Γιώργος Ασκητάς
Διαπιστευμένος Δικηγόρος Ε.Ε. (GR)
ΠΜΣ Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Νομικές Σπουδές ΑΠΘ
ΠΜΣ Συγκριτικές Νομικές Σπουδές ΕΚΠΑ
M2 Coopération Internationale et ONG Université Sorbonne Paris Nord XIII
Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος είναι βαθιά εικονογραφημένος. Πράγματι, το κρατικό οικοδόμημα, οι διεθνείς σχέσεις, όπως και η «κοινωνία των πολιτών» (civil society) συναπαρτίζονται κατά κόρον από εικόνες. Η εδραίωση του διαδικτύου και η επικράτηση της ψηφιοποίησης έχουν αποτελέσει το εφαλτήριο για την ανάπτυξη «ψηφιακών αφηγημάτων» (digital narratives), τόσο από μέρους των κρατών, σε κυβερνητικό επίπεδο, όσο και από μέρους άλλων μη κρατικών δρώντων, όπως των κοινωνικών κινημάτων, των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) αλλά και κάθε πολίτη, που αξιοποιεί την πλατφόρμα που του παρέχεται για την προάσπιση διαφόρων πολιτικών, κοινωνικών και δικαιικών σκοπών. To συλλογικό φαντασιακό, έτσι, είναι περισσότερο παραστατικό και φαινομενικά τουλάχιστον πιο συμπεριληπτικό από ποτέ, αφού μέσα όπως η τηλεόραση, ο τύπος και εν γένει ο «λαϊκός πολιτισμός» (popular culture) φέρουν τον αυτοεπικαλούμενο σκοπό «δημοκρατικοποίησης» (democratization) του δημοσίου λόγου, – παρότι ο αντίλογος υποστηρίζει πως μάλλον πρόκειται για «δημοτικοποίηση» (demoticization) αυτού-.
Στον σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό, δίνεται έμφαση στην ατομικότητα, και στην ανάδειξη κάθε υποκειμενικότητας στον δημόσιο λόγο. Οι νέες υποκειμενικότητες αυτές είναι άξιες λόγου μόνο όταν μετουσιώνονται σε «θέαμα» (spectacle) προς βορά και ευρεία κατανάλωση του καταναλωτικού και ευρύτερου διεθνούς κοινού. Η σημασία του λαϊκού πολιτισμού στην εδραίωση μίας περισσότερο συμπεριληπτικής, εξισωτικής κουλτούρας, ή και μίας «κουλτούρας ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (human rights culture) δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πράγματι, η ευρεία απήχηση του λαϊκού πολιτισμού στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού συνεισφέρει στην διάδοση κοινωνικών, πολιτικών και ανθρωπιστικών ιδεωδών, ανεξαρτήτως της ταξικής, οικονομικής, και κοινωνικής προέλευσης του δέκτη, επιτυγχάνοντας την μείωση του ελιτισμού της γνώσης. Παρόλα αυτά, οι σύγχρονες εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού, υπό την επιρροή του «(επικοινωνιακού) καπιταλισμού» (communicative capitalism), και του κατακερματισμού του ατόμου σε επιμέρους εικόνες, κατά την Eva Illouz, έχουν λάβει αρνητική τροπή ως προς την παρουσίαση του ατόμου. Έτσι, ο αρχικά ανθρωπιστικός και εξισωτικός σκοπός τους, φτάνει να αναπαράγει τις συστημικές και δομικές ανισότητες και στερεοτυπικές εκφάνσεις που διατείνεται ότι μάχεται.
Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχουν όλες οι απεικονίσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας το ίδιο ενδιαφέρον, και δεν απεικονίζονται όλες οι υποκειμενικότητες με τον ίδιο τρόπο. Εν αντιθέσει, μπορεί να λεχθεί πως ακόμα και σε ζητήματα αμιγώς ανθρωπιστικά, στα οποία θα δοθεί έμφαση με την παρούσα μελέτη, η απεικόνισή τους ακολουθεί μία προδιαγεγραμμένη από το δυτικό/ιμπεριαλιστικό αφήγημα πορεία. Όπως μπορεί να επιβεβαιώσει η πρόσφατη πολιτιστική μνήμη, αλλά και η καθημερινή τριβή στις πλατφόρμες κοινωνικές δικτύωσης, παρατηρείται ένας διάχυτος ενθουσιασμός με τις εικόνες θλίψης, πόνου, οδύνης, και εγκληματικότητας, τόσο σε εσωτερικό εθνικό επίπεδο, όσο και σε διεθνές, με την αδηφάγα αναπαραγωγή εικόνων από διεθνή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και ειδεχθών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα, το ρητορικό (;) ερώτημα που θέτει η Elfriede Jellinek, στο μυθιστόρημά της Die Klavierspielerin (Η πιανίστρια), από παράφραση «ποιος εγκληματεί περισσότερο, αυτός που τελεί ένα έγκλημα, ή εκείνος που το αναπαράγει διαρκώς και ενδόμυχα αντλεί ικανοποίηση από την οπτική αναπαραγωγή του;», φαντάζει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ. Από τη μία πλευρά η ειδησεογραφική κάλυψη και η ψηφιακή αυτοεθνογραφία των θυμάτων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι κομβικές για την ενημέρωση, την γνώση και την καλλιέργεια διεθνούς κατακραυγής, – και επομένως conditio sine qua non για την αντιμετώπισή τους-, σε τέτοιο βαθμό που πολλοί μελετητές εντοπίζουν, -και δικαίως- μία μορφή «υποτελών αντιδημοσιεύσεων» (subaltern counterpublics), κατά τις θεωρίες των Habermas και Fraser, σε αυτές. Από την άλλη, πολλοί κοινωνιολόγοι και διεθνολόγοι φαίνονται να είναι περισσότερο διστακτικοί στην αλτρουιστική φενάκη του ψηφιακού λαϊκού πολιτισμού και των εκπροσώπων του, και κάνουν λόγο, μεταξύ άλλων θεωριών, για «φετιχοποίηση της οδύνης» (fetishization of pain) στα προϊόντα του λαϊκού πολιτισμού.
Η κριτική που έχει λάβει ο σύγχρονος οπτικός και εν πολλοίς «σεντιμενταλιστικός» (sentimentalist) λαϊκός πολιτισμός έχει προσλάβει αρκετές διαστάσεις, ορμώμενη από διαφορετικές αφορμές. Ως προς την απεικόνιση των ανθρωπιστικών ζητημάτων, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξεταστεί πως αλληλεπικαλύπτονται οι θεωρίες της Hannah Arendt ως προς την «πολιτική του οίκτου» (politics of pity) και της Eva Illouz ως προς τη «λάμψη της μιζέριας» (glamour of misery), ώστε να μελετηθεί η επονομαζόμενη ως «δοξασία του ανθρώπινου πόνου» (glorification of human suffering) στο σύγχρονο αφήγημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και την ανθρωπιστική δράση, όπως αυτή αναπτύσσεται με το ψηφιακό αποτύπωμα της δράσης μη κυβερνητικών οργανισμών και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Ως εργαλείο για τη μελέτη αυτών των φαινομένων, θα αξιοποιηθεί ο επονομαζόμενος ως «ακτιβισμός διασημοτήτων» (celebrity activism), ή κατ’ ευρύτερη ορολογία «εκλεπτυσμένος ακτιβισμός» (elegant activism), μιας και βρίσκεται στο μεταίχμιο της ανθρωπιστικής δράσης, της πολιτιστικής διπλωματίας αλλά και του «καπιταλισμού όψιμου σταδίου» (late stage capitalism), με αποτέλεσμα να καθίσταται χρήσιμο «χωνευτήρι» (melting pot) πολλαπλών και αρκετές φορές αντικρουόμενων προσεγγίσεων. Η ανάλυση θα λάβει χώρα εξετάζοντας την εμμονή του λαϊκού πολιτισμού με την δυστυχία, εν γένει, ως κοινωνιολογικό φαινόμενο, και στη συνέχεια ως προς τις ειδικότερες ανθρωπιστικές εκφάνσεις της.
