Φαίη Ντόντη
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια
ΠΜΣ – Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και Διαμεσολάβηση
Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Τα ανθρώπινα δικαιώματα (human rights) είναι δικαιώματα εγγενή σε όλα τα ανθρώπινα όντα, ανεξαρτήτως φυλής (race), βιολογικού φύλου (sex), κοινωνικού φύλου (gender) καταγωγής (origin), εθνικότητας (ethnicity), θρησκείας (religion) και άλλων καταβολών.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα αναφέρονται στο δικαίωμα στη ζωή (right to life) και την ελευθερία (freedom), την ελευθερία από τη δουλεία και τα βασανιστήρια, την ελευθερία γνώμης και έκφρασης, το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία και στη συμπεριληπτική εκπαίδευση (inclusive education) και σε πολλά άλλα δικαιώματα.
O Bay (1979) oρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ως οποιεσδήποτε αξιώσεις που θα προστατεύουν νομικά (legally) και ηθικά (morally) το άτομο, στοχεύοντας στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών του, ενώ κατά τον Dragne (2013:1) τα ανθρώπινα δικαιώματα αναφέρονται στα αναφαίρετα (inalienable) και απαραβίαστα (imprescriptible) δικαιώματα του ατόμου.
Στη σύγχρονη κοινωνία όπου ζούμε, όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να διεκδικούν σθεναρά τα δικαιώματά τους και να ακούγεται η φωνή (voice) τους, ούτως ώστε να προωθηθεί η κοινωνική δικαιοσύνη (social justice), η πολυφωνία (polyphony) και η διαφορετικότητα (diversity) στις πολιτικές, κοινωνικές, αλλά και άλλες διαδικασίες όπου συμμετέχει ο ενεργός πολίτης, στοχεύοντας στη καταπολέμηση των ανισοτήτων (inequalities), στο σεβασμό στην ετερότητα, στην αλλαγή και στην καινοτομία και δημιουργία ενός κράτους που λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις ανάγκες και τα θέλω των πολιτών του.
Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και οφείλει να νιώθει αποδεκτός στην κοινωνία όπου μεγαλώνει και ανθίζει προκειμένου να επιτύχει τις φιλοδοξίες, τους στόχους, αλλά και να επιδιώξει την προσωπική, οικονομική, πολιτική, κοινωνική και επαγγελματική του ανάπτυξη. H εποχή που ζούμε χαρακτηρίζεται από έντονο εκσυγχρονισμό (modernization) και πρόοδο σε πολλούς τομείς (π.χ. υγεία, εκπαίδευση, αειφόρα ανάπτυξη), με τις ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας) να κατέχουν τα ηνία στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία (globalized society), επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό τις ανεπτυγμένες χώρες.
Ωστόσο, ο εκσυγχρονιστικός χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης επέφερε σημαντικές ανισότητες (inequalities) στον τομέα της εκπαίδευσης, στον εργασιακό χώρο, αλλά και στη δημόσια υγεία (public health). Η έλευση της παγκοσμιοποίησης πυροδότησε έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των εκπαιδευτικών συστημάτων, με τα έθνη να προσπαθούν να προσελκύσουν μαθητές από διάφορες γωνιές του πλανήτη. Η παγκοσμιοποίηση είχε ως αποτέλεσμα την ομοιομορφία (standardization) συγκεκριμένων εκπαιδευτικών πτυχών, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος σπουδών (Sahlberg,2004).
Παράλληλα, η παγκοσμιοποίηση οδήγησε στον ακαδημαϊκό πληθωρισμό (academic inflation), όπου πολλοί νέοι προβαίνουν στην απόκτηση επιπρόσθετων τίτλων σπουδών (π.χ master ή phD) προκειμένου να ενισχύσουν τις πιθανότητές τους να βρουν μια επαγγελματική θέση που να ανταποκρίνεται στις φιλοδοξίες τους. Ωστόσο, πολλοί νέοι με υπερπροσόντα (overqualified) τείνουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση μιας κατάλληλης εργασιακής θέσης και να συμβιβάζονται με χαμηλότερες ή λιγότερο απαιτητικές θέσεις εργασίας από αυτές για τις οποίες έχουν εκπαιδευτεί ή καταρτιστεί.
