα (Moore S. Onaran O., Gushanski A, Antunes B., Symon G., 2019). Αυτό συμβαίνει γιατί η αυξημένη συνδικαλιστική πυκνότητα δίνει στα συνδικάτα περισσότερη διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στους εργοδότες, αυξάνοντας την πιθανότητα για υψηλότερους μισθούς (Keune, 2021), ενώ η υψηλότερη κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις αυξάνει το ποσοστό των εργαζομένων που επωφελούνται από αυτές.
Για παράδειγμα, στη μεταπολεμική Ευρώπη, η ανισότητα που βασίζεται στις αμοιβές έβαινε διαρκώς μειούμενη λόγω της μεγάλης αύξησης των πραγματικών μισθών (Keune, 2021). Η αύξηση των πραγματικών μισθών επήλθε λόγω της υιοθέτησης μίας πολιτικής θεσμοθέτησης κατώτατων μισθών, αλλά και μίας πολιτικής προώθησης της πλήρους απασχόλησης, ενδυνάμωσης της ισχύος των συνδικάτων και προώθησης των συλλογικών έναντι των ατομικών διαπραγματεύσεων. Γίνεται λοιπόν αντιληπτός ο συσχετισμός ανάμεσα στις εργασιακές σχέσεις και στο μερίδιο του πλούτου που καρπώνεται η πλευρά των εργαζομένων.
Κομβικό ρόλο παίζει το σύστημα διαπραγμάτευσης. Υπάρχουν τρία βασικά συστήματα:
-
Διαπραγμάτευση εργοδότη- εργαζομένων: Χαρακτηρίζεται από χαμηλή κάλυψη και χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα.
-
Διαπραγμάτευση εργοδοτών εργαζομένων: Χαρακτηρίζεται από υψηλή κάλυψη, αλλά χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα.
-
Διαπραγμάτευση εργοδοτών εργαζομένων σε ευρύτερη κλίμακα: Χαρακτηρίζεται από υψηλή κάλυψη και υψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα (Keune,2021).
Στα συστήματα διαπραγμάτευσης με έναν εργοδότη οι διαπραγματεύσεις γίνονται συνήθως σε ατομικό επίπεδο. Στα συλλογικά συστήματα διαπραγμάτευσης, η διαπραγμάτευση αφορά ένα ορισμένο εύρος οργανισμών που είναι μέλη των ενώσεων και μπορεί να λαμβάνει χώρα σε εθνικό, τοπικό, κλαδικό ή και επιχειρησιακό επίπεδο. Όταν η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι υψηλή, η διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων ενισχύεται και δίνεται η δυνατότητα διεκδίκησης καλύτερων αμοιβών. Φυσικά, η διαπραγμάτευση δεν αφορά μόνο τις αμοιβές, αλλά και μία σειρά από άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα οι κανόνες υγιεινής και ασφάλειας στην εργασία.
Πρέπει φυσικά να τονιστεί πως οι ανισότητες στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων δεν υφίστανται μόνο ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, αλλά και ανάμεσα στους εργαζομένους. Οι ανισότητες αυτές οφείλονται σε αρκετές αιτίες, όπως είναι η κατάρτιση, η ηλικία και το φύλο. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δύνανται να επεκταθούν και στα πεδία αυτά. Οι συλλογικές συμβάσεις λοιπόν, μπορούν να ρυθμίσουν πλειάδα ζητημάτων που αφορούν τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας.
Τα κυριότερα ζητήματα είναι τα ακόλουθα:
Α. Η ίση αμοιβή για ίση παρεχόμενη εργασία μέσω της ταύτισης των μισθών με την παραγωγή και με τις προϋποθέσεις πρόσληψης σε μία θέση.
Β. Η αλλαγή των μισθολογικών σχέσεων με αύξηση του κατώτατου, αλλά και του μέσου μισθού.
Γ. Η προώθηση όσο το δυνατόν πιο ισόρροπων αυξήσεων ανάμεσα στους διαφόρους κλάδους της παραγωγής.
Δ. Η βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος και την προώθηση της ασφάλειας στους χώρους εργασίας.
Ε. Η ρύθμιση των ωραρίων εργασίας.
Για τους λόγους αυτούς, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι, σύμφωνα με μελέτες, η πιο κομβική παράμετρος για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων. Οι Visser και Checchi (2021) υπογραμμίζουν ότι τα συνδικάτα συμβάλλουν στη μείωση των μισθολογικών ανισοτήτων περιορίζοντας ταυτόχρονα τις μειώσεις στους χαμηλόμισθους και τις αυξήσεις στους υψηλόμισθους. Όπου η κάλυψη από τις συλλογικές συμβάσεις είναι χαμηλή, η συνδικαλιστική πυκνότητα παίζει εξέχοντα ρόλο, ενώ όταν η κάλυψη είναι διευρυμένη, παίζει λιγότερο σημαντικό ρόλο. Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός των δύο είναι η πλέον ενδεδειγμένη για τους εργαζομένους λύση.
Αυτό συμβαίνει γιατί έχει αποδειχθεί πως τα μέλη των συνδικάτων ενδιαφέρονται για την κοινωνική δικαιοσύνη περισσότερο από τα μη-μέλη. Αυτό ενδεχομένως προκύπτει από τη ζύμωση και την κοινωνικοποίηση μεταξύ των μελών. Φυσικά, αυτές οι συμπεριφορές διαφέρουν ανάμεσα στις χώρες και στα εργασιακά μοντέλα που αυτές έχουν, με την κατεύθυνση προς την ισότητα να είναι ισχυρότερη στο Σκανδιναβικό Μοντέλο και λιγότερο ισχυρή στο Αγγλοσαξωνικό (Rosetti,2019).
