Πουλιοπούλου Κωνσταντίνα
απόφοιτη Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
“It is not so much the kind of person a man is as the kind of situation in which he finds himself that determines how he will act.”
― Stanley Milgram, Obedience to Authority
Ένα από τα σπουδαιότερα αλλά και περισσότερο κατακριτέα πειράματα της κοινωνικής ψυχολογίας είναι αυτό που διεξήχθη κατά τη δεκαετία του 1960, στο πανεπιστήμιο του Yale από τον Stanley Milgram.
O Milgram, Εβραϊκής καταγωγής κοινωνικός ψυχολόγος, ήταν επηρεασμένος τόσο από τα δημοσιεύματα του Asch περί συμμόρφωσης, όσο και από ένα ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα της εποχής του · την δίκη του Adolf Eichman. Tον Απρίλιο του 1961 η ανθρωπότητα παρακολούθησε εμβρόντητη τη δίκη στο Ισραήλ, ενός ανώτατου αξιωματικού των ναζί και επικεφαλής του τομέα των SS για το εβραϊκό ζήτημα και συνεπώς βασικού υπεύθυνου για την εκτόπιση σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και την εξόντωση έξι εκατομμυρίων Εβραίων.
Η βασική υπερασπιστική στρατηγική που υιοθέτησε ο Eichman κατά τη διάρκεια της δίκης συνοψίζεται στη φράση «Εγώ απλώς υπάκουα στις διαταγές», εννοώντας ότι ο ίδιος δεν αποφάσισε ούτε και ευθύνεται για την «Τελική Λύση» του εβραϊκού προβλήματος: απλώς εκτελούσε εντολές και ως στρατιωτικός δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Η λυπηρή παραδοχή σχετικά με τον Eichman είναι ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν και ότι οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν – και εξακολουθούν να είναι- φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί.
O Milgram υποστήριξε πως εάν κανείς ενταχθεί σε μια κατάσταση παθητικού υποκειμένου, εάν δηλαδή εισέλθει νοητά σε μια κατάσταση κατά την οποία η προσωπική ευθύνη μεταφέρεται στο άτομο που δίνει τις διαταγές, εύκολα μπορεί να απαλλαχθεί από κάθε ευθύνη, όσο και αν αυτή αντιβαίνει της προσωπικής του συνείδησης.
Για τις ανάγκες του πειράματος, το πανεπιστήμιο του Yale επιστράτευσε μια κοινότητα μέσω διαφημίσεων. Τα υποκείμενα του πειράματος γνώριζαν πως συμμετέχουν σε μια μελέτη του φαινομένου της τιμωρίας στην ανθρώπινη μάθηση και αφού προσήλθαν στο εργαστήριο κατά ζευγάρια, τράβηξαν λαχνούς για να καθορίσουν τον ρόλο τους στην έρευνα ( ο ένας θα ήταν ο “μαθητής” και ο άλλος ο “δάσκαλος”).
Ο ρόλος του μαθητή ήταν να μάθει μια λίστα από ζεύγη σχετιζόμενων λέξεων και ο ρόλος του δασκάλου ήταν να κάνει ηλεκτροσόκ στον μαθητή κάθε φορά που ο μαθητής αποτύγχανε να συσχετίσει τη σωστή λέξη με την αρχική λέξη που του παρουσιαζόταν. Ο δάσκαλος έβλεπε τον μαθητή να είναι δεμένος σε μια καρέκλα με κολλημένα στο μπράτσο του ηλεκτρόδια αλειμμένα με μια ειδική αλοιφή. Ο δάσκαλος, βάσει του πειράματος, άκουγε τον πειραματιστή να εξηγεί ότι η αλοιφή χρησίμευε στο να εμποδίσει τη δημιουργία εγκαυμάτων και τον μαθητή να λέει στον πειραματιστή ότι υπέφερε από μια ελαφριά καρδιακή πάθηση. Επιπλέον, ο πειραματιστής εξηγούσε στο μαθητή πως παρόλο που τα ηλεκτροσόκ ήταν επώδυνα, δεν θα προκαλούσαν καμία μόνιμη βλάβη στους ιστούς.
Σε αυτό το σημείο, ο δάσκαλος μεταφερόταν σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο, όπου υπήρχε μια γεννήτρια ηλεκτροσόκ. Ο πειραματιστής τον προέτρεπε να χορηγεί σταδιακά μεγαλύτερα ηλεκτροσόκ στον μαθητή κάθε φορά που έκανε λάθος – 15 V για το πρώτο λάθος, 30 V για το επόμενο λάθος, 45 V για το επόμενο κ.ο.κ. Σημαντικό να σημειωθεί πως αρχικά γινόταν στον δάσκαλο ένα δείγμα ηλεκτροσόκ τάσης 45 V και στη συνέχεια ξεκινούσε το πείραμα.
