*Παύλος Μαραγκός
Το αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση των θέσεων της Joan Wallach Scott στο κείμενο της «Φύλο – Κατηγορία Ανάλυσης» και η συσχέτισή των λεγόμενων της με τον μεταμοντέρνο λόγο. Το κείμενο αυτό θέλει να εξετάσει ένα μέρος της ιστορίας του φεμινιστικού κινήματος και να παρουσιαστούν οι ιδέες διάφορων φεμινιστών ιστορικών σχετικά με την εξέλιξη της φεμινιστικής σκέψης, ιδέες με διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες και βαθιές θεωρητικές διαφωνίες.
Οι πολλαπλές αναγνώσεις του κειμένου θα συναντήσουν τον Φουκώ και μέσω αυτού θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα κύρια σημεία του κειμένου, τις διαφωνίες και τις ομοιότητες με άλλους συγγραφείς.
Όπως πολύ σωστά παρατήρησε η Natalie Zemon Davis: “Στόχος μας είναι να ανακαλύψουμε το φάσμα που καλύπτουν οι ρόλοι των φύλων και ο έμφυλος συμβολισμός τους σε διαφορετικές περιόδους της κοινωνίας μέσα στην επιστήμη και ειδικότερα στην ιστοριογραφία, να βρούμε τι νόημα είχαν καθώς και πώς λειτουργούσαν για την διατήρηση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων ή για την προώθηση της αλλαγής της.”
Εισαγωγή
Οι αγώνες για τα γυναικεία δικαιώματα χάνονται μέσα στο βάθος της Ιστορίας ωστόσο ο φεμινισμός ως κοινωνικό κίνημα – δηλαδή ως συγκροτημένη διαδικασία αμφισβήτησης και σύγκρουσης με το status quo εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Αιτία η αφήγηση για τη «φύση» των δύο φύλων και ο μετέπειτα διαχωρισμός του κοινωνικού χώρου, με βάση αυτή, σε δύο σφαίρες: τη δημόσια και την ιδιωτική. Οι διάφορες όψεις της πάλης των φεμινιστριών αποτελούν την προσπάθεια «απεγκλωβισμού» από την ιδιωτική σφαίρα ζωής και την παγίωση της θέσης για την κοινωνικά, ιστορικά, και όχι φυσικά διαμορφωμένη «υστέρηση» τους. Καταλύτη σε αυτούς τους αγώνες και διαφοροποιητικό στοιχείο στο εσωτερικό τους από την περίοδο του μεσοπολέμου και μετά αποτέλεσε η εμπλοκή των γυναικών στην παραγωγή μετά την βιομηχανική επανάσταση.
Το πρώτο φεμινιστικό ρεύμα, αυτό του φιλελεύθερου φεμινισμού, επεδίωξε να μην έρθει σε συνολική ρήξη αλλά να διαφοροποιήσει τις όψεις του με το ήδη υπάρχον υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων των λευκών γυναικών των ανώτερων και μεσαίων τάξεων με κύρια αιτήματα να αποτελούν το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την ψήφο χωρίς όμως ο αγώνας για αυτά να δίνεται με την ίδια θέρμη για όλες τις τάξεις πολλώ δε μάλλον για καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες όπως οι έγχρωμοι, οι πρόσφυγες και οι γυναίκες εντός αυτών. Τα θεωρητικά εργαλεία αυτού του ρεύματος δεν έρχονταν σε ρήξη με την κυρίαρχη αφήγηση καθώς χρησιμοποιούσαν πλευρές της για την «φύση» των γυναικών περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις πρακτικές του κινήματος στη φιλανθρωπία είτε συνέδεαν το ρόλο της γυναίκας με αυτόν της «μητέρας» του Έθνους ρέποντας προς τον εθνικισμό.
Στο πνεύμα του γαλλικού Μάη και της γενικότερης «άνοιξης» του ’68 ξεπροβάλλει το δεύτερο ρεύμα του φεμινισμού. Το δεύτερο ρεύμα διαφέρει από αυτό του φιλελεύθερου φεμινισμού παρόλα αυτά δεν θα μπορούσε να υφίσταται χωρίς την ύπαρξη και δράση εκείνου μιας και συγκροτείται την περίοδο εκείνη που τα αιτήματα του πρώτου ρεύματος δείχνουν να έχουν θεσμοθετηθεί. Απότοκο της ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους, της ανάδυσης νέων τάξεων που θέτουν νέα αιτήματα, αλλά και της γενικότερης πολιτικής αναταραχής της περιόδου, αποκτά γρήγορα ριζοσπαστικό πρόσημο. Τότε είναι που το φεμινιστικό κίνημα αναπτύσσει θεωρητικά την πολεμική του μέσα από την έννοια της πατριαρχίας. Στο στόχαστρο του δεύτερου κύματος βρίσκεται κυρίως η διάκριση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Πριν καταγράφουν στον δημόσιο χώρο οι εξουσιαστικές σχέσεις, έχουν ήδη δομηθεί εντός της οικίας, εκφράζονται με τον καταμερισμό της εργασίας και με τη συμβολική και σωματική βία. Ακόμα δηλαδή και το απολύτως προσωπικό, το ίδιο το γυναικείο σώμα αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο έκφρασης της πατριαρχίας. Η εξάλειψη της γυναικείας κακοποίησης, η ψηλάφηση της γυναικείας σεξουαλικότητας, η αντισύλληψη αποτελούν κόμβους. Σημαντική συνεισφορά αυτού του φεμινιστικού ρεύματος αποτέλεσε η ριζική αναθεώρηση των νόμων οικογενειακού δικαίου σε σειρά χωρών στη δυτική Ευρώπη που χαρακτηρίζονταν από υπερ συντηρητικές διατάξεις. Το δεύτερο ρεύμα ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με βασικά θέματα όπως η οικονομική ισότητα μεταξύ των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικείων μειονοτήτων. Ένα φαινόμενο της περιόδου περιλάμβανε την αναγνώριση των λεσβιών γυναικών εντός του κινήματος.
Το τρίτο ρεύμα, στο οποίο ανήκει και το κείμενο «Φύλο – Μια κατηγορία ανάλυσης» της Joan Wallach Scott, σε αντίθεση με τον φεμινισμό δεύτερου ρεύματος που κατά πολύ εστίασε στην είσοδο των γυναικών σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενες περιοχές, αναζητά την πρόκληση και επέκταση των κοινωνικών ορισμών του φύλου και της σεξουαλικότητας. Με τον όρο «τρίτο φεμινιστικό ρεύμα» εννοούμε το αποτέλεσμα της επίδρασης προγενέστερων φεμινιστικών διερευνήσεων αλλά και της προσέγγισης του του μεταδομισμού και της αποδόμησης στη φεμινιστική σκέψη, η οποία οδήγησε στην αποδόμηση της αυτονόητης κατηγορίας «Γυναίκα». Επαναπροσέγγισε κριτικά την έννοια του υποκειμένου στον φεμινισμό εισάγοντας σε πρώτη φάση τη διάκριση μεταξύ του κοινωνικού και του βιολογικού φύλου (gender, sex), όπου το πρώτο αποτελεί κοινωνική κατασκευή του δεύτερου. Συγκεκριμένα το gender ορίζεται ως μια κοινωνικοπολιτισμική κατηγορία, που αντιτίθεται στη βιολογική, με την επιδίωξη να αμφισβητηθεί η πρωτοκαθεδρία της τελευταίας στη διαμόρφωση του υποκειμένου και να αναδειχθεί ο ρόλος της πολιτικής κατασκευής της έμφυλης αυτοτέλειας.
Πάνω σε αυτό το ρεύμα βασίστηκε και η ιστορικός Joan Wallach Scott γράφοντας το κείμενο «Φύλο – Κατηγορία Ανάλυσης». Η Joan Scott είναι Αμερικανίδα ιστορικός, γνωστή για την πρωτοποριακή της συνεισφορά στο πεδίο της Γαλλικής ιστορίας, της ιστορίας φύλου καθώς και της φεμινιστικής θεωρίας. Η δουλειά της, η οποία είχε μεγάλη επιρροή πέρα από το δικό της τομέα, χαρακτηρίστηκε από τον συνδυασμό της ιστοριογραφίας, της φιλοσοφίας και της ιστορίας των φύλων. Μια σημαντικός κριτικός της εμπειρικής παράδοσης στην αμερικανική ιστοριογραφία, η Scott αναφέρθηκε στο έργο της ως μια μορφή «κριτικής ιστορίας», «ιστορία της διαφοράς» και «ιστορία του παρόντος». Οι μελέτες της συνδύασαν την αρχειακή έρευνα με τις ιδέες των κριτικών θεωριών όπως η αποδόμηση και η ψυχανάλυση. Εμπνευσμένη από το έργο του Michel Foucault, προσέγγισε την ιστορία όχι ως έρευνα προέλευσης ενός παρόντος που κατά τα άλλα θεωρείται δεδομένο, αλλά ως τρόπο αμφισβήτησης των σύγχρονων υποθέσεων και για να επισημάνει τα ιστορικά ενδεχόμενα κατηγοριών όπως το φύλο. Αν και πολλοί επικρότησαν την Scott για την αμφισβήτηση των επιστημολογικών προϋποθέσεων που στηρίζουν τη μελέτη της ιστορίας, άλλοι μελετητές, αφιερωμένοι στην εμπειρική βάση της ιστορικής έρευνας, απέρριψαν την προσέγγιση της ως παράδειγμα της σχετικιστικής απειλής που θέτει ο μεταμοντερνισμός.