Οι δύο προαναφερθέντες παράγοντες είναι οι κυριότεροι. Ωστόσο, υπάρχουν τέσσερις ακόμη παράγοντες που ασκούν επιρροή στην ενίσχυση του εισοδήματος και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με τους δύο βασικούς:
Ο πρώτος αφορά το ερώτημα ποια συνδικάτα εκπροσωπούν τους εργαζομένους στις διαπραγματεύσεις (Keune,2021). Αν μία παράταξη εκπροσωπεί μεν τους εργαζομένους, αλλά ταυτίζεται ιδεολογικά με τους εργοδότες και αποτελείται ως επί το πλείστον από υψηλόμισθους εργαζομένους, τότε ενδέχεται να μην προτεραιοποιεί τα δικαιώματα των χαμηλόμισθων εργαζομένων. Αυτό ωστόσο δεν είναι απόλυτο, διότι ορισμένες φορές οι υψηλόμισθοι (insiders) μπορεί να υπερασπίζονται τα δικαιώματα των χαμηλόμισθων (outsiders), ακόμα και τα αιτήματα του πρεκαριάτου, διότι θεωρούν πως σε έναν βαθμό τα συμφέροντά τους ταυτίζονται, διότι συχνά οι εργοδότες χρησιμοποιούν τους χαμηλόμισθους για να συμπιέσουν τις αμοιβές των υψηλόμισθων.
Ο δεύτερος παράγοντας αφορά τους μη μισθολογικούς στόχους (Keune,2021), οι οποίοι θεωρούνται από ορισμένους εξίσου σημαντικοί με την επίτευξη της μέγιστης δυνατής μισθολογικής αύξησης. Τέτοιοι στόχοι είναι για παράδειγμα οι εργασιακές συνθήκες και η ασφάλεια. Ενδέχεται όμως οι λεγόμενοι «insiders» να προωθούν σε συνεργασία με τους εργοδότες μία πολιτική συγκράτησης του εργασιακού κόστους προκειμένου να κερδίσουν οι ίδιοι καλύτερες αμοιβές, η οποία συχνά οδηγεί σε μείωση του βαθμού της ασφάλειας.
Βασικός παράγοντας είναι και ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός, ιδιαίτερα σε χώρες με ευέλικτα συστήματα διαπραγματεύσεων ή/και χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα. Είναι αυτονόητο πως τον κομβικότερο ρόλο παίζει το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού. Υψηλότεροι κατώτατοι μισθοί έχουν μεγαλύτερη επιρροή στο μερίδιο του πλούτου που καρπώνεται η εργασία και στις μισθολογικές ανισότητες από αυτή που έχουν οι χαμηλότεροι κατώτατοι μισθοί (Keune,2021). Από τότε που θεσπίστηκε θεωρείται μία επιτυχημένη πολιτική που οδήγησε σε αυξήσεις των μισθών των χαμηλόμισθων εργαζομένων και μείωσε τις μισθολογικές ανισότητες (Giuponni and Machin,2022). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι ανισότητες δε μειώθηκαν μέσω μείωσης των αμοιβών των χαμηλόμισθων, αλλά μέσω αύξησης των αμοιβών των χαμηλόμισθων. Παράλληλα, η θέσπιση κατώτατου μισθού δεν επέφερε αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση (Giuponni and Machin,2022).
Όλα τα προαναφερθέντα, οδηγούν σε μία συνολική αύξηση των αμοιβών, μειώνουν τις μισθολογικές ανισότητες και ομογενοποιούν τα μισθολογικά επίπεδα σε πολλούς τομείς της παραγωγής. Αποτελούν δηλαδή προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι μικρότερες μισθολογικές ανισότητες, αλλά και τα χαμηλότερα ποσοστά φτωχών εργαζομένων, βρίσκονται στα κράτη με τις πιο ρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις.
Υπάρχουν βέβαια πολλοί που συσχετίζουν τις μισθολογικές διαφορές με βάση τους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Πράγματι, υπάρχουν σημαντικές μελέτες για τις μισθολογικές ανισότητες οι οποίες εστιάζουν στις δυνάμεις που μπορεί να μεταβάλλουν τη ζήτηση για συγκεκριμένες δεξιότητες, όπως είναι για παράδειγμα οι αλλαγές στα παραγωγικά πρότυπα και οι αναγκαίες προσαρμογές στις νέες τεχνολογίες (Koeniger et al., 2004). Από τη στιγμή όμως που οι ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες ανταγωνίζονται στο ίδιο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, είναι πιθανό οι μεταβολές στη ζήτηση να επηρεάζουν τις χώρες με παρόμοιο τρόπο (Koeniger et al.,2004). Επιπροσθέτως, το ποσοστό των εξειδικευμένων επιστημόνων και εργαζομένων έχει αυξηθεί σε όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου.
Επομένως, δεν μπορεί να αιτιολογηθεί επαρκώς η μεγάλη απόκλιση στις αμοιβές που δίνονται μεταξύ των κρατών με βάση το επιχείρημα των μεταβολών στη ζήτηση ειδικοτήτων και των αλλαγών του παραγωγικού προτύπου. Είναι σαφές πως οι ρυθμίσεις που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις παίζουν σημαίνοντα ρόλο.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί, γίνεται σιγά-σιγά κοινός τόπος το γεγονός ότι οι ανισότητες αφενός δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά είναι αποτέλεσμα του τρόπου παραγωγής, και αφετέρου το γεγονός ότι λειτουργούν υφεσιακά στην οικονομία. Έχει ήδη επισημανθεί επίσης, ότι σημαντικό πεδίο δημιουργίας και διαιώνισης των ανισοτήτων είναι ο χώρος της εργασίας. Οι ανισότητες ωστόσο συνεχίζουν να αυξάνονται διαρκώς και πλέον το χάσμα των αμοιβών ανάμεσα στις ανώτερες και στις κατώτερες τάξεις έχει αυξηθεί σημαντικά.
