Αναστάσιος Γκούμας,
Κοινωνιολόγος MSc,
Υ/Δ Κοινωνιολογίας, Κοινωνικής Θεωρίας της Γνώσης
Σκοπός του κειμένου όπως προκύπτει από τον τίτλο είναι η προσπάθεια αποτύπωσης της μεθοδολογικής εγγύτητας στο πεδίο της κοινωνικής θεωρίας της γνώσης μεταξύ των Descartes & Weber. Μία τέτοιου είδους προσπάθεια εκ πρώτης, μπορεί να θεωρηθεί εάν όχι επιστημολογικά «προβληματική», τουλάχιστον δύσκολη στην αποτύπωση και διάπλαση των μερών που τη συνθέτουν. Σε αυτή την προσπάθεια ως μέρη νοούνται οι τρόποι αφενός με τους οποίους αποτυπώνεται η γνωστική διαδικασία της έρευνας, αφετέρου ο συστηματικός προσανατολισμός της.
Το ερώτημα με το οποίο το κείμενο καταπιάνεται εκκινεί από το χώρο της γραμματικής, καθώς το επίρρημα πως έρχεται να φωτογραφίσει τις σταθερές με τις οποίες η θεωρία καθίσταται ένα ακριβές σύστημα παραγωγής γνώσης. Εντός αυτού του συστήματος η προφάνεια κυριαρχεί στο αυθόρμητο και στο τυχαίο, η σταθμισιμότητα-, μέσος όρος υπερέχει του σχετικού, τέλος ο θεμελιωτισμός και η βεβαιότητα κυριαρχούν στην πολυπλοκότητα του συνδυασμού και στον εκλεπτυσμένο καιροσκοπισμό του έξυπνου και τολμηρού ερευνητή.
Η τάση για τη δημιουργία αρμονίας στην προοπτική διατήρησης του συστήματος ιστορικά εντοπίζεται στην ταξική αναπαράσταση του αστού businessman και στην κοσμοεικόνα του. Μία κοσμοεικόνα η οποία σύμφωνα με τον Comte μονίμως παραμένει πιστή στο ραντεβού της με την ιδέα και το νόημα της τάξης, όπως και με τη συγκρότηση στατικών και υπολογίσιμων παραδειγμάτων τα οποία παρέχουν το εγγυητικό κεφάλαιο της κυριαρχίας του όλου έναντι των μερών που το συνθέτουν[1].
Η κυριαρχία του όλου στα μέρη που το αρθρώνουν και η δυναμική έλξις που τους ασκείται, για τον τρόπο με τον οποίο η αστική τάξη διαμόρφωσε την κοσμοεικόνα της τόσο σε γνωστικό όσο και σε επίπεδο ψυχορμήτων, ιστορικά ποτέ δεν έλαβε όπως ο Κονδύλης υποστηρίζει, μία μηχανιστική δράση που προϋποθέτει τη θέση το όμοιο πρέπει να ζευγαρώσει με το όμοιο, αλλά μέσω μίας σύνθεσης ασύμμετρων στοιχείων και με τον εναρμονισμό τους στη δυναμική του όλου[2]. Το επιχείρημα της συσσώρευσης διαφορετικών στοιχείων χωρίς αυτά να λειτουργούν επιθετικά ως προς την τάξη και την αρμονία στέφθηκε με επιτυχία, καθώς τα όποια λειτουργικά λουμπάγκα θεραπεύθηκαν υπό την καθοδήγηση των έλλογων σκοπών και των συστηματικών ταξινομιών που επιβλήθηκαν στο φάσμα του κοινωνικού και εμπειρικού βίου.
Το πιο ισχυρό ιστορικό παράδειγμα αποτύπωσης και εδραίωσης της αστικής φιλοταξίας (φιλία + τάξη), εντοπίζεται στο πεδίο της υπερ- παραγωγής υλικών αγαθών, στην προσφορά και στη ζήτησή τους. Εν ολίγοις, η βασική αναπαράσταση του αστού δηλώνεται άμεσα στο ρίζωμά της με τον ορθολογισμό και με τη σαφήνεια της διαλογής των στοιχείων του κέρδους από τα στοιχεία της ζημίας. Σύμφωνα με τον Poincare, η σαφήνεια, ο έλεγχος των μεταβλητών που καθορίζουν τις σχέσεις πεδίου ενός συστήματος και χρησιμεύουν στην πιο αντικειμενική περιγραφή της πραγματικότητας δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά η άμεση αποτελεσματικότητα της ταξινομίας και του έργου που επιτελεί. Χαρακτηριστικά ο Poincare αναφέρει: «[…] κάθε ορισμός είναι ταξινομία. Ένας ορισμός χωρίζει όσα αντικείμενα τον ικανοποιούν από όσα δεν τον ικανοποιούν και τα τοποθετεί σε δύο κλάσεις, διακριτές η μία από την άλλη»[3].