Φύλο – Κατηγορία Ανάλυσης
Το παρόν κείμενο της Joan Scott είναι ένα παράδειγμα διακειμενικής γραφής καθώς μέσα σε αυτό βλέπουμε τον Michel Foucault, τον Jacques Derrida, τον Roland Barthes να συνδιαλέγονται μαζί με τις ιδέες της Scott και μέσω αυτής της διαδικασίας να παράγεται η θέση της η οποία θα συζητηθεί παρακάτω.
Η γλώσσα για την Scott αποτελεί τη ακρογωνιαία λίθο της θεωρίας της. Ως μεταμοντέρνα θεωρητικός υποστηρίζει την μεταβλητότητα των εννοιών και την ματαιότητα της προσπάθειας παγίωσης των νοημάτων. Με άλλα λόγια, επιχειρεί να αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται η γλώσσα, η κοινωνία και η ιδεολογία όσον αφορά στη θέση της γυναίκας εντός του πεδίου της ιστοριογραφίας.
Η ανάλυσή της ξεκινά με τη διάκριση του “sex” από το “gender”. Χρησιμοποιώντας τα δικά της λόγια η λέξη gender υποδηλώνει την κοινωνική οργάνωση της σχέσης ανάμεσα στα δύο φύλα δηλαδή η συγκεκριμένη λέξη υποδηλώνει την απόρριψη του βιολογικού ντετερμινισμού που περιέχεται στην χρήση όρων όπως “sex”. Ο όρος gender υπογραμμίζει τον συσχετικό χαρακτήρα των κανονιστικών ορισμών της θηλυκότητας. Το κοινωνικό φύλο είναι μια πολιτισμική κατασκευή που αναφέρεται σε κοινωνικές διακρίσεις συμπεριφορών. Μελετά την διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών, τους ρόλους που τους αποδίδονται, τις διακρίσεις που γίνονται με το να είσαι άνδρας ή γυναίκα καθώς και στις σεξιστικές αντιλήψεις που αφορούν την αρρενωπότητα ή τη θηλυκότητα. Παράλληλα, το κοινωνικό φύλο ασχολείται και σχολιάζει ζητήματα όπως οι συμπεριφορές, οι υποχρεώσεις ή τα καθήκοντα που ορίζονται από την κοινωνία ως επιτρεπτές και καθώς πρέπει για το κάθε φύλο ξεχωριστά. Το κοινωνικό φύλο διαμορφώνεται και από τους μηχανισμούς μέσα στους οποίους εφαρμόζεται η κοινωνικοποίηση όπως: το σχολείο, η οικογένεια και τα ΜΜΕ. Το άτομο δέχεται ερεθίσματα και αυτοί οι μηχανισμοί επιτελούν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της προσωπικότητας καθώς και στην διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου.
Η απαίτηση θεωρητικού υποβάθρου για την αναλυτική κατηγορία του φύλου γίνεται εντονότερη καθώς βλέπουμε, στον αντίποδα, την τάξη να στηρίζεται στη θεωρία που επεξεργάστηκε ο Marx περί οικονομικού καθορισμού και ιστορικής αλλαγής. Σύμφωνα με την Selma James αν το φύλο και η φυλή, σαν προσδιορισμοί, αφαιρεθούν από την τάξη, αυτό που μένει σαν περιεχόμενό της, όλο κι όλο, είναι η κουτσουρεμένη, επαρχιώτικη, σεχταριστική πολιτική της λευκής αρσενικής αριστεράς στις μητροπόλεις[1]. Η Selma James προτείνει να ιδωθούν και τρία χαρακτηριστικά μαζί και ως ισότιμα, προτροπή που βλέπουμε και στο κείμενο της Scott. Η αναγκαιότητα προκύπτει καθώς χρειαζόμαστε μία συνθετική οπτική για να εξηγηθούν οι συνέχειες και οι ασυνέχειες αλλά και να ερμηνευθεί η εμμονή των ανισοτήτων. Η Joan Scott μας καλεί να αναλύσουμε όχι μόνο την ανδρική και γυναικεία εμπειρία στο παρελθόν αλλά και τη σύνδεση στην παλαιότερη ιστορία και την σημερινή ιστοριογραφική πρακτική.
Ο όρος «φύλο» στην ιστοριογραφία εντοπίζουμε ότι λειτουργεί διττά. Η χρήση του κατά πρώτον αποσκοπεί στην ουδετεροποίηση και στην απολιτικοποίηση της ιστορίας των γυναικών καθώς η συγκεκριμένη ουδετερότητα αφαίρει την ‘’ένταση’’ του όρου «γυναίκες» και φέρνει την αποδοχή στο πεδίο της επιστήμης. Η δεύτερη χρήση έγκειται στην αντικατάσταση του όρου «γυναίκες» από το «φύλο» ώστε να δηλώνει ότι αυτά που θα ειπωθούν αφορούν τόσο τις γυναίκες όσο και τους άνδρες. Η χρήση αυτή απορρίπτει τη θεωρία των χωριστών σφαιρών. Η πιο διαδεδομένη αναπαράσταση του έμφυλου χώρου είναι το παράδειγμα των χωριστών σφαιρών. Ένα αντιθετικό και ιεραρχικό σύστημα που συγκροτείται από τον κυρίαρχο ανδρικό κόσμο της παραγωγής και από έναν υποδεέστερο γυναικείο τη αναπαραγωγής. Η αφετηρία αυτής της ιδεολογίας είναι ταυτόχρονα πατριαρχική και καπιταλιστική. Η φεμινιστική δουλεία στο φύλο και τον χώρο θεώρησε ως αφετηρία αυτό το κυρίαρχο θεωρητικό πλαίσιο για να ασκήσει κριτική στις περιορισμένες και περιοριστικές ερμηνείες του έμφυλου χώρου που προσέφερε η ιδεολογία των χωριστών σφαιρών και παρέχοντας εναλλακτικούς τρόπους για την κατανόηση του πώς ο χώρος είναι έμφυλος[2].
Η Joan Scott εντοπίζει τρεις θεωρητικές θέσεις για την ανάλυση του φύλου. Η πρώτη προσπαθεί να εξηγήσει τις απαρχές της πατριαρχίας. Πολλές «ριζοσπαστικές» φεμινίστριες συγγραφείς και ακτιβίστριες(Kate Millett, Shulamith Firestone, Susan Brownmiller, κ.α.), οι οποίες υιοθετούν τον όρο «πατριαρχία», καταλήγουν να βλέπουν την συγκροτημένη κοινωνία σε όλη της την ιστορία σαν έναν αγώνα άνδρες εναντίον γυναίκες και κατ’ επέκταση πατριαρχία εναντίον μητριαρχίας. Καταλήγουν λοιπόν σε συμπεράσματα του τύπου «αν είχαμε μητριαρχία θα ήταν καλύτερα». Δηλαδή η ιδέα τους για το αντίδοτο στην «ανδρική κυριαρχία» είναι η «γυναικεία κυριαρχία». Το πρόβλημα τους δεν είναι η κυριαρχία αυτή καθ’ αυτή αλλά το πρόσημο της. Αυτού του είδους οι φεμινίστριες φτάνουν στο σημείο να απαρνηθούν ακόμη και την μητρότητα, διότι θεωρούν ότι η μητρότητα, αποτελεί ριζική αιτία του προβλήματος της έμφυλης ανισότητας.