Σαφώς, σημαντικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι η ζήτηση εστιάζει πλέον είτε σε εργαζομένους με υψηλή εξειδίκευση οι οποίοι προορίζονται, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, να στελεχώσουν ανώτερες θέσεις, είτε σε εργαζομένους στα κατώτερα κλιμάκια. Η ζήτηση για εργαζομένους στη «μεσαία» βαθμίδα έχει περιοριστεί σημαντικά (Giuponni and Machin, 2022). Τον κομβικότερο ρόλο ωστόσο παίζει η μεγάλη αύξηση του χώρου που καταλαμβάνει η μερική απασχόληση και συνολικά η ευελιξία στην αγορά εργασίας. Οι ευέλικτες συμβάσεις απασχόλησης οδηγούν στη συμπίεση των αμοιβών προς τα κάτω. Πολύ συνοπτικά, οι άξονες της ευελιξίας είναι οι εξής:
Α. Κατώτατος μισθός: Όπως προαναφέρθηκε, από την περίοδο που θεσπίστηκε μέχρι και σήμερα, αποτελεί ένα σημαντικό μέτρο προστασίας των εργαζομένων και έχει οδηγήσει στον περιορισμό της εργασιακής φτώχειας και των μισθολογικών ανισοτήτων, δίχως να επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση. Σταδιακά όμως, λόγω των πολιτικών ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ή με αμοιβές που κυμαίνονται κοντά στα όρια του κατώτατου μισθού (Giuponni and Machin, 2022). Για το λόγο αυτό, είναι προβληματικό το να βασίζεται μία οικονομία κυρίως στον κατώτατο μισθό για να επιτύχει καλύτερες απολαβές για τους εργαζομένους.
Β. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας: Οι κυρίαρχες, ακόμα και σήμερα, αντιλήψεις σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις εστιάζουν στην ανάγκη ύπαρξης ευέλικτων συστημάτων διαβουλεύσεων προσαρμοσμένων στις ανάγκες των επιχειρήσεων προκειμένου να τονώνουν την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών παράλληλα με την εξασφάλιση των βασικών δικαιωμάτων στους εργαζομένους. Πολύ συχνά όμως, ο δεύτερος στόχος υποβαθμίζεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ελλάδα. Κατά την περίοδο των προγραμμάτων δημοσιονομικής αναπροσαρμογής τέθηκαν σε αναστολή οι δύο βασικότερες αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων: η αρχή της επεκτασιμότητας και η αρχή της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία των εργαζομένων στη χώρα να μην καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη μείωση του κατώτατου μισθού, οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των εργαζόμενων φτωχών.
Γ. Αλλαγές στις συμβάσεις εργασίας: Ένα σημαντικό μέρος των επιστημονικών ερευνών έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως υπάρχει άμεσος συσχετισμός των συμβάσεων εργασίας «νέου τύπου», δηλαδή των ευέλικτων συμβάσεων απασχόλησης, με τις μειώσεις στις απολαβές των εργαζομένων. Ούσες στην πλειοψηφία τους εκτός του εύρους των ρυθμίσεων που καλύπτουν τις παραδοσιακές συμβάσεις εργασίας, οι εναλλακτικές συμβάσεις συνήθως δεν περιλαμβάνουν βασικά εργασιακά δικαιώματα, όπως οι άδειες διακοπών και η προστασία από άδικες και αυθαίρετες απολύσεις. Οι εύκολες απολύσεις μάλιστα παραμένουν ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εύκολη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού. Ως αντίβαρο, υπάρχουν ορισμένες θετικές ρυθμίσεις, όπως η μεγαλύτερη αυτονομία και η ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση.
Βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών της επέκτασης των συμβάσεων αυτών είναι οι μεταβολές στις προτιμήσεις των καταναλωτών και η έλλειψη ζήτησης εργατικών χεριών. Υποστηρίζουν πως λόγω των μεταβολών στις προτιμήσεις των εργαζομένων, ένα σημαντικό ποσοστό δέχεται την ανταλλαγή ενός μέρους των αποδοχών με μεγαλύτερη αυτονομία και ευελιξία. Επιπροσθέτως, υποστηρίζουν ότι η έλλειψη ζήτησης σε πολλούς τομείς έχει οδηγήσει τους εργαζομένους να αποδέχονται πιο επισφαλείς συνθήκες εργασίας με χαμηλότερες απολαβές και λιγότερη ασφάλεια.
Μολονότι το δεύτερο επιχείρημα φαίνεται να έχει ουσιαστική βάση, οι έρευνες καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς για το πρώτο. Οι Mas και Pallais (2017) ασχολήθηκαν με τη θέληση ορισμένων ανθρώπων να απασχοληθούν σε μία πιο ευέλικτη θέση εργασίας και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων προτιμούσαν τις σταθερές θέσεις εργασίας. Ενώ, οι έρευνες του Datta (2017) κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η πλειονότητα των εργαζομένων προτιμά τις ρυθμίσεις που καθορίζουν τις παραδοσιακές συμβάσεις εργασίας.
Τα επιχειρήματα λοιπόν για την προτίμηση των εργαζομένων σε ευέλικτες νέου τύπου συμβάσεις εργασίας που «ταιριάζουν» καλύτερα στους νέους τρόπους ζωής, δεν ευσταθούν. Ο λόγος που οι νέες αυτές συμβάσεις εργασίας έχουν εισαχθεί και εξελίσσονται διαρκώς είναι η μεταβολή των κυρίαρχων πολιτικών που επιβάλλονται «από τα πάνω» και όχι η μεταβολή των προτιμήσεων και των αναγκών της κοινωνίας.
Οι πολιτικές αυτές, που ευθύνονται για την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων που αναφέρεται στην αρχή του κειμένου, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τους στόχους και τις κατευθύνσεις της Βιώσιμης Ανάπτυξης που τίθενται από θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ΟΗΕ. Το γεγονός ότι, παρά τις διακηρύξεις, η πλειονότητα των κρατών συνεχίζει την εφαρμογή των λεγόμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, φανερώνει την υποχώρηση της Πολιτικής έναντι της Αγοράς. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αποτέλεσαν από την περίοδο που εμφανίστηκαν τη «νέα κανονικότητα» σε ολόκληρη τη Δύση, εκτοπίζοντας την κυριαρχία του Κεϋνσιανισμού.
