Ραφαήλ Τσαρτσάλης Κυριάκου
1. Ένας Εβραίος πρόσφυγας
1940, Λονδίνο, νεκροταφείο Χάιγκεητ: ένας δεκαεξάχρονος νεαρός, Εβραίος πρόσφυγας από το Βέλγιο, στέκεται με σφιγμένη γροθιά μπροστά στον τάφο του Καρλ Μαρξ και ορκίζεται πίστη στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Καθώς δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας να το επιβεβαιώσει, η δραματική αυτή σκηνή ίσως και να μην έλαβε ποτέ χώρα. Όπως και να ‘χει, όταν χρόνια αργότερα ο νεαρός θα έχει γίνει ένας εξέχων διανοούμενος στην νέα του πατρίδα θα του αρέσει να την αφηγείται. Το όνομά του είναι Ραλφ Μίλιμπαντ και την δεκαετία του εβδομήντα είναι ένας από τους πιο διάσημους μαρξιστές συγγραφείς στην Δύση.
Πέρα από τις όποιες βιογραφικές ιδιαιτερότητες, ο Μίλιμπαντ ανήκε σε μια γενιά που στράφηκε στον μαρξισμό ως αντίδραση στην Μεγάλη Ύφεση και την άνοδο του φασισμού. Την δεκαετία του τριάντα και του σαράντα στην Ευρώπη και την Αμερική ο Χίτλερ και η ανικανότητα των παραδοσιακών ελίτ να διαχειριστούν τον κόσμο που γεννήθηκε από τον Μεγάλο Πόλεμο προσηλύτισαν στον μαρξισμό περισσότερους από όσους κατάφεραν ποτέ ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Ήταν μια εποχή που αγροτόπαιδα από την Ελλάδα εντάσσονταν στο ΕΑΜ και διανοούμενοι στην Νέα Υόρκη ανακάλυπταν τον τροτσκισμό. Ήταν τότε που πέντε νεαροί σπουδαστές του πανεπιστημίου του Κέημπριτζ, όλοι γόνοι της καλής βρετανικής κοινωνίας, θα δέχονταν να γίνουν κατάσκοποι της Σοβιετικής Ένωσης (οι διαβόητοι πέντε του Κέημπριτζ). Δεν είναι παράξενο που πεποιθήσεις που διαμορφώθηκαν κάτω από τόσο δραματικές συνθήκες θα κρατούσαν για μια ζωή και όπως θα δούμε ο Μίλιμπαντ κράτησε τον όρκο του.
Γεννήθηκε το 1924 στις Βρυξέλλες από γονείς που ήταν Εβραίοι μετανάστες από την Πολωνία. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντόλφ (Αδόλφος), αλλά για ευνόητους λόγους όταν πήγε στην Βρετανία το άλλαξε με το αγγλοπρεπέστερο Ραλφ. Ο πατέρας του ήταν σκυτοτόμος και πίσω στην πατρίδα του ανήκε στην Μπουντ, μια εβραϊκή σοσιαλιστική οργάνωση που στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα ήταν το μεγαλύτερο σοσιαλιστικό κόμμα στην Τσαρική Αυτοκρατορία. Ο ίδιος εντάχτηκε στα δεκαπέντε του σε μια εβραϊκή σοσιαλιστική οργάνωση του Βελγίου με την ονομασία Νέα Φρουρά. Όταν οι Ναζί εισέβαλαν στο Βέλγιο αυτός και ο πατέρας του διέφυγαν στην Αγγλία, οπού αρχικά εργάστηκαν ως μεταφορείς επίπλων. Η μητέρα του και η μικρότερη αδελφή του δεν μπόρεσαν να τους ακολουθήσουν. Επιβίωσαν γιατί μια γνωστή τους γαλλική οικογένεια τις έκρυψε στο αγρόκτημά της κατά την διάρκεια του πολέμου. Θα έκανε δέκα χρόνια να τις ξαναδεί.
Αφού μαθαίνει γρήγορα Αγγλικά εισάγεται στο London School of Economics όπου διδάσκει ένα από τα ινδάλματά του, ο Χάρολντ Λάσκι, ο διασημότερος Βρετανός πολιτικός επιστήμονας της εποχής του και σημαίνων θεωρητικός του Εργατικού Κόμματος. Με παρέμβαση του Λάσκι κατορθώνει να υπηρετήσει στο βρετανικό Ναυτικό συμμετέχοντας μεταξύ άλλων στην απόβαση στην Νορμανδία. Μετά το πέρας του πολέμου ολοκληρώνει τις σπουδές του και αποκτά την βρετανική υπηκοότητα. Για το υπόλοιπο της ζωής του θα εργαστεί ως καθηγητής πολιτικής επιστήμης σε διάφορα πανεπιστήμια της Βρετανίας και της Βορείου Αμερικής.
-
Τα σημαντικά έργα και η μεγάλη διαμάχη γύρω από το κράτος
Η ζωή του Μίλιμπαντ μετά τον πόλεμο θα χαρακτηριστεί από την κοινωνική άνοδο και την υλική ευμάρεια που γνώρισαν εκατομμύρια Ευρωπαίοι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Από δω και πέρα ενδιαφέρον έχουν τα έργα του.