Πυκνώνοντας τις μέχρι τώρα αναφορές, γνώση θα μπορούσε να οριστεί η διαδικασία ταξινόμησης των γεγονότων με τη βοήθεια προτάσεων ισχυρής αλληλουχίας κατά τη διαδικασία αποτύπωσης των οποίων, οι προκείμενες της πρότασης που ακολουθούν κυριαρχούν στις προκείμενες της προηγούμενης πρότασης χωρίς να διαρρηγνύεται η τάξη των ομιλιακών συμβόλων.
Στην ιστορία της φιλοσοφίας της επιστήμης η συγκεκριμένη αναφορά εντοπίζεται στο τρίτο καρτεσιανό αξίωμα. «Να κατευθύνω τις σκέψεις μου με τάξη αρχίζοντας από τα πιο απλά κι ευκολογνώριστα, για να ανέβω σιγά σιγά, σαν από βαθμίδες ως τη γνώση των συνθετότερων και υποθέτοντας πως υπάρχει κάποια τάξη ακόμα και ανάμεσα σε εκείνα που δεν προπορεύονται φυσικά το ένα από το άλλο»[4]. Βάσει του συγκεκριμένου καρτεσιανού αξιώματος το οποίο οδηγεί στον πυρήνα της απάντησης για το ρόλο της θεωρίας, συνάγονται δύο πολύ σημαντικά συμπεράσματα για την ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας της επιστήμης.
Συμπέρασμα πρώτο: ο παραγωγικός συλλογισμός ως μαθηματική μέθοδος βρίσκει εφαρμογή σε όλους τους τομείς του επιστητού. Συμπέρασμα δεύτερο: ο κόσμος γίνεται κατανοητός μέσα από την τάξη μίας παραγωγικής σειράς απαριθμημένων προκείμενων και στοιχείων. Το συγκεκριμένο μεθοδολογικό «κοστούμι» ταίριαξε με χειρουργική ακρίβεια στις πλάτες του Henry Ford. Στην εν λόγω «φορντική» ομιλιακή αλυσίδα του Descartes, οι λέξεις και- ως εκ τούτου- τα νοήματά τους αποκτούν μία γραμμικότητα, διαφάνεια, απλότητα και διακριτότητα. Μόνο μέσω αυτών των αρχών η εξαγωγή συμπερασμάτων καθίσταται βέβαιη. Σύμφωνα με τον Cottingham: «η απλότητα των αφετηριακών σημείων των μαθηματικών, σημαίνει ότι οι αλήθειες που εξετάζονται μπορούν να γίνουν αντικείμενα εποπτείας»[5]. Και εποπτεία υπό αυτή την μεθοδολογική γραμμή, θα πρέπει να νοείται η εκδίωξη κρίσεων από τον νου για τις οποίες το υποκείμενο αδυνατεί να αντιληφθεί το εμβαδό της νοηματικής ισχύς τους. Όπως και ο ίδιος ο Descartes αναφέρει: «αποφεύγουμε την πλάνη μόνο όταν δεν διατυπώνουμε κρίσεις για πράγματα που δεν έχουμε επαρκώς αντιληφθεί»[6].
Θεωρώ στο σημείο αυτό και με βάση τις παραπάνω αναφορές ότι μπορούμε να υποστηρίξουμε πως το καρτεσιανό φιλοσοφικό πρόγραμμα της επιστήμης, σύμφωνα με τον Bachelard, είναι ένα πρόγραμμα «απο- κατασκευής»[7]. Απο- κατασκευής του σύνθετου στην αρχή των απλών και διακριτών προτάσεων και ιδεών. Η απογραφική- σωρευτική κατάσταση που δημιουργείται με την ανάδειξη της ενικότητας έναντι του πλουραλισμού, οδηγεί τον νου σύμφωνα με την καρτεσιανή θεώρηση, το υποκείμενο να παρατηρεί τον κόσμο ως χωριστή και ουδέτερη κατηγορία.