Η ανατροπή της κυριαρχίας του Κεϋνσιανισμού από το Μονεταρισμό
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ήρθαν στο προσκήνιο από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, παρατηρήθηκε πως η αύξηση των πραγματικών μισθών δεν συνδυαζόταν με την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων. Έτσι, βρέθηκε το έδαφος για την πλήρη ανατροπή του μεταπολεμικού συμβολαίου συναίνεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία και για την ανατροπή των συσχετισμών υπέρ του πρώτου. Η μείωση του μεριδίου της προστιθέμενης αξίας που καρπώνονται οι εργαζόμενοι λαμβάνει χώρα εντός ενός πολιτικού και οικονομικού πλαισίου που τείνει να ενδυναμώνει το κεφάλαιο έναντι των εργαζόμενων τάξεων (Keune, 2021).
Οι λογικές του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία μειώθηκαν αισθητά. Η κυρίαρχη ρητορική αφορούσε τη μείωση της παραγωγικότητας της οικονομίας και τη σύνδεσή της με τα προστατευτικά για τους εργαζομένους μέτρα, τα οποία συνδέθηκαν με τη μείωση των επενδύσεων και την αύξηση των ελλειμμάτων. Στη μεταστροφή του κυρίαρχου λόγου συνετέλεσε και το φαινόμενο του «στασιμοπληθωρισμού», δηλαδή ταυτόχρονη ύπαρξη πληθωρισμού και ανεργίας και η αποτυχία αντιμετώπισής του μέσω των πολιτικών ενίσχυσης της ενεργού ζήτησης.
Το νέο οικονομικό και πολιτικό μείγμα εστίαζε στην απεμπλοκή των επιχειρήσεων από κανόνες και ρυθμίσεις του κράτους που όριζαν ένα συντεταγμένο πλαίσιο λειτουργίας και ορισμένες βασικές υποχρεώσεις. Κυρίαρχος στόχος έγινε η μείωση και μεσο-μακροπρόθεσμα η εξάλειψη των ελλειμμάτων.
Παράλληλα, προωθήθηκαν σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις, αλλά και πολιτικές ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που αποτελούσαν βασικό όπλο της Αριστεράς εξουδετερώθηκαν στη συνέχεια από τις νέες συνθήκες της αγοράς εργασίας και την αποδυνάμωση των συνδικάτων (Βούλγαρης, 1994).
Η εργατική δύναμη των εργαζομένων θεωρείται στην ουσία ένα εμπόρευμα. Ο επιχειρηματίας λοιπόν που αγοράζει την εργατική δύναμη των εργαζομένων του πρέπει να τη συνυπολογίσει στο συνολικό κόστος μίας επένδυσης. Έτσι, όπως και όλα τα υπόλοιπα εμπορεύματα, έχει το δικαίωμα να την κατανείμει και να τη χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν και σύμφωνα με το ποια κατανομή θα είναι η πλέον συμφέρουσα για την επιχείρησή του. Επιπροσθέτως, οι νέες τεχνολογίες που εισάγονται, αλλά και οι νέες προκλήσεις των οικονομιών απαιτούν γρήγορες προσαρμογές στις εκάστοτε συνθήκες.
Προκειμένου να επιτευχθούν αυτά, χρειάζεται αλλαγή των υπερπροστατευτικών και γραφειοκρατικών κανόνων που ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις προκειμένου να επιτυγχάνεται η γρήγορα προσαρμογή στις νέες ανάγκες με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και τη διατήρησή της.
Το βασικότερο επιχείρημα υπέρ της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων ήταν η μείωση της ανεργίας. Η ανεργία είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται με τις οικονομικές διακυμάνσεις και τις διαρθρωτικές μεταβολές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και την καθημερινή λειτουργία της αγοράς εργασίας (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023). Είναι παράγωγο του καπιταλιστικού συστήματος και ταυτόχρονα προϋπόθεση της ύπαρξής του. Ένα ποσοστό ανεργίας υπάρχει πάντοτε σε ένα σύστημα που βασίζεται στην ελεύθερη αγορά. Η μαζική ανεργία ωστόσο είναι παράγωγο δημοσιονομικών κρίσεων.
Στον καπιταλισμό, η ανεργία αποτελεί τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για τη φτώχεια. Επιπροσθέτως, όπως έχουν δείξει πληθώρα κοινωνιολογικών ερευνών, η ανεργία έχει τεράστιες συνέπειες στην ψυχική υγεία και στην κοινωνική ζωή των ανέργων (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023). Ταυτόχρονα, αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Για τους λόγους αυτούς η αντιμετώπισή της ιεραρχείται στις πρώτες προτεραιότητες κάθε οικονομίας.
Από τη δεκαετία του 70΄ και έπειτα, υπήρξε μία πλήρης ανατροπή της κυριαρχίας της κεϋνσιανής αντίληψης για το ύψος της ανεργίας, αλλά και των αμοιβών. Σύμφωνα με τον Κέυνς, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τα επίπεδα της απασχόλησης, με κυριότερο την ενεργή ζήτηση. Η ενεργός ζήτηση ορίζεται ως εξής: «Το σημείο στη συνάρτηση συνολικής ζήτησης που καθίσταται ενεργό επειδή, εάν ληφθεί σε συνδυασμό με τις συνθήκες της προσφοράς, αντιστοιχεί στο επίπεδο της απασχόλησης που μεγιστοποιεί την προσδοκία κέρδους του επιχειρηματία». (Keynes, 1936). Ο Κέυνς υποστήριξε επίσης πως, γενικά, το καπιταλιστικό σύστημα εμφανίζει χρόνια υποαπασχόληση του διαθέσιμου δυναμικού, κάτι το οποίο συνεπάγεται μόνιμη ακούσια ανεργία (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023).