Το 1961 θα γίνει για πρώτη φορά γνωστός με την δημοσίευση του έργου Κοινοβουλευτικός Σοσιαλισμός (Parliamentary Socialism), μια ανάλυση του Βρετανικού Εργατικού κόμματος. Σε αυτήν του ασκούσε κριτική για την έλλειψη ριζοσπαστισμού του και τους συμβιβασμούς του με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Σε ένα μεταγενέστερο άρθρο θα συνοψίσει αυτά που θεωρούσε θανάσιμα αμαρτήματα της σοσιαλδημοκρατίας. Πρώτον, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις περιόρισαν τους ορίζοντες των μεταρρυθμίσεων, δείχνοντας ατολμία για ριζοσπαστικές αλλαγές ακόμα και όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Δεύτερον, οι σοσιαλδημοκράτες επιδίωξαν να περιορίσουν την πολιτική δραστηριότητα των εργαζομένων καθαρά σε κοινοβουλευτικές διαδικασίες υπό τον έλεγχο του κόμματος. Τρίτον, συγκράτησαν την ριζοσπαστικότητα του εργατικού κινήματος επιτιθέμενοι στους πιο αριστερούς ακτιβιστές. Τέταρτον, υποστήριξαν την πολιτική των Η.Π.Α στον Ψυχρό Πόλεμο. Πέμπτον, στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες τάχθηκαν εναντίον του αντιαποικιακού κινήματος και διεξήγαγαν πολέμους εναντίον του (π.χ στην Αλγερία και την Κύπρο). Τρία χρόνια αργότερα θα ιδρύσει από κοινού το Socialist Register, μαρξιστικό θεωρητικό περιοδικό που υπάρχει μέχρι σήμερα και αποτελεί ένα από τα σχετικά φωτεινότερα άστρα στον μικρό γαλαξία των περιοδικών της αριστερής διανόησης.
Το 1969 δημοσιεύεται το έργο με το οποίο γίνεται διάσημος, Το Κράτος στην Καπιταλιστική Κοινωνία (The State in Capitalist Society). Εδώ υποστηρίζεται ότι το κράτος δεν είναι ταξικά ουδέτερο, αλλά παρά την τυπική ισότητα της ψήφου, η αστική τάξη ασκεί αποφασιστική επιρροή στην κρατική πολιτική λόγω της οικονομικής της δύναμής, της κατοχής από αυτήν των κυριότερων μέσων ενημέρωσης και του γεγονότος ότι τα περισσότερα μέλη των υψηλότερων βαθμίδων της δημόσιας διοίκησης, του στρατού, της δικαιοσύνης και γενικά των κρατικών θεσμών είτε προέρχονται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα είτε συνδέονται μαζί τους. Βασικός σκοπός είναι να ασκηθεί κριτική από μαρξιστική σκοπιά στην δημοφιλή τότε θεωρία του νεοπλουραλισμού, σύμφωνα με την οποία οι διάφορες ομάδες συμφερόντων κατορθώνουν όλες να ασκήσουν επιρροή στην κρατική πολιτική, έτσι που να επιτυγχάνεται η αντιπροσώπευση όλων, από λίγο και για κάποιο διάστημα για τον καθένα. Πολύ περισσότερο όμως από ένα έργο της μαρξιστικής φιλολογίας, το βιβλίο αυτό ανήκει σε εκείνη την ηρωική γενιά της πολιτικής επιστήμης, που ξεκινάει στην Αμερική την δεκαετία του σαράντα[1], η οποία καταπιάστηκε με τα μεγάλα ερωτήματα που θέτουν οι σύγχρονες δημοκρατίες. Είναι τότε που γεννιούνται οι βασικές θεωρίες για την εκλογική συμπεριφορά, το πολιτικό σύστημα, την γέννηση και τον ρόλο των κομμάτων και πάνω απ’ όλα την φύση της σύγχρονης δημοκρατίας. Και αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε ότι όλες αυτές οι θεωρίες, είτε επικρίνουν την λειτουργία της, όπως κάνει ο Μίλιμπαντ , είτε την εξυμνούν, όπως κάνει η πλουραλιστική θεωρία, είτε υπερασπίζονται τον ρόλο των κομμάτων για την ορθή λειτουργία της, είτε βλέπουν στην εκλογική συμπεριφορά έναν αυτοματισμό με βάση την τάξη, την φυλή ή την κομματική ταυτότητα ή αντίθετα την εξηγούν ως ορθολογικό υπολογισμό όπου κάθε ψηφοφόρος εξετάζει το ατομικό συμφέρον του και οι πολιτικοί επιδιώκουν την μεγιστοποίηση ψήφων (οικονομική θεωρία της δημοκρατίας), συμφωνούν σε ένα πράγμα. Ότι ελάχιστη σχέση έχουν οι μαζικές δημοκρατίες της Δύσης με τις αφηρημένες αρχές περί γενικής βούλησης και λαϊκής κυριαρχίας ενός ενιαίου λαού υπηρετούμενου από ανιδιοτελείς και αμερόληπτους εκλεγμένους αξιωματούχους που είναι ενσωματωμένες στα συντάγματά τους και πηγάζουν από την πολιτική φιλοσοφία του δεκάτου ογδόου και του δεκάτου ενάτου αιώνα. Σε αυτήν την συζήτηση λοιπόν συνεισφέρει ο Μίλιμπαντ και αν το έργο του δεν συζητιέται σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό γιατί η συζήτηση αυτή έχει πάψει να γίνεται στη πολιτική επιστήμη. Εκεί πλέον κυριαρχεί μια αντίληψη συγγραφής τυποποιημένων άρθρων, στην λογική των προδιαγραφών ασφαλείας και ποιότητας κάθε μαζικού προϊόντος, προσανατολισμένων σε μεσαίες θεωρίες, δηλαδή περισσότερο σε τεχνικά ζητήματα αδιάφορα για το ευρύ κοινό, αλλά όχι για μια εσωστρεφή ακαδημαϊκή κοινότητα και τις τεχνοκρατικές ελίτ με τις οποίες διατηρεί σχέσεις, όπου η εκλέπτυνση της στατιστικής μεθόδου έχει μεγαλύτερο βάρος από την ασημαντότητα του ερωτήματος που αυτή θέλει να απαντήσει. Σήμερα ένας δημοσιογράφος, ένας ιστορικός, ακόμα και ένας βιολόγος είναι πιο πιθανόν να ασχοληθεί σοβαρά με τα βασικά ζητήματα της σύγχρονης πολιτικής από ό,τι ένας πολιτικός επιστήμονας.