Θεμελιώνοντας το φαινόμενο του «συναισθηματικού καπιταλισμού» (emotional capitalism) μεταξύ άλλων, η Eva Illouz έχει συνεισφέρει σημαντικά στην κατανόηση της σύγχρονης κοινωνίας και του συλλογικού φαντασιακού γύρω από την καταπιταλιστική επέλαση στον συναισθηματικό κόσμο. Μιλώντας για την «συναισθηματική ιεραρχία» (hierarchy of sentiments) και τις μορφές της «συναισθηματικής κανονιστικότητας» (emotional normativity) που ενθαρρύνονται, -ή εξοστρακίζονται- από τις καπιταλιστικές δομές, θεμελίωσε ότι οι συναισθηματικές ζωές ερμηνεύονται με όρους καπιταλιστικούς. Στον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό, τονίζει, το συναισθηματικό κεφάλαιο, ως μία μορφή συμβολικού κεφαλαίου, μετουσιώνεται σε χρηματικό κεφάλαιο. Στην επιμέρους μονογραφία της “Oprah Winfrey and the glamour of misery”, η Illouz προσεγγίζει την Winfrey ως αρχέτυπο πολιτιστικό φαινόμενο, – στο οποίο μπορούν να υπαχθούν οι άλλες εκφάνσεις που αναπτύσσονται μιμητικά- και υποστηρίζει ότι η ανάμειξη του προσωπικού αφηγήματος δυστυχίας των τηλεθεατών με την στυλιστικά άρτια και λαμπερή αναπαραγωγή του, μετουσιώνει τον ανθρώπινο πόνο σε φθηνό, μαζικά αναπαραγόμενο καταναλωτικό προϊόν, που υποκρύπτεται υπό τη φενάκη της αυτοβοήθειας και της ψυχοθεραπευτικής ατομικότητας. Τόσο στην ίδια την Winfrey, ως χαρισματική ταγό, και ως έναν τηλεοπτικό δίαυλο ευτελισμού και ενδυνάμωσης παράλληλα, όσο και στο αμερικανικό αφήγημα της αυτοβοήθειας, η Illouz εντοπίζει καπιταλιστικά κίνητρα, που δημιουργούν έναν (δημόσιο) χώρο όπου η προσωπική δυστυχία μετατρέπεται σε ένα κοινό θέαμα οίκτου και ενδυνάμωσης, μέσα από την «υπεραπλούστευση» (oversimplification) της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, και της ηθικά αμφισβητούμενης εκμετάλλευσης των τρωτών σημείων των τηλεθεατών στο βωμό της τηλεθέασης. Ο ευτελισμός αυτός αναγκαστικά διαιωνίζει ταξικές, έμφυλες, και εν γένει κοινωνικές ανισότητες, μέσα από τις οποίες ενισχύεται το καπιταλιστικό οικοδόμημα.
