Κωστής Κοσμέας
Υποψήφιος Διδάκτορας
Πάντειο Πανεπιστήμιο
αντικείμενο Κοινωνική Θεωρία
Ο Jürgen Habermas, ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και πολιτικούς στοχαστές του 20ού αι. και ίσως αρκετά παραγνωρισμένος, ο οποίος ειδικότερα στην Ελλάδα δεν έχει μελετηθεί εκτενώς, ίσως και γιατί τα κορυφαία του έργα δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα και ο οποίος εισάγει μια πολύ χρήσιμη για την Κοινωνική Θεωρία έννοια και σημαντική στο πλαίσιο της επικοινωνιακής του θεωρίας. Είναι η έννοια validity claims (Geltungsanspruch πλυθ: Geltungsansprüche) (βλ. Jürgen Habermas, The Theory of Communicative Action, Vol.1, μτφρ. Thomas McCarthy, Great Britain: Polity Press, 1991, σ. 301), μπορούμε να το αποδώσουμε στα Ελληνικά ως αξιώσεις εγκυρότητας. Οι τελευταίες βρίσκονται στο επίκεντρο της εξήγησης της επικοινωνιακής ορθολογικότητας του Habermas. Και είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε το έργο του σε όλες τις πτυχές του.
Ο Γερμανός φιλόσοφος θεωρεί ότι οι όλες οι ομιλιακές πράξεις (speech act) (στη φιλοσοφία της γλώσσας και της γλωσσολογίας, θεωρείται ότι είναι ένα λεγόμενο που εξυπηρετεί μια λειτουργία στην επικοινωνία: τη δράση που ο ομιλητής ελπίζει να προκαλέσει στο ακροατήριό του π.χ. “θα μπορούσες σε παρακαλώ να ανοίξεις το παράθυρο;” είναι ομιλιακή πράξη διότι εκφράζει την επιθυμία του ομιλητή να ανοιχθεί το παράθυρο, καθώς και διότι παρουσιάζει το αίτημα κάποιος να ανοίξει το παράθυρο – οι ομιλιακές πράξεις μπορεί να είναι αιτήματα αλλά επίσης προειδοποιήσεις, υποσχέσεις, απολογίες, χαιρετισμοί, ή οποιεσδήποτε δηλώσεις – όπως μπορείτε να φανταστείτε, οι ομιλιακές πράξεις αποτελούν σημαντικό μέρος της επικοινωνίας) που προσανατολίζονται στην κατανόηση εγείρουν τρία διαφορετικά είδη αξιώσεων εγκυρότητας. Σε κάθε λεγόμενο ο ομιλητής αξιώνει την ΑΛΗΘΕΙΑ (Wahrheit) για το προτασιακό περιεχόμενο, την ΟΡΘΟΤΗΤΑ (normativer Richtigkeit) για την πραγματιστική ισχύ και την ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ (Wahrhaftigkeit) αναφορικά με την πρόθεση. Και αυτά είναι καθολικά. Το νόημα μιας ομιλιακής πράξης εξαρτάται από την αξίωση εγκυρότητας. “Καταλαβαίνουμε μια ομιλιακή πράξη όταν γνωρίζουμε τι την κάνει αποδεκτή.” (TCA1, 297, δική μου μετάφραση).