Ο μαθητής κατά τα αρχικά στάδια της εξέτασης είναι σε θέση να κατονομάσει σωστά τα περισσότερα ζευγάρια λέξεων, ωστόσο σε σύντομο χρονικό διάστημα ο δάσκαλος έφτανε το βαθμό του ηλεκτροσόκ στο 75 V, σημείο στο οποίο ο μαθητής βογκούσε ανεπαίσθητα από τον πόνο. Στα 120 V, ο μαθητής φώναζε στον πειραματιστή ότι τα ηλεκτροσόκ άρχιζαν να γίνονται οδυνηρά. Στα 150 V, ο μαθητής απαιτούσε να απαλλαχθεί από το πείραμα και στα 180 V ούρλιαζε ότι δεν μπορεί να αντέξει άλλο. Ο μαθητής συνέχιζε να ουρλιάζει από τον πόνο σε κάθε ηλεκτροσόκ, φτάνοντας σε μια κραυγή αγωνίας στα 250 V. Στα 300V το θύμα έπαυε να ανταποκρίνεται στις παρουσιαζόμενες λέξεις και στον δάσκαλο δινόταν η οδηγία να εκλάβει την έλλειψη απόκρισης ως “λάθος απάντηση”.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια του πειράματος , ο δάσκαλος ήταν ταραγμένος και σε ένταση και συχνά ζητούσε να σταματήσει. Σε τέτοια αιτήματα, ο πειραματιστής απαντούσε με μια ακολουθία προπαρασκευασμένων αποκρίσεων, ιεραρχημένων, ξεκινώντας από ένα ήπιο “παρακαλώ συνεχίστε”, συνεχίζοντας με “το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε” και “είναι άκρως αναγκαίο να συνεχίσετε”, μέχρι το “δεν έχετε άλλη επιλογή παρά να συνεχίσετε”.
Πριν την έναρξη του πειράματος ζητήθηκε από μια ομάδα ειδημόνων στην ανθρώπινη συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένων 39 ψυχιάτρων, να προβλέψει ως ποιο σημείο ένα συνηθισμένο, ψυχολογικά ισορροπημένο ανθρώπινο ον θα συνέχιζε να συμμετέχει σε αυτό το πείραμα. Οι ειδήμονες υπέθεσαν πως μόνο περίπου το 10 τοις εκατό των συμμετεχόντων θα ξεπερνούσαν τα 180 V και κανείς δεν θα υπάκουγε μέχρι το τέλος. Ωστόσο, το πείραμα απέδειξε πως 65 τοις εκατό των ατόμων υπάκουσαν μέχρι το τέλος, υπερβαίνοντας τη χορήγηση ηλεκτροσόκ του επιπέδου “κίνδυνος : Σοβαρό σοκ” και χορηγώντας ηλεκτροσόκ τάσης που εντασσόταν με μια ζώνη με σήμανση “Χ Χ Χ” !
Οι συμμετέχοντες σε αυτό το πείραμα ήταν άτομα δίχως κάποια ιδιαιτερότητα- 40 άνδρες ηλικίας 20 έως 50 ετών, ποικίλης επαγγελματικής απασχόλησης. Χωρίς να το γνωρίζουν οι ίδιοι ωστόσο, ολόκληρο το πείραμα ήταν μια καλοστημένη απάτη βάσει της οποίας οι συμμετέχοντες έπαιζαν πάντα το ρόλο του δασκάλου και ο μαθητής/ θύμα ήταν στην πραγματικότητα ένας πειραματικός συνεργός, στον οποίο είχαν δοθεί λεπτομερείς οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να συμπεριφερθεί. Στην πραγματικότητα δεν έγινε κανένα ηλεκτροσόκ, εκτός του ηλεκτροσόκ δείγματος των 45 V που έγινε στον δάσκαλο.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως σε μια επανάληψη του πειράματος, όπου οι συμμετέχοντες ήταν γυναίκες, προέκυψε ακριβώς το ίδιο επίπεδο υπακοής με τους άνδρες συμμετέχοντες. Το πείραμα του Milgram έχει αναπαραχθεί στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αυστραλία, στη Βρετανία, στην Ιορδανία, στην Ισπανία, στην Αυστρία και στην Ολλανδία. Τα επίπεδα απόλυτης υπακοής κυμάνθηκαν πάνω από το 90 τοις εκατό στην Ισπανία και στην Ολλανδία, πάνω από 80 τοις εκατό στην Ιταλία, Γερμανία και Αυστρία, έως τα χαμηλότερα επίπεδα του 40 τοις εκατό μεταξύ Αυστραλών ανδρών και μόνο 16 τοις εκατό μεταξύ Αυστραλών γυναικών.