Eξίσου, ψηφιακά χάσματα (digital gaps) μεταξύ των πιο ανεπτυγμένων και των λιγότερο ανεπτυγμένων εθνών έχουν συντελέσει στην διαιώνιση των ανισοτήτων (Helsper,2021), καθώς ορισμένες χώρες έχουν ενσωματώσει επιτυχώς σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευση τις ΤΠΕ, ενώ άλλα κράτη παρουσιάζουν αρκετά ελλείμματα, όπως υποβαθμισμένες υλικοτεχνικές υποδομές, απουσία χρηματοδότησης και έλλειψη εξειδικευμένου διδακτικού προσωπικού. Παρόλα αυτά, ορισμένες επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στην εκπαίδευση θεωρούνται ευνοϊκές, όπως η διαφοροποίηση των προγραμμάτων σπουδών και η ενσωμάτωση της τεχνολογίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Η παγκοσμιοποίηση επέφερε θετικές αλλαγές στον τομέα της ιατρικής πρόσβασης, καθώς ενίσχυσε τη δυνατότητα ανταλλαγής ιατρικών γνώσεων, τεχνολογιών και προϊόντων παγκοσμίως (Labonté et al.,2011). Αυτό έχει επιτρέψει σε περισσότερα άτομα και ευάλωτες ομάδες να έχουν πρόσβαση σε δωρεάν ιατρική περίθαλψη ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης. Η δωρεάν περίθαλψη αποτελεί ένα ισχυρό μέσο για την εξάλειψη των ανισοτήτων στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και στην προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η παγκοσμιοποίηση έχει συμβάλει στη μείωση του κόστους ιατρικών προϊόντων και την ενίσχυση της ιατρικής πρόσβασης για τους πολίτες. Ωστόσο, παρά τις θετικές εξελίξεις, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις σχετικά με την ισότητα πρόσβασης σε δημόσιες δομές υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς η έλλειψη επαρκών υγειονομικών υποδομών, όπως νοσοκομεία, κλινικές και ιατρικά κέντρα, δυσκολεύει την πρόσβαση των ανθρώπων σε ιατρική φροντίδα, όπως και η έλλειψη καταρτισμένου προσωπικού μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας.
Παράλληλα, η βιώσιμη ανάπτυξη (sustainable development) είναι ακόμη μια μακρινή προοπτική. Η κλιμάκωση της φτώχειας (poverty) όχι μόνο απειλεί την ευημερία εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά υπονομεύει την κοινωνική συνοχή εμποδίζοντας την οικονομική πρόοδο (economic growth). Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs), που εγκρίθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη το 2015, συμβάλλουν στην καταπολέμηση της φτώχειας, στην προστασία του περιβάλλοντος και στην προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας έως το 2030. Παρά τα αξιοσημείωτα βήματα για τη μείωση της ακραίας φτώχειας τις τελευταίες δεκαετίες, οι προκλήσεις εξακολουθούν να υφίστανται, ιδιαίτερα σε περιοχές, όπως η Νότια Ασία και η υποσαχάρια Αφρική όπου δεν υφίσταται πρόσβαση σε βασικές υποδομές, όπως πόσιμο νερό, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και άλλα. Συνάμα, διακρίνονται από υψηλά επίπεδα ανεργίας και πολιτικής αστάθειας που δυσχεραίνουν την κατάσταση.
Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης προσφέρουν μια ολιστική προσέγγιση (holistic approach) για την εξάλειψη της φτώχειας δίνοντας προτεραιότητα στην αύξηση των βασικών πόρων (basic needs) και υπηρεσιών και υποστήριξη των κοινοτήτων που πλήττονται από συγκρούσεις και καταστροφές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή (climate change) και την εξάντληση των φυσικών πόρων.
Όμως, για να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί, απαιτείται μεγάλο χρηματικό ποσό οικονομικών επενδύσεων. Αρκετές χώρες δεν διαθέτουν το προαπαιτούμενο κεφάλαιο (capital) για την χρηματοδότηση των προγραμμάτων που εμπλέκονται στην επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης. Αυτό είναι πιο εμφανές στις χώρες του τρίτου κόσμου σε αντίθεση με τις ανεπτυγμένες (Leal Filho et al.,2020).
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (UDHR) αποτελεί έγγραφο-ορόσημο στην ιστορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συνταχθείσα από εκπροσώπους διαφορετικών νομικών και πολιτιστικών υποβάθρων από όλες τις περιοχές του κόσμου, η Διακήρυξη ανακηρύχθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στο Παρίσι στις 10 Δεκεμβρίου 1948 (ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης 217 A) ως κοινό πρότυπο επιτευγμάτων για όλους τους λαούς και όλα τα έθνη.