Παρόλα αυτά η κριτική στο έργο του Μίλιμπαντ θα έρθει από το μαρξιστικό στρατόπεδο. Ο Νίκος Πουλαντζάς, μαρξιστής καθηγητής κοινωνιολογίας στην Γαλλία, θα κατηγορήσει τον Μίλιμπαντ ότι δεν ασχολείται στο βιβλίο του σοβαρά με την μαρξιστική θεωρία, παρά απλώς παραθέτει γεγονότα ενάντια στην πλουραλιστική θεωρία, ενώ στην πραγματικότητα οι έννοιες δεν μπορούν να χτυπηθούν παρά μόνο με άλλες έννοιες. Του επιρρίπτει ακόμα ότι ανάγει τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους σε διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ στην πραγματικότητα το κράτος έχει έναν ταξικό ρόλο αντικειμενικά, ανεξάρτητα του ποιοι το στελεχώνουν. Σε αυτό ο Μίλιμπαντ απάντησε ότι μια θεωρία μπορεί να καταρριφθεί μόνο εμπειρικά και ότι παρόλη την σημασία των κρατικών δομών έχει όντως σημασία ποιος κυβερνά.
Από μια άποψη και οι δυο έχουν δίκιο. Ο Μίλιμπαντ δίνει υπερβολικά μεγάλη σημασία στο ποιος στελεχώνει τον κρατικό μηχανισμό και ο Πουλαντζάς αδικαιολόγητα καμία. Από μια άποψη επίσης και οι δυο έχουν άδικο, καθώς αμφότεροι αγνοούν αυτό που παρατήρησε ένας άλλος σημαντικός πολιτικός επιστήμονας, ο Μωρίς Ντυβερζέ, ότι δηλαδή το κράτος είναι εν μέρει μόνο ένα μέσο κυριαρχίας μια ομάδας πάνω σε άλλες και εν μέρει ένα μέσο επίλυσης κοινών προβλημάτων. Ωστόσο από μια άλλη, πιο σημαντική, άποψη είναι ο Μίλιμπαντ που έχει δίκιο. Γιατί μια θεωρία δεν μπορεί να καταρριφθεί με μια άλλη, απλώς να υπάρξει δίπλα της σε μια κακοφωνία θεωριών που ανταγωνίζονται για μαθητές στο παράδειγμα των αρχαίων φιλοσοφικών σχολών, ενώ αντίθετα ένα γεγονός προφανώς και μπορεί να καταρρίψει μια θεωρία, αν η θεωρία αυτή είναι επιστημονική. Και η θεωρία του Μίλιμπαντ είναι, ανεξάρτητα του αν είναι σωστή ή λάθος. Ο ίδιος συχνά χρησιμοποιεί εμπειρικά στοιχεία ενδεικτικού παρά αποδεικτικού χαρακτήρα, αλλά δεν υπάρχει ούτε μισή πρόταση στο βιβλίο του που να μην μπορεί να επαληθευτεί ή να διαψευστεί εμπειρικά. Για την ακρίβεια μια πρόσφατη μελέτη επιβεβαίωσε εν πολλοίς τα συμπεράσματά του, τουλάχιστον για τις Η.Π.Α της περιόδου 1981-2002[2]. Η άποψη του Πουλαντζά οδηγεί σε αδιέξοδο, σε καθαρή θεωρητικολογία, ενώ εκείνη του Μίλιμπαντ υπερβαίνει την ιδεολογία μέσω της επιστημονικής κριτικής.
Στην πραγματικότητα η διαμάχη Πουλαντζά- Μίλιμπαντ είναι πρωτίστως μια σύγκρουση γαλλικής και αγγλικής κουλτούρας. Το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα εντός του ίδιου ιδεολογικού στρατοπέδου την κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρη. Από την μια βρίσκεται η θεωρία για την θεωρία, όσο πιο αφηρημένη τόσο το καλύτερο, ο σκεπτικισμός προς οποιαδήποτε αυστηρή μέθοδο επεξεργασίας των εμπειρικών δεδομένων και ο σχολαστικισμός, η τάση να προσφεύγει κανείς στα κείμενα αντί στην πραγματικότητα γύρω του. Είναι ενδεικτικό ότι ο Πουλαντζάς ποτέ δεν απαντά σε κριτικές αναφορικά με τα γεγονότα και ότι στο δικό του έργο αναλύει κυρίως κείμενα των κλασικών του μαρξισμού. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά μιας γαλλικής/ ηπειρωτικής τάσης ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων, τρομερά δημοφιλούς στην Γαλλία της εποχής και διακριτής ακόμα και σήμερα, που υπερβαίνει τον μαρξισμό. Θα λέγαμε μιας κοινωνικής φιλοσοφίας που αρνείται να ενσωματωθεί στην κοινωνική επιστήμη. Την συναντάμε σε συντηρητικούς στοχαστές της Γερμανίας πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου με βιβλία λόγου χάρη για τον Χομπς ή τον Μακιαβέλι προσπαθούσαν να κοιτάξουν έμμεσα την κοινωνία της εποχής τους, την συναντάμε επίσης στον μεταμοντερνισμό όταν θα διαδεχθεί τον μαρξισμό ως μόδα των γαλλικών πανεπιστημίων. Αντίθετα ο Μίλιμπαντ είναι ένας θετός Αγγλοσάξωνας. Οι πιο φιλοσοφικές διαστάσεις του μαρξισμού, για την αλλοτρίωση, την διαλεκτική και τα σχετικά, που τόσο ενθουσίαζαν στην άλλη πλευρά της Μάγχης, τον αφήνουν μάλλον αδιάφορο. Προτιμά, όπως θα πει περιφρονητικά ο Πουλαντζάς, την «δημαγωγία της κοινής λογικής», αναγνωρίζει ότι οι κοινωνίες αποτελούνται εν τέλει από άτομα και δεν ξεχνά ποτέ ότι οι λέξεις δεν αρκεί να ακούγονται ωραία, αλλά πρέπει να σημαίνουν και κάτι.