Η ορθολογικότερη προσέγγιση για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και για την επίτευξη καλών αμοιβών είναι, σύμφωνα με την κεϋνσιανή θεωρία η ενίσχυση της ζήτησης μέσα από την παρέμβαση του κράτους, θεσμική και χρηματοδοτική, στην οικονομία με στόχο την κάλυψη του επενδυτικού ελλείμματος που δημιουργείται από τον ιδιωτικό τομέα. Εάν το κράτος παρεμβαίνει ώστε να συμπληρώνει το υπόλοιπο των ιδιωτικών επενδύσεων, τότε το επίπεδο της ζήτησης διατηρείται πάντοτε σε υψηλά επίπεδα με αποτέλεσμα να ενισχύεται η απασχόληση (Bremond J., 1987).
Η μείωση των μισθών είναι μία πρακτική αναποτελεσματική, όχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και για λόγους καθαρά οικονομικούς. Μία μείωση των μισθολογικών απολαβών των εργαζομένων θα οδηγούσε σε μείωση του οριακού κόστους παραγωγής, διότι ο επιχειρηματίας υπολογίζει στα έξοδα παραγωγής ενός προϊόντος και τις αμοιβές των εργαζομένων που δουλεύουν για την παραγωγή του. Εν συνεχεία, ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρηματιών θα επέφερε μία κάποια μείωση τιμών. Ωστόσο, η ισορροπία στην αγορά θα επερχόταν μόνο εάν η μείωση των τιμών ήταν ισόποση της μείωσης των μισθών (Keynes,1936).
Κατά τον Κέυνς, το μέγεθος της απασχόλησης εξαρτάται:
α. Από την τάση της κοινωνίας για κατανάλωση
β. Από την προσφορά εργατικών χεριών (δηλαδή, από το διαθέσιμο προς εργασία δυναμικό)
γ. Από το ύψος του προς επένδυση κεφαλαίου
Χρειάζονται λοιπόν κεφάλαια προς επένδυση, τόσο από ιδιώτες όσο και από το κράτος, κίνητρα για να εργαστεί το εξειδικευμένο δυναμικό (αξιοπρεπή ωράρια, ασφάλεια κτλ) και δυνατότητα της κοινωνίας να καταναλώσει τα παραγόμενα προϊόντα και τις διαθέσιμες υπηρεσίες, η οποία εξασφαλίζεται μέσω της θέσπισης καλών αμοιβών. Πέρα από τις αμοιβές, σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της ζήτησης παίζει η αναδιανομή πλούτου μέσω ενός ισχυρού Κοινωνικού Κράτους, αφού η αναδιανομή αυξάνει την ενεργή ζήτηση, την παραγωγή και την κατανάλωση (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023). Η λεγόμενη «σύνεση» στα δημοσιονομικά μακροπρόθεσμα λειτουργεί ως τροχοπέδη της ανάπτυξης, καθώς περιορίζει τη ζήτηση. Χρειάζεται διαρκής επένδυση. Φυσικά, αν οι επενδύσεις αφορούν αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οφέλη θα είναι πολύ περισσότερα. Αλλά, ακόμη και τα αμφίβολης χρησιμότητας δημόσια έργα μπορεί να αποδίδουν πολλαπλά σε περίοδο σοβαρής ανεργίας (Keynes, 1936).
Το ύψος της απασχόλησης λοιπόν δεν καθορίζεται στην αγορά εργασίας. Στην αγορά καθορίζεται μόνο το ύψος του ονομαστικού μισθού (και όχι του πραγματικού), το επίπεδο του οποίου διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ συνδικάτων και εργοδοσίας (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023). Επιπροσθέτως, ο Κέυνς υποστήριζε πως είναι όχι μόνο θεμιτό, αλλά και επωφελές για τους εργαζομένους να αντιστέκονται σε μία ενδεχόμενη μείωση των αποδοχών τους. Αυτό, υποστηρίζεται διότι οι μειώσεις συνήθως κατευθύνονται σε ορισμένες μόνο κατηγορίες εργαζομένων και έτσι δημιουργούνται ανισότητες, αλλά και διότι με τον τρόπο αυτόν μειώνεται η καταναλωτική ικανότητα και επομένως η ζήτηση.
Από τη δεκαετία του ΄70 και έπειτα, οι ιδέες του Κέυνς έφυγαν από το προσκήνιο και τη θέση τους πήραν οι μονεταρτιστικές προσεγγίσεις. Οι μονεταριστές οικονομολόγοι αποδέχονται την ύπαρξη ενός «φυσικού ποσοστού ανεργίας», το οποίο είναι διαφορετικό σε κάθε οικονομία και σχετίζεται με τα πραγματικά οικονομικά της μεγέθη, όπως ο πραγματικός μισθός, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάζεται από την εξέλιξη των επενδύσεων και της τεχνολογίας.
Ο Μίλτον Φρίντμαν και ο Έντμουντ Φελπς θέλησαν να δείξουν ότι οι επεκτατικές κεϋνσιανές πολιτικές του παρελθόντος που είχαν ως στόχο την αύξηση της ζήτησης, δεν μπορούν μακροπρόθεσμα να μειώσουν την ανεργία πέρα από το ποσοστό εκείνο στο οποίο ο πληθωρισμός σταθεροποιείται (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023). Στην ουσία, το «φυσικό ποσοστό ανεργίας» ταυτίζεται με τη γενική ισορροπία μίας οικονομίας με συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά.
Τέτοια χαρακτηριστικά είναι για παράδειγμα η ανταγωνιστικότητά της στην παγκόσμια αγορά, το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, η σύνθεση αυτού, καθώς και η δυνατότητα που έχει να μετακινείται.
Βασικοί πυλώνες της σκέψης αυτής είναι δύο: Καταρχάς, το χρήμα διαχωρίζεται από την πραγματική οικονομία. Το χρήμα επηρεάζει μόνο τις τιμές και όχι μεγέθη όπως τα προϊόντα, οι μισθολογικές απολαβές και η απασχόληση. Η δεύτερη βασική αρχή είναι η πεποίθηση πως το εργατικό δυναμικό έχει «προσαρμόσιμες προσδοκίες», ενώ οι εργοδότες έχουν «τέλειες προσδοκίες». Αυτό συμβαίνει διότι, σε αντίθεση με τους εργοδότες, οι εργαζόμενοι δεν δύνανται να προβλέψουν με ακρίβεια το πώς θα εξελιχθούν οι τιμές στην αγορά.
