Κοσμέας Κωστής
υποψήφιος διδάκτορας
Πάντειο Πανεπιστήμιο
αντικείμενο Κοινωνική Θεωρία, Πολιτική Φιλοσοφία
Στο προηγούμενό μας άρθρο αναδείξαμε πως αντιλαμβάνεται την αυτονομία ο Jürgen Habermas, ως ηθική αυτονομία, σε σύγκριση με τον Immanuel Kant. Αυτονομία για τον Habermas είναι όταν δίνω στον εαυτό μου έναν νόμο (νόρμα) που έχει καταστεί έγκυρος ενσαρκώνοντας ένα καθολικό ενδιαφέρον-συμφέρον μέσα από μια συμφωνία βασισμένη στη λογική μέσω ηθικού (moral) διαλόγου (Diskurs) και όχι να ακολουθώ απλά τις προσταγές των άλλων ή οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή. Εξού και μιλάμε για αυτονομία ως ηθική αυτονομία. Ο Γερμανός φιλόσοφος ορίζει την αυτονομία ως αυτοκαθορισμό. Ο αυτοκαθορισμός είναι «η κατανόηση του εαυτού μου ως αυτόνομο δρων ον» (Jürgen Habermas, Individuation through Socialization: On Mead’s Theory of Subjectivity στο Postmetaphysical Thinking, μτφρ. William Mark Hohengarten, Polity Press, 1998, σ.192). Αυτοκαθορισμός σημαίνει να κοντρολάρει κανείς τη ζωή του, να έχει κανείς υπό έλεγχο τη ζωή του. Στα Γερμανικά «Selbstbestimmung» έχει και την έννοια του (καθ)ορίζω, αποφασίζω για τον εαυτό μου πχ. «du hast hier nicht zu bestimmen», «εδώ δεν σου πέφτει λόγος». Επίσης, αναφέρεται ο Habermas σε αυτήν ως καθολική όψη του ατόμου δηλ ότι τα άτομα «προσανατολίζονται σε ένα καθολικό πλαίσιο δηλαδή να ενεργούν αυτόνομα».
Η διαφορά σε σύγκριση με τον Kant όπως αναδείξαμε είναι ότι ο τελευταίος αντιλαμβάνεται την ηθική λογική ως διαδικασία μονολόγου, αντίθετα με τον Γερμανό φιλόσοφο που συλλαμβάνει την ηθική ως μια διαδικασία διαλόγου, με την οποία φτάνουμε στη συναίνεση. Και γι’ αυτό η διαλογική ηθική του Habermas είναι μια ανανεωμένη σύγχρονη αντίληψη της καντιανής ηθικής νομοθεσίας, η οποία καθοδηγείται από τα ιδανικά ή τους κανόνες του διαλόγου.
Επιπλέον, όπως υπογραμμίσαμε, αποϋπερβατοποιεί το καντιανό υποκείμενο, ως «λογικό ον» ή «λογικό δρώντα» για το πως παράγεται η ηθική συμπεριφορά, μεταφέροντας τη λογική από το υποκείμενο στη γλώσσα και την επικοινωνία.
Να σημειώσουμε παρενθετικά ότι ο Habermas δεν επικεντρώνεται σε μια θεωρία της αυτονομίας, δεν είναι ο στόχος του αυτός αλλά η αντίληψη της αυτονομίας προκύπτει στο τέλος, ως συμπέρασμα, η δυνατότητα αυτονομίας του υποκειμένου στο έργο του. Για την ακρίβεια θα λέγαμε είναι ένα από τα «συν» που προσφέρει η «ιδανική επικοινωνιακή κοινότητα» ή «απεριόριστη επικοινωνιακή κοινότητα», η έννοια που ανέπτυξε ο Habermas που μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός που μπορεί να εφαρμοστεί επίσημα τόσο για τη ρύθμιση όσο και για την κριτική πραγματικών ομιλιακών καταστάσεων με βάση την αντίληψή του ότι η ανθρώπινη αλληλεπίδραση σε μία από τις θεμελιώδεις μορφές της είναι «επικοινωνιακή» και όχι «στρατηγική» εκ φύσεως – στο βαθμό που στοχεύει στην αμοιβαία κατανόηση και συμφωνία και όχι στην επίτευξη των εγωκεντρικών στόχων των ατόμων και που μια τέτοια κατανόηση και συμφωνία είναι δυνατή μόνο στο βαθμό που η επικοινωνιακή αλληλεπίδραση στην οποία συμμετέχουν τα άτομα αντιστέκεται σε όλες τις μορφές μη ορθολογικού εξαναγκασμού.
