Πέτρος Μετάφας
Ο Deleuze, σε μια επιστολή γραμμένη το 1977, διατύπωσε ως εξής ένα βασικό σημείο όπου διαφέρει από τον Foucault: ο Deleuze επιλέγει τον όρο «επιθυμία» (desire, desir) από την «απόλαυση» (pleasure, plaisir) που προτίμησε ο Foucault. Η επιθυμία συλλαμβάνει την πραγματική και ενεργό δυναμική της παραγωγής της κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ η απόλαυση είναι αδρανής και αντιδραστική: «η απόλαυση διακόπτει τη θετικότητα της επιθυμίας και τη συγκρότηση του επιπέδου της εμμένειας αυτής της επιθυμίας». [1]
Μήπως, ρωτά ο Deleuze, η σύγχρονη υποκειμενικότητα ανακαλύπτει εκ νέου το σώμα και τις ηδονές του, ενάντια σε μια επιθυμία η οποία έχει, σε μεγάλο βαθμό, καθυποταχθεί στο Νόμο; Εν τούτοις δεν τίθεται θέμα επιστροφής στους Αρχαίους Έλληνες. «Ο Αγώνας για μια σύγχρονη υποκειμενικότητα περνά από την αντίσταση στις δύο σημερινές μορφές καθυπόταξης: στην εξατομίκευση που ικανοποιεί τις απαιτήσεις της εξουσίας, και στην προσκόλληση κάθε ατόμου σε μια γνωστή, δεδομένη και δια παντός προσδιορισμένη ταυτότητα. Άρα, ο αγώνας για την υποκειμενικότητα εμφανίζεται ως δικαίωμα στη διαφορά, τη μεταβολή και τη μεταμόρφωση». [2]
Η έννοια της «επιθυμητικής συναρμογής» στον Deleuze δείχνει ακριβώς πως δεν υπάρχει “φυσική” ή “αυθόρμητη” επιθυμία. Ένας συγκεκριμένος κοινωνικός σχηματισμός αποτελεί μια συναρμογή η οποία ενεργοποιεί συγκεκριμένες ιστορικά σχέσεις με τις γυναίκες, με τη γη, με την απεδαφικοποίηση κλπ. Η επιθυμία κυκλοφορεί μέσα σε αυτές τις ετερογενείς συναρμογές. Μια επιθυμητική συναρμογή εμπεριέχει, παράγει συστήματα εξουσίας στις συνιστώσες, στις διαστάσεις της.
Στα πλαίσια των επιθυμητικών συναρμογών διακρίνουμε «εδαφικότητες» (ή «επανεδαφικοποιήσεις») και κινήσεις «απεδαφικοποίησης» που παρασύρουν μια συναρμογή. Τα συστήματα εξουσίας αναδύονται εκεί όπου επιχειρούνται επανεδαφικοποιήσεις (έστω και αφηρημένες).
Πώς μπορεί να είναι επιθυμητή η εξουσία; Η εξουσία είναι ένας τρόπος ύπαρξης της επιθυμίας, η επιθυμία δεν συνιστά φυσική πραγματικότητα, εν τούτοις είναι πρωταρχική και θεμέλιο της όποιας μικρο-ανάλυσης.