Όταν οι τιμές των προϊόντων αυξάνονται, οι εργαζόμενοι για ένα χρονικό διάστημα διαπραγματεύονται αυξήσεις χαμηλότερες από τον πληθωρισμό, ακριβώς διότι δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια τον πληθωρισμό. Κατ’αυτόν τον τρόπο ο πραγματικός μισθός μειώνεται και γίνεται χαμηλότερος από το οριακό προϊόν της εργασίας (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023). Αυτό, δημιουργεί προσωρινά κίνητρα για προσλήψεις. Ωστόσο, η μείωση της ανεργίας φτάνει μέχρι το σημείο που οι διεκδικήσεις των εργαζομένων προσαρμόζονται στην αύξηση του πληθωρισμού. Μετά από μία προσωρινή αύξηση στην απασχόληση λοιπόν, υπάρχει επαναφορά στο «φυσικό» επίπεδο της απασχόλησης, ενώ ο πληθωρισμός θα παραμείνει αυξημένος. Έτσι, οι κεϋνσιανές πολιτικές είναι αναποτελεσματικές ως προς τη μακροπρόθεσμη μείωση της ανεργίας.
Μία βασική θεωρία των νεοκλασικών οικονομολόγων για να εξηγήσουν τα αίτια της ανεργίας, είναι η θεωρία των αναντιστοιχιών της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας. Έλαβαν υπόψη τους ως δεδομένη την ατελή πληροφόρηση των ανέργων σχετικά με τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας και τους προσφερόμενους μισθούς. Εξετάζονται οι ροές κινητικότητας στην αγορά εργασίας με ανάλυση των μετακινήσεων του δυναμικού εντός και εκτός της αγοράς εργασίας, δηλαδή τις μετακινήσεις από την απασχόληση στην ανεργία και το αντίστροφο.
Η θεωρία της αντιστοίχησης/σύζευξης της ερμήνευσε την ανεργία ως αποτέλεσμα του συνόλου των ποσοτικών, ποιοτικών και χρονικών αναντιστοιχιών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας και των θεσμικών και τεχνολογικών παραγόντων οι οποίοι καθορίζουν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023). Το «φυσικό» ποσοστό ανεργίας ή αλλίως η «ανεργία ισορροπίας», σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή είναι το σημείο στο οποίο ο αριθμός των πολιτών που εισέρχονται στην αγορά είναι ο ίδιος με τον αριθμό εκείνων που εξέρχονται (Πισσαρίδης, 1990).
Οι απώλειες των θέσεων εργασίας στην περίπτωση αυτή αιτιολογούνται από την τεχνολογική πρόοδο που αυξάνει την παραγωγικότητα και αυξομειώνει τη χρησιμότητα των θέσεων απασχόλησης. Οι είσοδοι στην αγορά εργασίας ωστόσο, είναι αποτέλεσμα των ατομικών συμπεριφορών του εργατικού δυναμικού, όταν αυτό εντείνει την αναζήτηση εργασίας, αλλά και των επιχειρήσεων που αποφασίζουν να προχωρήσουν σε προσλήψεις (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023).
Βέβαια, οι αποφάσεις λαμβάνονται εντός ενός θεσμικού πλαισίου το οποίο τίθεται από το κράτος. Το θεσμικό πλαίσιο που πρέπει να τεθεί, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, πρέπει να ενθαρρύνει την ελευθερία των κινήσεων τόσο στις επιχειρήσεις, όσο και στους εργαζομένους και παράλληλα να προβαίνει σε πρακτικές ενίσχυσης της κατάρτισης των εργαζομένων και παροχής κινήτρων στις επιχειρήσεις προκειμένου να προβούν σε περισσότερες προσλήψεις.
Ένα τέτοιο πλέγμα ρυθμίσεων περιλαμβάνει την παροχή σημαντικών φορολογικών ελαφρύνσεων στις επιχειρήσεις, ταυτόχρονα με την παροχή ενός μεγάλου βαθμού ελευθερίας κινήσεων στον τομέα των επενδύσεων. Η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία επιβάλλεται να μειωθεί τόσο σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις σε τομείς που μπορεί η αγορά να αναλάβει όσο και σε ό,τι αφορά την έντονη παρέμβασή του στα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων, διότι με τον τρόπο αυτόν εμποδίζεται η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού (πχ με τις ρυθμίσεις προστασίας από τις απολύσεις) και δεν αφήνεται η αγορά να ισορροπήσει.
Η αντίληψη αυτή ωστόσο, αγνοεί ορισμένα πολύ βασικά ζητήματα. Καταρχάς, δεν υπολογίζει τις συνέπειες που θα υπάρξουν στην οικονομία και στην κοινωνία από τη μείωση της καταναλωτικής ικανότητας των εργαζομένων στην περίπτωση επικράτησης των απορρυθμισμένων εργασιακών σχέσεων. Επιπροσθέτως, η ανάλυσή της περιορίζεται μόνο στην προσπάθεια μείωσης της διαρθρωτικής ανεργίας, δηλαδή της ανεργίας που οφείλεται στις στρεβλώσεις που υπάρχουν στην αγορά, και όχι της πραγματικής. Μάλιστα, το ποσοστό της «φυσικής ανεργίας» μπορεί να είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Ο Νέος Κεϋνσιανισμός ως απάντηση στο Νεοφιλελευθερισμό
Το πρώτο βήμα αντιστροφής της επικράτησης αυτών των ιδεών, έγινε με την ανάδυση του ρεύματος των νεοκεϋνσιανών. Οι νεοκεϋνσιανοί οικονομολόγοι αντικατέστησαν τον όρο «φυσικό ποσοστό ανεργίας» με το NAIRU (non accelerating inflation rate of unemployment), δηλαδή το ποσοστό ανεργίας που δεν επιταχύνει τον πληθωρισμό. Το NAIRU είναι και αυτό ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας, όπως και το «φυσικό» (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023). Ωστόσο, υπάρχουν βασικές διαφορές. Σύμφωνα με τον Τζέιμς Τόμπιν, αυτές είναι οι εξής: Καταρχάς, το NAIRU μεταβάλλεται διαρκώς, σε αντίθεση με το εν πολλοίς σταθερό «φυσικό ποσοστό». Επιπροσθέτως, καθίσταται σαφές πως υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στη διαρθρωτική ανεργία, η οποία οφείλεται στις στρεβλώσεις της αγοράς εργασίας και στην πραγματική ανεργία, η οποία περιλαμβάνει και την κυκλική ανεργία, δηλαδή την ανεργία που οφείλεται σε επενδυτικό έλλειμμα.