Αναφέραμε επίσης ότι από τα γραπτά του Habermas προκύπτει και μια 2η όψη της αυτονομίας. Στο «Theory of Communicative Action, VTWO» γράφει:
«Ας φανταστούμε τα άτομα να κοινωνικοποιούνται ως μέλη μιας ιδανικής επικοινωνικής κοινότητας· θα αποκτούσαν στον ίδιο βαθμό μια ταυτότητα με δύο συμπληρωματικές όψεις: μια καθολική, μια συγκεκριμενοποιητική. Από την άλλη, αυτά τα άτομα που ανατράφηκαν υπό εξιδανικευμένες συνθήκες μαθαίνουν να προσανατολίζονται σε ένα καθολικό πλαίσιο δηλαδή να ενεργούν αυτόνομα. Από την άλλη, μαθαίνουν να χρησιμοποιούν αυτή την αυτονομία που τους κάνει ίσους με κάθε άλλο ηθικά ενεργών υποκείμενο, για να αναπτυχθούν στην υποκειμενικότητα και τη μοναδικότητά τους. Ο Mead αποδίδει τόσο την αυτονομία όσο και τη δύναμη της αυθόρμητης αυτοπραγμάτωσης σε κάθε άτομο που, στον επαναστατικό ρόλο του συμμετέχοντος στον καθολικό λόγο, απελευθερώνεται από τα δεσμά των συνηθισμένων, πραγματικών συνθηκών ζωής.» (σ.97)
Άρα αυτονομία είναι το να προσανατολίζεσαι σε ένα καθολικό πλαίσιο αλλά και να αναπτύσσεις την υποκειμενικότητα και τη μοναδικότητά σου, αυτό που λέει ο Habermas αυτοπραγμάτωση (Selbstverwirklichung) ή εξατομίκευση (Individuierung) ή συνειδητά βιωμένος βίος ή συνειδητή διαγωγή της ζωής. Η αυτονομία και η αυτοπραγμάτωση είναι οι δύο κατηγορίες που απαρτίζουν για τον Habermas την έννοια της ατομικής ελευθερίας, αφού, αν και μερικές φορές χρησιμοποιεί τους όρους «ελευθερία», «αυτοκαθορισμό» ή «αυτονομία» εναλλακτικά, συνήθως διευκρινίζει ότι η αυτονομία είναι η ηθική πτυχή της ελευθερίας, ενώ η αυτοπραγμάτωση είναι η ethical ή αισθητική πτυχή της. Επομένως, μπορούμε να μιλήσουμε για τη δεύτερη όψη που μπορούμε να αναπτυχθούμε στην υποκειμενικότητα και τη μοναδικότητά μας, τη συγκεκριμενοποιητική, ως ethical αυτονομία. Στην ethical (Ethiken) με άλλα λόγια, στη συγκεκριμενοποιητική ή της αυτοπραγμάτωσης ή της εξατομίκευσης ή του συνειδητά βιωμένου βίου κτλ, ένα άτομο βασικά κάνει έκκληση κατά κάποιο τρόπο στο τι ακριβώς τον ενδιαφέρει και τι είδους άτομο θέλει να είναι το ίδιο (σε αντίθεση με το τι πρέπει να θέλουν όλοι οι ορθολογικοί φορείς στην ηθική αυτονομία), και τουλάχιστον στο βαθμό που δεν παραβιάζονται οι ηθικές νόρμες, της καθολικοποιητικής. Ο Habermas λέει πολλές φορές γι αυτήν ότι σχετίζεται με όλα τα ζητήματα της «καλής ζωής» («guten Lebens»). (βλ. Jürgen Habermas, Moral und Sittlichkeit Hegels Kantkritik im Lichte der Diskursethik, Mercury, Νο. 442, Δεκέμβριος 1985). Στην περίπτωση αυτή δεν μας νοιάζει να συμφωνήσουν όλοι μαζί μας επί τη βάση του βαθμού αποδοχής από όλους συγκεκριμένων νορμών και αρχών αλλά στο να αναγνωρίσουν τις αξιώσεις μας για μοναδικότητα και αναντικαταστατοσύνη (Einzigartigkeit und Unvertretbarkeit). Και