Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ δίνει στη δημοσιότητα το νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων με τίτλο: «Η κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα», το οποίο καταγράφει την εξέλιξη της ακρίβειας στη χώρα μας και αποτυπώνει την όξυνση της οικονομικής ανισότητας, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και τις επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, μέσα από την έρευνα υποστηρίζονται μια σειρά από αναγκαίες παρεμβάσεις, οι οποίες στοχεύουν στην προστασία της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Η εξέλιξη της ακρίβειας
Η πορεία του πληθωρισμού αποτελεί πλέον την πιο σημαντική εστία αστάθειας της ελληνικής οικονομίας με σοβαρές κοινωνικές συνέπειες. Ενδογενείς και εξωγενείς αιτίες τροφοδοτούν την κλιμάκωση του πληθωρισμού αυξάνοντας την αβεβαιότητα των προοπτικών της οικονομίας και επιδεινώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης. Τον Σεπτέμβριο ο πληθωρισμός στην ΕΕ ανήλθε σε 10,9% από 10,1% τον Αύγουστο, με μεγάλες ωστόσο διαφορές στις αυξήσεις των τιμών στα κράτη-μέλη (Διάγραμμα 1). Στην Ελλάδα σημειώθηκε αύξηση από 11,2% τον Αύγουστο σε 12,1% τον Σεπτέμβριο, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη άμεσων και αποτελεσματικών παρεμβάσεων αναχαίτισής του.
Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων
Το κύμα της ακρίβειας στην ενέργεια και σε βασικά προϊόντα επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών και στο βιοτικό τους επίπεδο. Από τον Απρίλιο του 2022 και ύστερα η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%. Δεδομένου ότι το ύψος του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, γίνεται αντιληπτό ότι η ακρίβεια έχει συρρικνώσει το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και των οικογενειών τους. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι χειρότερες για εκείνους που εργάζονται με άτυπες μορφές εργασίας λόγω της δυσανάλογης επίδρασης της ακρίβειας στα χαμηλά εισοδήματα. Μια επιπλέον αρνητική επίδραση της μείωσης της αγοραστικής δύναμης αφορά τη δυναμική της κατανάλωσης και της μεγέθυνσης. Η ελληνική οικονομία ουσιαστικά εισέρχεται σε μια περίοδο εξασθένησης του βασικού ενδογενούς προσδιοριστικού παράγοντα της σταθερότητας και της δυναμικής της.
Η ασύμμετρη επίδραση της ακρίβειας γίνεται εμφανής στο Διάγραμμα 7, το οποίο παρουσιάζει την απώλεια αγοραστικής δύναμης ανά εισοδηματικό κλιμάκιο. Ο συνδυασμός αύξησης των τιμών κυρίως σε βασικά αγαθά, όπως είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα, και τα πολύ χαμηλά εισοδήματα εκτινάσσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ έως και 40%. Στο αμέσως επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο (751-1.100 ευρώ) η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι υψηλή (9% έως 14%) αλλά σημαντικά πιο περιορισμένη σε σχέση με το φτωχότερο εισοδηματικό κλιμάκιο, παρ’ ότι η μέση κατανάλωση είναι αρκετά υψηλότερη. Στα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήματος. Εξαίρεση αποτελούν τα μηνιαία εισοδήματα που είναι μεγαλύτερα των 3.500 ευρώ, των οποίων η απώλεια αγοραστικής δύναμης μπορεί και να ξεπερνάει την αντίστοιχη του αμέσως προηγούμενου κλιμακίου (2.801-3.500 ευρώ), επειδή η κατανάλωση στο υψηλότερο κλιμάκιο είναι πολύ μεγαλύτερη του προηγούμενου. Σε κάθε περίπτωση, οι διαφορές στην απώλεια αγοραστικής δύναμης αποκαλύπτουν με εμφατικό τρόπο την άνιση επιβάρυνση που υφίστανται τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού.
Αύξηση των ανισοτήτων
Το Διάγραμμα 10 μάς δείχνει πώς κατανέμουν τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο πιο φτωχό και στο 5ο πιο πλούσιο εισοδηματικό πεμπτημόριο τη συνολική τους καταναλωτική δαπάνη. Από τα στοιχεία παρατηρείται μια αξιοσημείωτη διαφοροποίηση της διάρθρωσης της δαπάνης μεταξύ των νοικοκυριών ανάλογα με το αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν είναι πρώτης ανάγκης ή όχι. Ειδικότερα, όσον αφορά τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό πεμπτημόριο, οι δαπάνες στην ομάδα «στέγαση» αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής τους, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Αντίστοιχα, οι δαπάνες στην ομάδα «τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά» αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιοτέρων.
Υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης έναντι εκείνου των πιο πλούσιων νοικοκυριών έχουν τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό κλιμάκιο και για αγαθά και υπηρεσίες που εντάσσονται στις κατηγορίες «αλκοολούχα ποτά και καπνός» και «επικοινωνία». Αντίθετα, τα πλουσιότερα νοικοκυριά διαθέτουν υψηλότερα ποσοστά δαπάνης σε όλες τις υπόλοιπες καταναλωτικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, οι δαπάνες για μεταφορές αντιπροσωπεύουν το 10,6% της συνολικής τους κατανάλωσης (έναντι 5,2% του 1ου εισοδηματικού πεμπτημορίου), για «ξενοδοχεία, καφέ και εστιατόρια» το 7,3% (έναντι 6% του 1ου πεμπτημορίου), για «άλλες δαπάνες» το 6,6% (έναντι 4,7% του 1ου πεμπτημορίου), για «εκπαίδευση» το 4,6% (έναντι μόλις 1,3% για τα φτωχότερα νοικοκυριά).
ΔΕΛΤΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ – ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Πηγή: inegsee.gr
[irp posts=”127444″ ]
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.