Αντίστοιχες σκέψεις έχουν διατυπωθεί και για την ανθρωπιστική δράση στη διεθνή κοινότητα. Πρόσφατα, η ακτιβιστική δράση της Cate Blanchett στο Φεστιβάλ των Καννών προσέγγισε πληθώρα αντιφατικών αντιδράσεων. Από τη μία πλευρά εισέπραξε τον θαυμασμό και την επιδοκιμασία της διεθνούς κοινότητας για την διακριτική και «εκλεπτυσμένη», όπως χαρακτηρίστηκε, τοποθέτησή της στο ισραηλινοπαλαιστινιακό ζήτημα, και από την άλλη κατέστη αντικείμενο κατακραυγής, επειδή χαρακτήρισε τον εαυτό της ως μέτοχο της «μεσαίας τάξης» (“I’m middle class”), παρά την διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία της. Ο «ακτιβισμός διασημοτήτων», ωστόσο, παρά την πανταχού παρουσία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σήμερα, δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Η πρόσφατη ιστορική μνήμη μπορεί να επιβεβαιώσει πως οι πολίτες κάποιας αναγνώρισης πάντοτε αξιοποιούνταν για κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς σκοπούς. Στo μεταβεστφαλιανό διεθνές δίκαιο, οι διεθνείς οργανισμοί αξιοποιούν ακτιβιστές διάσημους για την οικοδόμηση momentum για ανθρωπιστικούς σκοπούς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η Marlene Dietrich, κατά τον Β. Παγκόσμιο Πόλεμο, η Bette Davis, ως φερέφωνο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η Audrey Hepburn, – που ανέγνωσε την Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού 1989- και περισσότερο πρόσφατα η Angelina Jolie από το ΝΑΤΟ και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ή και η Anne Hathaway ως Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UN Women. Και σε μη δυτικό πλαίσιο, το φαινόμενο είναι εμφανές όπως επιβεβαιώνει ο ακτιβισμός των αστέρων του bollywood στην Ινδία και ο αντίστοιχος ακτιβισμός των διασημοτήτων στην Κίνα, για την επιδημία HIV/AIDS. Από αυτή την ιστορική πορεία, αναδύονται τέσσερις τύποι διασημοτήτων στον ακτιβισμό, οι 1. «προστάτης» (patron), 2. «εκπρόσωπος» (spokesperson), 3. «πρεσβευτής/συγγραφέας» (ambassador/author) και 4. «οραματιστής ηγέτης» (visionary leader). Αυτοί οι εμπνευσμένοι τίτλοι έχουν θέσει τους «διάσημους ακτιβιστές» (celebrity activists) σε βάθρο στο συλλογικό φαντασιακό, χωρίς η πραγματικότητα, ωστόσο, να αντικατοπτρίζει πάντα καλοκάγαθους σκοπούς. Χωρίς να υιοθετείται μία πεσιμιστική στάση, πέρα από τις θετικές εκφάνσεις του ακτιβισμού διασημοτήτων, είναι απαραίτητο να εκτεθούν και οι αρνητικές επιπτώσεις, στο πλαίσιο του επικοινωνιακού καπιταλισμού.
Οι αναγνωρίσιμοι άνθρωποι των τεχνών αποτελούν χωρίς αμφιβολία «πολιτιστικούς αγωγούς» (cultural agents) και αντικατοπτρίζουν το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται. Η (ψηφιακή) τους πλατφόρμα φέρει έντονο χρηματικό και κερδοσκοπικό αποτύπωμα και παράλληλα η αναγνωρισιμότητά τους ενθαρρύνει την ταχεία και πάγια διάδοση ειδήσεων, γεγονότων, και απόψεων. Ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ανθρωπιστικής δράσης, οι ακτιβιστές διάσημοι αξιοποιούν την παραπάνω πλατφόρμα ώστε να καταστήσουν γνωστά στη (δυτική) διεθνή κοινότητα, εγκλήματα και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λαμβάνουν χώρα σε παραδοσιακές κοινωνίες, γεγονότα για τα οποία δεν θα υπήρχε η παραμικρή γνώση και ελπίδα αντιμετώπισης. Υποστηρίζεται έτσι ότι οι ακτιβιστές διάσημοι λειτουργούν ως «διαμεσολαβητές» (mediators) που υπερακοντίζουν την ηθική απόσταση ανάμεσα στον δυτικό θεατή και τον απομακρυσμένο «ξένο» (faraway stranger), προσφέροντας «διαμεσολαβημένες εμπειρίες απομακρυσμένου πόνου» (mediated experiences of distant suffering), με τον συνδυασμό της «διάττουσας αύρας» (star aura) με την «αφήγηση του πόνου» (suffering narrative). Η αξιοποίησή τους από διεθνείς κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες είναι καταλυτική για τη συγκέντρωση του απαραίτητου χρηματικού κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση της ανθρωπιστικής δράσης, όπως και την δημοκρατικοποίηση της γνώσης και τον πλουραλισμό στην ενημέρωση.