-
Μήνυμα σε ένα μπουκάλι
Το 1994 ο Μίλιμπαντ αργοπεθαίνει στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Πολλά από αυτά στα οποία πίστεψε φαίνονται να πεθαίνουν μαζί του. Αν και δεν ήταν ποτέ οπαδός της Σοβιετικής Ένωσης, είδε ωστόσο τον μαρξισμό να θάβεται κάτω από τα συντρίμμια της. Ο νεοφιλελευθερισμός διακηρύττει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που η αγορά δεν μπορεί να λύσει και ο μεταμοντερνισμός αντικαθιστά τον μαρξισμό ως φιλοσοφία των ριζοσπαστών. Κάποιοι ανακοινώνουν ότι η ιστορία τέλειωσε και άλλοι ότι στις σύγχρονες κοινωνίες δεν υπάρχουν τάξεις, μόνο ταυτότητες. Κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για την «υπόθεση της εργατικής τάξης», ούτε καν οι εργάτες. Όσοι δεν πιστεύουν ότι ζούνε σε μια χρυσή εποχή αέναης προόδου είναι πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Οι ίδιοι του οι γιοι έχουν γίνει πολιτικοί καριέρας σε ένα Εργατικό Κόμμα που έχει μετακινηθεί δεξιότερα από ποτέ. Σε αυτές τις συνθήκες ο Μίλιμπαντ γράφει την πνευματική του διαθήκη, που την ξεκίνησε το σημαδιακό έτος 1989 και την ολοκληρώνει λίγο πριν πεθάνει. Έχει τίτλο Ο Σοσιαλισμός σε μια εποχή αναζήτησης (Socialism in a sceptical age) και θα δημοσιευτεί μετά θάνατον.
Ο Σοσιαλισμός σε μια εποχή αναζήτησης είναι ένα τυπικό έργο πολιτικής φιλοσοφίας στην παράδοση του Πλάτωνα, πράγμα ομολογουμένως καθόλου μαρξιστικό. Περιγράφει μια ιδανική σοσιαλιστική πολιτεία, το πώς περίπου θα μοιάζει και πώς μπορεί να επιτευχθεί. Ξεκινάει πρώτα από όλα με μια κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή αναγνωρίζεται ότι είναι πολύ διαφορετική από την εποχή του Μαρξ και ότι πολλά έχουν βελτιωθεί στις συνθήκες ζωής των περισσότερων πολιτών στις χώρες του δυτικού κόσμου. Ωστόσο διατηρεί τα εγγενή της ελαττώματα. Κατ’ αρχάς, παρά τον τεράστιο πλούτο που μπορεί να παραχθεί σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν εκατομμύρια φτωχοί, ακόμα και στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Αλλά και αυτοί που έχουν με την εργασία τους κατακτήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουν σκληρά για αυτό, μέσα σε αντιδημοκρατικές συνθήκες παραγωγής, ζώντας με την συνεχή απειλή της ανεργίας. Εκτός αυτού ο καπιταλισμός καταστρέφει το περιβάλλον. Στον πολιτικό τομέα ο καπιταλισμός επιτρέποντας την συγκέντρωση πλούτου σε λίγα χέρια, δημιουργεί μια ολιγαρχία. Οι δημοκρατικές συνταγματικές μορφές την περιορίζουν μεν, αλλά στην πράξη τα πολιτεύματα των καπιταλιστικών χωρών δεν μπορούν να θεωρηθούν δημοκρατικά, μάλιστα και για έναν επιπλέον λόγο, επειδή οι άνθρωποι δεν έχουν πραγματική εξουσία σε όλους τους τομείς που τους αφορούν, όπως είναι η εργασία τους. Εν τέλει, η ίδια η μισθωτή εργασία είναι εγγενώς ανήθικη καθώς στηρίζεται και στην εκμετάλλευση και την υποταγή ενός ατόμου για τον πλουτισμό ενός άλλου. Ο Μίλιμπαντ την παρομοιάζει με την δουλεία λέγοντας πως όπως υπήρχαν ηπιότερες και σκληρότερες μορφές δουλείας, αλλά όλες μας φαίνονται σήμερα ηθικά απαράδεκτες, έτσι θα βλέπουν κάποτε οι μελλοντικές γενιές την μισθωτή εργασία.
Η απάντηση σε αυτά τα προβλήματα είναι μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ξεκαθαρίζει ότι μια τέτοια κοινωνία δεν είναι ιστορικά αναπόφευκτη, δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα ούτε μπορεί να αποδειχθεί εκ των προτέρων ότι μπορεί να υπάρξει, ούτε πρόκειται να εξαλείψει άπαντα τα προβλήματα της ανθρωπότητας, μπορεί όμως κανείς να επιχειρηματολογήσει λογικά υπέρ της. Τα σοβιετικά κράτη, αυτό που ο Μίλιμπαντ αποκαλεί κομμουνισμό, δεν ήταν τέτοιες κοινωνίες, αφενός γιατί δεν είχαν σχέση με την διδασκαλία του Μαρξ, πρωτίστως όμως γιατί ήταν μονολιθικά, αυταρχικά καθεστώτα. Αντίθετα αυτό που χαρακτηρίζει τον σοσιαλισμό είναι ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας διαμέσου της κοινωνικοποίησης του κυρίαρχου μέρους των μέσων παραγωγής. Αλλιώς διατυπωμένο, ο σοσιαλισμός σημαίνει κατά τον Μίλιμπαντ δημοκρατία συν εξισωτισμός συν κοινωνικοποίηση του κυρίαρχου μέρους της οικονομίας. Τα τρία στοιχεία είναι εξίσου αναγκαία στον ορισμό του και όποιος απορρίπτει το τρίτο είναι απλώς κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Όμως ούτε αυτό εξαντλεί το νόημα του σοσιαλισμού. Η βαθύτερη ουσία του είναι η επίτευξη μιας κοινωνικής αρμονίας που δεν μπορεί να στηρίζεται στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση παρά να απορρέει από την πολιτική αρετή, σύμφωνα με την οποία άνδρες και γυναίκες θα αποδέχονται ελεύθερα τις υποχρεώσεις τους ως πολίτες και θα αξιώνουν τα δικαιώματά τους.