Εάν το πραγματικό ποσοστό ανεργίας είναι υψηλότερο από το NAIRU, τότε το επιπλέον ποσοστό οφείλεται στην κυκλική ανεργία. Η κυκλική ανεργία μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χρήση κεϋνσιανών επεκτατικών πολιτικών. Το NAIRU μπορεί να μειωθεί μόνο με διαρθρωτικές πολιτικές στο πνεύμα των φιλελεύθερων αντιλήψεων. Το δεύτερο σημείο, αποτελεί και την υποχώρηση των νεοκεϋνσιανών στις απόψεις των μονεταριστών.
Έγινε ωστόσο αντιληπτό το γεγονός ότι, παρά την εφαρμογή των νεοφλιλελεύθερων πολιτικών με την υποχώρηση του κρατικού παρεμβατισμού, αλλά και των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, η ανεργία παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού της δεκαετίας του ΄80. Οι Μπλανσάρ και Σάμερς ανέπτυξαν τη θεωρία της Υστέρησης για να εξηγήσουν την επιμονή της ανεργίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, είναι πιθανό να υπάρξει απότομη μεγάλη άνοδος της ανεργίας, για παράδειγμα μετά από μία οικονομική κρίση, αλλά η πτωτική της πορεία να είναι μία χρονοβόρα διαδικασία. Αυτό συμβαίνει διότι η πορεία της μείωσης της ανεργίας δεν εξαρτάται μόνο από την υφιστάμενη συγκυρία, αλλά και από το φαινόμενο της υστέρησης, το οποίο παράγεται από την ανεργία των περασμένων ετών.
Συνδέεται με την αύξηση της μακροχρόνιας ανεργίας και τις επιπτώσεις που αυτή έχει στις ευκαιρίες για απασχόληση. Οι βασικές επιπτώσεις είναι δύο: Καταρχάς, η μακρά παραμονή των ατόμων εκτός αγοράς εργασίας οδηγεί στην αποστασιοποίησή τους από την εργασία και στην απαξίωση του ανθρωπίνου κεφαλαίου τους, επειδή δεν διατηρούν και δεν ενισχύουν τις δεξιότητές τους. Επιπροσθέτως, όσοι εργάζονται διεκδικούν τις καλύτερες δυνατές αμοιβές και έτσι δεν ενθαρρύνονται νέες προσλήψεις προσωπικού. Το φαινόμενο αυτό ενισχύει τη διαρθρωτική ανεργία.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό, προτείνονται ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης με στόχευση κατά κύριο λόγο στους μακροχρόνια ανέργους και πολιτικές πρόωρης συνταξιοδότησης. Σε περιπτώσεις μαζικής ανεργίας προτείνεται ένα σοκ στην αγορά με απότομη και μεγάλη ενίσχυση της κρατικής παρέμβασης μέσω επεκτατικών πολιτικών.
Οι νέοι κεϋνσιανοί λοιπόν, συνέκλιναν σε αρκετά σημεία με τους νεοκλασικούς οικονομολόγους. Θεώρησαν πως η απασχόληση συνδέεται άμεσα με το ύψος του πραγματικού μισθού και πως ένα σημαντικό ποσοστό της ανεργίας είναι διαρθρωτική, διότι οι μισθοί ήταν μεγαλύτεροι από το σημείο ισορροπίας (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023). Θεώρησαν πως οι πολύ υψηλοί μισθοί αποτελούν πρόβλημα, εστίασαν ωστόσο την ανάλυσή τους σε δύο επιμέρους άξονες: στο μισθό απόδοσης και στους «εντός και εκτός» των τειχών της αγοράς εργασίας.
Συνοπτικά, ο μισθός απόδοσης εξηγεί τους λόγους για τους οποίους πολλοί εργοδότες δεν επιλέγουν τις μισθολογικές μειώσεις ακόμα και σε περιόδους κρίσης, με αποτέλεσμα πολλές φορές να παραμένουν σε επίπεδα πάνω από το σημείο ισορροπίας της αγοράς και να μην ενθαρρύνουν τις νέες προσλήψεις.
Αυτή η επιλογή γίνεται από τους εργοδότες διότι οι υψηλοί μισθοί ενθαρρύνουν τους εργαζομένους να είναι παραγωγικοί, συμβάλλουν στη διατήρηση στην επιχείρηση των καλύτερων στελεχών και αποθαρρύνουν τη συνδικαλιστική οργάνωση, εξασφαλίζοντας την εργασιακή ειρήνη (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023).
Η θεωρία των «εντός και εκτός των τειχών» της αγοράς εργασίας (insiders-outsiders) έδωσε θεωρητικό υπόβαθρο στη δυνατότητα των εργαζομένων να διεκδικούν και να λαμβάνουν αυξήσεις μεγαλύτερες από το σημείο ισορροπίας και, με τον τρόπο αυτό, να εμποδίζουν την αύξηση της απασχόλησης και την απορρόφηση της ανεργίας (Lindbeck & Snower, 1988). Η διαφορά ανάμεσα στο μισθό που καταβάλλεται και στο μισθό που ισορροπεί η αγορά είναι το κέρδος που καρπώνονται οι εργαζόμενοι λόγω του κόστους αντικατάστασης του προσωπικού (αποζημιώσεις απόλυσης, δαπάνες κατάρτισης κτλ). Όσο υψηλότερο είναι το κόστος, τόσο αυξάνεται η διαπραγματευτική δύναμη των «εντός των τειχών», η οποία μάλιστα μπορεί να ενισχυθεί μέσα από την αύξηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας (Καραμεσίνη, Ιωαννίδης, 2023).