Για τον Foucault τα συστήματα εξουσίας όπως τα περιγράφει στο Επιτήρηση και Τιμωρία έχουν κανονιστικό και πειθαρχικό χαρακτήρα ‘ο Deleuze μιλά αντίστοιχα για «κωδίκωση» και «επανεδαφικοποίηση». Πάντως και ο Deleuze αρνείται τις έννοιες τις καταστολής και της ιδεολογίας. Με μια διαφορά: εφόσον ο Deleuze θεωρεί ότι η επιθυμία έχει τα πρωτεία σε σχέση με την εξουσία, τότε έπεται ότι οι διεργασίες των συστημάτων εξουσίας εξακολουθούν να έχουν και μια κατασταλτική πλευρά «διότι, όπως λεει ο ίδιος, συμπιέζουν όχι την επιθυμία ως φυσικό δεδομένο αλλά τις αιχμές των επιθυμητικών συναρμογών». [3]
Ένα κοινωνικό πεδίο γράφει ο Deleuze «δεν ορίζεται από τις αντιφάσεις του». Η έννοια της αντίφασης «σφαιρική και ανεπαρκής έννοια», προϋποθέτει ήδη μια ισχυρή συνέργεια “αντιφατικών στοιχείων” εντός ενός συστήματος εξουσίας (παράδειγμα, δύο τάξεις, αστική και προλεταριάτο). Σύμφωνα με τον Deleuze μια καινοτομία της θεωρίας του διατυπώνεται ως εξής: «μια κοινωνία δεν αντιφάσκει καθόλου ή σχεδόν καθόλου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ // Η Ερμηνεία του Deleuze για τον Foucault | Α: Για τον “Θάνατο του Ανθρώπου”
Αλλά η απάντησή του είναι: “στρατηγικοποιείται και στρατηγικοποιεί“. Η διαφορά αντίφασης-στρατηγικής είναι μεγάλου βάρους ωστόσο o Deleuze προτείνει κάτι άλλο: ένα κοινωνικό πεδίο δεν αντιφάσκει, αλλά πρωτίστως διαφεύγει: «διαφεύγει από παντού», «οι γραμμές διαφυγής είναι πρωταρχικές», όχι μόνο δεν βρίσκονται έξω από το κοινωνικό πεδίο, αλλά συγκροτούν το ρίζωμα ή τη χαρτογραφία του. «Οι γραμμές διαφυγής είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα με τις κινήσεις επεδαφικοποίησης», δεν ενέχουν καμία επιστροφή στη φύση. Οι γραμμές διαφυγής «δεν είναι κατ’ ανάγκην επαναστατικές, το αντίθετο. Αλλά τα συστήματα εξουσίας θα επιδιώξουν να τις φράξουν και να τις συνθλίψουν». Η στρατηγική είναι δευτερεύουσα σε σχέση με τις γραμμές διαφυγής. Η επιθυμία βρίσκεται λεει ο Deleuze στις γραμμές αυτές «ως σύζευξη και διαχωρισμός ροών».
——————–
[1] Βλπ. Gilles Deleuze: “Desir et Plaisir”, Magazine Litteraire no.325, 1994, p. 64.
[2] Deleuze: Foucault, εκδ. Πλέθρον 2005, σελ.179-180.
[3] Βλπ. G.Deleuze: “Επιθυμία και Ηδονή”, μετάφραση από το Magazine littéraire, τευχ.325, 10/1994, σελ. 59-65, προσθήκη στο Deleuze: Foucault, εκδ. Πλέθρον 2005.
————-
Τι συμβαίνει με τα “φαινόμενα αντίστασης”; Σύμφωνα με τη θεώρηση του Deleuze, διακρίνουμε στον Foucault διάφορες κατευθύνσεις: στη Δίψα της Γνώσης τα φαινόμενα αντίστασης μοιάζουν με αντεστραμμένη εικόνα των συστημάτων εξουσίας, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά διάχυσης, ετερογένειας κλπ. Μια δεύτερη κατεύθυνση δίνεται στο πρόβλημα της αλήθειας: αν τα συστήματα εξουσίας είναι συστατικοί παράγοντες της αλήθειας, ωστόσο μας παρέχει αυτή η διαπίστωση με μια ύλη ικανή να στραφεί ενάντια στην εξουσία; Τρίτη κατεύθυνση: το σώμα και οι ηδονές του: «με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι ηδονές να σχηματίσουν αντι-εξουσίες, και πώς πρέπει να γίνει αντιληπτή αυτή η έννοια της ηδονής»;
Στον Deleuze εφόσον, ως πρωταρχικό δεδομένο μιας κοινωνίας, «τα πάντα διαφεύγουν», όλα απεδαφικοποιούνται, στα φαινόμενα αντίστασης δεν χρειάζεται να αποδοθεί κάποιος ιδιαίτερος χαρακτήρας.