Μια τέτοια αρμονία δεν επιτυγχάνεται αυτόματα με την εθνικοποίηση της ιδιοκτησίας. Για να επιτευχθεί είναι απαραίτητο να τεθούν όρια σε όλες οι μορφές εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης της λαϊκής. Εδώ ο Μίλιμπαντ απορρίπτει την μαρξιστική (και αναρχική) θέση ότι σε μια κοινωνία δίχως τάξεις δεν χρειάζονται νόμοι, υποστηρίζοντας την ανάγκη για νόμιμες διαδικασίες. Μια σοσιαλιστική δημοκρατία επομένως θα ενσωματώνει στοιχεία της αστικής, όπως η διάκριση των εξουσιών, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τα ατομικά δικαιώματα και η ύπαρξη πολλών και αντιτιθέμενων πολιτικών οργανώσεων. Θα πηγαίνει όμως πέρα από την αστική αντιπροσώπευση καθώς οι πολίτες θα συμμετέχουν επιπλέον άμεσα στην λήψη αποφάσεων, παραδείγματος χάρη σε τοπικό επίπεδο ή στους χώρους εργασίας, καλλιεργώντας έτσι την πολιτική αρετή. Τα μέσα ενημέρωσης σε μια τέτοια οικονομία θα απολαμβάνουν αυτονομία από την εξουσία είτε είναι κρατικά είτε ανήκουν σε συνεταιρισμούς, επιδοτούμενους ή μη, είτε σε ιδιώτες, που όμως δεν θα μπορούν να κατέχουν πάνω από ένα χτίζοντας μηντιακές αυτοκρατορίες.
Στην οικονομία θα υπάρχει η ίδια τριμερής διαίρεση σε δημοκρατικά ελεγχόμενες δημόσιες επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι τελευταίες θα παίζουν επικουρικό μεν, θετικό δε ρόλο, καθώς θα προάγουν την δημιουργικότητα μεμονωμένων ατόμων και θα ανταγωνίζονται τον δημόσιο τομέα για την βελτίωσή του. Παντού όμως οι εργαζόμενοι και οι ευρύτερη κοινωνία θα συμμετέχουν στην λήψη των αποφάσεων καθορίζοντας το επίπεδο της παραγωγής, τις ώρες και τις συνθήκες εργασίας.
Όλα αυτά συλλαμβάνονται ως αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας εντός κάθε κράτους που ίσως μην ολοκληρωθεί ποτέ. Είναι δε ειρηνικής φύσης εκτός και αν μια ωμή δικτατορία δεν αφήνει άλλη διέξοδο από την εξέγερση. Για αυτή την μετάβαση χρειάζεται, ειδικά στην πρώτη περίοδο, μια ισχυρή εκτελεστική εξουσία στηριζόμενη από αριστερά κόμματα και μέσα ενημέρωσης, που όμως θα διατηρούν την αυτονομία τους.
Ο Σοσιαλισμός σε μια εποχή αναζήτησης δεν είναι πρωτότυπο έργο. Αλλού βρίσκεται η αξία του. Συνοψίζοντας την πνευματική πορεία ενός σοσιαλιστή στο τέλος του περασμένου αιώνα συνοψίζει ταυτόχρονα την εξέλιξη ενός ολόκληρου ρεύματος σκέψης που άλλοτε μέσα και άλλοτε έξω από τα όρια της μαρξιστικής παράδοσης διαπέρασε τον αιώνα αυτό. Το ρεύμα αυτό τοποθετείται ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και την συμβιβαστική σοσιαλδημοκρατία. Διάφοροι του έδωσαν πολλά ονόματα, που άλλοι προσπάθησαν να καπηλευτούν. Δημοκρατικό σοσιαλισμό, φιλελεύθερο σοσιαλισμό, κοινωνικό φιλελευθερισμό. Ο ίδιος ο Μίλιμπαντ κάποτε το αποκάλεσε επαναστατικό ρεφορμισμό. Στην πράξη ταυτίζεται εν πολλοίς με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πριν το 1914, προτού δηλαδή η στάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπέρ του Ά Παγκόσμιου Πολέμου αποδείξει ότι είχαν μεταμορφωθεί από τα αστικά πολιτεύματα που ήθελαν να μεταμορφώσουν. Δεν πρόκειται βέβαια εδώ να υποστηρίξουμε ή να κριτικάρουμε αυτή την παράδοση, πράγμα που θα απαιτούσε να καταπιαστεί κανείς από το θέμα της φύσης του ανθρώπου μέχρι τον ρόλο του χρήματος στην οικονομία. Αξίζει όμως να επισημανθεί ο κεντρικός ρόλος που παίζει το κράτος σε αυτήν. Όπως γράφει ο Μίλιμπαντ: «Ποιος άλλος οργανισμός αν όχι το κράτος θα είχε την δύναμη να αντιμετωπίσει τις πληγές του καπιταλισμού… ποιος οργανισμός αν όχι το κράτος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα διαφορετικό, δημοκρατικό και εξισωτικό είδος κοινωνίας;». Είναι πράγματι παράδοξο πως άνθρωποι που οραματίστηκαν μια μορφή οργάνωσης της οικονομίας που ποτέ δεν υπήρξε και που πρέπει να ψάξει κανείς πολύ στα περιθώρια της ανθρώπινης ιστορίας για να βρει απεικάσματά της, έβρισκαν τόσο δύσκολο να συλλάβουν μορφές πολιτικής οργάνωσης άλλες από εκείνη που εμφανίστηκε μόλις τα τελευταία τριακόσια με διακόσια χρόνια, σε μεγάλο μέρος του κόσμου μόλις πενήντα με εξήντα χρόνια πριν, ενώ η παγκόσμια ιστορία βρίθει εναλλακτικών. Από αυτό τον φετιχισμό του κράτους πηγάζει εν μέρει και μια προφανής αδυναμία της επιχειρηματολογίας του Μίλιμπαντ. Γιατί στηρίζει τόσο την οικοδόμηση όσο και την λειτουργία της σοσιαλιστικής κοινωνίας σε δυο αντίρροπες κινήσεις, από την μια προς ένα ισχυρό κράτος και από την άλλη προς πεδία άμεσα αυτόνομης δράσης των πολιτών. Από την μια οι αριστεροί ακτιβιστές πρέπει να μην είναι απλοί προπαγανδιστές της κυβέρνησης, από την άλλη πρέπει να υπερασπίζονται το έργο της. Από την μια το κράτος κατευθύνει την οικονομία, από την άλλοι οι εργαζόμενοι κάθε επιχείρησης συμμετέχουν στην λήψη των αποφάσεων. Τέτοιες αντιφάσεις δεν είναι λογικές αντιφάσεις, μπορούν δηλαδή να εμφανιστούν σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες με την μορφή λεπτών ισορροπιών. Αλλά μια μακροχρόνια διαδικασία δεν μπορεί να στηριχτεί σε εύθραυστες ισορροπίες.