Αυτή η οικουμενική διακήρυξη καθορίζει, για πρώτη φορά, τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που πρέπει να προστατεύονται σε καθολικό επίπεδο. Η Διακήρυξη είναι διαθέσιμη σε περισσότερες από 500 γλώσσες και αναγνωρίζεται ευρέως ότι άνοιξε το δρόμο για την υιοθέτηση περισσότερων από εβδομήντα συνθηκών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που εφαρμόζονται σήμερα σε μόνιμη βάση τόσο σε παγκόσμιο, όσο και περιφερειακό επίπεδο. Η διακήρυξη αποτελείται από 30 άρθρα που κατοχυρώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ας επισημάνουμε μερικά απ’ αυτά.
Το Άρθρο 1 αναφέρει ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι (free) και ίσοι σε αξιοπρέπεια (dignity) και δικαιώματα (rights) και είναι προικισμένοι με λογική (reason) και συνείδηση (conscience) και θα πρέπει να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με αδελφοσύνη (brotherhood), ενώ στο άρθρο 7 επισημαίνεται ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και δικαιούνται ίση προστασία χωρίς διακρίσεις. Εξίσου, στο άρθρο 8 τονίζεται ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια για πράξεις που παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που του αναγνωρίζει το σύνταγμα ή ο νόμος. Στο άρθρο 14 παρατίθεται ότι όλοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν άσυλο (asylum) για να αποφύγουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να επικαλεστεί στην περίπτωση ποινικών διώξεων που προκύπτουν από μη πολιτικά εγκλήματα ή από πράξεις αντίθετες προς τους σκοπούς και τις αρχές του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (United Nations,1948).
Η διακήρυξη έλαβε ουσιαστική υποστήριξη, καθώς 48 από τα 58 μέλη της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών ψήφισαν υπέρ, ενώ 8 απείχαν και 2 ήταν απόντες. Παρά τη συντριπτική έγκριση, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η υιοθέτηση της δεν ήταν χωρίς προκλήσεις. Οι κομμουνιστικές χώρες, για παράδειγμα, εξέφρασαν δισταγμούς, γιατί θεωρούσαν ότι το έγγραφο δεν λαμβάνει υπόψη την εθνική κυριαρχία. Η Σαουδική Αραβία εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με την αναγνώριση από την UDHR του δικαιώματος αλλαγής θρησκείας κατά βούληση, καθώς θεωρούσε ότι παραβιάζει τις αρχές του Ισλάμ (Marshall, 2022). Επιπλέον, η Νότια Αφρική δεν υπέγραψε τη διακήρυξη, καθώς πίστευε ότι θα διαταράξει την πρακτική που ακολουθούσε για τις φυλετικές διακρίσεις (racial discrimination) και το διαχωρισμό (segregation), γνωστή και ως απαρτχάιντ (apartheid), που διήρκεσε από το 1948 έως το 1994 (Kuwon, 2018).
Ο ρόλος του έθνους στη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μια κρίσιμη ευθύνη για τα έθνη, και μπορούν να υλοποιηθούν διάφορες πρωτοβουλίες για τη προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η προώθηση της εκπαίδευσης και της ευαισθητοποίησης για τα ανθρώπινα δικαιώματα στον πληθυσμό είναι ύψιστης σημασίας.
Οι πολίτες πρέπει να κατανοήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους για να συμμετέχουν ενεργά σε μια κοινωνία που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η προώθηση δωρεάν σεμιναρίων (free seminars) σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μια αποτελεσματική πρωτοβουλία για την εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση του πληθυσμού. Αυτά τα σεμινάρια μπορούν να προσφέρουν πληροφορίες και κατανόηση σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ενθαρρύνοντας τους πολίτες να γίνουν ενεργοί συμμετέχοντες/συμμετέχουσες σε μια δίκαιη και ισότιμη κοινωνία.