Ο αποχωρισμός υποκειμένου και κόσμου και των αντικειμένων που σε αυτόν περιέχονται καθιστά τον τελευταίο ως ολότητα. Υπό αυτή τη συνθήκη τα μέρη σύνθεσης της ολότητας είναι μέρη σαφή και διέπονται από προφάνεια, καθώς το ένα μέρος είναι διακριτό από το άλλο. Σαφής ομιλιακή θέση χαρακτηρίζεται ότι περιέχει νοηματική προφάνεια. Άρα αληθινό, πραγματικό και λειτουργικό ως προς την πρόοδο της τάξης και της βιωσιμότητας του όλου, είναι ότι είναι σαφές και διακριτό. Σε μία επιστολή του προς τον Μερσέν ο Descartes στις 31/12/1640 αναφέρει: «μου φαίνεται σαφέστατο ότι η δυνατή ύπαρξη περιέχεται σε καθετί το οποίο κατανοούμε σαφώς επειδή το ίδιο το γεγονός ότι το κατανοούμε σαφώς συνεπάγεται ότι μπορεί να δημιουργηθεί από τον Θεό»[8].
Η λογική της προφάνειας, η εγκαθίδρυση του σταδίου της τάξης και της διακριτότητας των μερών και των λειτουργιών που τα χαρακτηρίζουν, η επιτυχία της αρμονίας μέσω βέβαιων συμπερασμάτων, όπως αυτές οι αρχές αλιεύθηκαν από την καρτεσιανή φιλοσοφία της επιστήμης, αβίαστα συναντιούνται (ενν. οι αρχές) στο mega σύνθημα της αστικής τάξης: τα πάντα φιλτράρονται στη γραμματική της έλλογης ως προς το σκοπό πράξη του κέρδους. Στην καπιταλιστική κοινωνία, όποια επιχείρηση δεν αποδεχθεί αυτό το σύνθημα και δεν το έχει ως προμετωπίδα στην είσοδο του εργασιακού χώρου της, είναι βέβαιο πως θα αφανιστεί. Όπως και ο Parsons σημειώνει, το καπιταλιστικό πνεύμα δεν είναι ένα πνεύμα διεπόμενο από ψυχολογικά ένστικτα ή από κτητική παρόρμηση, «τουναντίον, ταυτίζεται με τον αγώνα για κέρδος μέσα από ένα συνεχές ορθολογικά καθοδηγούμενο καπιταλιστικό πρόγραμμα, έναν αγώνα για το συνεχές ανανεούμενο κέρδος και για αποδοτικότητα. Και έτσι πρέπει να είναι»[9]. Και ο τρόπος με τον οποίο το ορθολογικά καθοδηγούμενο καπιταλιστικό πρόγραμμα διατηρεί το συνεχές του, βρίσκει την πιο ακριβή και ιστορική μεθοδολογική ανάλυση και τυποποίηση στην κοινωνιολογία του Max Weber, ειδικά στις αναφορές περί της νόμιμης εξουσίας με γραφειοκρατικό διοικητικό επιτελείο.
Ο τύπος της γραφειοκρατικής διοίκησης ως νόμιμης εξουσίας χαρακτηρίζεται από την ισχύ του ορθολογικού προγράμματός της, αυτό σημαίνει ότι ο ορθολογικός της χαρακτήρας «στηρίζεται στην πίστη περί του νομότυπου χαρακτήρα θεσπισμένων διατάξεων και του δικαιώματος διατύπωσης οδηγιών από εκείνους που έχουν κληθεί από αυτές τις διατάξεις προς άσκηση της εξουσίας»[10]. Αντιλαμβανόμαστε μέσω της βεμπεριανής διατύπωσης ότι ο σχηματισμός και ο τρόπος με τον οποίο ασκείται ο μηχανισμός της γραφειοκρατίας, είναι ένας μηχανισμός που δημιουργεί συνείδηση καθήκοντος στην οποία ο πράττων είναι υποχρεωμένος να προσανατολίσει τη συμπεριφορά του. Η δημιουργία αυτής της σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμης συμπεριφοράς, λαμβάνει μορφή μέσα από ένα σύνολο κανόνων επιμέλειας της διαγωγής. Στον γραφειοκρατικό μηχανισμό διοίκησης, πραγματικό είναι ότι δεν αντίκειται στην ισχύ των θεσπισμένων διατάξεων περί μίας καθαρής τυπολογίας συνείδησης. Στη βεμπεριανή ανάλυση η διαδικασία της προφάνειας, ολοκληρώνεται με την αβίαστη συνάφεια των ακόλουθων ανα- παραστάσεων.