Όπως και να έχει το βιβλίο του Μίλιμπαντ είναι αξιοθαύμαστο για έναν άλλο λόγο. Αποτελεί μαρτυρία της αξιοπρέπειας ενός ανθρώπου. Ζώντας σε μια εποχή που διακήρυττε για τον εαυτό της ότι αποτελεί τον καλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, έχοντας φτάσει ο ίδιος να γίνει επιτυχημένος και εύπορος μέσα σε αυτήν, ο Μίλιμπαντ αρνείται να το παραδεχτεί. Σε κάποιους αυτό ίσως φαίνεται το πείσμα ενός γέρου φανατικού, αλλά είναι απλή τιμιότητα. Γιατί ένας τίμιος άνθρωπος δεν θεωρεί ούτε την ήττα ούτε την προσωπική του επιτυχία επαρκείς λόγους να εγκαταλείψει ό,τι θεωρεί ευγενή σκοπό. Και ο Μίλιμπαντ εξακολουθεί να βλέπει γύρω του φτώχεια, ανεργία, ανισότητα, καινούργιους πολέμους στα Βαλκάνια και την Μέση Ανατολή και καταλήγει ότι δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει τις αρχές του. Διακηρύττει μάλιστα με πείσμα ότι «είναι προφανές ότι η νέα παγκόσμια τάξη είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη αταξία» και προβλέπει με διορατικότητα ότι αργά η γρήγορα οι Η.Π.Α απορροφημένες από τα εσωτερικά τους προβλήματα θα πάψουν να παριστάνουν τον παγκόσμιο χωροφύλακα. Σήμερα αυτό είναι πράγματι προφανές. Όταν οι περισσότεροι θα είχαν απλώς παραδεχτεί την ήττα τους, εκείνος έγραψε ένα έργο που είναι μήνυμα σε ένα μπουκάλι, ριγμένο στον ωκεανό με την ελπίδα να φτάσει σε κάποια ακτή του μέλλοντος.
-
Η ζωή μετά θάνατον
Σήμερα, Λονδίνο, νεκροταφείο Χάιγκεητ: λίγα μέτρα από τον τάφο του Καρλ Μαρξ βρίσκεται εκείνος του Ραλφ Μίλιμπαντ. Πάνω του είναι χαραγμένες τρεις λέξεις: Συγγραφέας, Δάσκαλος, Σοσιαλιστής. Σε αντίθεση με τον διάσημο γείτονά του δεν έχει πολλούς επισκέπτες. Η φήμη του, διεθνής κάποτε, έχει εξατμιστεί. Το όνομα του αναφέρεται επί τροχάδην στα τμήματα πολιτικών επιστημών και κοινωνιολογίας των πανεπιστημίων. Έξω από αυτά είναι άγνωστος. Είναι ενδεικτικό πως στην ηλεκτρονική έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα υπάρχει λήμμα για τους δυο γιους του, Ντέηβιντ και Εντ, σημαίνοντα στελέχη του Εργατικού Κόμματος, όχι όμως για τον ίδιο.
Θα ξανάρθει στο προσκήνιο το 2013 όταν η συντηρητική εφημερίδα Ντέηλι Μέιλ θέλοντας να δυσφημίσει τον γιο του Εντ, αρχηγό τότε του Εργατικού Κόμματος, του αφιέρωσε ένα άρθρο με τον εντυπωσιακό τίτλο «Ο άνθρωπος που μισούσε την Βρετανία», στο οποίο τον παρουσίαζε ως έναν σταλινικό που απεχθανόταν την νέα του πατρίδα, αυτόν που δεν υπήρξε ποτέ μέλος του Βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και που έβαλε μέσο για να πολεμήσει στο Βρετανικό Ναυτικό. Η προσπάθεια απέτυχε αφού ακόμα και συντηρητικοί πολιτικοί υπερασπίστηκαν την μνήμη του, ενώ η νεότερη γενιά Βρετανών έμαθε πρώτη φορά για αυτόν και προσωρινά οι πωλήσεις των βιβλίων του αυξήθηκαν. Επρόκειτο όμως για κάτι παροδικό.
Γιατί λοιπόν ασχολούμαστε με τον Μίλιμπαντ, αν κανείς άλλος δεν το κάνει; Δεν είναι επειδή η κριτική του στην σοσιαλδημοκρατία επιβεβαιώνεται ιστορικά, ούτε επειδή η άποψη του για το κράτος αξίζει προσοχής, ούτε επειδή άφησε την τελευταία εύγλωττη παρουσίαση του σοσιαλιστικού ιδεώδους στον εικοστό αιώνα. Είναι γιατί οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων από μόνες τους τον ξαναφέρνουν στο προσκήνιο.
Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αναδείχθηκαν στις Η.Π.Α και σε τμήματα της Ευρώπης (π.χ. Ισπανία, Βρετανία, Ελλάδα) αριστερές πολιτικές δυνάμεις, κάποτε σημειώνοντας εκλογικές επιτυχίες ως ανεξάρτητα κόμματα (Ελλάδα, Ισπανία), κάποτε αποκτώντας αυξημένη επιρροή σε υπάρχοντα (ο Κόρμπυν στην Βρετανία, ο Σάντερς στις Η.Π.Α) και σε κάθε περίπτωση αντανακλώντας μια αυξανόμενη αποδοχή από τμήματα της κοινής γνώμης αριστερών ιδεών, ιδίως από τους νέους. Αυτή η νέα αριστερά διαφέρει από την παλιά πρώτα από όλα γιατί δεν διαθέτει καμιά επεξεργασμένη, συγκροτημένη θεωρία όπως είναι ο μαρξισμός-λενινισμός που να δικαιολογεί και κατευθύνει την δράση της, παρά ιδεολογικά συγκροτείται από ένα συνονθύλευμα ιδεών, άσχετων συχνά μεταξύ τους και σε διαφορετική σχέση ανάλογα με την χώρα και την συγκυρία, όχι δηλαδή πολύ διαφορετικά από ό,τι ίσχυε για τους απανταχού σοσιαλιστές πριν την Ρωσική Επανάσταση. Ωστόσο χοντρικά μπορεί να αναλυθεί στην σύμπραξη τριών αστερισμών ιδεών. Ο πρώτος είναι ο λαϊκισμός, διαχωρίζοντας τις κοινωνίες σε καλό λαό και κακές ελίτ και απαιτώντας την μεγαλύτερη συμμετοχή του λαού στην εξουσία, λόγου χάρη μέσω δημοψηφισμάτων. Ο δεύτερος ο μεταμοντερνισμός, διαλύοντας τις κοινωνίες σε μια πληθώρα ατομικών ταυτοτήτων η κάθε μια από τις οποίες αξιώνει τα δικαιώματά της και τείνει να συνδέεται με κάποιο ανάλογο κοινωνικό κίνημα (π.χ. το φεμινιστικό). Ο τρίτος είναι ένας αόριστος σοσιαλισμός, που δίχως να ζητάει συνήθως ρητά την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, δυσπιστεί ηθικά προς τον καπιταλισμό και την συσσώρευση πλούτου, αξιώνει μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, μεγαλύτερη οικονομική ισότητα, μεγαλύτερη έμφαση στα δημόσια αγαθά και την κοινωνική, δηλαδή εκτός αγοράς, οικονομία.
Το τρίτο αυτό συστατικό, πηγαίνοντας πέρα από την διαχείριση του καπιταλισμού για το κοινό καλό της σοσιαλδημοκρατίας χωρίς να φτάνει ποτέ στο σοβιετικό μοντέλο των κομμουνιστών, φέρει μια εκπληκτική ομοιότητα με την προσέγγιση του Μίλιμπαντ. Για την ακρίβεια ο σοσιαλισμός του Μίλιμπαντ μοιάζει κομμένος και ραμμένος για τους νέους αριστερούς του εικοστού πρώτου αιώνα. Συνεπέστατα μαρξιστικός, έχοντας πάντα την έννοια της ταξικής πάλης και εκμετάλλευσης στο επίκεντρό του, διέπεται όμως από έναν μαρξισμό ελαφρύ και ευέλικτο. Δίνει έμφαση στην εμπειρική πραγματικότητα της ανισότητας στον καπιταλισμό αφήνοντας κατά μέρος την βαριά φιλοσοφική σκευή του μαρξισμού, την φιλοσοφία του της ιστορίας και τους μεταφυσικούς του τόνους. Η γλώσσα του είναι πάντα απλή και κατανοητή, δεν απευθύνεται σε μυημένους. Είναι με άλλα λόγια το ακριβώς αντίθετο του Δυτικού Μαρξισμού που δέσποζε στην πνευματική ζωή της Ευρώπης της εποχής του. Εκείνου η αίγλη συνίστατο στο ότι ήταν ένα κλειστό φιλοσοφικό σύστημα που παρείχε εξηγήσεις για τα πάντα, διέθετε μια δική του δυσνόητη αργκό που χάριζε σε όσους την κατείχαν ένα αίσθημα ανωτερότητας και άγγιζε ιλιγγιώδη κάποτε ύψη αφαίρεσης, ακριβώς χάρη στην οποία οι κατώτεροι μαθητές του μπορούσαν να μιλούν για τα πάντα χωρίς να γνωρίζουν τίποτε, προσόν που πολλοί πολιτικοί και διανοούμενοι διατήρησαν πολύ αφότου αποκήρυξαν τον μαρξισμό. Ο μαρξισμός του Μίλιμπαντ από την άλλη μοιάζει κατάλληλος για ανθρώπους δύσπιστους σε κάθε μεγάλο φιλοσοφικό σύστημα, που ψάχνουν μια γλώσσα για να αρθρώσουν την δυσαρέσκειά τους με τον σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά δεν τους αρέσουν οι ιδεολογικές ταυτότητες. Ταιριάζει γάντι σε μια γενιά ειρωνική και σκεπτικιστική, ριζοσπαστικοποιημένη αλλά όχι επαναστατική, ούτε καν ψευτοεπαναστατική, που χρειάζεται την μαρξιστική σοσιαλιστική παράδοση για να περιγράψει τον κόσμο της και τα αιτήματά της, αλλά δεν θέλει να ταυτιστεί με αυτήν. Υπό αυτό το πρίσμα αν η φήμη του Μίλιμπαντ έχει σβήσει, η επιρροή των ιδεών του είναι μεγαλύτερη από ποτέ.
