Κωστής Κοσμέας
Υποψήφιος διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου
Με αφορμή την ομιλία μου “Η νέα προσέγγιση του Habermas στην Κριτική Θεωρία” στο “Συνέδριο: Κριτική Θεωρία συνέχειες και ασυνέχειες” το οποίο διεξήχθη 12-14 Οκτωβρίου 2023 στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών, και για να καταγραφεί κάπου αυτή η συζήτηση που το περιέλαβε, θα καταγράψω περιληπτικά τη σχέση του Habermas με την κριτική θεωρία και γιατί η κοινωνική θεωρία του είναι κριτική θεωρία όπως και τη θέση του για την κριτική της ιδεολογίας.
Η συμβολή του Habermas ως προς την κριτική θεωρία είναι υποτιμημένη και αυτό που επιχείρησα να δείξω είναι πώς το πιο ώριμο έργο του όσον αφορά την επικοινωνιακή ορθολογικότητα, που είναι και αυτό το οποίο δεν έχει συζητηθεί ευρέως στη χώρα μας, παρότι διαφοροποιείται από την “πεπατημένη” των προκατόχων του στη Σχολή της Φρανκφούρτης εντούτοις διατηρεί και ανανεώνει τον κριτικό χαρακτήρα της.
Ο Habermas όπως ανέφερα αντιμετωπίζει ως εξής το πρόβλημα των προκατόχων του.
Αν με τη “Διαλεκτική του Διαφωτισμού” (1944) οι Horkheimer και Adorno υποστήριξαν ότι η εξύμνηση του λόγου από τους στοχαστές του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα οδήγησε στην ολοένα και μεγαλύτερη επικράτηση τεχνολογικά εξελιγμένων αλλά καταπιεστικών και απάνθρωπων τρόπων διακυβέρνησης που αποτέλεσαν το πρότυπο στον 20ο αιώνα για το φασισμό και τον ολοκληρωτισμό, αντί να απελευθερώσει όπως το συμπυκνώνει πολύ όμορφα ο James Gordon Finlayson (στο Habermas: A Very Short Introduction, Oxford University Press, 2005 σ.7) ο Διαφωτισμός τον άνθρωπο, τον φυλάκισε στην εξαθλίωση, τη βαρβαρότητα και τη βία, για τον νεαρό Habermas, η απαισιοδοξία αυτή θόλωνε το στόχο της κοινωνικής τους θεωρίας: την κριτική ανάλυση. Δηλ “αν ο Διαφωτισμός που θα έφερνε στους ανθρώπους ελευθερία και ευμάρεια ήταν εξαρχής προορισμένος να φέρει την ανελευθερία και τη δυστυχία τότε η κριτική θεωρία δεν είχε αντίκρισμα καθώς αυτοαναιρείτο.” (ό.π.)
Η πρώτη απάντηση έρχεται με το Δομικός Μετασχηματισμός της Δημόσιας Σφαίρας (1962) (Strukturwandel der Öffentlichkeit. Untersuchungen zu einer Kategorie der bürgerlichen Gesellschaft) που στα Γερμανικά ωστόσο το Strukturwandel σημαίνει δομική αλλαγή και το Öffentlichkeit σημαίνει ανοιχτότητα/δημοσιότητα, στο οποίο μένοντας πιστός στο αρχικό πνεύμα της Σχολής της Φρανκφούρτης έρχεται με μια περισσότερο ήπια και λιγότερο απαισιόδοξη επιστημονική προσέγγιση του Διαφωτισμού, να διασώσει το στόχο της κοινωνικής τους θεωρίας και να φωτίσει τις ίδιες τις δυνατότητες της κοινωνίας ως προς την αλλαγή.