Οι νεοκεϋνσιανοί οικονομολόγοι κατέληγαν όμως στο συμπέρασμα πως μόνο με την εφαρμογή πολιτικών ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων δεν θα εγγυόταν τη μείωση των μισθών και τη μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας (η κυκλική, όπως προαναφέρθηκε, αντιμετωπίζεται με επεκτατικές πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού). Θεώρησαν πως έπρεπε να εφαρμοστεί, παράλληλα με τις πολιτικές ευελιξίας, μία πολιτική η οποία θα επιδοτεί τις προσλήψεις και την κατάρτιση του προσωπικού, ενώ ταυτόχρονα θα διευκολύνει τις απολύσεις και θα μειώνει το εργασιακό κόστος, μέσω της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών για παράδειγμα. Έτσι, θα μπορούσε να μειωθεί η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων και ταυτόχρονα, θα ενθαρρύνονταν οι ιδιωτικές επενδύσεις.
Το νέοκεϋνσιανό ρεύμα λοιπόν, ήρθε να φέρει πιο κοντά τις θεωρητικές αναλύσεις των φιλελεύθερων οικονομολόγων και των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι κατά βάση υπερασπίζονταν τις κεϋνσιανές προσεγγίσεις. Αυτές οι αντιλήψεις μεταφέρθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο και στο πεδίο της πολιτικής και αποτέλεσαν τη θεωρητική βάση δημιουργίας της λεγόμενης Νέας Σοσιαλδημοκρατίας, ή του λεγόμενου Τρίτου Δρόμου, δηλαδή τη μείωση της ιδεολογικής απόστασης των κομμάτων της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς.
Συμπέρασμα
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως, παρά τις διακηρύξεις των θεσμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ΟΗΕ, οι νέες πολιτικές που εφαρμόζονται δεν αποκλίνουν πολύ από τις νεοκεϋνσιανές προσεγγίσεις. Ναι μεν προτείνεται η ενίσχυση ορισμένων βασικών εργασιακών δικαιωμάτων και η αύξηση των απολαβών των εργαζομένων, όμως ο βασικός πυρήνας των νέων κεϋνσιανών παραμένει.
Οι πολιτικές ευελιξίας δεν έχουν φύγει από το προσκήνιο, αντίθετα σε ορισμένες περιπτώσεις ενισχύονται. Παράλληλα, αναζητούνται συνεχώς τρόποι για τη μείωση του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους, μέσα από την ανάληψη της ευθύνης της κατάρτισης από το κράτος, ενώ, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική πρόοδος για την κατοχύρωση ενός σημαντικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων από τις απολύσεις. Φαίνεται λοιπόν, προς το παρόν να υπάρχει μία αναντιστοιχία ανάμεσα στις θεωρητικές εξαγγελίες και στις εφαρμοζόμενες πολιτικές.
Βρισκόμαστε ωστόσο στην αρχή της νέας αυτής περιόδου και η εξαγωγή βάσιμων και στέρεων συμπερασμάτων απαιτεί την αποκρυστάλλωση των θεωρητικών εξαγγελιών και των πολιτικών κατευθύνσεων σε εφαρμοσμένες πολιτικές με συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν έχουμε επαρκή δεδομένα για να στηρίξουμε τον ισχυρισμό πως βρισκόμαστε σε μία εντελώς νέα εποχή σε ό,τι αφορά την προσέγγιση των ζητημάτων των εργασιακών δικαιωμάτων
Βιβλιογραφία – Πηγές
Ξενόγλωσση/-ες
Bremond J. (1987): Keynes and les Keynesiens anjourd’ hui, ed. Hatier
Giuponni G., Machin S. (2022): Labour Market and Inequality, Institute for Fiscal Studies
Keynes J.M. (1936): Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, έκδοση για την εφημερίδα Το Βήμα, 2010
Keune M. (2021): Inequality between capital and labour among wage earners: the role of collective bargaining and trade unions
Koeniger W., Leonardi M., Luca N. (2004): Discussion Paper no.1291, Labour Market Institutions and Wage Inequality
Lindbeck A., Snower D. (1988): The Insider-Outsider Theory of Employment and unemployment, MIT Press Books
Moore S., Onaran O., Gushanski A., Antunes B., Symon G. (2019): The Resilience of Collective Bargaining- a revewed logic for joint regulation?, Employee Relations 41
OECD (2018): Employment Outlook 2018, Paris: OECD
Piketty T. (2014): Capital in the 21st Century, Harvard University Press
Piketty T. (2020): Capital and Ideology, Cambridge: MA, Harvard University Press
Pissarides C. (1990): Equilibrium Unemployment Theory, MIT Press
Rosetti N. (2019): Do European Trade Unions Foster Social Solidarity? Evidence from multilevel data in 18countries, Industrial Relations Journal, 50.
VisserJ., Chechi D. (2011): Inequality and the labour market: Unions, Oxford Handbook of Economic Inequality, Oxford University Press
Wilkinson and Pickett (2009): The Spirit Level: Why More Equal Societies Almost Always Do Better, New York: Bloomsbury Press
Ελληνόγλωσση/-ες
Βούλγαρης Γ. (1994): Φιλελευθερισμός, Συντηρητισμός, Κοινωνικό Κράτος 1973-1990, εκδ. Θεμέλιο
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Βιώσιμη Ανάπτυξη
Καραμεσίνη Μ., Ιωαννίδης Γ. (2023): Ανεργία και Πολιτική Απασχόλησης: Θεωρίες, Τυπολογίες, Σχεδιασμός, Αξιολόγηση, εκδ. Κάλιππος
ΟΗΕ, AGENDA 2030, 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης
[irp posts=”117441″ ]