[Παρένθεση: αναφερόμαστε στο ύστερο έργο του Habermas. Στο πρώιμο έργο του, π.χ. υπήρχε και μια 4η αξίωση εγκυρότητας η “κατανοητότητα” (Verständlichkeit) δηλαδή η επικοινωνιακή δράση υπηρετεί την κατανοητότητα. Το νόημα μιας δήλωσης πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους τους συνομιλητές]
Για να το καταλάβουμε με ένα απλό παράδειγμα, λέω στο γείτονά μου μια ηλιόλουστη μέρα στην Αθήνα: “βρέχει στο Σίδνεϊ”. Παρόλο που αναγνωρίζει την κυριολεκτική σημασία της πρότασης -τις προϋποθέσεις αλήθειας της- δεν μπορούμε, με βάση αυτό και μόνο, να πούμε ότι κατάλαβε, διότι δεν αντιλαμβάνεται το νόημα του λεγομένου μου. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο γείτονάς μου μού έχει πει ότι σκέφτεται να φύγει στην Αυστραλία. Τώρα έχει μια ιδέα για τις προθέσεις μου. Ίσως του δίνω μια φιλική συμβουλή ότι το ξένο δεν είναι πάντοτε πιο γλυκό. Παρόλα αυτά, μπορεί να είναι μπερδεμένος, αν θεωρεί ότι δεν έχει βάση το δελτίο καιρού μου, και μπορεί να μην το πιστέψει. Ας υποθέσουμε ότι τώρα ανακαλύπτει ότι μόλις μίλησα με τον αδερφό μου που ζει στην Αυστραλία. Μπορεί τώρα να φέρει στο μυαλό του τους λόγους του λεγομένου μου και έτσι το έχει κατανοήσει πλήρως. Για να το κάνει αυτό, πρέπει να φέρει στο μυαλό του και να αποδεχθεί τους λόγους πίσω από αυτό, ή να αναγνωρίσει την αξίωση εγκυρότητάς του ως προς την αλήθεια. (βλ. James Gordon Finlayson, Habermas, A Very Short Introduction, New York: Oxford University Press, 2005)
Ο Habermas, δεν δίνει έναν ορισμό του τι είναι οι αξιώσεις εγκυρότητας. Οι αξιώσεις εγκυρότητας θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν κάτω από την επικοινωνία, υπόρρητα και όταν χρειαστεί έρχονται στην επιφάνεια της επικοινωνίας ως εγγύηση (Bürgschaft) ή ως διαβεβαίωση που ο ομιλητής θα μπορούσε να παραθέσει υποστηρίζοντας λόγους που θα έπειθαν το συνομιλητή του να αποδεχτεί αυτό που λέει. Ο Habermas συνδέει το νόημα των ομιλιακών πράξεων με την πρακτική της λογοδοσίας: οι ομιλιακές πράξεις περιλαμβάνουν έμφυτα αξιώσεις που χρήζουν λόγους – αξιώσεις που είναι ανοιχτές τόσο στην κριτική όσο και στην αιτιολόγηση. “Καθώς οι επικοινωνιακά δρώντες εγείρουν με τις πράξεις ομιλίας τους αμοιβαίες αξιώσεις εγκυρότητας, στηρίζονται κάθε φορά σε ένα δυναμικό προσβλητών επιχειρημάτων” (“Μια άλλη διέξοδος από τη φιλοσοφία του υποκειμένου: επικοινωνιακός εναντίον υποκειμενοκεντρικού Λόγου” στο Jürgen Habermas, Ο Φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Α. Καραθανάση, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 397). Και με την εγκυρότητα (Geltung ή Gültigkeit) εννοεί μια στενή δομική σχέση μεταξύ του δούναι και λαβείν λόγων και είτε της επίτευξης κατανόησης είτε (πιο αυστηρά) μιας συναίνεσης που επιτρέπει την χωρίς συγκρούσεις αλληλεπίδραση ή, όπως το τοποθετεί, “εσωτερικές σχέσεις μεταξύ του σημασιολογικού περιεχομένου των εκφράσεων, των όρων εγκυρότητάς τους, και των λόγων (που θα μπορούσαν να παρασχεθούν, εάν είναι απαραίτητο) για την αλήθεια των δηλώσεων ή για την αποτελεσματικότητα των ενεργειών” (TCA1, 9, δική μου μετάφραση) ή, σε ένα άλλο σημείο, “εσωτερική σύνδεση με λόγους και αιτίες” (TCA1, 301, δική μου μετάφραση).
