Χρυσάνθη Κούτρη*
Η συμβολή των μεταναστών στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της ελληνικής οικονομίας υπήρξε καθοριστική τις τελευταίες δεκαετίες. Η παρουσία τους επέτρεψε στους Έλληνες αγρότες να επενδύσουν σε τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και βελτίωση των αγροτικών υποδομών, καθώς η παροχή φθηνής και ευέλικτης εργασίας μείωσε σημαντικά το κόστος παραγωγής.
Η γεωργική εργασία στην Ελλάδα είναι κατά βάση εποχική, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη διατήρηση σταθερού εργατικού δυναμικού. Παραδοσιακά, οι αγροτικές οικογένειες βασίζονταν σε μέλη τους για την κάλυψη των αναγκών εργασίας, είτε αμειβόμενα είτε άτυπα. Ωστόσο, η αυξανόμενη ανάγκη για εντατικοποίηση της παραγωγής οδήγησε στην αντικατάσταση της οικογενειακής εργασίας από μετανάστες εργάτες.
Η ελληνική γεωργία χαρακτηρίζεται από έντονη διαρθρωτική ανισορροπία. Η πλειονότητα των εκμεταλλεύσεων είναι μικρής κλίμακας, συμβάλλοντας μόλις στο 16,4% της συνολικής γεωργικής παραγωγής, ενώ μόνο το 11% των εκμεταλλεύσεων είναι μεγάλες, αντιπροσωπεύοντας το 57% της παραγωγής. Αυτή η ανισορροπία οδηγεί σε υψηλό κόστος εργασίας και περιορισμένη παραγωγικότητα, καθιστώντας την πλήρη απασχόληση σχεδόν ανέφικτη. Για να μειώσουν το κόστος και να αυξήσουν την αποδοτικότητα, οι Έλληνες αγρότες στράφηκαν σε φθηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο προσφέρθηκε κυρίως από μετανάστες και μετανάστριες από τα Βαλκάνια και τρίτες χώρες, συχνά υπό συνθήκες επισφάλειας και περιορισμένης πρόσβασης σε δικαιώματα και ιθαγένεια.
Παρότι η επιστημονική βιβλιογραφία έχει αναδείξει εκτενώς τον ρόλο των ανδρών μεταναστών στη γεωργία, η παρουσία και η συμβολή των γυναικών μεταναστριών παραμένει υποτιμημένη και συχνά αόρατη. Οι γυναίκες μετανάστριες συνδέονται κυρίως με τον αναπαραγωγικό τομέα της οικονομίας, όπως η καθαριότητα, η φροντίδα ηλικιωμένων, παιδιών και ΑμεΑ, και όχι με την παραγωγική διαδικασία της γεωργίας. Η εργασία τους είναι συχνά άτυπη, χωρίς συμβάσεις ή κοινωνική ασφάλιση, και αμείβεται με χαμηλότερους μισθούς, ενισχύοντας τις έμφυλες και κοινωνικές ανισότητες.
Η ελληνική οικογένεια, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές, έχει αναπτύξει μια σιωπηρή εξάρτηση από τις υπηρεσίες φροντίδας που προσφέρουν οι μετανάστριες. Μετά την υποχώρηση του κράτους πρόνοιας, η ανάγκη για φροντίδα καλύφθηκε από φθηνή και επισφαλή εργασία, η οποία προσφέρεται κυρίως από γυναίκες μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Παρότι παρέχουν υπηρεσίες υψηλής αξίας, παραμένουν σε χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, ενώ η εργασία τους θεωρείται «φυσική» και «γυναικεία», γεγονός που ενισχύει στερεότυπα και περιορίζει τις ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης.
Επιπλέον, οι μετανάστριες συμβάλλουν στη δημογραφική ανανέωση των αγροτικών περιοχών μέσω μικτών γάμων και της ανατροφής παιδιών μεταναστών, ενισχύοντας την πολιτισμική ποικιλομορφία και την κοινωνική συνοχή. Ο ρόλος τους είναι πολυλειτουργικός, καθώς συνδυάζουν την παραγωγική εργασία στον αγρό με την αναπαραγωγική εργασία στο σπίτι, αντιμετωπίζοντας πολλαπλές προκλήσεις: περιορισμένο χρόνο για την οικογένεια, έλλειψη ανθρώπινων συνθηκών εργασίας, ασταθή ωράρια και απουσία δίκαιων συμβάσεων που θα τους επέτρεπαν να εξελιχθούν επαγγελματικά και μισθολογικά.
Σύγχρονες ερευνητικές εργασίες, όπως:
-
“Immigration and employment: agricultural and domestic employment in Greece” (Γεωργιάδου, 2021),
-
“Seasonal worker – Greece, EU Immigration Portal” (European Commission, 2025),
-
“Migrant’s working conditions in agriculture and reproductive work in Greece: A gendered analysis” (Koutri, 2021, Erasmus University Rotterdam),
αναδεικνύουν ότι η πλειονότητα των μεταναστριών στον αγροτικό τομέα εργάζεται υπό συνθήκες μερικής απασχόλησης, λόγω της απαιτητικής φύσης της εργασίας και της ανάγκης συνδυασμού με την οικιακή φροντίδα.
Η επιστημονική βιβλιογραφία, όπως:
-
Kukreja, Reena (2023),
-
Kasimis, C., Papadopoulos, A.G. & Pappas, C. (2010),
εστιάζει κυρίως στους άνδρες μετανάστες, αγνοώντας τον κρίσιμο ρόλο των γυναικών στη γεωργία. Οι γυναίκες μετανάστριες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο όχι μόνο στον αναπαραγωγικό τομέα της οικονομίας αλλά και στον αγροτικό χώρο, με εμπειρίες και εργασία που παραμένουν πολύτιμες αλλά αόρατες. Οι έμφυλες ανισότητες, οι χαμηλές αμοιβές και η περιορισμένη πρόσβαση σε δικαιώματα αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την κοινωνική και επαγγελματική τους ένταξη.
* Η Χρυσάνθη Κούτρη έχει σπουδάσει Οικονομικές Επιστήμες στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών από το International Institute of Social Studies (Erasmus University of Rotterdam) MA in Development Studies.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.