για να αναγνωρίσουν τις αξιώσεις μας αυτές χρειάζεται εγώ να λαμβάνω συνειδητά την ιστορία της ζωής μου, με άλλα λόγια κάποιος που παρουσιάζει μια επιλεγμένη εικόνα του παρελθόντος του ή αρνείται να αναλάβει την υπευθυνότητα για παλιότερες πράξεις του – κάτι για το οποίο ο Habermas κοινώς κατηγορεί τον Martin Heidegger όσον αφορά το ναζιστικό του παρελθόν- παρουσιάζει έναν εαυτό προς αναγνώριση για τον οποίο δεν μπορεί στην πραγματικότητα να θέσει μια αποδεκτή αξίωση. Και μια αποδεκτή αξίωση για την ίδια την ατομικότητα, του «ποιος θέλω να είμαι», σχετίζεται με την εγγύηση που δίνω συνειδητά υπό το φως ενός θεωρούμενου ατομικού σχεδίου ζωής για τη συνέχεια της ιστορίας της ζωής μου (ItS, σ.186) Εγγύηση (Bürgschaft) με την έννοια της προθυμίας και της ικανότητας να παρέχω λόγους προς υποστήριξη του τι λέω αν χρειαστεί.
Η εναλλακτική αντίληψη της αναγνώρισης που προβάλλει εδώ ο Habermas δείχνει ότι η ταυτότητά μου ως ethical αυτόνομος δρων εξαρτάται απλά από την αναγνώριση από τους άλλους της ικανότητάς μου να εισέλθω σε ένα διάλογο σχετικά με την εγκυρότητα των όσων λέω, να λογοδοτήσω. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση διασφαλίζεται έτσι η σύνδεση μεταξύ υποκειμενικότητας και διυποκειμενικότητας όπως και στην πρώτη δίχως όμως να δίνει στους άλλους την εξουσιοδότηση να κρίνουν την αλήθεια ή την ορθότητα τού τι πιστεύει στην πραγματικότητα ή κάνει κανείς.
«Στην επικοινωνιακή δράση, ο καταλογισμός [στους άλλους] του αυτοκαθορισμού και της αυτοπραγμάτωσης διατηρεί μια αυστηρά διυποκειμενική λογική: όποιος κρίνει και ενεργεί ηθικά πρέπει να αναμένει τη συμφωνία της απεριόριστης επικοινωνιακής κοινότητας, όποιος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σε μια ιστορία ζωής για την οποία η ευθύνη αναλαμβάνεται πρέπει να αναμένει την αναγνώριση της απεριόριστης επικοινωνιακής κοινότητας. Αντίστοιχα, κάθε όψη της ταυτότητάς μου, δηλαδή η κατανόηση του εαυτού μου ως αυτόνομο δρων και εξατομικευμένο ον-μπορεί να σταθεροποιηθεί μόνο αν αναγνωρίζομαι ως τέτοιος.» (ItS, σ.233)
Η δεύτερη αυτή αντίληψη της αυτονομίας του Habermas είναι ιδιαίτερα προσφιλής διότι αναγνωρίζει τη συνδεσιμότητα του εαυτού με πολλαπλά πλαίσια και τη χειροπιαστή σωματο-συναισθηματική ταυτότητα, καθώς επίσης την ορθολογική λογοδοσία/ανάληψη ευθύνης, και επιτρέπει τη ρευστότητα και την αδιαφάνεια του εαυτού, καθώς επίσης και τις ικανότητές του για συνοχή και κοινωνική ενσωμάτωση, τόσο στο φεμινισμό όσο και ευρύτερα στο πλαίσιο των μεταμοντέρνων αντίληψεων της ταυτότητας του εαυτού και θεωρούμε ότι μπορεί να ανοίξει μια συζήτηση στο πλαίσιό τους, αλλά και των θεωριών αυτονομίας, όπως του Κορνήλιου Καστοριάδη κάτι που επιχειρούμε στη διδακτορική μας διατριβή.