Για τον Foucault η “επιθυμία” ήταν μια έννοια που τον παρέπεμπε σε “έλλειψη”, ή καταστολή. Ο Deleuze διευκρινίζει από την πλευρά του: η επιθυμία σ’ αυτόν δεν έχει να κάνει με έλλειψη, ούτε εκφράζει κάποιο φυσικό δεδομένο ‘ συγχωνεύεται με μια συναρμογή, είναι διαδικασία, όχι δομή ή γένεση ‘ είναι συναίσθημα [affect] και όχι αίσθημα [sentiment], είναι συμβάν και όχι πράγμα ή πρόσωπο’. “Και ασφαλώς ενέχει τη συγκρότηση ενός πεδίου εμμένειας ή ενός “δίχως όργανα σώματος”, που ορίζεται αποκλειστικά και μόνο από ζώνες έντασης, κατώφλια, βαθμίδες και ροές. Αυτό το σώμα είναι τόσο βιολογικό, όσο και συλλογικό-πολιτικό», φέρει τις αιχμές απεδαφικοποίησης ή γραμμές διαφυγής, αντιτίθεται σε όλα τα στρώματα οργάνωσης (είτε του οργανισμού είτε της εξουσίας), ενώ επίσης το σώμα αυτό μεταβάλλεται“
Δεν μπορώ λεει ο Deleuze «να προσδώσω καμία θετική αξία στην ηδονή», γιατί «διακόπτει την εμμενή διαδικασία της επιθυμίας», είναι στην ίδια πλευρά με την οργάνωση και τα στρώματα. Η επιθυμία στα πλαίσια αυτά παρουσιάζεται εσωτερικά υποταγμένη στο νόμο και εξωτερικά διαιρεμένη από τις ηδονές. Η ηδονή διακόπτει τη θετικότητα της επιθυμίας και τη συγκρότηση του αντίστοιχου πεδίου εμμένειας. Η ηδονή είναι ο μόνος τρόπος που διαθέτει ένα άτομο να ξαναβρεί τον εαυτό του στα πλαίσια μιας διαδικασίας που το υπερφαλαγγίζει: είναι μια επανεδαφικοποίηση.
Τα συστήματα εξουσίας επιβάλλουν οργάνωση στα σώματα. Ενώ το δίχως όργανα σώμα συνιστά τόπο απεδαφικοποίησης, το σύνολο των οργανισμών, ολόκληρο το σύστημα βιο-εξουσίας, επιχειρεί εναδεδαφικοποιήσεις του σώματος.
Η ζωή λεει ο Deleuze «δεν ταυτίζεται καθόλου με τη Φύση: είναι το μεταβλητό επίπεδο εμμένειας της επιθυμίας, που διασχίζει όλες τις συγκεκριμένες συναρμογές».
Ερώτημα: πώς θα διατηρήσουμε την μικροανάλυση (διάχυση, ετερογένεια, τμηματικός χαρακτήρας) συνδυάζοντάς τη με μια αρχή ενοποίησης που δεν θα είναι το Κράτος ή το Κόμμα, η “ολοποίηση” ή η αντιπροσώπευση; Σύμφωνα με τον Deleuze στο Επιτήρηση και Τιμωρία έχουμε διάχυτα μικροσυστήματα και μια αφηρημένη μηχανή (διάγραμμα) που καλύπτει όλο το κοινωνικό πεδίο – η σχέση των δύο παρέμενε πρόβλημα. Το διάγραμμα (μη αναγώγιμο στη σφαιρική βαθμίδα του Κράτους) επιχειρούσε ενοποίηση των μικρών συστημάτων. Στην Δίψα για Γνώση, υπάρχει μια αλλαγή: έχουμε αφενός μικρο-πειθαρχίες και αφετέρου βιο-πολιτικές διαδικασίες. Πρέπει να συμπεράνουμε ότι τη λειτουργία του διαγράμματος επωμίζεται η βιοπολιτική;
Από τη πλευρά των γραμμών αντίστασης (διαφυγής) πώς να αντιληφθούμε τις διαδικασίες ενοποίησης; Πώς πραγματοποιείται η σύζευξη των αιχμών απεδαφικοποίησης;
Ο Deleuze κάνει λόγο για μια «πολεμική μηχανή» εντελώς διαφορετική τόσο από τον κρατικό μηχανισμό όσο και από τους στρατιωτικούς θεσμούς και από τα συστήματα εξουσίας. Από τη μια πλευρά είναι το κράτος-διάγραμμα της εξουσίας, και από την άλλη η πολεμική μηχανή-διάγραμμα των γραμμών διαφυγής: «πολεμική μηχανή» θα ήταν «η συναρμογή που θα πραγμάτωνε τα μικρο-δεδομένα του διαγράμματος ως επιπέδου εμμένειας».
Πηγή: Μετάφας Πέτρος, Η πολιτική του Michel Foucault, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) – Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (2010) (με την άδεια του συγγραφέα)