Η δεύτερη και πιο ώριμη απάντησή στην οποία και στάθηκα έρχεται μετά τη στροφή του στη γλώσσα και τον αμερικανικό πραγματισμό. Με το δίτομο magnus opus του Theorie des kommunikativen Handelns (1981), όπου επιχειρεί να βρει έναν τρόπο να θεμελιώσει τις κοινωνικές επιστήμες σε μια θεωρία της γλώσσας, και με την έννοια του Βιόκοσμου (Lebenswelt), του Συστήματος (System) στο δεύτερο τόμο, της εργαλειακής και επικοινωνιακής δράσης, τον αποικισμό του Βιόκοσμου, των αξιώσεων εγκυρότητας (Geltungsansprüche) άλλα και της Diskursethik, όπου συμπληρώνει και ολοκληρώνει το θεωρητικό του πλαίσιο, επιχειρεί να αναδομήσει μια έννοια του λόγου που δεν στηρίζεται σε εργαλειακούς ή αντικειμενιστικούς όρους άλλα μάλλον σε μια χειραφετητική επικοινωνιακή δράση. Και επομένως, οι κοινωνικές και πολιτικές ρυθμίσεις μπορούν να επικριθούν από μια σκοπιά που δεν εξαρτάται από καθαρά υποκειμενικές εκτιμήσεις αλλά από ένα καθολικό κύρος διότι η επικοινωνιακή δράση συνεπάγεται την ύπαρξη μιας αντίληψης περί οικουμενικής ηθικής.
Ποιος είναι αυτός ο λόγος που προσπαθεί να αναδομήσει; Που υπάρχει;
Καταρχάς πρέπει να εξηγήσουμε πως αντιλαμβάνεται ο Habermas το λόγο, διότι η έννοια με την οποία τον κατανοεί ο κάθε φιλόσοφος και ξετυλίγει το επιχείρημά του διαφέρει από τον έναν στον άλλον και πολλές φορές κάτω από τη λέξη λόγο δημιουργούνται πολλές συγχύσεις.
Ο Habermas αντιλαμβάνεται το λόγο με την έννοια της ιδιότητας του να καθοδηγείται από λόγους ή να είναι λογικό π.χ. ένα άτομο που ενεργεί λογικά έχει καλούς λόγους γι’ αυτό που κάνει. Αυτό συνήθως υπαινίσσεται ότι λογάριασε τις πιθανές συνέπειες της δράσης του και το στόχο που υποτίθεται ότι θα πετύχει.
Ο Habermas υποθέτει ότι κάθε δράση είναι ορθολογική. Αλλά διαφορετικοί τύποι δράσης περιλαμβάνουν διαφορετικά είδη ορθολογικότητας—εργαλειακής και επικοινωνιακής. Παραδέχεται επίσης ότι κάθε δράση είναι σε γενικές γραμμές τελεολογική, αλλά ισχυρίζεται ότι ενώ οι εργαλειακές και στρατηγικές δράσεις προσανατολίζονται στην πρακτική επιτυχία, η επικοινωνιακή δράση προσανατολίζεται στη συναίνεση ή την επίτευξη κατανόησης/συμφωνίας.
Σύμφωνα με τη θεωρία του, η δυνατότητα για ορισμένα είδη λογικής είναι εγγενής στην ίδια την επικοινωνία.
Με βάση αυτό, προσπάθησε να επισημοποιήσει αυτή τη δυνατότητα με ρητούς όρους. Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, τα φαινόμενα που πρέπει να ληφθούν υπόψη από τη θεωρία είναι οι “ενστικτώδεις κανόνες που κυριαρχούν για την επίτευξη κατανόησης και διεξαγωγής επιχειρημάτων”, που διακατέχονται από υποκείμενα που είναι ικανά για ομιλία και δράση. (Habermas, Jürgen, Communication and the Evolution of society, Beacon Press, 1979, σ.18).
Επεκτείνοντας λοιπόν την ορθολογικότητα πέρα από την ορθολογικότητα ως προς το σκοπό του Weber, επικρίνοντας τον ότι η ανάλυσή του της κοινωνικής δράσης είναι περιοριστική διότι βασίζεται σε ένα απομονωμένο δρων υποκείμενο και δεν αφήνει χώρο για συντονιστικές δράσεις που είναι εγγενείς σε ένα κοινωνικό σώμα, ο Habermas είναι σε θέση έτσι να αντισταθεί στο βεμπεριανό συμπέρασμα που ήταν ελκυστικό για τους Horkheimer και Adorno: ότι ο αυξανόμενος “εξορθολογισμός” της νεωτερικότητας απέδωσε έναν κόσμο στερούμενου νοήματος, οι άνθρωποι επικεντρώνονταν στον έλεγχο για τους δικούς τους ατομικούς σκοπούς, και ότι η εξάπλωση της διαφωτιστικής ορθολογικότητας πήγε εννοιολογικά χέρι-χέρι με την κυριαρχία.