Το πείραμα του Milgram παρά τις αρνητικές κριτικές για ζητήματα δεοντολογίας που έχει δεχτεί, επιβεβαιώνει επιστημονικά το γεγονός πως, ούτε η ανθρώπινη ενσυναίσθηση, ούτε η προσωπική βούληση και οι ατομικές ηθικές αρχές μπορούν να αποτρέψουν τη βαρβαρότητα και την αποδοχή μιας κοινά αποδεκτής εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα αυτή θίγει μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της ανθρωπότητας – την τάση των ατόμων να υπακούν διαταγές χωρίς πρώτα να σκέφτονται τι τους ζητήθηκε να κάνουν και τις συνέπειες της υπακοής τους για τα υπόλοιπα έμβια όντα.
Μια από τις σημαντικότερες θέσεις στα ευρήματα του Milgram φαίνεται να έχει πάρει η πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος Hannah Arendt (η οποία κάλυψε τη δίκη του Eichman για το “The New Worker”) καθώς υποστήριξε πως σε κάθε μηχανή εξουσίας – και ο ναζισμός όπως και ο σταλινισμός δεν αποτελούν εξαίρεση – ακόμα και οι πιο τερατώδεις πράξεις που συντελούνται οφείλονται σε -και προκαλούνται από- όχι κάποια διεστραμμένα απάνθρωπα «τέρατα», αλλά από πολύ συνηθισμένους και φυσιολογικούς ανθρώπους οι οποίοι, λόγω της διεστραμμένης παιδείας που έχουν αφομοιώσει, είναι πρόθυμοι να διαπράξουν τα πιο σκοτεινά και αποτρόπαια εγκλήματα κρυμμένοι πίσω από τις εντολές του καθήκοντος.
Έκπληξη ακόμη προκαλεί το γεγονός πως το πείραμα της δεκαετίας του 1960 επαναλήφθηκε το 2015 και ενώ εύλογα θα υποστήριζε κανείς το γεγονός πως τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά και τα ποσοστά άκριτης και τυφλής υπακοής στην εξουσία θα ήταν μικρότερα, καθώς τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι σε μικρότερη ισχύ από αυτά της εποχής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι του Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών (SWPS) της Πολωνίας, κατέληξαν σε αντίθετο πόρισμα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Social Psycological and Personality Science και ο στόχος των ερευνητών ήταν να μελετήσουν πόσο υψηλό ήταν το επίπεδο υπακοής μεταξύ των κατοίκων της Πολωνίας. Οι ερευνητές προσέλαβαν 80 συμμετέχοντες (40 άνδρες και 40 γυναίκες), με ηλικία 18 έως 69 ετών, για τη μελέτη. Οι συμμετέχοντες είχαν έως και 10 κουμπιά για να πατήσουν, το καθένα υψηλότερο επίπεδο “σοκ”.
Διαπίστωσαν ότι το 90% των ανθρώπων ήταν πρόθυμοι να πάνε στο υψηλότερο επίπεδο του πειράματος! Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ της προθυμίας των ανθρώπων να προκαλέσουν σοκ σε έναν άνδρα έναντι μιας γυναίκας, οι ερευνητές αναφέρουν “Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρόλο που ο αριθμός των ατόμων που αρνούνται να εκτελέσουν τις εντολές του πειραματιστή ήταν τρεις φορές μεγαλύτερος όταν επρόκειτο για φοιτητή [το άτομο που έλαβε το “σοκ”] ή γυναίκα, το μικρό μέγεθος δείγματος δεν μας επιτρέπει να εξαγάγουμε ισχυρά συμπεράσματα”.
Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο έχει αλλάξει η κοινωνία, ο Πολωνός επικεφαλής της έρευνας Tomasz Grzyb αναφέρει χαρακτηριστικά πως “ακόμη και μισό αιώνα μετά τα πειράματα του Milgram για την υπακοή στην εξουσία, σε καταστάσεις πίεσης μια συντριπτική πλειοψηφία ανθρώπων είναι πρόθυμη να προκαλέσει ηλεκτροπληξία σε ένα αβοήθητο άτομο”.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.
Συνυπογράφω