Τέτοιου είδους οπτικές όμως, έχουν και άλλου είδους «λακκούβες». Είναι για παράδειγμα ανιστορικές, δηλαδή δεν υπολογίζουν στο βαθμό που θα έπρεπε την ιστορικότητα που διατρέχει τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Βάζουν στην κορυφή τη σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών, και παραγνωρίζουν, τις δομημένες κοινωνικό-οικονομικές σχέσεις στις διαφόρων τύπων κοινωνίες. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων είχαν ανισορροπίες σε όλους τους τύπους των κοινωνιών, από την μητριαρχική πρωτόγονη εποχή, όσο και στους μετέπειτα τύπους που η κοινωνική θέση της γυναίκας ήταν κατώτερη από αυτή του άνδρα. Αν όμως κατηγοριοποιήσουμε τις κοινωνίες με βάση του ποιο από τα δύο φύλα ήταν σε κυρίαρχη κοινωνική θέση, δεν λέμε και πάρα πολλά για αυτές τις κοινωνίες. Υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, ο όρος «πατριαρχία»/ «μητριαρχία» από μόνος του δεν έχει τόση ερμηνευτική αξία στην περιγραφή των τύπων των κοινωνιών.
Αυτό που μας δίνει το περιεχόμενο της εκάστοτε κοινωνίας, είναι η ολοκληρωμένη κοινωνική και οικονομική ανάλυση. Και έχοντας με βάση αυτήν την ανάλυση διακρίνει διάφορους τύπους κοινωνιών, μπορούμε μετά να μιλήσουμε για τις σχέσεις των δύο φύλων μέσα σε αυτές. Και αυτό, διότι, η «πατριαρχία» του μεσαίωνα και της φεουδαρχίας είναι τελείως διαφορετική από την «πατριαρχία» της καπιταλιστικής κοινωνίας[3].
Το πρόβλημα που εντοπίζουμε όπως και η Scott είναι η αν ιστορικότητα με την οποία προσεγγίζει η πρώτη θέση το θέμα του έμφυλου ζητήματος και με αυτόν τον τρόπο το φύλο μοιάζει παγιωμένο άσχετα με τις ιστορικές συνθήκες. Η δεύτερη θέση ακολουθεί το μαρξιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο προσπαθεί να συμφιλιώσει την έμφυλη διάσταση με τα μέσα παραγωγής. Η μαρξιστική προσέγγιση του φεμινισμού επιμένει ότι τα κείμενα και οι πρακτικές πρέπει να αναλυθούν σε σχέση με τις ιστορικές συνθήκες παραγωγής τους. Ο Marx υποστηρίζει ότι κάθε σημαντική περίοδος της Ιστορίας κατασκευάζεται με βάση ένα συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής: δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία οργανώνεται για να παραγάγει τα αναγκαία υλικά της ζωής. Στο κέντρο αυτής της ανάλυσης βρίσκεται η θέση ότι τελικά ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία παράγει τα μέσα για την επιβίωση της καθορίζει το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό αυτής της κοινωνίας και επηρεάζει την μελλοντική ανάπτυξή της. Αυτό που υποστηρίζει ο Engels είναι ότι η βάση παράγει το πεδίο του εποικοδομήματος, αλλά η μορφή της δραστηριότητας που λαμβάνει χώρα καθορίζεται όχι μόνο από το γεγονός ότι το πεδίο έχει παραχθεί και αναπαράγεται από τη βάση, αλλά και από την αλληλεπίδραση των θεσμών και αυτών που συμμετέχουν σ ’αυτούς καθώς καταλαμβάνουν το πεδίο. Συνεπώς αν και τα κείμενα και οι πρακτικές δεν είναι ποτέ η «κύρια δύναμη» της Ιστορίας, μπορούν να είναι ενεργοί παράγοντες στην ιστορική αλλαγή ή υπηρέτες της κοινωνικής σταθερότητας (Storey, 2015, σ. 99).
Εδώ η Joan Scott επισημαίνει ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή η θεωρία είναι το αντίστροφο της πατριαρχίας. Γιατί στον μαρξισμό η έννοια του φύλου αντιμετωπίστηκε επί μακρόν και εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως υποπροϊόν των μεταβαλλόμενων οικονομικών δομών∙ δεν αναγνωρίζεται στο φύλο καμία ανεξάρτητη αναλυτική ιδιότητα. Όταν μιλάμε για την κοινωνία εν γένει, δεν μπορούμε να έχουμε ως κύριο αναλυτικό μας εργαλείο τις σχέσεις των ανδρών και των γυναικών. Οι κοινωνίες, αν και περιέχουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, αν και σε αρκετά μεγάλο βαθμό καθορίζονται από αυτές, δεν παύουν να περιέχουν και άλλες, οργανωμένες κοινωνικές σχέσεις, όπως είναι για παράδειγμα οι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικό-οικονομικών τάξεων. Οι σχέσεις και η φύση των κοινωνικών τάξεων είναι απόλυτα ιστορική, και επειδή είναι απόλυτα ιστορική, ακριβώς για αυτόν τον λόγο αποτελούν την βάση για να καταλάβουμε τις εκάστοτε κοινωνίες αλλά και την κοινωνική εξέλιξη. Οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αποκτούν ιστορικότητα μέσα από τους διαφορετικούς τύπους κοινωνιών, άρα μέσα από την κοινωνικό οικονομική μεταβολή. Με βάση αυτήν την οπτική, όταν μιλάμε για κοινωνίες, οι κοινωνικές σχέσεις τύπου «τάξης» μας λένε περισσότερα πράγματα για αυτές από ότι οι έμφυλες σχέσεις. Και μάλιστα, δεν μπορούμε να εξετάσουμε τις ίδιες τις έμφυλες σχέσεις στην κάθε κοινωνία, αν δεν εξετάσουμε παράλληλα και τις ταξικές. Στην καπιταλιστική κοινωνία ακόμα και αν η θέση του άνδρα είναι σχετικά προνομιακή σε σχέση με τη θέση της γυναίκας, δεν άρχουν οι άντρες, αλλά άνδρες(κυρίως) και γυναίκες(δευτερεύοντος) μιας συγκεκριμένης τάξης, της αστικής.
Η Selma James, σε αντίθεση με την Joan Scott, θεωρεί ότι μόνο μέσω της τάξης το φεμινιστικό κίνημα μπορεί να αντιδράσει και να διεκδικήσει: «Ας δούμε τη σχέση ανάμεσα στη φυλή και το φύλο από τη μία και την τάξη από την άλλη με άλλο τρόπο. Η λέξη ‘κουλτούρα’ χρησιμοποιείται συχνά για να δείξει ότι οι ταξικές ιδέες είναι στενές, ακαλλιέργητες, απάνθρωπες. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Μια ευρύτερη κοινωνική κουλτούρα που αναπτύχθηκε για δεκαετίες και εκατονταετίες σε ένα μέρος του κόσμου μπορεί κάλλιστα να αρνείται τη σχέση της συγκεκριμένης κοινωνίας με τον καπιταλισμό. Το θέμα της κοινωνικής κουλτούρας είναι μεγάλο για να το εξετάσουμε σε βάθος εδώ, αλλά αξίζει να ξεκαθαρίσουμε γρήγορα ένα βασικό σημείο του.
O τρόπος ζωής που έχει ένα σύνολο ανθρώπων για τους εαυτούς τους ζώντας μέσα στον καπιταλισμό, είτε είναι συμβατός με αυτόν είτε σε αντιπαράθεση, δε μπορεί να κατανοηθεί σε όλο το εύρος και το βάθος του παρά μόνο αν θεωρηθεί σαν το σύνολο των ζωών αυτών των ανθρώπων.»[4].
Η Catharine McKinnon βρίσκεται εγγύτερα στην άποψη της James και μπορούμε να πούμε ότι αντιτίθεται στην Scott καθώς υποστηρίζει ότι η μορφοποίηση, η κατεύθυνση και η έκφραση της σεξουαλικότητας οργανώνει την κοινωνία σε δύο φύλα – γυναίκες και άνδρες – και αυτή η διαίρεση ενυπάρχει στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Η σεξουαλικότητα είναι εκείνη η κοινωνική διαδικασία που δημιουργεί, οργανώνει, εκφράζει και κατευθύνει την επιθυμία, δημιουργώντας τα κοινωνικά όντα που γνωρίζουμε ως άνδρες και γυναίκες, καθώς οι σχέσεις τους δημιουργούν την κοινωνία. Όπως η εργασία στο μαρξισμό, έτσι και η σεξουαλικότητα στο φεμινισμό, κατασκευάζεται κοινωνικά αλλά ταυτόχρονα κατασκευάζει, είναι παγκόσμια ως δραστηριότητα αλλά ταυτόχρονα ιστορικά προσδιορισμένη, συναποτελούμενη από ύλη και πνεύμα. Όπως η οργανωμένη ιδιοποίηση της εργασίας ορισμένων προς όφελος κάποιων άλλων καθορίζει μια κοινωνική τάξη – τους εργάτες – έτσι και η οργανωμένη ιδιοποίηση της σεξουαλικότητας ορισμένων προς χρήση από άλλους, καθορίζει ένα φύλο, τη γυναίκα. Η ετεροφυλοφιλία είναι η δομή του, το κοινωνικό φύλο και η οικογένεια οι συμπυκνωμένες μορφές του, οι φυλετικοί ρόλοι οι ιδιότητές του που γενικεύονται στα κοινωνικά υποκείμενα, η αναπαραγωγή μια συνέπειά του, και ο έλεγχος το κυρίαρχο ζήτημα[5].