Παρά την αδιαμφισβήτητη συνεισφορά τους, η κριτική που τους ασκείται είναι εξίσου εύστοχη. Χωρίς να αναιρείται η ανθρωπιστική τους «επιτελεστικότητα» (performativity), πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ακτιβιστές διάσημοι δεν παύουν ακόμα και με την ανθρωπιστική τους δράση να προωθούν τον «νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό» (neoliberal capitalism), και να υπηρετούν τα ηγεμονικά συμφέροντα των παγκόσμιων καθεστώτων εκμετάλλευσης στα οποία ανήκουν. Η αντίφαση ανάμεσα στην «τρομακτική φτώχεια» (grinding poverty) σε βάρος της οποίας μάχονται, -χωρίς ατομικό οικονομικό κόστος- και την ιδιότητά τους ως «ενσάρκωση του εξατομικευμένου πλούτου» (embodiment of personalized wealth) καθιστά την οποιαδήποτε προσπάθειά τους υπερφίαλη, ενώ προβαίνουν πολλές φορές σε «αποπλαισιωμένες και απλουστευμένες αναφορές των γεγονότων» (decontextualized and simplified accounts of events) που διαιωνίζουν συστημικές και δομικές παραβιάσεις, και ευτελίζουν σημαντικούς σκοπούς.
O «υπερδιαφημισμός» της «(μετ)ανθρωπιστικής δράσης» (hyper-celebritization of (post)humanitarianism) είναι per se αδύνατο να προασπίσει συλλογικούς σκοπούς αφού στον πυρήνα του θεμελιώνεται στην ατομικότητα. Οι ακτιβιστές διάσημοι είναι αποκομμένοι από τον δημόσιο λόγο και την κοινωνία των πολιτών, και επομένως δεν μπορούν να καταστούν φερέφωνα της κοινωνικής αδικίας που υφίστανται. Ο ακτιβισμός διασημοτήτων είναι ελιτιστικός, και ασκείται από και προς κοινωνικά στρώματα που συναπαρτίζουν την «κοινωνική τάξη αναψυχής» (leisure class). Πολλοί μελετητές μάλιστα, εντοπίζουν μία μορφή ελιτιστικής αυτοεθνογραφίας στον ακτιβισμό διασημοτήτων, υποστηρίζοντας ότι η ανθρωπιστική τους δράση είναι περισσότερο μία «εμπειρία αυτοβελτίωσης» (self-growth experience) παρά μία αλτρουιστική ενέργεια.
Υπό συνθήκες καπιταλισμού δε, η ανθρωπιστική δράση, όταν ασκείται από εκπροσώπους ηγεμονικών και ιμπεριαλιστικών συστημάτων όπως το Hollywood, μετουσιώνεται σε μία παρασιτικά καπιταλιστική ασχολία, που ενισχύει τον ίδιο τον πολιτιστικό αρωγό/ακτιβιστή και το σύστημα στο οποίο υπάγεται, παρά τον πάσχοντα. Συγκεκριμένα, η δημόσια υποστήριξη ενός ανθρωπιστικού σκοπού από μία διασημότητα ενισχύει την δημόσια εικόνα του, την συμπάθεια του κοινού και επομένως αυξάνει τις πιθανότητες πρόσληψής του και την κερδοφορία μίας λόγου χάρη εταιρείας παραγωγής. Η διάθεση στην αγορά ανθρωπιστικών υποπροϊόντων, υπό την επιρροή του «υλικού πολιτισμού» (material culture) στον ανθρωπισμό, ήτοι το merchandising με γενικόλογα ανθρωπιστικά μηνύματα, περισσότερο αποφέρει κέρδη σε δυτικές εταιρείες παρά ενισχύει την ανθρωπιστική δράση. Όπως λέγεται συγκεκριμένα, οι μεγάλες επιχειρήσεις ωφελούνται από το φαινόμενο του clicktivism, ήτοι της online προμήθειας των εν λόγων προϊόντων υπό τη φενάκη της ανθρωπιστικής δράσης, με ένα απλό «κλικ». Τις ιδιαίτερες αυτές εκφάνσεις της μετανθρωπιστικής δράσης διασημοτήτων, η Chouliaraki τις χαρακτηρίζει ως «παιγνιώδη καταναλωτισμό» (playful consumerism). Πράγματι, όπως μερίδα μελετητών πραγματεύεται, η ανθρωπιστική δράση των διασημοτήτων εργαλειοποιείται με γνώμονα την συγκέντρωση δύο ειδικότερων μορφών συμβολικού κεφαλαίου, αυτών του «κεφαλαίου ορατότητας» (visibility capital) και του «κεφαλαίου αλληλεγγύης» (solidarity capital), τα οποία στη συνέχεια μετουσιώνονται σε χρηματικό κεφάλαιο, δηλαδή σε κέρδος.