Ο Habermas λοιπόν με μια λιγότερο απαισιόδοξη εικόνα του Διαφωτισμού από τους Horkheimer και Adorno υποστήριξε ότι μια εικόνα της ορθολογικότητας του Διαφωτισμού που είναι συνυφασμένη με την κυριαρχία προκύπτει μόνο εάν συγχέουμε την εργαλειακή ορθολογικότητα δηλ. την ορθολογικότητα που αφορά την προσαρμογή των μέσων σε σκοπούς, με την ορθολογικότητα καθαυτή – εάν ο τεχνικός έλεγχος μπερδεύεται λανθασμένα με την ολότητα της επικοινωνίας.
Δηλ. με απλά λόγια η εργαλειακή ορθολογικότητα δεν είναι κάτι κακό, όπως ας πούμε θα θεωρούσαν οι Horkheimer και Adorno. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Δίχως αυτήν, δεν θα μπορούσαμε να ευδοκιμήσουμε στον κόσμο. Όμως η εργαλειακή ορθολογικότητα δεν είναι το Α και το Ω και ο απώτερος σκοπός της ορθολογικότητας. Σίγουρα δεν είναι αρκετή για να εδραιώσει την κοινωνική ευταξία, το αίσθημα ότι ανήκει κάποιος κάπου, την κοινωνική σταθερότητα, τη δημοκρατία κτλ. κτλ. Και εδώ είναι που μπαίνει η επικοινωνιακή ορθολογικότητα.
Με τα λόγια του ίδιου του Habermas: “Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο προέκυψε ἡ εἰκόνα μιας γραμμικῆς ἱστορίας τῆς παρακμῆς, ἡ ὁποία δὲν λαμβάνει υπόψη της τὸ πολύπλοκο παιχνίδι τάσεων καὶ ἀντιθέσεων. ᾿Απὸ τὴ μιὰ ἐνσωματώνεται στις περιοχὲς τῆς οἰκονομίας καὶ τῆς κρατικής γραφειοκρατίας – οἱ ὁποῖες καθοδηγοῦνται ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ χρήματος καὶ τῆς δύναμης ἀντιστοίχως – ἡ συστηματική ορθολογικότητα, τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε μὲ τὸ μοντέλο τοῦ ὀρθολογικοῦ ὡς πρὸς τὸ σκοπὸ πράττειν. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐνσωματώνεται στις πρακτικές του κοινωνικοῦ βιοκόσμου ἡ ἐπικοινωνιακή ορθολογικότητα, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ ἀνάγεται στὴν ἐργαλειακὴ ὀρθολογικότητα. Η επικοινωνιακή ορθολογικότητα ἀρθρώνεται στις μοντέρνες ἰδέες τοῦ αὐτοκαθορισμοῦ καὶ τῆς αὐτοπραγμάτωσης, τῆς ιδιωτικῆς αὐτονομίας, τῆς αὐτονομίας τοῦ πολίτη, τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας. Ἐὰν κανεὶς ἐξετάσει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο διαπλέκονται οἱ δύο αὐτοί τύποι ὀρθολογικότητας, ὁ λειτουργικὸς καὶ ὁ ἐπικοινωνιακός, τότε θα έχει μπροστά του τη στερεοσκοπική εικόνα των διαδικασιών έκμοντερνισμοῦ, οἱ ὁποῖες μπορεῖ νὰ ἐκτροχιασθοῦν μόνον ἐὰν δὲν διορθώνονται στοχαστικὰ τὰ ἀποτελέσματά τους.” (Διάλογος του 1993 στο Γεωργίου, Θεόδωρος, Ο Jürgen Habermas και το Πνεύμα της Εποχής μας, Εριφύλη, Αθήναι 2001, σ.46).