Το ζήτημα που αντιμετωπίζει η Scott και που το βλέπουμε και στην Έφη Άβδελα είναι ότι σε αυτό το πλαίσιο, οι αναφορές στο φύλο των εργατών, όταν περιλαμβάνονται, έχουν συνήθως περιθωριακό, θα λέγαμε «υποχρεωτικό» χαρακτήρα, χωρίς να ενσωματώνονται στην ανάλυση, καθώς ο παράγοντας φύλο δεν θεωρείται σημαντικός για τη διαπραγμάτευση του ζητουμένου. Έτσι η παρουσία κατά κύριο λόγο αντρών ή γυναικών σε έναν βιομηχανικό ή βιοτεχνικό κλάδο εξετάζεται αποκλειστικά και μόνο ως προς το ύψος των αμοιβών και τις ειδικότητες, χωρίς να θεωρείται ότι επιδρά με κάποιον άλλο τρόπο, λ.χ. στο χαρακτηρισμό των εργασιών ως ειδικευμένων ή ανειδίκευτων, στις μορφές δράσης ή αντίστασης, εντέλει στη συγκρότηση διαφοροποιημένης εργατικής ταυτότητας ανάλογα με το φύλο[6].
Τέλος, η τρίτη θέση αφορά την παραγωγή και την αναπαραγωγή της έμφυλης ταυτότητας του υποκειμένου μέσω της λακανικής ψυχανάλυσης. Ο Jacques Lacan στηρίζει την ψυχανάλυση στην κουλτούρα και όχι στη βιολογία. Επαναρθρώνει την αναπτυξιακή δομή του Freud μέσω μια κριτικής ανάγνωσης του στρουκτουραλισμού, για να παράγει μια μεταστρουκτουραλιστική ψυχανάλυση (Storey, 2015). Ο Lacan υποστηρίζει ότι κάνουμε ένα ταξίδι μέσα από τρία καθοριστικά στάδια ανάπτυξης. Το πρώτο είναι το «στάδιο του καθρέφτη», το δεύτερο είναι το παιχνίδι «fort – da» και το τρίτο το «οιδιπόδειο σύμπλεγμα». Εμείς θα σταθούμε στο πρώτο στάδιο καθώς αυτό χρησιμοποιείται από την Laura Mulvey για να οργανώσει τη θεωρία της όπως θα δούμε παρακάτω.
Στη σφαίρα του Πραγματικού η ένωση μας με την μητέρα βιώνεται ως τέλεια και ολοκληρωμένη. Δεν έχουμε την αίσθηση ενός ξεχωριστού εαυτού. Η αίσθηση του ότι είμαστε ένα ξεχωριστό άτομο αρχίζει να αναδύεται σ’ αυτό που ο Lacan ονομάζει «το στάδιο του καθρέφτη». Όπως σημειώνει ο Lacan όλοι γεννιόμαστε πρόωρα. Παίρνει καιρό μέχρι να είμαστε ικανοί να ελέγξουμε και να συντονίσουμε τις κινήσεις μας. Αυτό δεν έχει επιτευχθεί πλήρως όταν το βρέφος βλέπει για πρώτη φορά τον εαυτό του στον καθρέφτη. Το βρέφος σχηματίζει μία ταύτιση με το είδωλο στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης σημαίνει έλεγχο και συντονισμό που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχουν. Έτσι όταν το βρέφος βλέπει για πρώτη φορά τον εαυτό του στον καθρέφτη, δεν βλέπει μόνο μια εικόνα του τωρινού εαυτού του αλλά βλέπει και μια υπόσχεση ενός πιο ολοκληρωμένου εαυτού∙ μέσα σε αυτή την υπόσχεση αρχίζει να αναδύεται το Εγώ (Storey, 2015, σ. 159). Η Laura Mulvey, φεμινίστρια κριτικός του κινηματογράφου χρησιμοποιεί το στάδιο του καθρέφτη για να εξηγήσει το «ανδρικό βλέμμα» δηλαδή το να δέχεσαι τους άλλους ανθρώπους ως αντικείμενα, το να τους υποβάλεις σε ένα ελεγκτικό βλέμμα. Με αυτό τον τρόπο συγκροτεί τη θεωρία της για να προτείνει ότι μπορεί να δημιουργηθεί μια αναλογία μεταξύ της συγκρότησης του Εγώ του παιδιού και των απολαύσεων της κινηματογραφικής ταύτισης. Όπως ένα παιδί αναγνωρίζει και παραγνωρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, ο άνδρας αναγνωρίζει και παραγνωρίζει τον εαυτό του στην οθόνη. Ο δημοφιλής κινηματογράφος δομείται γύρω από δύο στιγμές: στιγμές αφήγησης και στιγμές θεάματος. Η πρώτη σχετίζεται με το ενεργό αρσενικό και η δεύτερη με το παθητικό θηλυκό (Mulvey, 2005). Ο αρσενικός θεατής επικεντρώνει το βλέμμα του στο ήρωα για να ικανοποιήσει σχηματισμούς του Εγώ, και μέσω του ηρώα στην ηρωίδα για να ικανοποιήσει τη λίμπιντο.
H Ortner, από την πλευρά της, αντλώντας κυρίως από το έργο του Lévi-Strauss και την συμβολική ανθρωπολογία, χρησιμοποιεί ως εξηγητικό πλαίσιο της οικουμενικής υποτέλειας των γυναικών την επίσης ιεραρχική συμβολική αντίθεση μεταξύ της “φύσης” και “πολιτισμού” και την συμβολική ταύτιση των γυναικών, λόγω του σώματος και των αναπαραγωγικών τους λειτουργιών, µε τη “φύση”[7].
Η θέση της Joan Scott απέναντι στη λακανική θεώρηση της κατασκευής του φύλου είναι ότι όσοι την ασπάζονται αναφέρονται εμμονικά σε ζητήματα που αφορούν το ατομικό υποκείμενο καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ αντρών και γυναικών παρουσιάζεται ως κεντρικό δεδομένο του φύλου. Η λακανική θεωρία ενώ παίρνει υπόψη της τις κοινωνικές σχέσεις, δεν επιτρέπει, σύμφωνα με την Scott, να εισάγουμε την αντίληψη της ιστορικής ιδιαιτερότητας και μεταβλητότητας.
Η Scott προτρέπει να απορρίψουμε την παγιωμένη ιδιότητα της δυαδικής αντίθεσης, πρέπει να δώσουμε μια γνήσια ιστορική διάσταση στους όρους της έμφυλης διαφοράς και να τους αποδομήσουμε[8]. Εάν υιοθετήσουμε τον ορισμό του Derrida για την αποδόμηση, αυτή η κριτική σημαίνει να αναλύουμε μέσα στα συμφραζόμενα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί κάθε δυαδική αντίθεση, αντιστρέφοντας και μετατοπίζοντας την ιεραρχική κατασκευή της, αντί να την αποδεχόμαστε ως πραγματική ή αυτονόητη ή ως απορρέουσα από την φύση των πραγμάτων. H Scott εισάγει για πρώτη φορά στο κείμενο της την έννοια εξουσία. Βαθιά επηρεασμένη από το έργο του Foucault, o ορισμός της για το φύλο είναι διαποτισμένος από τις σχέσεις εξουσίας.