Παράλληλα, στον ακτιβισμό διασημοτήτων είναι διάχυτες οι «μεταποικιακές» (postcolonial) υφές. Η διασημότητα ως πολιτιστικό σύμβολο της «πολιτισμένης» δύσης, διεισδύει μέσα από εικόνες στις παραδοσιακές κοινωνίες με σκοπό επιτηδευμένα «εκπολιτιστικό», σε μία προσπάθεια απροκάλυπτου «πολιτιστικού ιμπεριαλισμού» (cultural imperialism), που αναπαράγει το αφήγημα της μυθικής δυτικής ηθικής υπεροχής και ανωτερότητας. Οι προσπάθειες αυτές μεταμφιέζουν τον δυτικό ιμπεριαλισμό, με την εργαλειοποίηση της ανθρωπιστικής δράσης, σε μεσσία διάσωσης των παραδοσιακών κοινωνιών. Σαν αποτέλεσμα, διαιωνίζουν την διχοτόμηση της διεθνούς κοινότητας, και την ιεράρχηση της Δύσης έναντι της Ανατολής. Ο ανθρωπισμός διασημοτήτων δεν αμφισβητεί τα βαθύτερα αίτια των αδικιών και των ανισοτήτων που ο ανθρωπισμός επιδιώκει να αποκαταστήσει εξ αρχής. Αντίθετα, έχει υποστηριχθεί ότι ο ανθρωπισμός των διασημοτήτων των τελευταίων δεκαετιών χρησιμεύει απλώς για να νομιμοποιήσει και να προωθήσει τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και την παγκόσμια ανισότητα, και ως εκ τούτου είναι αρκετά καταστροφικός για τον Παγκόσμιο Νότο. Οι δηλώσεις του υποδηλώνουν έναν κυρίως λευκό πληθυσμό με την επιλογή να αλλάξει τη θέση των «υπολοίπων», που υστερεί, ακριβώς επειδή δεν ανήκει εξαρχής στους λευκούς, κατά μία άποψη.
Συμπερασματικά, η εξέταση του φαινομένου της πολιτικής του οίκτου στον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό αποκαλύπτει την περίπλοκη και συχνά αντιφατική φύση της σύγχρονης ανθρωπιστικής δράσης. Από τις θεωρίες της Hannah Arendt για την «πολιτική του οίκτου» έως την ανάλυση της Eva Illouz για τη «λάμψη της μιζέριας», γίνεται σαφές πως η απεικόνιση του ανθρώπινου πόνου στον λαϊκό πολιτισμό δεν είναι απλώς ένα μέσο ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, αλλά συχνά εργαλειοποιείται για σκοπούς που εξυπηρετούν τις καπιταλιστικές δομές και τους μηχανισμούς εξουσίας.