Η ορθολογική διακυβέρνηση του γραφειοκρατικού μηχανισμού διοίκησης ο οποίος έρχεται να βάλει τάξη στην πολυπλοκότητα ενός ιεραρχικού μοντέλου διεύθυνσης και να επιφέρει τη διακριτότητα των μελών μέσω του καταμερισμού των αρμοδιοτήτων, δίνει προτεραιότητα στην αυστηρή πειθαρχία του καθηκοντολογίου και στον αυστηρό υπηρεσιακό έλεγχο. Η εξειδικευμένη γνώση με την κατοχή τίτλων τυπικής εκπαίδευσης, όπως και ο απρόσωπος- ουδέτερος χαρακτήρας άσκησης των καθηκόντων, αποδίδουν στον γραφειοκρατικό μηχανισμό την καθαρή μορφή άσκησης της εξουσίας του, καθώς οι εντολές και οι διαδικασίες που εκτελούνται δεν επέχουν κίνητρα προσωπικού οφέλους τόσο από την πλευρά του υποκειμένου που δίνει τις εντολές όσο και από την πλευρά του υποκειμένου που τις εκτελεί[11]. Παρατηρούμε σε αυτό το σημείο πως η άνοδος της ισχύος του γραφειοκρατικού μηχανισμού δε συμβιβάζεται σε κανένα επίπεδο με την ύπαρξη κάποιου χαρίσματος ή με τον προσωπικό αγώνα κάποιας ευφυΐας.
Στη βεμπεριανή ανάλυση του μηχανισμού της γραφειοκρατίας τα υποκείμενα νοούνται ως επαγγελματίες ευρισκόμενοι εντός της επιτροπείας ελέγχου του. Εργάζονται χωρίς την επιθυμία ιδιοποίησης της υπηρεσιακής θέσης τους. Ο μη ψυχολογικός εναγκαλισμός υπαλλήλου και θέσης, αναδύει την αξία της ουδέτερης και αμερόληπτης στάσης όπως και την αρχή των ίσων αποστάσεων που είναι υποχρεωμένος ο υπάλληλος να τηρεί τόσο με κάθε ενδιαφερόμενο όσο και με τους υπόλοιπους συναδέλφους του. Ο Weber περί αυτής της στάσης συμπεριφοράς χαρακτηριστικά αναφέρει: «ο ιδεατός υπάλληλος ασκεί την υπηρεσία του sine ira et studio, άνευ μίσους και εμπάθειας, συνεπώς άνευ αγάπης και ενθουσιασμού, υπό την πίεση απλών εννοιών καθήκοντος χωρίς διακρίσεις προσώπων, με τυπικά όμοιο τρόπο για τον καθένα»[12].
Πολύ κοφτά στο σημείο αυτό και τηρουμένων των προαναφερθέντων θέσεων, η συγκολλητική ουσία που καθιστά το μεθοδολογικό πρόγραμμα των Descartes & Weber εκλεκτικά συγγενικό, είναι η αρχή του ορθολογικού υπολογισμού. Οδοδείκτες αποτύπωσης και επιχειρηματολογίας στάθηκαν συγκεκριμένοι τρόποι παραγωγής, δηλαδή τρόποι εγκαθίδρυσης σχέσεων που οδηγούν στην ανάδειξη και στην αναγκαιότητα εφαρμογής της συγκεκριμένης αρχής. Στόχος της εγκαθίδρυσης αυτών των σχέσεων παραγωγής σημειώθηκε στον εντοπισμό μίας δυναμικής, δηλαδή τη δείξη της αναγκαιότητας παραγωγής της προφάνειας και της «διαμερισματοποίησης» των φαινομένων απαλλάσσοντάς τα από τις σχέσεις τους με άλλα φαινόμενα. Σύμφωνα με αυτή τη λογική της παραγωγής και ιστορικά εντασσόμενη σε ένα ανθρωπολογικό πλαίσιο, τόσο η μεθοδολογία για την εύρεση της αλήθειας, όσο και η μεθοδολογία «κοινωνικοποίησης» μίας συνείδησης και μίας συμπεριφοράς, αποτυπώνονται στη βάση κάποιων κοινών μορφών αντικειμενικότητας.