Η εξουσία αποτελεί το συστατικό στοιχείο στην ανάλυση του Φουκώ περί της σεξουαλικότητας και του φύλου. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη σεξουαλικότητα συναρτήσει πάντα της εξουσίας και κατακλυσμένης από αυτήν. Στον πρώτο τόμο του Θεωρία της σεξουαλικότητας, αναφέρεται εκτενώς και υποστηρίζει το πώς εν τέλει συνδέεται η εξουσία με το σεξουαλικό στοιχείο. Εκκινεί την ανάλυση του με το φύλο το οποίο σε κάθε υποκείμενο προβάλλεται ως μονοδιάστατο, δηλαδή κάποιο άτομο είναι ή άνδρας ή γυναίκα (Butler, 2009, σ. 100). Η εν λόγω μονοδιάστατη όψη του φύλου εξυπηρετεί εν προκειμένω ποικίλες λειτουργίες οι οποίες συνδέονται με την παραγωγή κοινωνικών ρυθμίσεων και ως εκ τούτου την παγίωση εξουσιαστικών σχέσεων και του κοινωνικού ελέγχου αναφορικά με τη σεξουαλικότητα. Έναντι λοιπόν του φύλου το οποίο νοείται ως η αρχή για τη σεξουαλικότητα, ο Φουκώ αντιλαμβάνεται τη σεξουαλικότητα ως την αρχή για το αποτέλεσμα του φύλου. Η σεξουαλικότητα λοιπόν καθίσταται αντιληπτή ως ένα αέναο και πολυδιάστατο σύστημα το οποίο προσδιορίζεται ποιοτικά από τα στοιχεία του λόγου και της εξουσίας ενώ χρονικά χαρακτηρίζεται από διιστορικότητα. Η σεξουαλικότητα τέλος διαμέσου της κατασκευής του φύλου προάγει την παγίωση και διαιώνιση σχέσεων εξουσίας (Butler, 2009, σ. 130). Για τον ίδιο η εξουσία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάτι που έλκει, από την άποψη ότι κατέχει τέτοια δύναμη που μπορεί και επηρεάζει τα άτομα, ελέγχει τα σώματα και δημιουργεί ευνοϊκές καταστάσεις για την ίδια με γρήγορους και αποτελεσματικούς ρυθμούς. Μια εξουσία που στην προσπάθεια της να επεκταθεί και να διατηρηθεί, κυριαρχεί και εξουσιάζει τα σώματα. Αυτό το πετυχαίνει με διάφορες τεχνικές και τεχνολογίες του εαυτού. Για τον Foucault τα ζητήματα γνώσης-εξουσίας περικλείουν τις μελέτες και αναλύσεις του υπό το ζήτημα του υποκειμένου. Μελετά έτσι το υποκείμενο στις σύγχρονες κοινωνίες κάτω από το πρίσμα της ερμηνευτικής μεταξύ εξουσίας και γνώσης. Σε όλες τις περιπτώσεις τον απασχολούν τα συστήματα σκέψης και το πώς οδηγούν τελικά σε αποκλεισμούς και καταπιέσεις.
Η κριτική του Φουκώ στις «μοντέρνες» προσεγγίσεις της εξουσίας αρχίζει από την αμφισβήτηση του κεντρικού ρόλου του κράτους ως κέντρου εξουσίας και κυριαρχίας, ως ανώτατης πηγής κανόνων και ως τελικού επιδιαιτητή των κοινωνικών συγκρούσεων. Σύμφωνα με τον Φουκώ «αυτό που χρειάζεται είναι μια πολιτική φιλοσοφία που δε θα οικοδομείται γύρω από το πρόβλημα της κυριαρχίας και κατά συνέπεια ούτε γύρω από το πρόβλημα του νόμου και της απαγόρευσης. Πρέπει να κόψουμε το κεφάλι του βασιλιά: και στην πολιτική θεωρία αυτό δεν έχει γίνει ακόμα» (Φουκώ, 1987, σ. 24). Ο Φουκώ δε δέχεται ότι η εξουσία έχει κυρίως ή μόνο καταπιεστικό/εξαναγκαστικό χαρακτήρα ο οποίος προκύπτει από τη δύναμη του νόμου ή του ηγεμόνα. «Όταν ορίζουμε τα αποτελέσματα της εξουσίας ως καταπίεση, υιοθετούμε μια καθαρά νομική αντίληψη της εξουσίας. Ταυτίζουμε την εξουσία με ένα νόμο που λέει “όχι”. Η εξουσία θεωρείται ότι φέρει τη δύναμη μιας απαγόρευσης. Αν η εξουσία δεν ήταν ποτέ τίποτε άλλο παρά καταπιεστική, αν ποτέ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να λέει “όχι”, νομίζετε ότι θα την υπάκουαν οι άνθρωποι; Αυτό που κάνει την εξουσία να κρατάει γερά, αυτό που την κάνει παραδεκτή είναι το ότι δε βαραίνει απλώς πάνω μας σαν μια δύναμη που λέει “όχι”, αλλά ότι διαπερνά τα πράγματα, παράγει νόημα, επιφέρει απόλαυση, μορφές γνώσης, παράγει λόγο. Πρέπει να θεωρηθεί ως παραγωγικό πλέγμα που καλύπτει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και όχι ως αρνητική βαθμίδα που ρόλος της είναι η καταπίεση» (Φουκώ, 1987, σ. 21).
Έτσι η Scott εμφανώς επηρεασμένη από την φουκωική ανάλυση, αποδίδει στην σχέση των φύλων τη διάσταση της εξουσίας. Κατά την Joan Scott πρέπει να ρωτάμε πως συνέβη κάτι για να κατανοήσουμε γιατί συνέβη, δεν πρέπει να αναζητούμε την καθολική γενική αιτιότητα αλλά τη διαφωτιστική εξήγηση. Για να αναζητήσουμε το νόημα πρέπει να ασχοληθούμε τόσο με το μεμονωμένο αντικείμενο όσο και με την κοινωνική οργάνωση και να διατυπώσουμε ρητά τη φύση των αμοιβαίων σχέσεων τους γιατί και τα δύο είναι εξαιρετικά σημαντικά για να κατανοήσουμε πως λειτουργεί το φύλο. Τέλος , πρέπει να αντικαταστήσουμε την αντίληψη ότι η κοινωνική εξουσία είναι ομοιογενής, συγκροτημένη και συγκεντρωμένη ως διάσπαρτες συγκεντρώσεις άνισων σχέσεων που συγκροτούνται στο επίπεδο του λόγου σε κοινωνικά πεδία εξουσίας.
Ο ορισμός της για το φύλο έχει δύο σκέλη και αρκετές υποδιαιρέσεις. Ο πυρήνας του ορισμού θεμελιώνεται στη άρρηκτη σύνδεση δύο προτάσεων: το φύλο αποτελεί συστατικό στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων που στηρίζεται στις αντιληπτές διαφορές ανάμεσα στα φύλα και το φύλο είναι πρωταρχικός τρόπος νοηματοδότησης των σχέσεων εξουσίας. Το φύλο εμπεριέχει τέσσερα αλληλένδετα στοιχεία. Πρώτον, πολιτισμικά διαθέσιμα σύμβολα που ανακλούν πολλαπλές αναπαραστάσεις, δεύτερον, κανονιστικές αντιλήψεις που διατυπώνουν ερμηνείες για τα νοήματα των συμβόλων. Τρίτον, η ιστορία γράφεται βάσει της υποτιθέμενα αυτονόητης παραδοχής ότι αυτές οι κανονιστικές θέσεις υπήρξαν προϊόν κοινωνικής συναίνεσης και όχι σύγκρουσης και τέταρτον, η υποκειμενική ταυτότητα του φύλου.
Το φύλο είναι ένα πρωταρχικό πεδίο εντός του οποίου αρθρώνεται η εξουσία. Εμπλέκεται στην αντίληψη και την κατασκευή της ίδιας της εξουσίας. Θα χρησιμοποιήσω εδώ την φράση του Maurice Godelier ότι « δεν είναι η σεξουαλικότητα που πλανάται ως φάντασμα στην κοινωνία αλλά η κοινωνία που πλανάται ως φάντασμα στη σεξουαλικότητα του σώματος» σε σύνδεση με τη διαπίστωση του Φουκώ ότι οι βικτωριανοί δεν κατέστειλαν τη σεξουαλικότητα, στην πραγματικότητα την επινόησαν ώστε να μπορέσουν να την καταστείλουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι η σεξουαλικότητα δεν υπάρχει εκτός λόγου αλλά ότι η γνώση για αυτή και η σχέση εξουσίας γνώσης για τη σεξουαλικότητα την ενεργοποιεί, τη περιορίζει και τη συγκροτεί. Οπότε εδώ βλέπουμε ότι ο λόγος της σεξουαλικότητας δεν αφορά τη σεξουαλικότητα την ίδια αλλά συνιστά την πραγματικότητα της σεξουαλικότητας. Οι λόγοι παράγουν γνώση και η γνώση είναι πάντα ένα όπλο εξουσίας. Έτσι λοιπόν η εξουσία παράγει γνώση και το αντίστροφο οπότε δεν υπάρχει σχέση εξουσίας χωρίς την σύνθεση ενός πεδίου γνώσης, ούτε γνώση που να μην προϋποθέτει και την ίδια στιγμή να συνθέτει σχέσεις εξουσίας. Στην πράξη το κράτος δεν έχει κανένα άμεσο ή υλικό όφελος από τον έλεγχο των γυναικών. Ο έλεγχος αποκτά νόημα μόνο αν τον δούμε στο πλαίσιο της ανάλυσης του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζεται και εδραιώνεται η εξουσία. Όπως αναφέρει η Scott, όταν η εξουσία ήθελε να διατρανώσει τον έλεγχο ή τη δύναμή της κατέφυγε σε μέτρα που είχαν τη μορφή πολιτικών αποφάσεων για τις γυναίκες. Σε αυτά τα παραδείγματα, η διαφορά ανάμεσα στα φύλα συλλαμβάνεται με όρους κυριαρχίας ή ελέγχου των γυναικών. Είναι αυτά τα παραδείγματα που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα είδη των σχέσεων εξουσίας που κατασκευάζονται στην νεότερη ιστορία.