Ο ακτιβισμός διασημοτήτων αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εργαλειοποίησης, καθώς οι διάσημοι ακτιβιστές συχνά λειτουργούν ως «πολιτιστικοί αγωγοί» που προωθούν ανθρωπιστικά ιδεώδη, ενώ παράλληλα ενισχύουν την δημόσια εικόνα τους και τα οικονομικά τους συμφέροντα. Παρά τις θετικές τους προθέσεις, η δράση τους συχνά ενισχύει τις υφιστάμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, αντί να τις εξαλείφει. Η κριτική απέναντι στην «φετιχοποίηση της οδύνης» και τον «παιγνιώδη καταναλωτισμό» υπογραμμίζει την ανάγκη για μια πιο ειλικρινή και ουσιαστική προσέγγιση στην ανθρωπιστική δράση. Η διαρκής αναπαραγωγή εικόνων πόνου και δυστυχίας μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση αναισθησίας και αδιαφορίας στο κοινό, αντί να κινητοποιήσει ουσιαστικές αλλαγές. Με άλλα λόγια, η ανθρωπιστική επιτελεστικότητα των διασημοτήτων, ενώ καταρχάς μπορεί να δώσει βήμα σε περιθωριοποιημένες συζητήσεις και να εφεύρει νέες μορφές πολιτικής εκπροσώπησης και πολιτικής δέσμευσης, κατ’ ουσίαν αναλώνεται σε «μετα-ανθρωπιστικά στυλ έκκλησης που τείνουν να προκρίνουν συναισθήματα χαμηλής έντασης και βραχυπρόθεσμες μορφές δράσης» (post-humanitarian styles of appealing that tend to privilege low-intensity emotions and short-term forms of agency), με αποτέλεσμα να παρακωλύουν τον ανθρωπισμό και να προασπίζουν τον (οπτικό) καπιταλισμό. Οι συνέπειες για την εδραίωση ενός ανθρωπιστικού πολιτισμού είναι ανησυχητικές, αφού μετουσιώνουν, τον ανθρώπινο πόνο σε θέμα, και υποβιβάζουν τον πάσχοντα σε κατατραγμένο αντικείμενο, του οποίου η οδύνη πρέπει να προβληθεί, να θεαματικοποιηθεί, προκειμένου να προστατευθεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Baiden RAD, “The Celebrity Burden: Celebrity Campaigns in the Pursuit of Humanitarianism” (Michigan Technological University 2013) <http://dx.doi.org/10.37099/mtu.dc.etds/630> ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου, 2024.
Boltanski L, “The Politics of Pity” in Graham D Burchell (tr), Distant Suffering (Cambridge University Press 1999) <http://dx.doi.org/10.1017/cbo9780511489402.002> ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου, 2024.
Campanella B, “Celebrity Activism and the Making of Solidarity Capital,” The Political Economy of Celebrity Activism (Routledge 2019) <http://dx.doi.org/10.4324/9781315560519-2> ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου, 2024.
Chouliaraki L, “Post-Humanitarianism” (2010) 13 International Journal of Cultural Studies 107.
De Frouville O, Le Cosmopolitisme Juridique (Editions PEDONE 2015).
Douzinas C, Human Rights and Empire: The Political Philosophy of Cosmopolitanism (Routledge Cavendish 2007).
Douzinas C, The End of Human Rights: Critical Thought at the Turn of the Century (Bloomsbury Publishing 2000).
Gökali̇ler E and Saatcioğlu E, “Dijital Aktivizmde Ünlüler: Ahbap Platformu Üzerine Bir Değerlendirme” (2019) 56 Connectist: Istanbul University Journal of Communication Sciences 87.
Illouz E, Cold Intimacies: The Making of Emotional Capitalism (John Wiley & Sons 2013).
Illouz E, Consuming the Romantic Utopia: Love and the Cultural Contradictions of Capitalism (Univ of California Press 2023).
Illouz E, Les Sentiments Du Capitalisme (Edition Seuil 2006).
Illouz E, Oprah Winfrey and the Glamour of Misery: An Essay on Popular Culture (Columbia University Press 2003).
Kompatsiaris P, “Celebrity Activism and Revolution: The Problem of Truth and the Limits of Performativity,” The Political Economy of Celebrity Activism (Routledge 2019).
Wijaya C, “The Loop of Suffering: A Pessimistic Look at the Long-Term Results of Celebrity Humanitarianism with the Example of Bts’ #endviolence Campaign” (2018).