Η κυριαρχία της τυπικής και υπολογιστικής ορθολογικότητας δείχνει να διαπερνά το σύνολο της δυτικής φιλοσοφίας της επιστήμης. Ο ορθολογισμός ως μονάδα μέτρησης και αξιολόγησης τόσο της ίδιας της επιστήμης όσο και της ίδιας της κοινωνικής πράξης, κατέστησε με ευδιάκριτο τρόπο ποιο είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενό της. Ο μαθηματικός θεμελιωτισμός και η προβλεψιμότητα που επιτυγχάνεται μέσω των νόμων περί του τρόπου ύπαρξης των αντικειμένων, τα μαθηματικά πλέον ορίζονται ως η καθολική επιστήμη για την εξήγηση του κόσμου. Στο φορμαλιστικό γιγαντισμό όπου τα πάντα είναι διακριτά με την προϋπόθεση της σαφήνειας των δομών που τα συνέχουν, η επιστημολογία του πλουραλισμού έρχεται να αναδείξει ένα διαφορετικό στυλ πρόσληψης του κόσμου με τα πολλά και διαφορετικά επίπεδα κόσμων που τον χαρακτηρίζουν (ενν. τον κόσμο).
Θεωρητικός οδοδείκτης σε αυτή την προσπάθεια πρόκειται να αποτελέσει η πολιτική επιστημολογία του Paul Feyerabend. Δεν πρόκειται να γίνει μία λεπτομερής ανάλυση του προγράμματός του. Οι λόγοι είναι προφανείς. Αυτό που θα επιχειρηθεί είναι η αποτύπωση της αναγκαιότητας μεταβολισμού της γλωσσικής μονοσημαντότητας του απλού και του διακριτού σε μία σύμπλοκη διαδικασία, δηλαδή με την καθολική συμμετοχή του υποκειμένου στη σύνθετη φύση των πραγμάτων.
Στη φιλοσοφία του Feyerabend, ο ερευνητής συμμετέχει ενεργά. Αυτό σημαίνει πως είναι παρόν και εντός της διαδικασίας. Πιο ειδικά ο συμμετέχων χαρακτηρίζεται από τη δυναμική της πραγματικής του κατάστασης η οποία υπαρξιακά δεν είναι αποκομμένη από μία προηγούμενη κατάσταση. Η διάρκεια της συμμετοχικής παρουσίας είναι βασική συνιστώσα βάσει της οποίας ο Αυστριακός φιλόσοφος και ιστορικός της επιστήμης δομεί την κοσμοθεωρία του[13]. Η διάρκεια της κατάστασης που συγκροτεί το βαθμό συμμετοχής του ερευνητή αποτυπώνει και τις ίδιες τις μεταβολές που ο ίδιος μπορεί να παρουσιάσει μέσα σε αυτό τον τρόπο του υπάρχειν. Υπό αυτή την έννοια ενεργό γίνεται κάτι όταν αποφετιχοποιείται από την κατάσταση του ίδιου και προβλέψιμου είναι. Πράγματι κάτω από αυτή την μεθοδολογική προσέγγιση ο κόσμος δεν υφίσταται ως μία παθητική εκτατότητα και άθυρμα στους καθολικούς νόμους των απλών και διακριτών ιδεών, αλλά ως ικανότητα και φορέας ερεθισμάτων ποικίλλων σχέσεων που συνεχώς επηρεάζουν και επηρεάζονται. Θεωρώ υπό αυτή την άποψη ότι μπορεί να συλληφθεί η έννοια της επιτυχημένης έρευνας όπως ο Feyerabend την εννοεί. Δηλαδή ως μία ενεργή κατάσταση άρνησης στα δοσμένα και κυρίαρχα γενικά πρότυπα σκέψης. Κάτω από αυτή την εξέταση η ουδέτερη παρατηρησιακή γλώσσα χάνει έδαφος, καθώς η άσκηση της μεθοδολογίας βασίζεται στο εύρος της εναλλαγής τεχνασμάτων που θα εκπληρώσουν το σκοπό. Τελικά σημασία έχει «να δρας κατάλληλα από την άποψη των υπαρχουσών και όχι των δυνατών γνώσεων»[14] όπως πολύ εύστοχα προκρίνει ο Feyerabend.