Οι ιεραρχικές δομές στηρίζονται στις γενικευμένες παραδοχές των λεγόμενων φυσικών σχέσεων μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Η παράδοση χρησιμοποιείται ως νομιμοποιητικός παράγοντας των σχέσεων μεταξύ των φύλων και παράλληλα τις φυσικοποιεί καθώς ΄΄αφού έτσι έκαναν οι πρόγονοί μας, έτσι οφείλουμε να κάνουμε και εμείς.΄΄. Εδώ το πρόβλημα είναι διττό. Κατά πρώτον η παράδοση για όλους μας είναι κάτι αρχέγονο, από τη ίδια τη φύση των πραγμάτων, υπάρχει εκ γενετής, είναι ενιαία και συνεχής. Εδώ κατά τον Hobsbawm και Ranger εισάγεται ο όρος «επινοημένη παράδοση». Επινοημένη παράδοση σημαίνει ένα σύνολο πρακτικών που επιδιώκουν την εμπέδωση ορισμένων αξιών και προτύπων συμπεριφοράς μέσα από την επανάληψη, που αυτομάτως συνεπάγονται τη συνέχεια με ένα εγκεκριμένο ιστορικό παρελθόν (Hall, 2010, σ. 431). Στον όρο αυτό εμπίπτει και η σχέση άντρα-γυναίκας έτσι όπως την γνωρίζουμε σήμερα παρουσιάζεται ως ιστορική συνέχεια του παρελθόντος μας. Με αυτό τρόπο δεν αναγνωρίζουμε οποιαδήποτε άλλη μορφή σχέσης. Κατά δεύτερον έχουμε την φυσικοποίηση. Η γλώσσα και εξουσία συνεργάζονται για να δημιουργήσουν και να σταθεροποιήσουν μια συγκεκριμένη εικόνα της πραγματικότητας που νομιμοποιεί συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες είναι πιο εύκολο να γίνουν αποδέκτες αν θεωρηθούν φυσικές και αναγκαίες, παρά αν θεωρηθούν ιστορικά και πολιτικά κατασκευάσματα[9]. Κατά τον Barthes ο μύθος φυσικοποιεί, από-ιστορικοποιεί, επιστημονικοποιεί και από-πολιτικοποιεί.
Έχει φύλο το υποκείμενο της επιστήμης;
Η ερώτηση αν οι επιστήμες έχουν φύλο μοιάζει ρητορική. Οπωσδήποτε, ο αποκλεισμός των γυναικών από τις επιστήμες δεν οφείλεται μόνο σε κάποιους άνωθεν ή εκ μέρους των ανδρών επιβεβλημένους καταναγκασμούς αλλά και σε εσωτερικευμένες απαγορεύσεις και επιλογές που συνδέονται με αξίες προσδιορισμένες ιστορικά που ορίζουν τη «θηλυκότητα»[10].
Μέσα από ιστορικές αλλαγές η θέση της γυναίκας έχει αλλάξει και οι κοινωνικοί ρόλοι που της έχουν αποδοθεί έχουν μετασχηματιστεί. Αυτό συνέβη και στις δύο σφαίρες, την δημόσια και την ιδιωτική. Στη δημόσια με τους αγώνες για τα εκλογικά και τα εργατικά δικαιώματα και την είσοδο στην αγορά εργασίας και στην ιδιωτική με την αλλαγή στο θεσμό της οικογένειας και την σεξουαλική απελευθέρωση.
Παρόλα αυτά οι αλλαγές αυτές, παρότι θετικές, δεν φαίνονται να είναι αρκετές. Οι γυναίκες ενώ νομικά έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άντρες, δεν έχουν παρεισφρήσει σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενους τομείς όπως η εργασία σε υψηλόβαθμες θέσεις και η πολιτική. Με μια πολύ γρήγορη ματιά θα διαπιστώσουμε όπως μας μεταφέρει πολύ εύστοχα η κ. Κουλούρη ότι η εκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική είναι περιορισμένη όπως επίσης, λιγότερες γυναίκες κατέχουν μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα και ένα πολύ μικρό αναλογικά ποσοστό κατέχει υψηλές θέσεις σε ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα. Τέλος, η είσοδός τους στην αγορά εργασίας δεν έγινε ισοδύναμα στα διάφορα επαγγέλματα αλλά δημιουργήθηκαν «γυναικεία» επαγγέλματα. Παρατηρήθηκε εξάλλου το ενδιαφέρον φαινόμενο επαγγέλματα που γίνονταν «γυναικεία» να μην μπορούν πλέον να γίνουν «ανδρικά». Σε κάθε περίπτωση, οι γυναίκες απασχολήθηκαν κυρίως στη μισθωτή εργασία και μάλιστα στον τριτογενή τομέα. Ο χώρος της επιστήμης παρέμεινε ανδρικό οχυρό[11].
Τα ερωτήματα που τίθενται μέσω του κειμένου της Joan Scott και της Χριστίνας Κουλούρη είναι έχει φύλο η επιστήμη? Αντιμετωπίζονται διαφορετικά οι γυναίκες από την επιστήμη?
Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία απάντηση.
Η επιστήμη διαχρονικά έχει αποδείξει ότι διαπνέεται βαθιά από την πατριαρχία. Τη θέση αυτή θα την αναπτύξουμε με το παράδειγμα τη ιατρικής. Από τις αρχές , αυτός ο τομέας υπήρξε ανδροκρατούμενος εξαιτίας του μύθου πως οι άνδρες είναι πιο αντικειμενικοί και έχουν καλύτερη επιστημονική διάθεση[12]. Η περίπτωση της υστερίας είναι το τέλειο παράδειγμα για να διαπιστώσουμε πώς ένας τομέας όπως η ιατρική μπορεί να διαποτίζεται πλήρως από τον σεξισμό. Η λέξη υστερία προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «υστέρα» η οποία σημαίνει μήτρα. Ο Πλάτωνας περιέγραψε την μήτρα ως ένα ζωντανό πλάσμα και ο Αρεταίος την περιέγραψε ως «ένα ζώο μέσα σε ένα ζώο». Από τους άνδρες υπήρχε η ανάγκη να δικαιολογηθεί η υποδούλωση των γυναικών. Η ιατρική υπήρξε το τέλειο πεδίο ώστε η ιατρικοποίηση του γυναικείου σώματος να γίνει πλήρως αποδεκτή λόγω της «αντικειμενικότητας» της. Ο μύθος του Barthes λειτούργησε και σε αυτή την περίπτωση καθώς η εξουσία χρησιμοποιεί τη μυθική λειτουργία για να συνδέσει ιστορία και φύση και να μας παρουσιάσει κάτι που αποτελεί προϊόν κοινωνικής και ιστορικής κατασκευής ως φυσικό και αναγκαίο. Μύθος είναι ακριβώς αυτό το καμουφλάρισμα της ιστορίας σε φύση. Η παρουσίαση ενός ισχυρισμού που σχετίζεται με συμφέροντα, κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους, ως κάτι φυσικό και αυτονόητο. Οι γυναίκες εκλαμβάνονταν ως ελαττωματικά άτομα που έχρηζαν βοήθειας από τους «ολοκληρωμένους» άντρες. Αφού η μήτρα αντιπροσώπευε τη θηλυκότητα, η υστερία άρχισε να δικαιολογεί πως οι γυναίκες ήταν ουσιαστικά αδύναμα όντα και ευάλωτες σε μεγάλο βαθμό σε ψυχικές ασθένειες. Όταν μια γυναίκα διαγιγνωσκόταν με υστερία, θεωρούνταν ένοχη για την αμαρτία της μη τεκνοποίησης[13]. Με την εμφάνιση των εθνικών κρατών η σημασία των γυναικών και του γυναικείου σώματος αποκτά ενδιαφέρον και για την ασφάλεια του κράτους. Στον χώρο της ιατρικής συντελούνται αλλαγές καθώς διαπιστώνεται ότι τα δύο φύλα διαφέρουν φυσιολογικά και ψυχικά. Μέχρι εκείνη την εποχή θεωρούσαν ότι το γυναικείο σώμα μπορούσε να εκπροσωπείται από το ανδρικό- ακόμη και η περίοδος της γυναίκας έπρεπε να έχει κάποια αντιστοιχία στο ανδρικό σώμα. Σιγά- σιγά οι αρρώστιες των γυναικών αρχίζουν να διακρίνονται σε σωματικές και ψυχικές, με αποτέλεσμα δύο είδη γιατρών (αρσενικού, βέβαια, φύλου) να ειδικεύονται σε αυτές: οι γυναικολόγοι και οι νευρολόγοι. Κάτω από την επίδραση του Διαφωτισμού αναπτύσσεται μια γενιά ξεχωριστών γιατρών με νέες απόψεις όσον αφορά τον τοκετό, την ανατροφή του βρέφους και το γυναικείο σώμα. Ωστόσο οι ψυχολογικές αρρώστιες αγνοούνται από τα ιατρικά κείμενα και τα θέματα της γυναικείας σεξουαλικότητας δεν αφορούν τους γυναικολόγους.