Άρα ο Habermas έρχεται να παρέχει μία όχι και τόσο μονομερή και απαισιόδοξη εικόνα του εγχειρήματος του Διαφωτισμού και αυτός ο λόγος υπάρχει στην επικοινωνία και το διάλογο (Diskurs). Από τις διαλογικές ιδιότητες της ανθρώπινης επικοινωνίας, στην οποία ομιλητής και ακροατής προσανατολίζονται αναγκαστικά στο καθήκον της αμοιβαίας κατανόησης, απορρέουν τα συναινετικά και κανονιστικά αιτήματα, θεμελιώνοντας έτσι το ρόλο του οικουμενικού λόγου στην καθημερινή ζωή.
Τί μπορεί να κάνει αυτός ο λόγος και πώς μπορούν να επικριθούν οι κοινωνικές και πολιτικές ρυθμίσεις αν βασιστούμε σε αυτόν;
Όπως λέει ο Habermas στην ίδια συνέντευξη: “Ζούμε σὲ πολυφωνικές κοινωνίες μὲ συγκρουόμενες ἑρμηνείες περὶ κόσμου· […] Οἱ ἀξίες δὲν ἔχουν τίποτε τὸ ἀντικειμενικό, καθρεπτίζουν τις δικές μας ἀξιολογήσεις· στοὺς ἀξιακούς προσανατολισμούς μας ἐκφράζονται προσωπικές ἐκτιμήσεις. Ο Λόγος ἑπομένως, σ’ αὐτὴ τὴν πλήρη ἀξιολογήσεων περιοχή, δὲν ἐγγυᾶται οὐσιαστικὲς ἀπόψεις οὔτε ἔχει περιεχόμενα· μᾶς προμηθεύει διαδικασίες καὶ μεθόδους, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ ἐπεξεργασθοῦμε περισσότερο ή λιγότερο ορθολογικὰ τέτοια προβλήματα. Τη θέση τῶν ἐννοιῶν τοῦ οὐσιαστικοῦ Λόγου κατέχουν σήμερα διαδικαστικὲς ἀντιλήψεις. Αντί λοιπὸν νὰ πεῖ κανεὶς εὐθέως τί εἶναι λογικό, ἐρευνᾶ τις διαδικασίες τῆς συνεννόησης, δηλ. τις συνθήκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε, κατὰ τρόπο διυποκειμενικὸ μὲ ἐλεύθερες καὶ δημόσιες συζητήσεις, μια λογική συνεννόηση. Η δημοκρατία καὶ τὸ κράτος δικαίου στηρίζονται σὲ θεσμοθετήσεις τέτοιων διαδικασιῶν γιὰ τὸν διαλογικό σχηματισμό γνώμης μέσω ρυθμίσεων, οἱ ὁποῖες μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ζοῦμε μὲ διαφωνίες χωρίς βία. Αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὴν ὄψη ἐκείνη τῆς χρήσης τῆς γλώσσας ἡ ὁποία συνδέεται μὲ τὴ συνεννόηση, τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὸ ἐπικοινωνιακό πράττειν. Γι’ αὐτὸ ἡ θεωρία τοῦ ἐπικοινωνιακού πράττειν προσφέρει τὸ κλειδὶ γιὰ τὸ ὀρθολογικό δυναμικό, τὸ ὁποῖο περιέχεται στὸ πλέγμα τῶν ἐπικοινωνιακῶν καθημερινῶν πρακτικῶν μας.” (ό.π. σ.45)
Επομένως, γιατί είναι κριτική η κοινωνική του θεωρία συνοπτικά; Διότι, προσφέρει απαντήσεις στα ερωτήματα, όπως το συνοψίζει στο τέλος του βιβλίου του ο Finlayson, “ποια είναι η υποκείμενη αιτία των παθολογιών της μοντέρνας κοινωνικής ζωής; Γιατί οι άνθρωποι αποδέχονται και διατηρούν εν γένει κοινωνικά συστήματα που δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους; Ποιες είναι οι πιο σοβαρές σύγχρονες απειλές ως προς τη διατήρηση του βιόκοσμου; Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν;