Ωστόσο ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην ιστορία των ιδεών είναι να διαχωρίσει κανείς την αναλογία από την αιτιότητα, κατά πόσο δηλαδή ένας στοχαστής είναι η πραγματική πηγή μιας πολιτισμικής μεταβολής, της διάδοσης μια νέας ιδέας ή θεωρίας, και κατά πόσο απλώς τυχαίνει να εξέφρασε από τους πρώτους ή με μεγαλύτερη γλαφυρότητα κάτι που διαδίδεται στην κοινωνία ανεξάρτητα από αυτόν. Είναι γεγονός για παράδειγμα ότι ορισμένοι από τους μεγαλύτερους σε ηλικία συνεργάτες του Κόρμπυν όταν αυτός ηγείτο του Εργατικού Κόμματος ήταν επηρεασμένοι από τον Ραλφ Μίλιμπαντ, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το ίδιο ισχύει για τους νεώτερους οπαδούς του. Στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου το όνομα του Μίλιμπαντ δεν συγκαταλέγεται στις ρητές θεωρητικές αναφορές των αριστερών πολιτικών και των συμβούλων τους. Στην Ελλάδα μάλλον είναι άγνωστος, ειδικά αν συγκριθεί με τον Νίκο Πουλαντζά. Υπάρχει όμως μια περίπτωση όπου η επιρροή του Μίλιμπαντ είναι μεγάλη και αδιαμφισβήτητη. Πρόκειται για αυτή του Jacobin, ενός αμερικανικού διαδικτυακού και έντυπου αριστερού περιοδικού. Αυτό ιδρύθηκε το 2010 από έναν Αμερικανό φοιτητή, τον Μπασκάρ Σουνκάρα, και τόσο ο ιδρυτής του όσο και το περιοδικό δεν κρύβουν ότι θεωρούν τον Μίλιμπαντ ένα από τα σημεία αναφοράς τους, πράγμα που ενίοτε επιδεικνύουν με την αναδημοσίευση κειμένων του. Σήμερα το Jacobin έχει εξήντα χιλιάδες συνδρομητές και δύο εκατομμύρια επισκέπτες μηνιαίως. Πολύ σημαντικότερο, τείνει να γίνει το ημιεπίσημο όργανο των Αμερικανών σοσιαλιστών, υποστηρίζοντας την εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς και τους σοσιαλιστές υποψηφίους του Δημοκρατικού Κόμματος. Παίζει έτσι κεντρικό ρόλο στις ιδεολογικές ζυμώσεις της Αμερικανικής αριστεράς. Επιπλέον μέσα στα τελευταία έτη έχει δημιουργήσει μια ιταλική, μια γερμανική, μια βραζιλιάνικη και μια λατινοαμερικάνικη έκδοση, μεταφέροντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις ζυμώσεις αυτές σε μέρη με διαφορετικές σοσιαλιστικές παραδόσεις.
Λίγα άτομα έχουν μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα από έναν νεκρό φιλόσοφο. Το μήνυμα που ο Μίλιμπαντ έβαλε μέσα στο μπουκάλι το 1994 φτάνει σήμερα σε όλο και περισσότερες ακτές. Καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, επικίνδυνη ουτοπία ή αναγκαίος ρεαλισμός, επιβάλλεται να το διαβάσουμε αν θέλουμε να καταλάβουμε μια κρίσιμη πτυχή της σύγχρονης πολιτικής ζωής.
Βιβλιογραφία
- Duvercer Maurice, Εισαγωγή στην πολιτική, Θεμέλιο, Αθήνα, 1985
- Gilens M., Page B., Testing Theories of American Politics: Elites, Interest Groups and Average Citizens, Perspectives on Politics, Vol.12, Issue 3, σ.564-581, Σεπτέμβριος 2014
- Gude Shawn, The other Miliband, Jacobin, 17/07/2015
- Levy Geoffrey, The man who hated Britain, εφημερίδα Daily Mail, 27/09/2013
- Liebman Marcel, Miliband Ralph, Beyond Social Democracy, αναδημοσίευση στο Jacobin, 23/01/2018
- Miliband Ralph, Counter-hegemonic struggles, αναδημοσίευση στο Jacobin, 20/06/2018
- Miliband Ralph, Lenin’s the State and Revolution, αναδημοσίευση στο Jacobin, 14/08/2018
- Miliband Ralph, The coup in Chile, αναδημοσίευση στο Jacobin, 09/11/2016
- Ralph Miliband: The father of a generation, εφημερίδα The Independent, 07/09/2010
- Saville John, Ralph Miliband obituary – In the first rank of the dissenters, εφημερίδα The Guardian, 23/05/1994
- Tariq Ali, Obituary: Professor Ralph Miliband, εφημερίδα The Independent, 24/05/1994
- Μίλιμπαντ Ραλφ, Ο Σοσιαλισμός σε εποχή αναζήτησης, Στάχυ, 1997
- Μίλλιμπαντ Ραλφ, Το κράτος στη καπιταλιστική κοινωνία: ανάλυση του δυτικού συστήματος εξουσίας, Πολύτυπο, Αθήνα, 1984
- Πουλαντζάς Νίκος, Μίλιμπαντ Ραλφ, Φάυ Ζαν Πιερ, Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και του φασιστικού φαινομένου, Θεμέλιο, Αθήνα, 1977
[1] Βέβαια πρόδρομοι της υπήρξαν σημαντικοί κοινωνιολόγοι των αρχών του αιώνα όπως, μεταξύ άλλων, ο Αντρέ Σίγκφριντ, πατέρας της εκλογικής γεωγραφίας, ο Ρόμπερτ Μίχελς, από τους πρώτους μελετητές του κομματικού φαινομένου, και φυσικά ο Μαξ Βέμπερ.
[2] Φυσικά οι Αμερικανοί συγγραφείς του άρθρου αποφεύγουν να χρησιμοποιούν λέξεις όπως καπιταλισμός και αστική τάξη, αλλά το συμπέρασμά τους είναι ότι στις Η.Π.Α κυβερνά ο πλούτος και όχι η πλειοψηφία.
[irp]
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.