Ο Freud δεν είναι ο πρώτος γιατρός που ασχολήθηκε με τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, οι γιατροί Moser και Bush αναπτύσσουν διαφορετικές απόψεις γύρω από την γυναικεία σεξουαλικότητα. Η μία άποψη θεωρεί ότι οι σαρκικές επιθυμίες της γυναίκας είναι μεγαλύτερες από αυτές του άνδρα, ενώ για την άλλη άποψη οι γυναίκες είναι από την φύση τους ψυχρές. Το θέμα της υστερίας επίσης διχάζει. Ο Bush ισχυρίζεται ότι η σεξουαλικότητα αποτελεί σημαντικό παράγοντα της υστερίας ενώ ο Charcot θεωρεί ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ τους. Την ίδια εποχή στην Αυστρία, πολλοί γιατροί εφαρμόζουν κλειτοριδεκτομή και ωοθηκεκτομή σε νέες γυναίκες κατά του αυνανισμού και της σεξουαλικής διέγερσης[14].
Στο παρόν οι γυναίκες συνεχίζουν να βρίσκονται αποκλεισμένες από την υψηλόβαθμες θέσεις της επιστημονικής κοινότητας. Αυτή η απουσία οφείλεται στην «εκ φύσεως» ανικανότητά τους, όπως θα μπορούσαν να υποστηρίξουν κάποιοι; Για πολύ καιρό τα κορίτσια ήταν αποκλεισμένα από τις διαδοχικές βαθμίδες της εκπαίδευσης, δύσκολα μπορούσαν να γίνουν φημισμένοι επιστήμονες.
Μόλις εδώ και 30 χρόνια αυτές οι διαδοχικές βαθμίδες έγιναν απόλυτα μεικτές. Οι συνήθειες όμως και οι προκαταλήψεις είναι μακρόχρονες, γίνονται αποδεκτές ακόμη και από αυτές που τις υφίστανται. Επιπλέον σήμερα η επιστήμη, πέρα από το διακύβευμα της γνώσης, εμπεριέχει και το διακύβευμα της εξουσίας, που προκαλεί έντονους ανταγωνισμούς. Η κατάσταση εξελίσσεται, η εξέλιξή της είναι όμως αργή και άνισα κατανεμημένη, ανάλογα με τους τομείς της έρευνας. Ακόμη και όταν μια γυναίκα συμβάλλει σημαντικά σε ένα επιστημονικό επίτευγμα, σπανίως αναφέρεται το όνομά της. Οι προκαταλήψεις ωστόσο υποχωρούν και οι γυναίκες είναι περισσότερο αποφασισμένες από ό,τι στο παρελθόν να επιβάλουν την αναγνώριση των προσόντων και της συνεισφοράς τους, παρ’ ότι εξακολουθούν να προτιμούν συγκεκριμένους ερευνητικούς τομείς από άλλους[15]. Σχετικά πρόσφατα ο επιστημονικοί κλάδοι χωρίστηκαν σε ανδρικοί και γυναικείοι και ενώ βλέπουμε ότι στις θεωρητικές επιστήμες η παρουσία των γυναικών είναι έντονη, στις θετικές οι άνδρες έχουν την πρωτοκαθεδρία. Όπως εξηγήσαμε παραπάνω αυτό μπορεί να εξηγηθεί ως εξής:
- Η επιστήμη αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως κατώτερα όντα.
- Η επιστήμη θεωρεί τον άνδρα λογικό και οι αποφάσεις του παράγονται από αυτή τη λογική και την αντικειμενικότητα.
- Οι γυναίκες μόλις πρόσφατα μπόρεσαν να εισέλθουν μέσω των σπουδών στην επιστημονική κοινότητα.
Παραφράζοντας τον Jenkins δεν πρέπει να αναρωτηθούμε τί είναι η επιστήμη αλλά για ποιόν είναι. Το γεγονός ότι η επιστήμη είναι μια ιδεολογική κατασκευή σημαίνει ότι υπόκειται συνεχώς σε περαιτέρω επεξεργασία και αναδιάταξη από όλους εκείνους που επηρεάζονται ποικιλότροπα από τις σχέσεις εξουσίας. Και η επιστήμη ως μια ιδεολογική κατασκευή χρησιμοποιείται για την εδραίωση της κυρίαρχης ιδεολογίας αφήνοντας στην άκρη τις δευτερεύουσες. Κοινή παραδοχή και στις κοινωνικές επιστήμες αποτελεί το γεγονός ότι η ουσιαστική έννοια της διαφοράς αναφορικά με φύλα, τάξεις, φυλές, θρησκευτικό, σεξουαλικό προσανατολισμό, η οποία συνήθως καθίσταται αντιληπτή ως αιώνια αλλά και φυσική κατηγορία, εν τέλει αποτελεί μια κατασκευή η οποία προσδιορίζεται από κοινωνικοιστορικούς παράγοντες. Συνεπώς οι διαφορές ποικίλων μορφών προωθούνται μέσω συγκεκριμένων μηχανισμών, όπως η επιστήμη, οι οποίοι στο εκάστοτε κοινωνικό και ιστορικό καθεστώς σχετίζονται με τις ανάλογες σχέσεις εξουσίας. Οι διαφορές οι οποίες έχουν διαμορφωθεί ιστορικά, μετατρέπονται σε ετερότητες οι οποίες έχουν κατασκευαστεί σε πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό πλαίσιο, ούτως ώστε να επιβάλλονται πλέον ως παγιωμένες και αποκρυσταλλωμένες αλήθειες
Συμπεράσματα
Με την ανάλυση του κειμένου «Φύλο – Κατηγορία Ανάλυσης» της Joan Wallach Scott είδαμε αντικρουόμενες απόψεις καθώς και διακειμενικές αναφορές του ίδιου του κειμένου. Σύμφωνα με την Ε. Άβδελα, η προβληματική του φύλου στην ιστορία έχει σήμερα μπροστά της ένα ευρύ πεδίο διερεύνησης και εφαρμογών. Καλείται να μελετήσει τους σύνθετους τρόπους με τους οποίους οι ιστορικές αλλαγές επιδρούν στα φύλα, αλλά και στο εσωτερικό του κάθε φύλου, τις μεταβαλλόμενες σημασίες του φύλου σε διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα, καθώς και τις επιδράσεις τους στις κοινωνικές σχέσεις. Με την έννοια αυτή, το αρχικό ερώτημα που τέθηκε πριν από είκοσι χρόνια «υπάρχει ιστορία των γυναικών;» γίνεται σήμερα «μπορεί να υπάρχει ιστορία χωρίς γυναίκες — και χωρίς άντρες;», μπορεί δηλαδή να υπάρχει ιστορία που δεν θα παίρνει υπόψη της τη διάσταση του φύλου σε όλες του τις εκδοχές; Ή για να χρησιμοποιήσω την εύστοχη διατύπωση της βρετανίδας ιστορικού των νεότερων χρόνων, Όλγουιν Χάφτον: «Ποιος θα φανταζόταν στο εξής μια ιστορία της θρησκείας και των θρησκευτικών πρακτικών που δεν θα αναφέρεται στη διάκριση των φύλων για να εξηγήσει τη διαφορετική εμπλοκή των γυναικών και των αντρών; Ποιος θα σκεφτόταν να γράψει μια ιστορία των υφαντουργικών βιομηχανιών χωρίς να αναφέρει την υπερβολικά φτηνή εργατική δύναμη των εργατριών που επέτρεψε την απογείωση προς την ανάπτυξη, και ποιος θα έγραφε μια ιστορία των καταναλωτικών συμπεριφορών χωρίς να πάρει υπόψη του τις διαφοροποιημένες απαιτήσεις του ενός και του άλλου φύλου; Ποιος, το 1994, θα μελετούσε την ιστορική δομή των μετακινήσεων χωρίς να λογαριάσει τις γυναίκες που μένουν επιτόπου για να ασχοληθούν με τη γεωργική μονάδα, απαραίτητη στην κοινότητα;»[16]. Το φύλο λοιπόν και η σεξουαλικότητα δεν αποτελούν τόσο πεδία έρευνας όσο κατηγορίες ανάλυσης και τρόπους θέασης του παρελθόντος. Οι πολιτικές επιπτώσεις των αναλυτικών στρατηγικών και αρχών αποτελούν κεντρικά ζητήματα για την ιστοριογραφία του φύλου. Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει τη φεμινιστική ιστορία του εικοστού πρώτου αιώνα είναι η απο-αποικιοποίηση της ιστοριογραφικής πρακτικής και η δέσμευση σε δια-εθνικές προσεγγίσεις, καθώς θέτει ερωτήματα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο οι ιστορικοί των γυναικών συγκροτούν τα μετα-αφηγήματά τους, το πώς, δηλαδή, παράγουν το φύλο ως γνώση και δημιουργούν και αναδημιουργούν την κατηγορία «γυναίκες». Η εισαγωγή της αναλυτικής κατηγορίας του ανδρισμού στη μελέτη της δια-εθνικής ιστοριογραφίας φώτισε τους τρόπους με τους οποίους οι αποικιοκρατικές δομές εξουσίας κατόρθωσαν να επιβάλουν την κυριαρχία τους μέσω της υστερικής προβολής της υποτιθέμενης σεξουαλικής επιθυμίας των αποικιοκρατούμενων για τις λευκές γυναίκες, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο το απαρτχάιντ του αποικιακού χώρου. Η ιστορία των συναισθημάτων με επίκεντρο την έννοια της οικειότητας αμφισβητούν βεβαιότητες παλαιότερων αφηγημάτων αναφορικά με οικονομικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς (Χαντζαρούλα, 2012, σσ. 121-220).
