Σύμφωνα με την βιβλιογραφία, μετά από την πανδημία covid19 παρατηρήθηκε αύξηση της επίπτωσης των διαταραχών πρόσληψης τροφής στον γενικό πληθυσμό, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι έρευνες που μελετούν εάν και κατά πόσο διαφοροποιείται η συμπτωματολογία και η κλινική εικόνα των πασχόντων από τις διατροφικές διαταραχές μετά από την πανδημία, σε σύγκριση με ό,τι συνέβαινε πιο πριν. Πράγματι, από αρκετούς μελετητές διαπιστώνεται ότι υπάρχει σαφής διαφοροποίηση ως προς την δυσαρέσκεια από την εικόνα του σώματος, η οποία εντείνεται σημαντικά μετά από την πανδημία. Η αυξανόμενη ένταση της εστίασης στην εικόνα τους σώματος και της δυσαρέσκειας από αυτήν την εικόνα, αποδίδονται σε παράγοντες όπως το αίσθημα της ανίας, η κοινωνική απομόνωση , η αυξανόμενη από την πανδημία και μετά χρήση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κ.α.
Από τη δεκαετία του 1980 ήδη, έχει προταθεί ένα μοντέλο (Gardner και συν), μέσω του οποίου η εμφάνιση των διαταραχών πρόσληψης τροφής συσχετίζεται αιτιολογικά, μεταξύ άλλων, και με το σύγχρονο κοινωνικό πρότυπο ομορφιάς και επιτυχίας, που υπερτονίζει τη σημασία της ισχνότητας και του αδύνατου σώματος. Έτσι, η δυσαρέσκεια από την εικόνα του σώματος, που αναπτύσσεται σε μεγάλο αριθμό ατόμων ως συνέπεια του σύγχρονου προτύπου ομορφιάς, αποτέλεσε διαχρονικά έναν από τους πιο αναγνωρισμένους και μελετημένους παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση και τη διατήρηση μιας διαταραχής πρόσληψης τροφής.
Όπως είναι ευνόητο, δεν αρκεί ένας και μοναδικός παράγοντας κινδύνου για να αναπτυχθεί μια ψυχική διαταραχή. Άλλωστε, παρόλο που τα κοινωνικά πρότυπα της τέλειας εικόνας και ομορφιάς είναι καθολικά και επομένως απευθύνονται και επηρεάζουν κάθε νεαρό άτομο, μονάχα ένα μικρό υποσύνολο των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων θα εκδηλώσει κάποια διαταραχή πρόσληψης τροφής.
Όπως γνωρίζουμε, πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη μιας διαταραχής πρόσληψης τροφής αποτελεί η δυσκολία του ατόμου να επενδύσει τον εσωτερικό-αναπαραστασιακό κόσμο του. Όσο ο χώρος αυτός δεν βιώνεται ως ψυχικά ασφαλής, τόσο περισσότερο το άτομο καθίσταται ευάλωτο, με τρόπο μαζικό, στις απαιτήσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος, στα κοινωνικά πρότυπα και στις εικόνες της τέλειας ομορφιάς που προτείνονται. Παράλληλα, η ασφάλεια που δεν μπορεί να ανευρεθεί σε επίπεδο εσωτερικών αναπαραστάσεων, αναζητιέται σε επίπεδο πράξης (πχ στην εφαρμογή μιας δίαιτας ή στην επίμονη καθημερινή άσκηση, που στις πιο ακραίες περιπτώσεις οδηγούν μέχρι την ασκητική διαβίωση και το ασκητικό ιδεώδες του σώματος).
Ασφαλώς, η δυνατότητα επένδυσης του εσωτερικού-αναπαραστασιακού κόσμου αναπτύσσεται σταδιακά κατά την πορεία της ανάπτυξης του ψυχισμού του ατόμου και εξαρτάται καθοριστικά τόσο από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όσο και από την ατομική ψυχοπαθολογία του. Ωστόσο, αυτές ακριβώς οι διαταραχές που παρατηρούμε να εκδηλώνονται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι υπερβαίνουν το επίπεδο της ατομικής ψυχοπαθολογίας, επηρεάζονται από τους κοινωνικούς μύθους και τις συμβολικές φιγούρες της σύγχρονης κοινωνίας, και επομένως εγγράφονται στη βαθιά αλλαγή του τρόπου ζωής που έχει συντελεστεί στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου η κυριαρχία της εικόνας είναι γενικευμένη και αδιαμφισβήτητη.
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, η ουσιαστική συμβολή στην πρόληψη και την καταπολέμηση αυτών των σύγχρονων παθολογιών, στις οποίες συγκαταλέγονται και οι διαταραχές πρόσληψης τροφής, δεν έχει να κάνει απλώς με την ευαισθητοποίηση, μέσω της πληροφόρησης και της ενημέρωσης, των νεαρότερων κυρίως ατόμων. Άλλωστε, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, οι νέοι άνθρωποι μπορούν σχετικά εύκολα να έχουν πρόσβαση σε κάθε είδους πληροφόρηση.
Παράλληλα με την έγκυρη ενημέρωση, οι δράσεις για την πρόληψη αυτών των διαταραχών είναι κρίσιμο να στοχεύουν και να αναδεικνύουν την αναπαραστασιακή λειτουργία του λόγου και της αφήγησης, δηλαδή το νόημα και το πολυεπίπεδο περιεχόμενο που κρύβεται πίσω από την εικόνα, όπως επίσης και να προάγουν την ουσιαστική αναζήτηση και την επαφή του ατόμου με τον εσωτερικό ψυχικό του κόσμο και τα συναισθήματά του. Οι παρεμβάσεις αυτές προτείνουν ένα ταξίδι, που μπορεί μεν να κινείται με λιγότερο εντυπωσιακή και γρήγορη ταχύτητα, να φαντάζει δύσκολο, σύνθετο και κάποιες φορές επίπονο, αποδεικνύεται, ωστόσο, πάντοτε γόνιμο και ουσιωδώς ανταποδοτικό.
Μαρία Κούντζα
Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπεύτρια
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Α.Π.Θ
Πρόεδρος Α.Μ.Κ.Ε «Με Νέα Διάθεση»
Ενδεικτική βιβλιογραφία :
- Collantoni E. et al. Decoding the impact of the Covid-19 pandemic on anorexia nervosa psychopathology: A network comparison of pre- and post-pandemic onset. , Psychiatry Research, Volume 348, June 2025
- Corcos Μ. Le corps absent, Approche psychosomatique des troubles des conduites alimentaires, Dunod, Paris, 2000.
- Garner DM, Garfinkel PE, Schwartz D, Thompson M. Cultural expectations of thinness in women. Psychological reports, 1980; 47; 483-491.
- Garner D. Pathogenesis of anorexia nervosa. Lancet, 1993; 341: 1631-1635
- JDevoe D. et al. The impact of the COVID-19 pandemic on eating disorders: a systematic review. Int. J. Eat. Disord., 2023, 56, pp. 5-25.
- Schlissel C. et al. Anorexia nervosa and the COVID-19 pandemic among young people: a scoping review. J Eat Disord, 2023 Jul 20; 11(1):122.
- Stice E & Shaw H. Adverse effects of the media portrayed thin-ideal on women and linkages to bulimic symptomatology. Journal of social and clinical psychology , 1994; 13: 288-308.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.