Σημασία επίσης έχει να κρατήσουμε ότι η επίτευξη της αυτονομίας στον Habermas είναι διυποκειμενικό εγχείρημα. Αυτό σημαίνει ότι η αυτονομία όχι μόνο επιτυγχάνεται, ή «κλειδώνει» να το πούμε απλά, διαλογικά, όπως αναφέραμε, αλλά και διαμορφώνεται στη διαδρομή από έξω προς τα μέσα, όχι από έναν «Εαυτό» του γνωστικού και ηθικού υποκειμένου στις σχέσεις με τον εαυτό του, ως «maître et possesseur», ως κυρίαρχο και πανίσχυρο υποκείμενο. Η στροφή του Habermas σε ένα διυποκειμενικό τρόπο να βλέπεις τα πράγματα σημαίνει αλλαγή προοπτικών. Κεντρική φιγούρα όπως λέει ο ίδιος, δεν είναι πλέον το απομονωμένο υποκείμενο, το οποίο αντιπαρατίθεται σε έναν κόσμο που το ίδιο κατασκευάζει, αλλά η αλληλεπενέργεια κοινωνικοποιημένων ατόμων, τα οποία συννενοούνται μεταξύ τους για κάτι μέσα στον κόσμο και τα οποία μπορούν να αναπτύξουν σχέσεις με τον εαυτό τους μέσω επικοινωνιακών επαφών με τους άλλους. (Διάλογος του 1993 στο Θ.Γεωργίου, Ο Jürgen Habermas και το πνεύμα της εποχής μας, Εριφυλη, Αθήναι 2001) Είναι αυτό που ο Habermas αποκαλεί στροφή στο «παράδειγμα» της συνεννόησης (Jürgen Habermas, Ο Φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας, μτφρ. Λ.Αναγνώστου, Α.Καραστάθη, Εκδ.Αλεξάνδρεια, σ.365) ή «παράδειγμα» του επικοινωνιακού Λόγου (ό.π. σ.371). Ταγός σε αυτή τη στροφή δεν είναι μόνο η γλωσσολογία αλλά και ο Αμερικανός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και ψυχολόγος George Herbert Mead, ένα από τα βασικά πρόσωπα στην ανάπτυξη του πραγματισμού και ένας από τους ιδρυτές της συμβολικής αλληλεπίδρασης, για τα οποία θα μιλήσουμε σε άλλο άρθρο.
Ένα ακόμα που πρέπει να έχουμε υπόψη μας όσον αφορά την επίτευξη της αυτονομίας είναι ότι δεν είναι μόνο ένα διυποκειμενικό εγχείρημα αλλά εξαρτάται από εξελίξεις στις κοινωνικο-ψυχολογικο-ηθικο-πολιτικές δομές. Δηλ κατά τις εξελίξεις αυτές, τα άτομα χρειάζεται να αναπτύξουν συγκεκριμένες ικανότητες αυτονομίας προκειμένου να ανταπεξέλθουν και να καθοδηγηθούν στον ολοένα και πιο σύνθετο κοινωνικό κόσμο. Όπως γράφει ο Habermas, «Από τη σκοπιά των ατόμων που επηρεάζονται από αυτήν, η διαδικασία της κοινωνικής εξατομίκευσης έχει δύο διαφορετικές όψεις. Σε έναν αυξανόμενο βαθμό, τόσο η αυτονομία όσο και η συνειδητή διαγωγή της ζωής τούς καταλογίζονται πολιτισμικά και απαιτούνται θεσμικά από αυτά.» Με άλλα λόγια, για την καλύτερη διαχείριση αυτού του σταδίου στο οποίο έχουν υπεισέλθει οι μοντέρνες κοινωνίες – ένα χαρακτηριστικό τους είναι η κοινωνική εξατομίκευση που ο Habermas θεωρεί ότι ο Mead το συνέλαβε πιο σωστά ως διαφοροποίηση στη δομή των ρόλων, αφενός, και σχηματισμού συνείδησης και απόκτησης αυτονομίας από άτομα που κοινωνικοποιούνται σε ολοένα και πιο διαφοροποιημένες συνθήκες, αφετέρου – , καθίσταται αναγκαία μια μετασυμβατική ταυτότητα όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο δηλ η ταυτότητα που κρύβει την αυτονομία του ατόμου – στις δύο διαστάσεις την ηθική (moral) και την ethical.