Τα συστήματα, δηλαδή οι αγορές και η διοίκηση, επεκτείνονται και αποικίζουν το βιόκοσμο. Ο τελευταίος αποτελεί το χώρο της επικοινωνιακής δράσης και του διαλόγου, από τις οποίες εξαρτώνται και τα εν λόγω συστήματα. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να υιοθετήσουν πρότυπα ενόργανης και στρατηγικής δράσης και απομακρύνονται από τους απώτερους στόχους τους. Συνεπώς, βιώνουν την απώλεια νοήματος και αυτονομίας. Ο βιόκοσμος πρέπει να μείνει αλώβητος και οι αρνητικές συνέπειες της εισβολής των συστημάτων σε ξένα ως προς αυτά πεδία θα πρέπει να μετριαστούν.” (ό.π. σ.140)
Το κατηγορικό μέσο εν ολίγοις όπως το συνοψίζει πολύ όμορφα σε μια συνέντευξη του με τον Habermas ο Axel Honneth “για να διορθωθεί το κανονιστικό ελάττωμα της κριτικής θεωρίας είναι λοιπόν μια έννοια της επικοινωνιακής κατανόησης, που βασίζεται στη γλωσσολογική θεωρία.” (Habermas, Autonomy & Solidarity, Interviews with Jürgen Habermas, Verso 1986)
Το δεύτερο που θα καταγράψω είναι η θέση του Habermas όσον αφορά την κριτική της ιδεολογίας.
Προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα αφού μιλάμε για κριτική θεωρία. Τι γίνεται με την κριτική της ιδεολογίας; Έχει ο Habermas μια θέση ως προς αυτήν;
Ο Habermas έχει μια θέση ως προς αυτήν όπως απάντησα σε ερώτηση συνέδρου, ωστόσο αναμορφώνεται στη θεωρία του η ίδια η έννοια της ιδεολογίας και της ιδεολογικής κριτικής μέσω της διάκρισης επικοινωνιακής-εργαλειακής δράσης που αναφέραμε πρωτύτερα.
Τι εννοούμε; Πολύ συνοπτικά, η αρχική αντίληψη της ιδεολογίας από τον Marx, Engels κτλ είχε να κάνει με το ερώτημα γιατί οι φορείς είναι τόσο έτοιμοι να διατηρήσουν και να αναπαράγουν θεσμούς που παρακωλύουν ή ακόμη και αποτρέπουν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Η απάντηση που δίνουν είναι ότι τέτοιες ομάδες συμπεριφέρονται παράλογα, επειδή έχουν ψευδείς πεποιθήσεις σχετικά με το ποια είναι τα αληθινά τους συμφέροντα – αν και ο Marx γενικά δεν χρησιμοποίησε στα γραπτά του τον όρο “ψευδής συνείδηση”, ενώ ο Engels τον χρησιμοποίησε αργότερα σε επιστολή του (γύρω στο 1893), ο τρόπος που σκιαγραφούν την “ιδεολογία” παραπέμπει ακριβώς σε αυτό.
Πώς αναμορφώνεται η έννοια της ιδεολογίας και της ιδεολογικής κριτικής;
Για τον Habermas, η απάντηση δεν είναι ότι οι φορείς, εν αγνοία τους, συμπεριφέρονται παράλογα: οι φορείς εξακολουθούν να συμπεριφέρονται ορθολογικά αλλά είναι ότι διοχετεύονται από οικονομικά και διοικητικά συστήματα σε ορισμένα πρότυπα εργαλειακής ορθολογικής συμπεριφοράς. Τα καταπιεστικά κοινωνικά συστήματα επιβιώνουν, όχι επειδή τα άτομα συμπεριφέρονται παράλογα, επειδή έχουν ψευδείς πεποιθήσεις σχετικά με το ποια είναι τα αληθινά τους συμφέροντα κτλ, αλλά επειδή οι δράσεις τους εμπίπτουν σε προκαθορισμένα, περίπλοκα σύνθετα πρότυπα εργαλειακής λογικής.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.