Παράλληλα, η ενθάρρυνση και η υποστήριξη του έργου των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) και των ομάδων της κοινωνίας των πολιτών είναι απαραίτητη, γιατί αυτές οι οργανώσεις διαδραματίζουν συχνά βασικό ρόλο στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην παρακολούθηση των παραβιάσεων και στην παροχή υποστήριξης σε άτομα που επηρεάζονται. Οι πολίτες πρέπει να είναι ενήμεροι για τέτοιου είδους οργανώσεις και να συμβάλλουν στη προώθησή και ανάπτυξή τους μέσω διάχυσης (π.χ. στα social media), εθελοντισμού και οικονομικής στήριξης. Συνολικά, η συμμετοχή των πολιτών είναι καθοριστική για την επιτυχία των ΜΚΟ και των προσπαθειών για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα κράτη μπορούν να δημιουργήσουν ένα Διεθνές Πρόγραμμα Ανταλλαγής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (International Human Rights Exchange Program), δίνοντας τη δυνατότητα σε εμπειρογνώμονες στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από διάφορες χώρες να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών. Το Διεθνές Πρόγραμμα Ανταλλαγής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να περιλαμβάνει προσωρινές αποστολές, όπου άτομα με εξειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα από μια χώρα συνεργάζονται ομαδικά με τους ομολόγους τους σε μια διαφορετική χώρα.
Οι συμμετέχοντες/συμμετέχουσες με αυτόν τον τρόπο θα ευαισθητοποιηθούν για τις διαφορετικές προκλήσεις και προοπτικές που υπάρχουν σε διάφορα μέρη του κόσμου. Αυτό το πρόγραμμα προωθεί την άμεση ανταλλαγή γνώσεων, εμπειριών και βέλτιστων πρακτικών για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προκλήσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ενθαρρύνει τη βαθύτερη κατανόηση των διαφορετικών προοπτικών και επιτρέπει στα έθνη να μάθουν μέσα από επιτυχημένες στρατηγικές που εφαρμόζονται αλλού. Το πρόγραμμα θα μπορούσε να οργανωθεί μέσω συνεργασιών με διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ, δημιουργώντας ένα δίκτυο επαγγελματιών αφοσιωμένων στην προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως.
Συμπέρασμα
Οι ανθρώπινες διακρίσεις, η αδικία και οι ανισότητες παραμένουν διαδεδομένα φαινόμενα σε πολλές περιοχές του κόσμου, παρά τις προσπάθειες για την προώθηση της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Πολλοί άνθρωποι λόγω φύλου, εθνικής καταγωγής, θρησκείας, σεξουαλικών προτιμήσεων, οικονομικών και πολιτικών αιτιών ή άλλων παραγόντων (π.χ φτώχεια, κλιματική αλλαγή) εξακολουθούν να υφίστανται περιορισμούς στα δικαιώματά τους.
Η ανάπτυξη μιας κοινωνίας όπου τα δικαιώματα όλων των μελών της γίνονται σεβαστά και εκτιμώνται είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (human dignity) και της ανθρώπινης αξίας (human value). Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν πρέπει να έχουν αφηρημένο χαρακτήρα, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζονται ως βασικές κατευθυντήριες αρχές που προστατεύουν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου.
Η προώθηση και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προϋποθέτει διαρκή δράση σε πολλαπλά επίπεδα απ’ όλα τα εμπλεκόμενα μέλη, κράτη και φορείς.
Βιβλιογραφία
Bay, C. (1979). A human rights approach to transnational politics. Universal Hum. Rts., 1, 19.
Dragne, L. (2013). The right to life – a fundamental human right. Social Science Debate, 2(2), 1- 6.
Helsper, E. (2021). The digital disconnect: The social causes and consequences of digital inequalities. The Digital Disconnect, 1-232.
Kuwon, I. F. (2018). Africa’s Freedom Struggles and the Universal Declaration of Human Rights,Africa Renewal.
Labonté, R., Mohindra, K., & Schrecker, T. (2011). The growing impact of globalization for health and public health practice. Annual review of public health, 32, 263-283.
Leal Filho, W., Wolf, F., Lange Salvia, A., Beynaghi, A., Shulla, K., Kovaleva, M., & Vasconcelos, C. R. (2020). Heading towards an unsustainable world: some of the implications of not achieving the SDGs. Discover Sustainability, 1, 1-11.
Marshall, K. (2022). Freedom of Religion or Belief in International Relations: Basic Principles, Nagging Debates. S. Rajaratnam School of International Studies.
Sahlberg, P. (2004). Teaching and globalization. Managing global transitions, 2(1), 65.
United Nations. (1948). Universal Declaration of Human Rights. (UDHR). New York: United Nations General Assembly.
[irp posts=”131851″ ]