Το κείμενο της Joan Scott παραμένει επίκαιρο, έτοιμο να αναγνωστεί και να διαφωνήσει ή να συμφωνήσει κάποιος μαζί του παρόλαυτα αποτελεί την έναρξη της συζήτησης όσον αφορά στην αναλυτική κατηγορία του φύλου και πάντα θα επιστρέφουμε σε αυτό.
Έντυπη Βιβλιογραφία
Butler, J. (2009). Αναταραχή Φύλου: Ο Φεμινισμός και η Ανατροπή της Ταυτότητας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Hall, S. (2010). Η Νεωτερικότητα Σήμερα. Αθήνα: Σαββάλα.
Mulvey, L. (2005). Οπτικές και Άλλες Απολαύσεις. ΑΘήνα: Παπαζήσης.
Storey, J. (2015). Πολιτισμική Θεωρία και Λαική Κουλτούρα. Αθήνα: Πλέθρον.
Φουκώ, Μ. (1987). Εξουσία, Γνώση και Ηθική. Αθήνα: Ύψιλον.
Χαντζαρούλα, Π. (2012). Μελέτες για το φύλο στην ανθρωπολογία και στην ιστορία. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Ηλεκτρονική Βιβλιογραφία
- https://www.iforinterview.com/sex-race-class-selma-james/
- http://www1.aegean.gr/gender-postgraduate/Documents/Praktika_Synedriou/%CE%9A%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%20%CE%9B%CE%B1%CE%B4%CE%AC.pdf
- https://poexania.wordpress.com/2017/03/10/%CF%86%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82/
- http://www.gender.panteion.gr/gr/didaktiko_pdf/MacKinnon_Feminism_Marxism.pdf
- https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/viewFile/8070/7964.pdf
- https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PSPA170/9.%CE%A3%CE%9A%CE%9F%CE%A4.pdf
- https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/8070
- http://www.fylopedia.uoa.gr/index.php/%CE%A6%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%88%CF%85%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%83%CE%B7#.CE.A5.CF.83.CF.84.CE.B5.CF.81.CE.AF.CE.B1_.CE.BA.CE.B1.CE.B9_.CE.B8.CE.B7.CE.BB.CF.85.CE.BA.CF.8C.CF.84.CE.B7.CF.84.CE.B1_.CF.83.CF.84.CE.B7.CE.BD_.CE.B8.CE.B5.CF.89.CF.81.CE.AF.CE.B1_.CF.84.CE.BF.CF.85_Sigmund_Freud
- https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/exei-fylo-i-epistimi/
- https://socialpolicy.gr/2019/10/%ce%b7-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%85%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%80%cf%89%cf%82-%ce%b7-%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%83%cf%84.html?fbclid=IwAR0xjqQeUfmVSLxjtA0Cizn4sI9WlQf-mUlVnsJRbqikatNJPU3wQ9Bf–I
- https://opencourses.auth.gr/modules/document/file.php/OCRS139/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/5.%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%81%CF%84.pdf
- https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/8070
——————————
*Ο Παύλος Μαραγκός γεννήθηκε στο Άργος Αργολίδας το 1987. Είναι κάτοχος ΒΑ στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στην Πολιτική Κοινωνιολογία και Συγκριτική Πολιτική με επιβλέποντα τον κ. Σεραφείμ Σεφεριάδη. Παράλληλα ολοκλήρωσε το εξάμηνο σπουδών του σε ερευνητικό επίπεδο μέσω του προγράμματος Erasmus στο Universita degli Studi di Trento με επιβλέποντα τον κ. Mario Diani στο τμήμα Κοινωνιολογίας και Κοινωνικών Ερευνών. Κύριο πεδίο της έρευνάς του είναι η συγκρουσιακή πολιτική μέσω των κοινωνικών κινημάτων και ο τίτλος της διπλωματικής του εργασίας είναι «Ιδεολογία, Μορφές Δράσης, Οργανωτικά Ζητήματα και Ρεπερτόρια στα κινήματα ταυτότητας: Η περίπτωση του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος».
[1] https://www.iforinterview.com/sex-race-class-selma-james/
[2] http://www1.aegean.gr/gender-postgraduate/Documents/Praktika_Synedriou/%CE%9A%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%20%CE%9B%CE%B1%CE%B4%CE%AC.pdf
[3]https://poexania.wordpress.com/2017/03/10/%CF%86%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82/
[4] https://www.iforinterview.com/sex-race-class-selma-james/
[5] http://www.gender.panteion.gr/gr/didaktiko_pdf/MacKinnon_Feminism_Marxism.pdf
[6] https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/viewFile/8070/7964.pdf
[7] Μία τρίτη συνεργάτης του τόμου, η N. Chodorow 1974, βασιζόμενη στη θεωρία του Freud, χρησιμοποιεί ως εξηγητικό πλαίσιο της γυναικείας υποτέλειας τη δομή της γυναικείας προσωπικότητας, την οποία θεωρεί έμφυτη προϊόν της κοινωνικοποίησης των γυναικών και των συνακόλουθων ασχολιών τους, που κάνουν το γυναικείο “εγώ” εγώ να έχει ασαφέστερα όρια και µμικρότερη αυτό- επιβεβαίωση και εξατομίκευση
[8]https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PSPA170/9.%CE%A3%CE%9A%CE%9F%CE%A4.pdf
[9]https://opencourses.auth.gr/modules/document/file.php/OCRS139/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/5.%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%81%CF%84.pdf
[10] https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/exei-fylo-i-epistimi/
[11] https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/exei-fylo-i-epistimi/
[12] https://socialpolicy.gr/2019/10/%ce%b7-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%85%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%80%cf%89%cf%82-%ce%b7-%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%83%cf%84.html?fbclid=IwAR0xjqQeUfmVSLxjtA0Cizn4sI9WlQf-mUlVnsJRbqikatNJPU3wQ9Bf–I
[13] https://socialpolicy.gr/2019/10/%ce%b7-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%85%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%80%cf%89%cf%82-%ce%b7-%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%83%cf%84.html?fbclid=IwAR0xjqQeUfmVSLxjtA0Cizn4sI9WlQf-mUlVnsJRbqikatNJPU3wQ9Bf–I
[14]http://www.fylopedia.uoa.gr/index.php/%CE%A6%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%88%CF%85%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%83%CE%B7#.CE.A5.CF.83.CF.84.CE.B5.CF.81.CE.AF.CE.B1_.CE.BA.CE.B1.CE.B9_.CE.B8.CE.B7.CE.BB.CF.85.CE.BA.CF.8C.CF.84.CE.B7.CF.84.CE.B1_.CF.83.CF.84.CE.B7.CE.BD_.CE.B8.CE.B5.CF.89.CF.81.CE.AF.CE.B1_.CF.84.CE.BF.CF.85 Sigmund Freud
[15] https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/exei-fylo-i-epistimi/
[16] https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/8070
[irp]
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.