Ελένη Χρυσουλάκη, Δικηγόρος LLM, Μέλος ΕλΕΔΑ
Τον Ιούνιο του 2025 συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Πρόκειται για το Σύνταγμα που έθεσε τις βάσεις για ένα δημοκρατικό και φιλελεύθερο πολίτευμα, έστω και με καθυστέρηση τριάντα ετών σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Μία από τις βασικές ιδιαιτερότητες του Συντάγματος, που το διαφοροποιούν σε σχέση με όλα τα προϊσχύσαντα ελληνικά Συντάγματα, αλλά και πολλά δυτικοευρωπαϊκά Συντάγματα, είναι η σύζευξη μεταξύ του κλασικού Κράτους Δικαίου, που κατοχυρώνει μια σειρά θεμελιωδών δικαιωμάτων, με την αρχή του Κοινωνικού Κράτους, η οποία προωθεί τον κρατικό παρεμβατισμό, ιδίως στο πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας. Με γνώμονα τη σύνδεση αυτή, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο που απομακρύνεται από τον κλασικό ατομοκεντρικό φιλελευθερισμό και προσεγγίζει ένα ανθρωποκεντρικό πρότυπο, το οποίο αντικατοπτρίζεται στις ίδιες τις διατάξεις του Συντάγματος, όπως το άρθρο 2 § 1 («O σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»), όπου γίνεται αναφορά στην –έννοια γένους- «αξία» του ανθρώπου και όχι στην –έννοια είδους- «αξιοπρέπεια» (όπως π.χ. στον Θεμελιώδη Νόμο της Βόννης), και το άρθρο 5 § 1 («Kαθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη»). Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, μετά την αναθεώρηση του 2001, η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου καθιερώθηκε και ρητά στο άρθρο 25 § 1 εδ. α΄, σύμφωνα με το οποίο: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους». Μολονότι, με μια ταχεία ανάγνωση, τα δύο αυτά στοιχεία (ατομικά δικαιώματα – κρατική παρέμβαση) φαινομενικά συγκρούονται, στην πράξη διαμορφώνουν ένα ενιαίο πλαίσιο που εγγυάται τον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών και, συνάμα, ευνοεί την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός, διασφαλίζοντας την κοινωνική ισορροπία και συνοχή.
Για την καλύτερη κατανόηση των σκοπών που επιδίωξε ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη τα δεδομένα εκείνης της εποχής, όπως η έξοδος της χώρας από μια μακρά περίοδο πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων που είχαν οδηγήσει στην επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, το αίτημα της κοινωνίας για εκδημοκρατισμό και κοινωνική δικαιοσύνη, τα σοβαρά γεωπολιτικής φύσης προβλήματα με την Τουρκία, ένεκα της αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και της εισβολής στην Κύπρο, η επικείμενη ένταξη στις τότε ευρωπαϊκές κοινότητες (ΕΟΚ, ΕΚΑΕ, ΕΚΑΧ), καθώς και η διαχείριση του πληθωρισμού και της πετρελαϊκής κρίσης. Προς αντιμετώπιση των προαναφερθέντων ζητημάτων, οι κυβερνήσεις, κατά την πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης, ακολούθησαν ένα παρεμβατικό κεϋνσιανό μοντέλο στην οικονομική πολιτική, μέσω της εθνικοποίησης εταιρειών που είχαν μονοπωλιακό χαρακτήρα ή της παρέμβασης για τη διάσωση των λεγόμενων «προβληματικών επιχειρήσεων», αλλά και μία επεκτατική κοινωνική πολιτική που –σε μεγάλο βαθμό- χαρακτηριζόταν από τη λογική παροχών υπέρ των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων του πληθυσμού[1]. Έτσι, με σημείο αναφοράς τη δεκαετία του 1980, παρατηρήθηκε μια σχετική κοινωνική σταθερότητα, η οποία βάδιζε παράλληλα με την ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής (παρά την κομματική πόλωση).
Μία από τις βάσεις που θεμελίωσαν τις πολιτικές επιλογές της πρώτης δεκαετίας από την ισχύ του Συντάγματος (1975-1985) ήταν η θέσπιση περιορισμών στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, με άξονες την προστασία της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του περιβάλλοντος ως κοινωνικού αγαθού και της εθνικής οικονομίας εν γένει (άρθρο 106 § 2 Συντ.: «H ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας.»), καθώς και η δυνατότητα κρατικοποίησης επιχειρήσεων μονοπωλιακού χαρακτήρα (άρθρο 106 § 3 Συντ.: «Mε την επιφύλαξη της προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 107 ως προς την επανεξαγωγή κεφαλαίων εξωτερικού, μπορεί να ρυθμίζονται με νόμο τα σχετικά με την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συμμετοχή σ’ αυτές του Kράτους ή άλλων δημόσιων φορέων, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο.»). Στην πορεία των δεκαετιών, η κρατική εποπτεία που θεσπίζει η διάταξη 106 του Συντάγματος ερμηνεύεται ως αντιστάθμισμα στον άκρατο «νεοφιλελευθερισμό»[2] -δημοφιλή στην ελεύθερη αγορά- με θεμελιώδους σημασίας σκοπό τη μη εκχώρηση του δημόσιου χαρακτήρα των αγαθών και των υπηρεσιών του κράτους στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην οικονομία της αγοράς, που εν πολλοίς εξελίσσεται αυτοματοποιημένα.