Συνδέοντας το νόημα με την αποδοχή των ομιλιακών πράξεων, ο Habermas μετακινεί την ανάλυση πέρα από μια στενή εστίαση στη σημασιολογία με συνθήκες αλήθειας (truth-conditional semantics) στην κοινωνική κατανοητότητα της αλληλεπίδρασης. Θεωρεί δηλαδή ότι η κοινωνική ευταξία εξαρτάται τελικά από την ικανότητα των φορέων να αναγνωρίζουν τη διυποκειμενική εγκυρότητα των διαφορετικών αξιώσεων από τις οποίες εξαρτάται η κοινωνική συνεργασία. Συλλαμβάνοντας τη συνεργασία σε σχέση με τις αξιώσεις εγκυρότητας, ο Habermas υπογραμμίζει τον ορθολογικό και γνωστικό τους χαρακτήρα: το να αναγνωρίζεις την εγκυρότητα τέτοιων αξιώσεων σημαίνει να θεωρείς δεδομένο ότι θα μπορούσαν να δοθούν καλοί λόγοι για να τις στηρίξουν ενώπιον της κριτικής. (ορθολογική λογοδοσία)
Αυτό θεωρεί ο Habermas ότι γίνεται τώρα στις μοντέρνες κοινωνίες με την postkonventioneller Moral (μετασυμβατική) σε αντίθεση με την παλιά την konventionelle (συμβατική) που δεν γινόταν έτσι και ότι πρακτικά οι κοινωνίες βρίσκονται σε συνοχή μεταξύ τους και αποφεύγουμε τις συγκρούσεις λόγω του ότι οι κανόνες αντικατοπτρίζουν αξίες και αρχές που είναι (ή θα μπορούσαν να είναι) συμφωνημένες από όλα τα ατομικά μέλη μιας κοινωνίας, επειδή είναι για το καλό όλων και είναι επίσης αυτό μια προσπάθεια να παρέχει μια επίσημη διαδικασία o Habermas για τον προσδιορισμό τού ποιοί κανόνες είναι στην πραγματικότητα ηθικά σωστοί, λανθασμένοι και επιτρεπτοί. Μπορούμε εδώ να δούμε μια ομοιότητα με την conscience collective του Durkheim δηλαδή ένα σύνολο πεποιθήσεων, αξιών και στάσεων που μοιράζονται οι περισσότεροι άνθρωποι στην κοινωνία. Παλιά για παράδειγμα, στην Konventionelle οι άνθρωποι το έκαναν αυτό πώς; Συμβουλευόμενοι τη Βίβλο, ζητώντας τη συμβουλή ενός σοφού δασκάλου, ή αντιγράφοντας τη συμπεριφορά των ομοίων τους. Οι μετασυμβατικοί δρωντες γνωρίζουν γιατί πρέπει να κάνουν αυτό που πρέπει, και ενεργούν μόνο βάσει αρχών που μπορούν να δικαιολογήσουν δηλαδή υπάρχει πια όπως λέγαμε πριν ο ορθολογικός χαρακτήρας των αξιώσεων εγκυρότητας, ότι θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν λογικά γι’ αυτό που κάνουν ή ότι θεωρούν δεδομένο ότι θα μπορούσαν να δοθούν καλοί λόγοι για να το στηρίξουν ενώπιον της κριτικής και όχι ότι το κάνω αυτό επειδή μου το είπε για παράδειγμα η χαρτορίχτρα.
Τα επίπεδα αυτά της κοινωνικής εξέλιξης/ανάπτυξης (Konventionelle, postkonventioneller κτλ.) τα παίρνει ο Habermas από τον Kohlberg, τον σημαντικό Αμερικανό ψυχολόγο, από τη θεωρία του της ηθικής ανάπτυξης του παιδιού, που εστιάζει στο πώς τα παιδιά αναπτύσσουν ηθική και τον ηθικό συλλογισμό. Η θεωρία του Kohlberg προτείνει ότι η ηθική ικανότητα/ευχέρεια αναπτύσσεται μέσα από 3 σταθερά επίπεδα ηθικής (την προσυμβατική, τη συμβατική και τη μετασυμβατική) (και αυτά με τη σειρά τους υποδιαιρούνται σε άλλα 3 στάδια). Η θεωρία προτείνει επίσης ότι η ηθική λογική επικεντρώνεται κυρίως στην αναζήτηση και διατήρηση δικαιοσύνης. Στο πρώτο επίπεδο (Προσυμβατική ηθική – Pre-conventional morality) το παιδί ανταποκρίνεται στις ταμπέλες του καλού και του κακού, του σωστού