Τέλος θεωρώ πως οι λέξεις: διάρκεια, συμμετοχή, αυθεντική παροντικότητα, συνεχές υπαρξιακών χρονικών καταστάσεων και σύμφωνα με τον τρόπο που εννοιολογικά είναι φορτισμένες από τον Feyerabend, όταν ενταχθούν στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης και ανάλυσης της γραφειοκρατίας, κατά το μάλλον ή ήττον είναι σε θέση να δώσουν ιδιαίτερες θεωρητικές αποτυπώσεις για την υπέρβαση των δυσλειτουργιών της ίδιας της γραφειοκρατίας και ειδικο-αναλυτικές συνιστώσες κατανόησης περί του τρόπου θέσπισης και της συμμόρφωσης του υποκειμένου στους απρόσωπους κανόνες. Η εμμονή να εξοφληθούν όσο γίνεται πιο πιστά όλες οι «συνταγές» του καθηκοντολογίου, οδηγεί το υποκείμενο στην τυπολατρία της οποίας αποτέλεσμα είναι ο κομφορμισμός. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η συρρίκνωση της καινοτομίας και η έλλειψη τόλμης για δημιουργία. Η προσκόλληση στον τύπο και το δέσιμο στα ψυχρά διαδικαστικά ζητήματα, δείχνουν ότι ο πλούτος των σημερινών καπιταλιστικών κοινωνιών του δυτικού πολιτισμού να εμφανίζεται ως ένας σωρός ατελείωτου χαρτοβασιλείου και αριθμών πρωτοκόλλου.
[irp posts=”105569″ ]
[1] Κονδύλης, Π., Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, εκδ: Θεμέλιο, Αθήνα: 2007, σελ. 63
[2] Βλ. στο ίδιο, σελ.76.
[3] Poincare, H., Η λογική του απείρου, Δευκαλίων, Φιλοσοφία και μαθηματικά, 18/1, Ιούνιος 2000, σελ. 84.
[4] Descartes, R., Λόγος περί της μεθόδου, εκδ: Παπαζήση, Αθήνα: 1976, σελ. 19.
[5] Cottingham, J., Φιλοσοφία της επιστήμης, Οι ορθολογιστές, εκδ: Πολύτροπον, Αθήνα: 2003, σελ. 64.
[6] Descartes, R., Οι αρχές της Φιλοσοφίας I &II, εκδ: ΕΚΚΡΕΜΕΣ, Αθήνα: 2012, σελ. 122.
[7] Bachelard, G., Το νέο επιστημονικό πνεύμα, εκδ: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο: 2000, σελ. 143.
[8] Descartes, R., Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, εκδ: ΕΚΚΡΕΜΕΣ, Αθήνα: 2003, σελ. 159.
[9]Πάρσονς, Τ., Καπιταλισμός και αξίες, τα πρώιμα κείμενα, εκδ: Νήσος, Αθήνα: 2008, σελ. 52.
[10] Weber, M., Οικονομία και κοινωνία, τ.1, εκδ: Σαββάλας, Αθήνα: 2005, σελ. 244.
[11] Στο ίδιο, σελ. 249-252.
[12] Βλ. στο ίδιο, σελ. 255.
[13] Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν αναζητώ νέες θεωρίες της επιστήμης, ερωτώ εάν η αναζήτηση τέτοιων θεωριών αποτελεί εύλογο εγχείρημα, και συμπεραίνω πως όχι: η γνώση που χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε και να προαγάγουμε τις επιστήμες δεν προέρχεται από θεωρίες, προέρχεται από τη συμμετοχή». Βλ. Φεγεράμπεντ, Π., Αποχαιρετισμός στον λόγο, εκδ: ΕΚΚΡΕΜΕΣ, Αθήνα: 2002, σελ. 375.
[14] Βλ. στο ίδιο, σελ. 382.
[irp posts=”92119″ ]
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.