Μετά τη σχεδόν απόλυτη κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων οικονομικών μοντέλων από τη δεκαετία του 1990 κ.ε. (όχι μόνο στον δυτικό κόσμο, αλλά και διεθνώς), το στοιχείο του πολιτικού ελέγχου άρχισε σταδιακά να υποχωρεί έναντι της οικονομίας, γεγονός που, όχι απλώς περιόρισε τις επιλογές μεταξύ πολλών οικονομικών προτάσεων, αλλά επέβαλε την πρωτοκαθεδρία ενός συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου, το οποίο ενέταξε οτιδήποτε ανήκε στη δημόσια σφαίρα, ως «μη παραγωγικό», «μη ωφέλιμο», «μη ευέλικτο» και «ζημιογόνο». Στην Ελλάδα, την ίδια ακριβώς περίοδο, επιχειρήθηκε μια συμπόρευση του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα, μέσω των μετοχοποιήσεων διαφόρων Δημόσιων Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας, ενώ παρατηρήθηκε μια τάση ενοποίησης των διαφόρων ταμείων κοινωνικής ασφάλισης.
Η κατάσταση μεταβλήθηκε απότομα με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και την ψήφιση των λεγόμενων «μνημονίων» (από το 2010 και εντεύθεν), τα οποία –ελλείψει ειδικού ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων εκείνη την εποχή- συνόψισαν την κυρίαρχη τάση στην οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κυρίως, των κρατών μελών που συγκροτούσαν τη Ζώνη του ΕΥΡΩ. Το πρόγραμμα βασίστηκε σε δύο άξονες, ήτοι, στην αδιαπραγμάτευτη διατήρηση χαμηλών ελλειμμάτων και στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας. Η πολιτική αυτή, η εφαρμογή της οποίας αποτελούσε προϋπόθεση δανεισμού υπερχρεωμένων χωρών, όπως η Ελλάδα, είχε ως συνέπεια τη δραστική περικοπή δημόσιων δαπανών, με σκοπό την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού, τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους, μέσω της επιβολής περικοπών σε μισθούς, παροχές και συντάξεις, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, μέσω της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την πώληση δημόσιας περιουσίας, μέσω της ίδρυσης του ΤΑΙΠΕΔ. Στην ίδια λογική εδράζεται και η συστηματική απόπειρα «απελευθέρωσης» των παρόχων δικτύων (ηλεκτρισμός, ύδρευση κ.λπ.). Τα σχετικά μέτρα που υπαγόρευαν οι ανωτέρω «επιταγές» υιοθετήθηκαν από το εθνικό κοινοβούλιο, λαμβάνοντας τη μορφή τυπικού νόμου, σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές διατάξεις. Ωστόσο, αυτή η «οικονομική κατάσταση ανάγκης» συνέβαλε στην υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, σε μεγάλο βαθμό. Σε παρόμοιο άξονα κινήθηκε και η νομολογία, ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε ως συνταγματικές τις περικοπές στο κοινωνικό κράτος, ένεκα της επείγουσας κατάστασης έκτακτης οικονομικής ανάγκης[3].
Συνυπολογίζοντας τα πλήγματα που δέχεται το κράτος δικαίου τα τελευταία χρόνια, π.χ. μέσω του περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα συνάθροισης, με την επέκταση της αστυνομικής βίας, της απονομιμοποίησης των ανεξάρτητων αρχών και της ψήφισης νόμων που ουσιωδώς αντίκεινται στο Σύνταγμα (όπως ο πρόσφατος νόμος για την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, παρά τη ρητή απαγόρευση του άρθρου 16 § 5 εδ. α΄ Συντ.: «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» και § 8 τελ. εδάφιο: «H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται»), ανιχνεύεται μια τάση πολλαπλών παραβιάσεων επιμέρους διατάξεων του Συντάγματος, συνθήκη από την οποία απορρέει έντονα η διαπίστωση της ανάγκης αδιάλειπτης προστασίας του φιλελεύθερου χαρακτήρα του Συντάγματος. Γι’ αυτό η συμπλήρωση πενήντα ετών από την ψήφιση του Συντάγματος επιβάλλει αναστοχασμό και εγρήγορση ενάντια σε κάθε απόπειρα κανονιστικής υποβάθμισης, όχι μόνον εκ μέρους των πολιτικών, νομικών και κοινωνικών επιστημόνων, αλλά και εκ μέρους κάθε πολίτη. Διότι κάθε κεκτημένο, χωρίς την απαιτούμενη προστασία -και παρουσία σ’ αυτό- μπορεί εύκολα να αλλοιωθεί και να ολισθήσει στην απώλεια.
[1] Περισσότερα για την περίοδο εκείνη, βλ. ενδεικτικά Γιάννη Βούλγαρη, Η Μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-2009, εκδόσεις Πόλις, 2013.
[2] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ακαδημαϊκός και Πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλος, σε Προκόπιο Παυλόπουλο, Το Δημόσιο Δίκαιο στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης, εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2014, σελ. 140-177.
[3] Βλ. περισσότερα για την έννοια της οικονομικής έκτακτης ανάγκης σε Γεώργιο Ζώη, Δίκαιο της Ανάγκης, κατάσταση πολιορκίας και έκτακτη νομοθετική διαδικασία – Μια ιστορική και συγκριτική έρευνα, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2024, σελ. 700 επ..
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.