ή του λάθος, αλλά τα ερμηνεύει υπό το πρίσμα των εμπειρικών συνεπειών των πράξεών του. Στο δεύτερο επίπεδο (Συμβατική ηθική, Conventional morality) το να ικανοποιούνται οι προσδοκίες της οικογένειάς του εκτιμάται ανεξάρτητα από τις συνέπειες που έχουν οι πράξεις του. Η χαρακτηριστική στάση είναι η ταίριαξη και η πιστότητα στην κοινωνική τάξη πραγμάτων. Και στο τρίτο επίπεδο (Μετασυμβατική ηθική – Post-conventional morality) η ηθική χαρακτηρίζεται από την ικανότητα διάκρισης μεταξύ της εγκυρότητας των ηθικών νορμών και της εξουσιοδότησης των ομάδων ή των προσώπων που εγγράφονται σε αυτές. Η εγκυρότητα δεν εξαρτάται από την ταύτιση του ατόμου με την ομάδα. Οι ηθικές αποφάσεις αντικατοπτρίζουν αξίες ή αρχές που συμφωνούνται (ή θα μπορούσαν να συμφωνούνται) από όλα τα μεμονωμένα μέλη μιας κοινωνίας, επειδή είναι προς το κοινό καλό. (βλ. HAVSI, 70) Άρα καταλαβαίνουμε εύκολα πως ο Habermas παίρνει αυτά τα στάδια του Kohlberg και τα προσαρμόζει στη θεωρία του και ερμηνεύει την εγκυρότητα των κανόνων στο μετασυμβατικό επίπεδο με όρους ορθολογικού χαρακτήρα των αξιώσεων εγκυρότητας, ότι όλοι συμφωνούν υπόρρητα με έναν κανόνα (ή θα μπορούσαν να συμφωνήσουν) λόγω του ότι θα μπορούσαν να δοθούν καλοί λόγοι για να τον στηρίξουν ενώπιον της κριτικής.
Αυτή η έννοια των αξιώσεων εγκυρότητας είναι μια πολύ οξυδερκής και ενδιαφέρουσα έννοια διότι ανοίγει έναν ολόκληρο κόσμο κατανόησης στην Κοινωνική Θεωρία: στη σφαίρα της κοινωνικής συνεργασίας, της κοινωνικής αναπαραγωγής, της διαμόρφωσης της ταυτότητας, της υποκειμενικότητας, της ηθικής, της αυτονομίας, της αλήθειας κτλ. Και είναι μια έννοια-κλειδί για την κατανόηση της ομολογουμένως δυσνόητης θεωρίας του Habermas.
Το μοτίβο είναι το ίδιο. Έχουμε ένα επίπεδο (Μετασυμβατικό) στο οποίο όλα (κοινωνική συνεργασία, κοινωνική αναπαραγωγή, διαμόρφωση ταυτότητας, υποκειμενικότητας, ηθικής, αυτονομίας, αλήθειας κτλ.) καθορίζονται από τη διυποκειμενική ορθολογική (με την έννοια ότι μπορούν να δοθούν καλοί λόγοι για να τις στηρίξουν ενώπιον της κριτικής – και να αναιρεθούν μόνο με άλλους καλούς λόγους) εγκυρότητα των αξιώσεων εγκυρότητας, επειδή υπάρχει πλέον ένας ορθολογικός δεσμός μεταξύ νοήματος και διαλογικής (discursive) εγκυρότητας.
Γιατί βάζουμε το discourse, discursive σε παρένθεση; Διότι δεν είναι ακριβώς αυτό που λέει η μετάφραση “συζήτηση/διάλογος”, μια απλή συζήτηση/διάλογος. “Discourse” σύμφωνα με τον Habermas είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη και πειθαρχημένη πρακτική, όχι κάτι προφορικό ελεύθερο για όλους. Και αυτό διότι η επιχειρηματολογία είναι μια πρακτική που συνίσταται στην τήρηση ορισμένων αναγνωρίσιμων, επισημοποιήσιμων κανόνων. Ο Habermas αναφέρεται σε αυτούς τους κανόνες ως “εξιδανικευτικές πραγματιστικές προϋποθέσεις” (Idealisierung pragmatische Voraussetzungen) του λόγου (discourse), ή “κανόνες του λόγου” (Regeln des Diskurses) εν συντομία. Δεν θα δούμε τώρα ποιοι είναι αυτοί.
[irp posts=”24607″ name=”Jurgen Habermas και χειραφετική μορφή κριτικής σκέψης”]
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.